῎Εκλεισε τό φῶς γιά ν᾽ ἀποκοιμηθεῖ.
Τίς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ ἀναλογίστηκε
στό διάβα τῆς ἡμέρας.
Γιά τήν ῾Ελλάδα ταξίδεψε καλά,
στό νιόπαντρο ζευγάρι ἔδωσε τήν εὐχή του
κι ἀπάγγιασε στ᾽ ἀγαπημένο μοναστήρι,
τ᾽ ἅη Γιάννη στό Βερίνο.
Δέν εἶπε τίποτε – οὔτε στήν παπαδιά του –
τό πόσο σκίρτηκε ἡ καρδιά στόν τάφο
πού προσκύνησε, τοῦ Γέροντα Εὐσέβιου,
κι οὔτε πώς ἔνιωσε αἰσθητά
τήν παρουσία του τήν ἁπαλή
μέσα στόν κῆπο τῆς Μονῆς.
Μέ τήν προσμονή, ἀναγάλλιασε,
τοῦ ταξιδιοῦ του στ᾽ ῞Αγιον ῎Ορος,
κι ἦρθαν μπροστά του φιγοῦρες
μαῦρες προσφιλεῖς, πού μύριζαν λιβάνι.
Μέσα σέ σύννεφο αὐγῆς, τήν ἴδια ὥρα,
ὁλόφωτος ἐφάνη, τ᾽ ἀγαπημένο του παιδί,
ὁ Χριστοφόρος, πού ἔλαμπ᾽ εὐτυχισμένος.
῎Ενιωσε θόλωμα στό νοῦ καί πρίν
ἡ νύκτα τόν κλείσει γιά καλά,
γλυκά στήν ἀγκαλιά της,
εἶδε – ναί, εἶναι βέβαιος γι᾽ αὐτό –
σιμά εἰς τή στρωμνή του,
τόν Γέροντα καί τό παιδί.
῾Κοιμᾶμαι ξυπνητός᾽ ψέλλισε σιγαλά,
καί, ῾καλῶς τους᾽, πῆγε ν᾽ ἀνασηκωθεῖ,
μ᾽ ἕνα χαμόγελο πλατύ
στά χείλη του ζωγραφισμένο.
Δέν ξαναξύπνησε ποτέ.