
Ὁ ἅγιος ᾽Αθανάσιος ἀνήκει σ᾽ ἐκείνους τούς ὁσίους, πού, ὅπως εἴπαμε καί στήν ἀρχή, ἔχει δεχθεῖ πλῆθος ἐγκωμίων ἀπό τήν ᾽Εκκλησία μας λόγω τῆς μεγαλωσύνης του. Ὑπῆρξε, κατά τόν ὑμνογράφο, ῾ἡδύς, εὐθύς καί χρηστός, ἐπιεικής τε καί μέτριος, εὐπρόσιτος, προσηνής, ἐλεήμων, ἱλαρός τοῖς τρόποις᾽, ἀλλά καί ῾πενήτων προμήθεια, χηρῶν προστάτης, προνοητής ὀρφανῶν, λυπουμένων ταχεῖα παραμυθία, κινδυνευόντων λιμήν, ἀδικουμένων ἀντίληψις, χριστομίμητος τοῖς ἤθεσι᾽. Τό θεωρούμενο παράδοξο στούς ἐπαίνους αὐτούς εἶναι ὅτι τονίζουν τή σχέση τοῦ ἁγίου μέ τούς συνανθρώπους του, εἴτε μοναχούς εἴτε κοσμικούς, σχέση πού χαρακτηρίζεται ἀπό τή μεγάλη ἀγάπη τοῦ ἁγίου πρός αὐτούς. ᾽Ενῶ ἴσως θά περίμενε κανείς νά τονιστεῖ μονοδιάστατα ἡ ἀγάπη του πρός τόν Θεό, μέ τά κύρια στοιχεῖα τῆς ἐγκρατείας καί τῆς σκληραγωγίας τῆς σάρκας – εἴδαμε τό πόσο ἀφιερωμένος ἦταν στόν Θεό ὁ ἅγιος καί πόσο ταλαιπωροῦσε ἀκριβῶς τό σῶμα του μέ ἀσκητικές ἀγωγές - ὅμως ταυτοχρόνως μέ αὐτά βλέπουμε τήν τρυφερότητα τῆς καρδιᾶς του καί τό τεράστιο ἐνδιαφέρον του γιά τά κοινωνικά προβλήματα. Μάλιστα ὁ ὅσιος λειτουργοῦσε ὡς μαγνήτης, πάλι κατά τόν ὑμνογράφο, ὁ ὁποῖος τραβοῦσε πρός αὐτόν τούς ἀνθρώπους μέ τή γλυκύτητα τῆς διδασκαλίας του, ἀλλά καί μέ ῾τό σεπτόν καί χαρίεν αὐτοῦ πρόσωπον᾽.
Δέν μᾶς παραξενεύει ὅμως τοῦτο. Διότι ἡ χριστιανική μας πίστη, ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, ποτέ δέν τονίζει τήν ἀγάπη μόνη πρός τόν Θεό, χωρίς τήν ἄλλη διάστασή της, τήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ διαρκῶς βοᾶ ὅτι ἀπόδειξη τῆς ὕπαρξης τῆς μιᾶς ἀγάπης εἶναι ἡ ὕπαρξη καί τῆς ἄλλης. ῎Ετσι ἀγάπη πρός τόν Θεό μόνη δέν ὑπάρχει. Ὑπάρχει στόν βαθμό πού ἐνεργοποιεῖται ὡς ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο, ὅπως ἀκριβῶς βεβαίως συμβαίνει καί ἀντιστρόφως. Καί αὐτό εἶναι τό κριτήριο, μέ τό ὁποῖο κρίνουμε τά πάντα. Πού σημαίνει: ὅπου ὑπάρχει κοινωνική προσφορά ἀνεξάρτητα ἀπό τόν Θεό, ἐκεῖ βάζουμε ἐρωτηματικό: ὑπάρχει κρυμμένος ἐγωϊσμός. Ὅπου ὑπάρχει στροφή πρός τόν Θεό, μέ προσευχές καί νηστεῖες καί ἀγρυπνίες, χωρίς τρυφερότητα καρδιᾶς πρός τόν συνάνθρωπο, καί ἐκεῖ βάζουμε ἐρωτηματικό: ὐπάρχει ἕνας κρυμμένος φαρισαϊσμός.
Ἡ μεγάλη φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία τοῦ ἁγίου ὅμως, πού εἵλκυσε ἰδιαιτέρως τόν Θεό, ὥστε νά τόν κάνει πλούσιο ῾καταγώγιον᾽ τοῦ Πνεύματός Του, δέν θά ἦταν κατορθωτή, ἄν δέν στηριζόταν σέ αὐτό πού γνωρίζει καί ὁ πιό ἀρχάριος χριστιανός: τήν ταπείνωση. Πολλές φορές ἔχει τονιστεῖ ὅτι βάση ὅλων τῶν ἀρετῶν εἶναι ἡ ταπείνωση, διότι ῾ἀπούσης αὐτῆς πάντα τά ἡμέτερα ἕωλα᾽ κατά τόν τῆς Κλίμακος ᾽Ιωάννη. Κι αὐτό εἶναι πράγματι τό παράδοξο: ὅσο ἀπέφευγε ὅ ὅσιος ᾽Αθανάσιος τή δόξα, τόσο χάριτι Θεοῦ αὐτή τόν κυνηγοῦσε. Μόλις γινόταν γνωστός καί ἄρχιζε ὁ κόσμος νά τόν τιμᾶ, ἔφευγε. Κι ὁ Θεός ἔφερνε ἔτσι τά πράγματα ὥστε νά γίνεται καί πάλι γνωστός. Διότι ὁ ὅσιος τό μόνο πού εἶχε κατά νοῦ δέν ἦταν οὔτε νά διδάσκει οὔτε νά κάνει κοινωφελῆ ἔργα οὔτε ὁτιδήποτε ἀπό αὐτά πού θαυμάζουμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ὡς κοινωνική προσφορά. Ἡ προτεραιότητα τοῦ ὁσίου ἦταν νά εἶναι μαζί μέ τόν Θεό καί νά καθαρίζει τήν καρδιά του, μέ τήν τήρηση τῶν ἁγίων ἐντολῶν τοῦ Κυρίου. Μέ τό ὅραμα αὐτό στό νοῦ του ἀκολουθοῦσε τό θέλημα ᾽Εκείνου, τό ὁποῖο βεβαίως τόν ὁδηγοῦσε καί στό νά φτιάξει μοναστήρι καί λαύρα καί στό νά γίνει ῾λιμήν᾽ τῶν πάντων, ἀκόμη καί τῶν κοσμικῶν. Ὁπότε ὁ Κύριος ἐφήρμοσε στόν πιστό δοῦλο Του ἐκεῖνο πού ἔχει ὑποσχεθεῖ: ῾Τούς δοξάζοντάς με δοξάσω᾽, ὄχι μόνον μετά θάνατο, ἀλλά καί στή ζωή αὐτή. ῾Ταῖς ἁγίαις πρεσβείαις αὐτοῦ, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς. ᾽Αμήν᾽.