Ο όσιος Ιάκωβος ο εν Ευβοία εκοιμήθη εν Κυρίω την 21η Νοεμβρίου 1991, εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου, την ώρα
μάλιστα που εξομολογούσε κάποιον πιστό.
Ο όσιος Ιάκωβος, καθηγούμενος της ιεράς Μονής Οσίου Δαυίδ
του Γέροντος στην Εύβοια, ήταν σπάνια προσωπικότητα, που, όσο ζούσε, αποτελούσε
το στήριγμα και την ελπίδα για χιλιάδες ανθρώπους ανά τον κόσμο. Ήταν
κυριολεκτικά αυτό που η Εκκλησία μας ονομάζει «Γέροντας», δηλαδή ο πνευματικός
καθοδηγητής, ο χαρισματούχος ηγέτης, που ανοίγει δρόμους και μονοπάτια, εκεί
που η ανθρώπινη λογική αδυνατεί να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση. Χιλιάδες άνθρωποι
έχουν να καταθέσουν πάμπολλες μαρτυρίες σχετικά με την επίλυση διαφόρων
προβλημάτων τους, που αναφέρονταν όχι μόνο στη σφαίρα της ψυχικής τους ζωής, μα
και της ίδιας της καθημερινότητας και αμεσότητας.
Τι ήταν εκείνο που έκανε τον μακαριστό όσιο Γέροντα να
έχει αυτές τις ικανότητες; Μήπως κάποιος ιδιαίτερος ψυχισμός ή κάποια φυσικά
άλλα προσόντα; Ασφαλώς όχι. Η απάντηση βρίσκεται σε συνάρτηση με ό,τι
αποτελούσε προσόν κάθε αγίου κάθε εποχής στην Εκκλησία μας: τη χάρη του Θεού.
Με άλλα λόγια ο όσιος υπήρξε ο ένθεος άνθρωπος, η χαριτωμένη ψυχή που αρδευόταν
πλούσια από τις χάρες του αγίου Πνεύματος. Αυτή η παρουσία του Πνεύματος του
Θεού μέσα του τον έκανε να διακρίνει τα δυσδιάκριτα, αλλιώς, προβλήματα των
ανθρώπων. Διότι είναι κοινή πεποίθηση της Εκκλησίας μας ότι, όταν το Πνεύμα του
Θεού φωτίζει τους ανθρώπους, τότε εκείνοι αποκτούν την αρετή της διακρίσεως,
που τους ικανώνει να διαβλέπουν με τρόπο άμεσο το καλό από το κακό, την
ενέργεια του Θεού από τη δαιμονική ενέργεια.
Έτσι καθένας που συναντάτο μαζί του έφευγε με τη
βεβαιότητα ότι συνάντησε τον άνθρωπο του Θεού, ότι η απάντηση που του έδωσε σε
κάποιο πρόβλημά του ήταν η απάντηση Εκείνου, ότι ο λόγος που του απηύθυνε ήταν
χαιρετισμός της χάρης του Θεού. Γι’ αυτό και η γαλήνη και η ειρήνη της
συνείδησης ήταν τα στοιχεία τα οποία απεκόμιζε ο κάθε προσκυνητής της Μονής.
Βεβαίως δεν έχουμε λόγο να αμφισβητήσουμε αυτό που έλεγε
ο Γέροντας, όταν ενθουσιασμένοι οι προσκυνητές τού ανέφεραν τα καλά
αποτελέσματα της επίσκεψής τους. «Ο όσιος Δαυίδ το έκανε, παιδί μου».
