Πέμπτη 5 Ιουλίου 2012

Η ΣΙΩΠΗ ΣΤΟΝ ΘΟΡΥΒΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ



Ο πολιτισμός των νεωτέρων χρόνων έχει σαφώς εξωστρεφή χαρακτήρα. Εκείνο που πάντοτε προέχει είναι η τεχνολογία, η επιστημονική φυσική έρευνα, οι θετικές επιστήμες, αν και δεν είναι πια λίγες οι φωνές που τονίζουν και το αντίθετο. Αιτία για την προτεραιότητα αυτή είναι η έξαρση του υλικού στοιχείου και η παραθεώρηση κατά συνέπεια του πνευματικού παράγοντα, της ψυχής του ανθρώπου. Γι᾽ αυτό και πολύ σωστά έχει χαρακτηριστεί ο πολιτισμός αυτός ως πολιτισμός ῾απώλειας της καρδιάς᾽.

Η τραγική αυτή για τον άνθρωπο κατάσταση οφείλεται στην απομάκρυνσή του από τον Θεό. Όσο ο άνθρωπος απομακρύνεται από Αυτόν, τόσο αδυνατεί και να Τον ακούσει. Ο Θεός ῾λαλεί εις την καρδίαν᾽, μα ο σύγχρονος αποστασιοποιημένος από Αυτόν άνθρωπος που έχει χάσει την επαφή του με την ῾καρδιά᾽ του, δηλαδή με τον εσωτερικό του κόσμο, δεν μπορεί να συλλάβει τη φωνή Του. Άλλες φωνές ακούγονται μέσα του, κι αυτές είναι του κόσμου, των αισθήσεων, των παθών του. Γι᾽ αυτό και χαρακτηριστικό του πολιτισμού αυτού είναι ο θόρυβος, όχι μόνον ο εξωτερικός και υλικός, μα δυστυχώς, πολύ πιο χειρότερα, ο εσωτερικός. Περισσότερο λοιπόν από κάθε άλλη φορά εκείνο που έχει ανάγκη κατεξοχήν ο σημερινός άνθρωπος είναι η ησυχία και η σιωπή. Ησυχία και σιωπή με τη διπλή τους διάσταση: την εσωτερική, κυρίως αυτήν, και την εξωτερική.

Με αυτά θα μπορέσει να επαναφέρει τον νου του από την εξωτερική διάχυση στον εσωτερικό του κόσμο καί μέσω αυτού στον Θεό. ῾Ο νους που δεν διασκορπίζεται και δεν διαχέεται στα εξωτερικά μέσω των αισθήσεων, επανέρχεται στον εαυτό του και διά του εαυτού του οδηγείται στην έννοια του Θεού᾽ μας λέει θεόπνευστα ο Μ. Βασίλειος (῾Νους μη σκεδαννύμενος μηδέ διά των αισθήσεων επί τα έξω διαχεόμενος εις εαυτόν επάνεισι και δι᾽ εαυτού εις την του Θεού έννοιαν διαβαίνει᾽). Έτσι ο άνθρωπος επανευρίσκει το φυσικό του κέντρο, την αιτία και τον σκοπό της ύπαρξής του: τον Θεό, και ισορροπεί στη ζωή του, αποκτώντας νόημα ζωής. Και βεβαίως βρίσκοντας τον Θεό βρίσκει ταυτοχρόνως  και τον ίδιο του τον εαυτό, όπως και τον συνάνθρωπό του. Διότι ως γνωστόν η σχέση με τον Θεό που είναι Αγάπη, οδηγεί σε άνοιγμα της ύπαρξης και προς τον εαυτό και προς τον συνάνθρωπο.

