Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2015

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΥ ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ


«Ουκ  οίδατε ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν αγίου Πνεύματός εστιν, ου έχετε από Θεού, και ουκ εστέ εαυτών;» (Α΄ Κορ. 6, 19).
α. Τη σημαντικότερη ανθρωπολογική αλήθεια θίγει το αποστολικό ανάγνωσμα της Α΄ προς Κορινθίους επιστολής του αποστόλου Παύλου της Κυριακής του Ασώτου: μετά τον ερχομό του Κυρίου η ύπαρξή μας όλη, η ψυχή και το σώμα μας, δεν ανήκουν πια σ’ εμάς, αλλά σ’ Εκείνον, που σημαίνει ότι μόνο εν Χριστώ πια βρίσκουμε τον εαυτό μας και το νόημα της ζωής μας. Συντονίζεται δε το ανάγνωσμα αυτό με την ομώνυμη παραβολή της Κυριακής, δεδομένου ότι το πρωταγωνιστούν πρόσωπο σ’ αυτήν, ο άσωτος, δεν χρησιμοποίησε σωστά την ψυχή και το σώμα του, αφού τα μόλυνε με την επιλογή του να φύγει μακριά από τον Θεό Πατέρα. Αυτό λοιπόν θίγει και ο απόστολος: ο εαυτός μας ανήκει στον Θεό. Η φράση του μάλιστα έρχεται με οξύτητα να τονίσει την αλήθεια: «δεν ξέρετε ότι το σώμα σας είναι ναός του Αγίου Πνεύματος που σας το χάρισε ο Θεός και βρίσκεται μέσα σας; Δεν ανήκετε στον εαυτό σας».
β. 1. Ποια αντίληψη υπάρχει συνήθως σε πολλούς συνανθρώπους μας ως προς το σώμα τους και γενικά για τον εαυτό τους;
(1) ότι το σώμα τους είναι αποκλειστική ιδιοκτησία τους, συνεπώς μπορούν να του συμπεριφέρονται όπως θέλουν. Είναι ευνόητο ότι κατά την πίστη μας τούτο συνιστά αντίληψη απιστίας και αθεΐας, με συνήθη κατάληξη τη φθορά του σώματος από το κυνηγητό της ηδονής. Διότι «φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γάρ αποθνήσκομεν».  Στην ομάδα αυτή εντάσσονται ασφαλώς και εκείνες οι γυναίκες, οι οποίες θεωρούν ότι ακόμη και το κυοφορούμενο από αυτές έμβρυο αποτελεί δικό τους κομμάτι και εξάρτημα, οπότε μπορούν να το διαχειριστούν κατά το δοκούν. Οι τραγικές αμβλώσεις δεν είναι άσχετες με αυτήν την αντίληψη.
(2) Υπάρχει όμως και μία άλλη μη χριστιανική αντίληψη: ότι το σώμα είναι κάτι ξένο και κακό προς τον άνθρωπο. Πρόκειται για αντίληψη ανατολικών θρησκειών λόγω της πίστεως σε ύπαρξη δύο θεοτήτων, του καλού και του κακού θεού, ο οποίος κακός θεός είναι και ο δημιουργός της ύλης και του σώματος. Δυστυχώς τέτοιες αντιλήψεις πέρασαν ως γνωστόν και μέσα στις διάφορες εκδοχές του αιρετικού χριστιανισμού, με αποτέλεσμα να ακούγεται ακόμη και μέχρι τις ημέρες μας η παραφωνία ότι για να σώσουμε την ψυχή πρέπει να καταστρέψουμε το σώμα.
2. Και οι δύο αντιλήψεις αποτελούν αλλοιώσεις της αλήθειας κι ίσως και δαιμονικές φωνές. Η αλήθεια για μας βρίσκεται στην αποκάλυψη του Χριστού κι αυτό σημαίνει ότι το σώμα μας όπως και η ψυχή μας είναι δημιουργήματα του ενός φύσει καλού και αγαθού Θεού, συνεπώς και τα δύο, σώμα και ψυχή, είναι από τη φύση τους καλά, προορισμένα για την ένωσή τους με τον Θεό. «Ουχί ο ποιήσας το έξωθεν και το έσωθεν εποίησε;» Απολαμβάνουν δε και τα δύο της ίδιας τιμής, γι’ αυτό και σωζόμαστε ως ολόκληροι άνθρωποι ψυχοσωματικά.