Αλλά για να δράσει ο όσιος με τόσο άμεσο κάθε φορά τρόπο, έπρεπε να «πιεστεί»
τρόπον τινά, από κάποιου την προσευχή, που είχε μεγάλη δύναμη. Κι αυτός ήταν ο
Γέρων Ιάκωβος. Όλοι άλλωστε γνώριζαν το πόσο μεγάλη παρρησία στον όσιο Δαυίδ
και στον Θεό και στους λοιπούς αγίους είχε ο μακαριστός ηγούμενος και νυν άγιος
της Εκκλησίας. Του μιλούσε ιδίως του οσίου Δαυίδ, όπως κανείς μιλάει στον πιο
καλό του φίλο. Κι η απάντηση ερχόταν τις περισσότερες φορές άμεση.
Θυμάμαι κι εγώ προσωπικά - όταν πριν αρκετά χρόνια βεβαίως (το 1989) είχα
την ιδιαίτερη ευλογία από τον Θεό να συμφάγω μαζί του και με άλλους - την
περίπτωση μίας κυρίας που μας ανέφερε. Αλαφιασμένη είχε πάρει τηλέφωνο, επειδή
είχε χάσει τα κοσμήματά της που άξιζαν ολόκληρη περιουσία. Η απόγνωσή της την
έκανε να καταφύγει στον πατέρα Ιάκωβο. Κι εκείνος δεν αρνήθηκε να βοηθήσει το
πλάσμα του Θεού. Πήγε στην εικόνα του αγίου Δαυίδ μέσα στον ναό και του εξέθεσε
το πρόβλημα. Του είπε όμως, για να ξέρει αν πρέπει να συνεχίσει την προσευχή
για το θέμα αυτό, να έχει την απάντηση γρήγορα. Του έθεσε μάλιστα και όριο: «Μέχρι
να πάω στο κελί μου ας πάρει τηλέφωνο η κυρία ότι βρήκε τα κοσμήματα.
Διαφορετικά, θα ξέρω ότι δεν πρέπει να επιμένω στο αίτημα». Πράγματι, μέχρι
να μπει στο κελί του, η κυρία πήρε τηλέφωνο και κλαίγοντας ευχαριστούσε τον Θεό
και τον Γέροντα διότι βρήκε τα χρυσαφικά της. Δεν θα μνημονεύσουμε πάμπολλες
άλλες παρόμοιες περιπτώσεις – γραμμένες άλλωστε και στα βιβλία που έχουν ήδη
κυκλοφορηθεί γι’ αυτόν – πλην δύο ακόμη, στις οποίες έτυχε κι εγώ να
παρευρίσκομαι και που αποκαλύπτουν το διορατικό χάρισμα του οσίου και τη δύναμη
της προσευχής του.
Η πρώτη. Στο τραπέζι που τρώγαμε, βρισκόταν κι ένας
νεαρός θεολόγος, ο Δ.Κ., με την οικογένειά του. Ο θεολόγος αυτός καθηγητής,
άνθρωπος πραγματικά πίστεως και χάρης Θεού, είχε τότε λογισμούς για να γίνει
κληρικός. Ο Γέροντας πρώτη φορά τον συναντούσε. Ερώτησε λοιπόν ποιος είναι. Του
είπαν κι εκείνος επεσήμανε: «Δεν ξέρω πώς εσείς τον βλέπετε, εγώ όμως τον
βλέπω διαφορετικά». Δεν έπαυσε μάλιστα μέχρι το τέλος του φαγητού να μιλά
για την καλή καρδιά του νέου θεολόγου. Προφανώς ο Γέροντας τον έβλεπε ήδη με το
σχήμα του κληρικού (σημ.: έχει γίνει ήδη, εδώ και πολλά χρόνια, ιερέας),
γι’ αυτό και είπε ότι τον βλέπει διαφορετικά. Το γεγονός της διόρασης και
προόρασης που είχε, επιβεβαιώνεται και από άλλες παρόμοιες μαρτυρίες, διότι ο
ίδιος είχε εκμυστηρευτεί σε πνευματικούς ανθρώπους που τον επισκέπτονταν, ότι ο
Θεός τού έδινε τη δυνατότητα να βλέπει τους ανθρώπους ανάλογα με την ψυχική
τους κατάσταση: μαύρους, αν ήταν αμετανόητοι, λευκούς αν ήταν μετανοημένοι.
