Ο ΓΕΡΟ ΧΩΡΙΑΤΗΣ
Βαριά ριγμένος σα νεκρός,
στην καρέκλα την πιο κει,
στο βρώμικο το καπηλειό μες στο παλιό σοκάκι,
ίδιος πολύ με θλιβερό φτωχολογειάς σακκί,
ένας χωριάτης που γυροδρομεί
με το δισάκι.
Κρυφή κι οδυνηρή φωτιά
τον τρώγει μες στα στήθη,
πιο δυνατή και τρομερή
απ᾽ ό,τι του κορμιού.
Στεφανωμένος πριν μ᾽ ό,τι φαινόταν παραμύθι,
σύντροφος ψεύτρα με
τη μορφή του πονηρού φιδιού.
Δεν σβιέται ᾽κόνα μαύρη εφιάλτης από μπρος του
- την είδε μοιχαλίδα σε αγκαλιά περιπαθή–
ο εραστής της φάνταξε
ο δαίμων κι ο εχθρός του,
είπε, θα τονε κόψω, με δίκοπο οργής σπαθί.
Απότομα κι αλλόκοτα
έριξε τον θυμό του,
η κόλαση που ‘ ρχότανε,
τού έπνιξε την οργή.
Τα δάκρυα, του έλιωσαν
το μαύρο εαυτό του,
τρισήλιο φως εμέριασε την έχθρητα να βγει.
«Σας συγχωρώ», εψέλλισε απ’ το κλειστό
του στόμα,
να φύγει κίνησε γοργά,
μ’ ελπίδα δυνατή.
Ένα πλανιόταν όραμα
μες στης ψυχής το χώμα
να πάει στον Αντώνιο,
τον μέγα ασκητή.
Τον δέχτηκε ο άγιος
με τρυφερή συμπόνια,
τον φίλησε, του μίλησε,
του έκλεισε την πληγή.
Μα κείνος είδε τα βουνά,
σαν τα ψηλά αλώνια,
καταφυγή και όριο πάνω
σ’ αυτήν τη γη.
Με τον Αντώνιο έμεινε,
σιμά εις το κελλί του,
να ζητιανεύει του Θεού,
καλόγερος καλός.
Και πρόκοψε και θέριεψε
η χάρη στην ψυχή του
κι έγινε μέγας και τρανός, ο Παύλος ο απλός.