"Αυτός ο μακάριος έζησε επί της βασιλείας του Θεοφίλου του μισόχριστου, τον ένατο μ.Χ. αι.Οι γονείς του ήταν πατρίκιοι, καταγόταν δηλαδή ο άγιος από αρχοντική οικογένεια, κι ήταν γνωστοί ορθόδοξοι, Βασίλειος και Ευδοκία στο όνομα και Καππαδόκες στο γένος. Γι’ αυτό και ο Ευδόκιμος ανατράφηκε με πολύ ενάρετο τρόπο, παίρνοντας το τιμητικό αξίωμα του κανδιδάτου από τον Θεόφιλο, γενόμενος στρατοπεδάρχης πρώτα της γης των Καππαδοκών, κι έπειτα ολόκληρης της γης των Ρωμαίων. Ήταν εξαιρετικά δίκαιος, διαφυλάττοντας την ισότητα απέναντι σε όλους και κάνοντας πολλές ελεημοσύνες καθημερινά. Ζούσε έντονα την εκκλησιαστική ζωή, φροντίζοντας τις χήρες και τα ορφανά και ενεργοποιώντας κάθε είδος αρετής. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο μακάριος πολιτεύτηκε κατά Θεόν, μέχρις ότου αρρώστησε βαριά και παρέθεσε έτσι το πνεύμα του σ’ Εκείνον. Μετά την τελευτή του, κατόπιν εντολής που είχε δώσει όσο ζούσε, έθαψαν το τίμιο σώμα του με τα ενδύματα και τα υποδήματά του, το οποίο σώμα του δοξάσθηκε από τον Θεό με θαύματα πολλά, τα οποία τώρα αδυνατούμε να τα διηγηθούμε λεπτομερώς. Η μετακομιδή του λειψάνου του προς το Βυζάντιο έγινε στις 6 Ιουνίου, η δε αγία κοίμησή του, στις 31 Ιουλίου».
Το τέλος του μηνός Ιουλίου καταυγάζεται από τη φωτεινή μνήμη, όπως λάμπει ο ήλιος που ανατέλλει, του αγίου και δικαίου Ευδοκίμου. «Ως όρθρος, ως ήλιος ανέτειλε η μνήμη σου», διατρανώνει ο υμνογράφος της εορτής του. Ο ίδιος διαρκώς τονίζει το πόσο ο άγιος ευδοκίμησε πνευματικά στη ζωή του, τόσο που τον θεωρεί ως τύπο του ορθοδόξου πιστού. Στο πρόσωπο και τη ζωή δηλαδή του αγίου Ευδοκίμου κατανοούμε το τι σημαίνει να είναι κανείς αληθινά ορθόδοξος, κάτι που μας δίνει το δικαίωμα να κρίνουμε με ορθά κριτήρια τις διάφορες «εκδόσεις» ορθοδοξίας που προβάλλονται σήμερα, με την απαίτηση μάλιστα από ορισμένες να θεωρούνται και οι μοναδικά αυθεντικές. Τι τονίζει λοιπόν εν προκειμένω ο υμνογράφος; «Τα δόγματα των Πατέρων φυλάττων αλώβητα, ορθόδοξον φρόνημα συ εκ νεότητος έσχηκας, βίον ακηλίδωτον και ευσυμπάθητον γνώμην, αξιάγαστε». Δηλαδή: Φύλαξες τα δόγματα (την πίστη) των Πατέρων καθαρά και ανόθευτα, αξιοθαύμαστε Ευδόκιμε, γι’ αυτό και απέκτησες από τη νεότητά σου ορθόδοξο φρόνημα, βίο αγνό και ακηλίδωτο και διάθεση γεμάτη αγάπη στους συνανθρώπους σου.
Ο άγιος Ευδόκιμος λοιπόν από τη νεότητά του είχε ορθόδοξο φρόνημα. Σπεύδει αμέσως όμως ο ποιητής να μας πει ότι η ορθοδοξία του δεν ήταν ένα είδος ιδεολογίας: μία αποδοχή προτάσεων πίστεως, έστω και αληθινών, αλλά εμψυχωνόταν από την ίδια τη ζωή του, την οποία ζούσε καθημερινώς με αγνότητα και αγάπη. Με άλλα λόγια, η ορθοδοξία του αγίου ναι μεν είχε όλα τα στοιχεία της ορθής στον Χριστό πίστεως – ό,τι τελικώς ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως – αλλά την πίστη αυτή τη ζούσε στο εκάστοτε παρόν με έλεγχο των επιθυμιών του, ώστε η εγκράτεια και η σωφροσύνη να τον καθοδηγούν, και με πλήρωση της καρδιάς του από αγάπη. Διότι μία πίστη που δεν ζωντανεύει με την αγάπη, μέσα στα πλαίσια της εγκρατείας, σταματάει να είναι χριστιανική και μπορεί μάλιστα να θεωρείται και δαιμονική: Διότι «και τα δαιμόνια πιστεύουσι και φρίττουσι».
Ο υμνογράφος όμως με τον λιτό κι επιγραμματικό του τρόπο, μας λέει το πώς ο άνθρωπος, όπως το βλέπουμε στον άγιο Ευδόκιμο, μπορεί να λειτουργεί έτσι ορθόδοξα: «τα δόγματα των Πατέρων φυλάττων αλώβητα». Μόνον εκείνος που βρίσκεται στον ίδιο δρόμο με τους Πατέρες της Εκκλησίας μας, δηλαδή κρατάει καθαρή τη δική τους παράδοση, συνεπώς και τη δική τους αγιασμένη ζωή, μπορεί τελικώς να είναι ορθόδοξος. Εκείνος που θα πιστέψει ότι είναι ορθόδοξος, διαγράφοντας την Πατερική παράδοση και στήνοντας μία δική του κατανόηση της χριστιανικής πίστεως, πλανάται πλάνην οικτράν. Και τούτο γιατί η ακολουθία των Πατέρων συνιστά ακολουθία του ίδιου του Χριστού, δεδομένου ότι αυτοί έζησαν με τον πιο δυνατό και αυθεντικό τρόπο, και μάλιστα τις περισσότερες φορές δίνοντας και την ίδια τη ζωή τους, τη ζωή Εκείνου. Γι’ αυτό και τονίζεται ποικιλοτρόπως ότι η Εκκλησία μας είναι μεταξύ των άλλων Πατερική, άρα και ορθά αποστολική. Ο άγιος Ευδόκιμος λοιπόν αναδείχθηκε άγιος και δίκαιος, γιατί έζησε σωστά ως ορθόδοξος: πατερικά και εκκλησιαστικά. Κι αυτό μας προτρέπει να κάνουμε κι εμείς, αν επιθυμούμε τον αγιασμό μας.