Το δεύτερο περιστατικό. Στο μοναστήρι που βρισκόμουν εκείνη την ημέρα, και
μάλιστα στην αυλή έξω από τον ναό, είδα κάποιον άνθρωπο με πυτζάμες και με
πατερίτσα, γιατί το πόδι του ήταν κομμένο. Ο άνθρωπος αυτός βλέποντάς με ιερέα,
με κάλεσε, κι όταν τον πλησίασα, άρχισε να μου αποκαλύπτει το μεγάλο θαύμα που
του είχε συμβεί. Ενώ δηλαδή είχε μεγάλη πληγή στο κομμένο πόδι που δεν έκλεινε,
παρ’ όλες τις διάφορες ιατρικές απόπειρες, στην τελευταία του
επίσκεψη στο νοσοκομείο, τότε που είχε αποφασιστεί να εγχειριστεί, κι αφού είχε
επισκεφτεί τον όσιο Δαυίδ και είχε πάρει την ευλογία του Γέροντα Ιακώβου, ο
ιατρός διαπίστωσε με έκπληξη ότι η πληγή είχε ήδη κλείσει κατά ένα ανεξήγητο
τρόπο, σαν να είχε γίνει σπουδαιότατη ακριβής εγχείριση. «Ούτε ο Κούλεϊ στην
Αμερική δεν θα την έκλεινε έτσι», ήταν τα λόγια του ιατρού, που μου τα
επανέλαβε ο άνθρωπος. Ο ιατρός βεβαίως, όπως και ο ασθενής, δεν μπόρεσαν να
εξηγήσουν το γεγονός, το θεώρησαν δε ως θαύμα. Ο ασθενής αισθάνθηκε τόση
ευγνωμοσύνη προς τον όσιο Δαυίδ και τον άγιο καθηγούμενο, ώστε πήρε ταξί από
την Αθήνα που βρισκόταν (το νοσοκομείο των Αγίων Αναργύρων), και ήλθε
κατευθείαν με τις πυτζάμες στο Μοναστήρι.
Είναι αυτονόητο βέβαια ότι τα τόσα χαρίσματα του οσίου
Ιακώβου δεν δόθηκαν σ’ αυτόν από τον Θεό τυχαία. Για να φθάσει στο σημείο τόσης
αγάπης προς τους συνανθρώπους του προηγήθηκε από μέρους του σκληρή άσκηση,
εγκράτεια κατά πάντα, τήρηση των αγίων εντολών του Κυρίου, φύλαξη του νου και
της καρδιάς από κάθε εμπαθή λογισμό, και μάλιστα από νεαρή ηλικία. Διότι, κατά
την πνευματική παράδοση της Εκκλησίας μας, αν δεν καθαριστεί ο άνθρωπος με την
άσκηση από κάθε κακία και ψεκτό πάθος, δεν μπορεί να φθάσει στο σημείο του
φωτισμού και μετέπειτα της θέωσής του. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι η αγάπη του
οσίου προς τους συνανθρώπους του ήταν η έκφραση της αγάπης του Θεού, τον Οποίο
ζούσε έντονα στην καρδιά του. Καθάρισε δηλαδή τον αγρό της καρδιάς του, όσο
ήταν ανθρωπίνως δυνατόν, από κάθε είδους ζιζάνια, οπότε η χάρη του Θεού βρήκε
πρόσφορο έδαφος για να καρποφορήσει τις αρετές, και μάλιστα την αγάπη.
Ευρισκόμενος τώρα εν αγαλλιάσει στις αιώνιες μονές, κοντά
στον αγαπημένο του Κύριο, δεν παύει να πρεσβεύει και για εμάς, πολύ
δραστικότερα και αποτελεσματικότερα από όσο ζούσε. Διότι «η αγάπη ουδέποτε
εκπίπτει» (Α΄Κορ. 13, 8).