Είναι λοιπόν αυτονόητο ότι αυτή η ησυχία και σιωπή, ως μέθοδος επαναφοράς του νου στον εσωτερικό κόσμο, συνυπάρχει με την κοινωνικότητα, τη δράση και την ενεργητικότητα μέσα στον κόσμο. Δράση και ησυχία, εξωστρέφεια και εσωστρέφεια δεν είναι αντιμαχόμενες καταστάσεις, αλλά αλληλοσυμπληρούμενες προς εξισορρόπηση του ανθρώπου. Ούτε λοιπόν μόνο εσωστρέφεια ούτε μόνον εξωστρέφεια, αλλά το ῾συναμφότερον᾽. Η θεολογική θεμελίωση της αλήθειας αυτής βρίσκεται, θα λέγαμε, στην πίστη της Εκκλησίας περί του Τριαδικού Θεού. Ο Θεός μας είναι ουσία και ενέργεια. Έχει δηλαδή – όσο είναι δυνατόν αυτό να εκφραστεί απλά – τη δυνατότητα να ζει μέσα (ουσία) και έξω από τον εαυτό Του (ενέργεια). Και στις δύο περιπτώσεις είναι ο ίδιος Θεός. Ο άνθρωπος λοιπόν πλασμένος ῾κατ᾽ εικόνα Θεού᾽ έχει κι αυτός τη διπλή αυτή διάσταση: την έσω και την έξω. Που σημαίνει: δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτοσυγκέντρωση, χωρίς προσευχή, χωρίς κλείσιμο του εαυτού μου στο ῾ταμείον᾽ της καρδιάς μου, μα ούτε και πάλι μπορώ να ζήσω χωρίς σχέση με τον συνάνθρωπο, χωρίς αγάπη και βοήθεια του άλλου. Η περίπτωση των αναχωρητών δεν καταργεί την αλήθεια: κι εκείνοι βρίσκονται σε σχέση με τον κόσμο εσωτερικά προσευχόμενοι γι᾽ αυτόν.

Ώστε ο πολιτισμός μας, καθαρά εξωστρεφής, απειλεί τον άνθρωπο με ανισορροπία. Κι αυτό δεν είναι μόνον απειλή, αλλά διαρκές βίωμα στην εποχή μας. Χρειάζεται λοιπόν η σιωπή και η ησυχία μέσα στον θόρυβο τῆς ζωής μας. Η ησυχία είναι όρος που εκφράζει σύνολη την ασκητική ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας και είναι φορτισμένος με βάρος θεολογικού αγώνα πολλών χρόνων. Δεν μπορούμε λοιπόν να πούμε πολλά πράγματα γι᾽ αυτήν. Θα σημειώσουμε μόνο λίγα για τη σιωπή, που είναι επιμέρους στοιχείο της ησυχίας.

Η σιωπή είναι μέσο βοηθητικό της στροφής του ανθρώπου προς τον Θεό. Μιλάμε λοιπόν για μια σιωπή που δεν εξαντλείται στα χείλη και στο στόμα, αλλά προχωρεί στους λογισμούς που είναι αντίθετοι στον Θεό. Σταματώ να μιλώ, για να μπορέσω να μιλήσω περισσότερο με τον Θεό. ῾Ο φίλος της σιωπής προσεγγίζει τον Θεό και συνομιλώντας μυστικά μαζί Του φωτίζεται από Αυτόν᾽( Ιωάννης της Κλίμακος). Γι᾽ αυτό και όσο αυξάνει η αγάπη γι᾽ Αυτόν, τόσο μειώνεται η αγάπη για τα λόγια και τις συχνές συναντήσεις με τους ανθρώπους. ῾Εκείνος που εδοκίμασε την οσμή του υψίστου και θείου πυρός, αποφεύγει τη συνάντηση των ανθρώπων, όπως η μέλισσα τον καπνό᾽, ξαναλέει ο μέγας Ιωάννης της Κλίμακος, ενώ χαρακτηρίζει αυτού του είδους τη σιωπή ως ῾εν γνώσει᾽ σιωπή. Σιωπή δηλαδή που ασκείται με επίγνωση και διάκριση. Αυτή η σιωπή είναι πρόξενος χαρισμάτων. Και τούτο γιατί υπάρχει και άλλο είδος σιωπής – πέρα βεβαίως αυτής που οφείλεται σε φυσικούς λόγους – που καταδικάζεται από τον Θεό: η σιωπή που είναι καρπός πικρίας και εγωισμού. Όχι λοιπόν οποιαδήποτε σιωπή, αλλά η σύμφωνη με τον Θεό επαινείται και επιδοκιμάζεται. Αυτή που ασκείται ῾για χάρη του Θεού᾽.

