Τα χέρια τέντωσα πολύ τη φάτνη να αγγίξω
μα μες σε σύννεφο αχλής χανόταν και ονείρου.
Μπροστά μου στέκονταν βουνά τα δώρα,
τα λαμπιόνια, τα φαγητά λαχταριστά
γλέντια πολλά, ξενύχτια - «μπάζα» της ύλης
και παθών των κακιών των μαύρων.
Με κόπο άδραξα γερά τη λασπωμένη άκρη
χιτώνα που σερνότανε του Μελχιόρ του μάγου
που μ’ άλλους δυο σφιχτά κρατούσε ’να λυχνάρι
παράδοξα κρεμάμενο απ’ τ’ ουρανού τα ύψη.
Μ’ έμπασε σ’ ένα σπήλαιο που κείτονταν ο Ήλιος
με τη Σελήνη δίπλα Του παρέα με αγγέλους.
Το χέρι άπλωσα δειλά τον Ήλιο ν’ ακουμπήσω
κι ένιωσα σαν να ψηλαφώ το βάθος της ψυχής μου.