«ακούσας δε ο νεανίσκος τον λόγον απήλθε λυπούμενος∙ ην γαρ έχων κτήματα πολλά» (Ματθ. 19,22)
Ο νεανίσκος του Ευαγγελίου δυστυχώς αποτελεί τον τύπο και για πολλούς από εμάς τους θεωρούμενους χριστιανούς. Πόσοι από τους χριστιανούς δεν ζούμε στο επίπεδο ενός ψεύτικου εαυτού, δεν νομίζουμε δηλαδή ότι πορευόμαστε σωστά και έχουμε τον Θεό και τους αγίους μαζί μας, διότι προσευχόμαστε, διότι εκκλησιαζόμαστε, διότι κοινωνούμε ίσως, διότι κάνουμε κάποιες ελεημοσύνες, ενώ η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική; Κι αυτό μπορούμε να το καταλάβουμε, αν ελέγξουμε τον εαυτό μας σ’ αυτά που αποτελούν κεντρικά πάθη της ανθρώπινης ύπαρξης: στη φιληδονία, στη φιλαργυρία, στη φιλοδοξία, στους κλάδους του εφάμαρτου εγωισμού. Ο νεαρός του ευαγγελίου διακατεχόταν από το πάθος της φιλαργυρίας και της φιλοκτημοσύνης: τα υλικά αγαθά του ήταν το «βαρίδι» της ψυχής του. Σε άλλον το «βαρίδι» αυτό μπορεί να είναι η φιληδονία του, με όλες τις διακλαδώσεις της, της λαιμαργίας, της γαστριμαργίας, της λαγνείας, της πορνείας, της μοιχείας, της τεμπελιάς. Σε άλλον το «βαρίδι» μπορεί να είναι η φιλοδοξία του, ως κενοδοξία, ως υπερηφάνεια, ως τάση αγωνιώδους αποδοχής από τους άλλους, ως κατακτητικότητα, ως φιλαρχία και αρχομανία. Ο καθένας πρέπει να κοιτάξει μέσα του και να επισημάνει το δικό του πάθος, το δικό του βάρος που τον δένει εμπαθώς με τον κόσμο τούτο. Ο λόγος του Χριστού λειτουργεί για όλους και για όλες τις περιπτώσεις αφυπνιστικός, κοφτερός, «τομώτερος υπέρ πάσαν δίστομον μάχαιραν», που αποκαλύπτει τον αληθινό εαυτό μας. Όσο θα βάζουμε τον εαυτό μας πάνω σ’ αυτόν τον λόγο, τόσο θα καθαρίζει το βλέμμα μας και το έδαφος μπροστά στα πόδια μας. Ο προσανατολισμός είναι σαφής: η τελειότητά μας ως ακολουθία του Χριστού. Αυτό ζει η Εκκλησία μας και αυτό είναι το έργο της. Πόσοι από εμάς είναι έτοιμοι να το ακολουθήσουν;