῾Ένας αδελφός᾽, μας λέγει το Γεροντικό, ῾ρώτησε τον αββά Ποιμένα λέγοντας: Τι είναι καλύτερο, να μιλήσει κανείς ή να σιωπήσει; Του λέγει ο γέρων: Όποιος μιλά για χάρη του Θεού καλά κάνει. Κι όποιος σιωπά για χάρη του Θεού πάλι καλά κάνει᾽.

Υπάρχουν λοιπόν περιπτώσεις που η σιωπή είναι μέσα στην ομιλία και η ομιλία μέσα στη σιωπή. ῾Υπάρχουν άνθρωποι᾽, λέει και πάλι ο αββάς Ποιμήν, ῾που δεν μιλούν καθόλου και όμως είναι φλύαροι. Και άλλοι που μιλούν όλη την ημέρα και όμως στην πραγματικότητα σιωπούν. Γιατί ό,τι λένε είναι για ωφέλεια᾽.

Η σιωπή αυτή κάνει τον άνθρωπο να ξεφύγει από δύο εφάμαρτες καταστάσεις: την πολυλογία και την αργολογία. Διότι ῾εκ πολυλογίας ουκ εκφεύξεται αμαρτία᾽ κατά την Αγία Γραφή, ενώ ο ίδιος ο Κύριος από την άλλη τόνισε ότι και για τον παραμικρότερο αργό λόγο, θα δώσουμε λόγο κατά την ημέρα της Κρίσεως. ῾Εκ των λόγων σου δικαιωθήση και εκ των λόγων σου καταδικασθήση᾽ (Ματθ. 12, 37). Κάποιος μάλιστα μεγάλος ασκητικός διδάσκαλος τόνιζε διαρκώς ότι αν ο άνθρωπος θυμόταν αυτά τα λόγια του Χριστού περί αργολογίας, θα προτιμούσε πάντοτε να σιωπά. Σ᾽ αυτό το πλαίσιο κατανοούμε και τον αγώνα πολλών αγίων για απόλυτη σιωπή, όπως του αγίου Αγάθωνα που επί τρία χρόνια είχε βότσαλο στο στόμα του, για να συνηθίσει να μη μιλά.

Εκείνος που συνοπτικά αναφέρει την ωφέλεια της διακριτικής σιωπής είναι ο προαναφερθείς άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Σημειώνει συγκεκριμένα: ῾Η σιωπή που ασκείται με επίγνωση και διάκριση είναι μητέρα της προσευχής, επιστροφή από την αιχμαλωσία, διαφύλαξη του θείου πυρός, επιστάτης των λογισμών, σκοπός που παρατηρεί τους εχθρούς, δέσμευση του πένθους, φίλη των δακρύων, καλλιεργητής της μνήμης του θανάτου, ζωγράφος της αιώνιας κόλασης, επίμονος εξεταστής της Κρίσεως, σύζυγος της ησυχίας, αντίπαλος της αγάπης να κάνει τον διδάσκαλο, αύξηση της πνευματικής γνώσεως, δημιουργός θείων θεωρημάτων, μυστική πνευματική πρόοδος, κρυφή πνευματική ανάβαση᾽.

Πρέπει λοιπόν να μάθουμε και να σιωπάμε. Να ελέγχουμε δηλαδή τα λόγια μας, μα κατεξοχήν τις σκέψεις μας. Κι αυτό, όπως είπαμε, για την πρόοδό μας στη σχέση μας με τον Θεό. Είναι μια άσκηση που οδηγεί στην τελειότητα, αφού ῾ει τις εν λόγω ου πταίει, ούτος τέλειος ανήρ, δυνατός χαλιναγωγήσαι και όλον το σώμα᾽(Ιακ. 3,2).