«Ο άγιος επίσκοπος Αντιοχείας Βαβύλας, όταν εισήλθε
στην Εκκλησία ο βασιλιάς Νουμεριανός, τον έδιωξε από αυτήν, διότι φόνευσε τον
υιό του βασιλιά των Περσών που τον είχε όμηρο. Γι’ αυτόν τον λόγο κι ο βασιλιάς αλυσόδεσε τον άγιο και τον
διαπόμπευσε, ενώ στο τέλος έκοψε και το κεφάλι του, μαζί με τα κεφάλια τριών
παιδιών που ήταν μαζί με τον άγιο» (Συναξάρι του Μηναίου).
Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, σαν τον τρισμέγιστο άγιο
Ιωάννη Χρυσόστομο, όχι μόνο ασχολήθηκαν με τον άγιο Βαβύλα και τα τρία
πνευματικά τέκνα του, αλλά έγραψαν σπουδαίους λόγους για να τονίσουν το ιερό
παράδειγμά τους και τη θερμουργό πίστη τους στον Κύριο Ιησού Χριστό, κατάληξη
της οποίας ήταν και η προσφορά του αίματός τους για χάρη Του, συνεπώς και η
ένδοξη είσοδός τους στη Βασιλεία των Ουρανών. Σ’ αυτούς τους λόγους στοιχεί και
ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης, ο οποίος αναφερόμενος στον άγιο επίσκοπο Βαβύλα
σημειώνει με έμφαση αυτό που συνήθως τονίζεται όταν πρόκειται περί αγίων
ιερομαρτύρων: ο άγιος υπήρξε και θύτης, αλλά και θύμα. Θύτης, γιατί ιερουργούσε
ως αρχιερέας τον Ιησού Χριστό στη Θεία Λειτουργία∙ θύμα, γιατί κλήθηκε εν
χάριτι στην προσφορά και της ζωής του προς χάρη ακριβώς της πίστεώς του. Οι
στίχοι του συναξαρίου είναι πολύ εκφραστικοί: «Ο Χριστόν αυτόν Βαβύλας θύων
πάλαι, Χριστῷ προθύμως θύεται διά ξίφους» (Ο Βαβύλας που θυσίαζε τον Ίδιο
τον Χριστό από παλιά ως ιερέας, θυσιάζεται πρόθυμα για χάρη Του με ξίφος).
Για τον άγιο Θεοφάνη βεβαίως, εκείνο που κατεξοχήν
συνιστά το σημαντικότερο γεγονός, το οποίο ερμηνεύει και τη θαρραλέα ομολογία
του αγίου (όπως και των τριών παιδιών) ενώπιον του βασιλιά, ομολογία που
ξεπερνά και αυτή τη φυσική στροφή του ανθρώπου για διατήρηση της ζωής του («ἀπειλαῖς
ἀπτόητος πρό βημάτων τυραννικῶν»: ωδή δ΄), είναι η μεγάλη αγάπη του αγίου
για τον Ιησού Χριστό, ο έρωτάς του κυριολεκτικά για την αγία Τριάδα. Μιλάει
όντως για θεϊκό έρωτα, χαρακτηρίζει τον άγιο ως εραστή της υπέρθεης Τριάδος. Κι
αυτό γιατί; Διότι προκειμένου ο άνθρωπος να απεμπλακεί από τον πόθο των γήϊνων
πραγμάτων – έχοντας σώμα στρεφόμαστε λόγω της πτώσεως στην αμαρτία με πάθος σε
ό,τι αποτελεί έλξη της ύλης – απαιτείται μία ισχυρότερη δύναμη από τον πόθο
αυτόν∙ κι αυτή η δύναμη δεν ειναι άλλη από τον έρωτα προς τον Χριστό και Θεό
μας. «Εσύ, Βαβύλα μακάριε» σημειώνει συγκεκριμένα, «αφού υπέταξες τον πόθο των
γήϊνων πραγμάτων στον θεϊκό έρωτα, καταφρόνησες και την ίδια τη ζωή, γιατί
βιαζόσουν να δεις την ωραιότητα του Χριστού» (ωδή α΄) – ό,τι ομολογεί και ο
άγιος Ιγνάτιος για τον έρωτά του Χριστό: «ὁ ἐμός ἔρως ἐσταύρωται».
Μιλώντας για τους αγίους της Εκκλησίας μας, βρισκόμαστε σε επίπεδο πέραν των υλικών και γηῒνων. Εισαγόμαστε δι’ αυτών μέσα στα λόγια του Ίδιου του Κυρίου, ο Οποίος μας καλεί σε αντίστοιχη αγάπη προς τη Δική Του, που σημαίνει ότι εισερχόμαστε μέσα σ’ Εκείνον, αφού κατά τον πατερικό λόγο ο Ίδιος περικλείεται στα λόγια Του – «Ἐν Αὐτῷ ζῶμεν καί Αὐτός ἐν ἡμῖν».