3. Ιδιαιτέρως ο απόστολος Παύλος μάς τονίζει σήμερα την αξία του σώματος. Το σώμα είναι ναός του αγίου Πνεύματος και ανήκει κι αυτό στον Θεό. Αφότου μάλιστα διά του αγίου βαπτίσματος γίναμε μέλη Χριστού, ολόκληρη η ύπαρξή μας αποτελεί μία συνέχεια Εκείνου. Συνεπώς αφενός δεν έχει κανείς το δικαίωμα να καταστρέφει το σώμα του (με την υποδούλωση στα διάφορα ψεκτά πάθη, π.χ. με το τσιγάρο, τα ποτά, τα ναρκωτικά, την υπερβολή στο φαγητό, αλλά και με την υπερβολή στην άσκηση, όπως την υπέρμετρη νηστεία), αφετέρου απαιτείται να σεβόμαστε και να αγαπούμε το σώμα μας, βλέποντας την παρουσία και την ενέργεια του Θεού σ’ αυτό.  Κι είναι μία αλήθεια τούτο που δεν πρέπει να λησμονούμε, ότι δηλαδή τότε αγαπούμε σωστά και σεβόμαστε τον εαυτό μας και το σώμα μας, όταν τα θέτουμε στην υπακοή του θελήματος του Θεού ως μέλη Χριστού. Αυτό ήταν και είναι και το σκεπτικό πάντοτε της Εκκλησίας, όπως μας το λέει για παράδειγμα ο απόστολος: «άρας ουν τα μέλη Χριστού, ποιήσω πόρνης μέλη;» Όποιος έχει επίγνωση της σχέσεώς του με τον Χριστό αδυνατεί να εκτραπεί σε οτιδήποτε διασπά τη σχέση του αυτήν. Γι’ αυτό και η δοξολογία του Θεού περιλαμβάνει και την ψυχή αλλά το σώμα του ανθρώπου. «Δοξάσατε τον Θεόν εν τω σώματι υμών και εν τω πνεύματι υμών, άτινά εστι του Θεού».
4. Και η νηστεία λοιπόν; Μήπως «καταστρέφουμε» το σώμα μας δι’ αυτής; Ασφαλώς και όχι. Μόλις παραπάνω καταδικάσαμε μόνο την υπέρμετρη εκδοχή της. Η νηστεία όμως, η ορθή και εκκλησιαστική και διακριτική, με δεδομένο την πτώση στην αμαρτία και την ανάπτυξη άτακτων ορμών και διαθέσεων και στο σώμα και στην ψυχή, αποτελεί τη διάσωση του ανθρώπου και την εξισορρόπησή του. «Υποπιάζω και δουλαγωγώ το σώμα μου, σημειώνει ο απόστολος αλλού, μήπως άλλοις κηρύξας αυτός αδόκιμος γένωμαι». Η αχαλίνωτη πορεία του ανθρώπου με βάση τις άτακτες ορμές των σωματικών αισθήσεών του τον οδηγεί σε υποδούλωση στα πάθη και τον διάβολο. Απαιτείται η εγκράτεια, κύριο στοιχείο της οποίας είναι η νηστεία, προκειμένου το σώμα να υποτάσσεται στον κυρίαρχο νου, κι αυτός με τη σειρά του να υποτάσσεται στο θέλημα του Θεού. Αυτή η πορεία οδηγεί στη σωφροσύνη, η οποία θέτει τον άνθρωπο με τη χάρη του Θεού στο ομαλό σημείο συντονισμού του με τον Θεό. Αν ο ίδιος ο Κύριος ενήστευσε, χωρίς να έχει ανάγκη τη νηστεία, αν όλοι οι άγιοί μας διήλθαν τη ζωή τους ακολουθώντας την οδό της, κανείς δεν μπορεί να την αμφισβητήσει και τη διαγράψει. Μη ξεχνάμε άλλωστε ότι πρόκειται για την πρώτη εντολή που ο Θεός απαρχής της Δημιουργίας έθεσε στους πρωτοπλάστους, όταν περιόρισε την έκταση των επιθυμιών τους. «Από κάθε καρπό μπορείτε να φάτε, εκτός από τον καρπό του δένδρου της γνώσεως του καλού και του καλού». Γι’ αυτό και ποτέ η νηστεία στην Εκκλησία μας δεν απολυτοποιήθηκε και δεν θεωρήθηκε από μόνη της αξία. Πάντοτε συνδυαζόταν με την πνευματική νηστεία, εξυπηρετώντας ακριβώς τη σκοποθεσία αυτής: την εύκολη υπακοή του ανθρώπου στο θέλημα του Θεού. «Νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν ευάρεστον τω Κυρίω. Αληθής νηστεία η των κακών αλλοτρίωσις, εγκράτεια γλώσσης, θυμού αποχή, επιθυμιών χωρισμός, καταλαλιάς, ψεύδους  και επιορκίας». 
γ. Χρειάζεται να αγαπήσουμε σωστά τον εαυτό μας. Να βλέπουμε την ψυχή και το σώμα μας εν σχέσει πάντοτε με τον Χριστό, κι αυτό σημαίνει να αφηνόμαστε με εμπιστοσύνη στον ρυθμό της εκκλησιαστικής ζωής. Η σοφία και η διάκριση των Πατέρων μας μιλά για τη νηστεία και την εγκράτεια, στον βαθμό που ο καθένας μπορεί, αλλά με τον σκοπό της ανάδειξης του αληθινού εαυτού μας, του δημιουργημένου να αγαπά.