
Μία πρώτη παρατήρηση για τους διακόνους αυτούς της πρώτης Εκκλησίας είναι ότι εκλέχτηκαν από τον λαό και χειροτονήθηκαν από τους αποστόλους, προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες του κοινωνικού και φιλανθρωπικού έργου της πρώτης κοινότητας των Ιεροσολύμων. Διότι, όπως είπαν οι απόστολοι «ουκ αρεστόν ημάς καταλείψαντας τον λόγον του Θεού διακονείν τραπέζαις». Δεν μας αρέσει ν’ αφήσουμε την εξαγγελία του λόγου του Θεού και να υπηρετούμε στα τραπέζια. Το «ουκ αρεστόν» βεβαίως αυτό των αποστόλων δεν οφείλετο σε υποβάθμιση του φιλανθρωπικού έργου της Εκκλησίας, αλλά στην ορθή ιεράρχηση της αποστολής και του έργου της. Σημαίνει ότι ναι μεν το κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο είναι άκρως απαραίτητο και αναγκαίο, ως πραγμάτωση της βασικής εντολής του Κυρίου, της αγάπης, όμως η προτεραιότητα είναι ο λόγος του Θεού. Με άλλα λόγια, με την εμφάνιση των επτά πρώτων διακόνων, ταυτόχρονα τονίζεται ότι η Εκκλησία ιδρύθηκε από τον Χριστό, για να συνεχίζει την παρουσία του Ίδιου στον κόσμο, ως το ζωντανό σώμα Του, και να φανερώνει το θέλημα του Θεού σ’ αυτόν, κι έπειτα, ή, τέλος πάντων, παράλληλα, να καλύπτει, όσο μπορεί, τις βιοτικές ανάγκες των ανθρώπων. Μόνον άνθρωποι που δεν έχουν γνώση του Ευαγγελίου μπορεί να αλλοιώνουν την προτεραιότητα αυτή.
Μία δεύτερη παρατήρηση αναφέρεται στο κριτήριο της επιλογής των διακόνων, όπως το δίνουν οι ίδιοι οι απόστολοι του Χριστού: να είναι «άνδρες πλήρεις πνεύματος αγίου και σοφίας». Κανείς δεν μπορεί να διακονεί στην Εκκλησία από οποιαδήποτε θέση, χωρίς να είναι πνευματοφόρος και χριστοφόρος, ή, τουλάχιστον, να αγωνίζεται να γίνει έτσι. Και τούτο διότι μία διακονία-υπηρεσία, χωρίς την προϋπόθεση αυτή, σημαίνει ότι αντιμετωπίζεται η Εκκλησία «οριζόντια», ως μία επιχείρηση ή δημόσια υπηρεσία, στην οποία κάποιος έναντι αμοιβής προσφέρει ένα έργο. Η εντολή και η προτροπή των αποστόλων για πνευματοφόρους πιστούς στην άσκηση των διακονημάτων φανερώνει ότι τα διακονήματα κατανοούνται ως μέσα δοξολογίας τελικώς του Θεού, λειτουργούν δηλαδή ως προσευχή, κατά το «είτε πίνετε είτε εσθίετε είτε τι άλλο ποιείτε, πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε» του αποστόλου. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχουν ανώτεροι και κατώτεροι πιστοί, ως προς τα διακονήματα, για να δημιουργούνται εντάσεις και ανταγωνισμοί, αλλ’ «έκαστος εφ’ ω ετάχθη, εκεί μενέτω». Και το ελαχιστότερο διακόνημα, τελούμενο με φόβο Θεού, γίνεται εξαιρετικό μέσο αγιασμού των ανθρώπων.
Μία τρίτη παρατήρηση είναι ότι την εκλογή των διακόνων την έκαναν οι πιστοί, κατά προτροπή των αποστόλων. Εκείνοι είπαν ο λαός να εκλέξει επτά άνδρες για την κάλυψη της ανάγκης του μοιράσματος του φαγητού. Και πάνω σ’ αυτό το σημείο έκτοτε, ιδιαιτέρως τα νεώτερα χρόνια, ακούγονται φωνές, οι οποίες επισημαίνουν ότι το πρωτοχριστιανικό κριτήριο της εκλογής των διακόνων από τον λαό, πρέπει να επανέλθει. Αναγνωρίζουμε το δίκιο αυτών που το υποστηρίζουν, όπως εξίσου κατανοούμε και εκείνους, οι οποίοι αντιπαραβάλλουν τη διαφορετική παράδοση που διαμορφώθηκε στο θέμα της εκλογής στο πέρασμα των αιώνων, σύμφωνα με την οποία όχι άμεσα ο λαός, αλλ’ ο επίσκοπος, με την έγκριση του λαού, είναι ο εκλέκτωρ. Δεν θα μπούμε στη διαδικασία συμφωνίας με τη μία ή την άλλη παράδοση, αφού η καθεμία έχει τα δικά της ισχυρά επιχειρήματα κι είναι θέμα που όταν τεθεί ως πραγματικό πρόβλημα στην Εκκλησία, οπωσδήποτε θα επιλυθεί. Εκείνο που ακροθιγώς θα πούμε είναι ότι αφενός το θέμα δεν είναι, πιστεύουμε, πρωτεύον – δεν εξαρτάται από αυτό η καλή ή όχι πορεία της Εκκλησίας – και αφετέρου δεν ξέρουμε αν τα πνευματικά κριτήρια του λαού θα λειτουργήσουν καλύτερα από τα πνευματικά κριτήρια ενός επισκόπου, όσον αφορά τη χειροτονία ενός κληρικού, όταν μάλιστα την ευθύνη της χειροτονίας έχει κατά κύριο λόγο ο χειροτονών επίσκοπος. Άλλωστε η διακονία ενός κληρικού – κι εδώ ίσως πρέπει να ρίχνουμε περισσότερο το βάρος μας – δεν είναι θέμα τόσο του πρώτου καιρού, όσο της μετέπειτα καθημερινότητάς του, ως αδιάκοπης επιβεβαίωσης του χαρίσματος που έλαβε.