Έλεγε ο όσιος Πατήρ Παḯσιος ο αγιορείτης: «Βλέπεις τη στάμνα; Το πάνω μέρος είναι καθαρό, προς τα κάτω όμως που
ακουμπάει στη γη, πιάνει κάτι σαν μούχλα. Έτσι και ο άνθρωπος: όσο προσκολλάται
στη γη και στα γήινα, μολύνεται, ενώ όσο υψώνεται στα ουράνια, καθαίρεται»
(Ιερομ. Παϊσίου, Μύρον εκκενωθέν).
Είναι γεγονός ότι όλοι σχεδόν οι Πατέρες της Εκκλησίας, παλαιότεροι και
νεώτεροι, χρησιμοποίησαν παραδείγματα από τον αισθητό κόσμο προκειμένου να
βοηθήσουν τον άνθρωπο να κατανοήσει πνευματικές πραγματικότητες. Διότι πολύ
συχνά αυτό που ισχύει στα αισθητά και υλικά ισχύει σ’ έναν βαθμό και στα
πνευματικά. Ο όσιος Πορφύριος ο καυσοκαλυβίτης για παράδειγμα μιλούσε για τον ανθρώπινο
έρωτα, που κάνει τον άνθρωπο να σκέφτεται και να στρέφεται αδιάκοπα προς το
αντικείμενο του έρωτά του. Για να πει ότι έτσι πρέπει και ο άνθρωπος να είναι
στραμμένος προς τον Θεό «εξ όλης της ψυχής και της καρδίας και της διανοίας». Το
ίδιο και ο άγιος Παḯσιος στο παραπάνω απόσπασμα. Χρησιμοποιεί ένα απλό
παράδειγμα, τη στάμνα του νερού, για να υπενθυμίσει μία καίρια αλήθεια της
πνευματικής ζωής: σε ό,τι ο άνθρωπος προσκολλάται, με ό,τι καταγίνεται και
απορροφάται, αυτό θα του φέρει και τα ανάλογα αποτελέσματα. Προσκολλάται κανείς
στα γήινα και τα υλικά; Θα αρχίσει να μολύνεται. Προσκολλάται στα ουράνια και
τα πνευματικά; Θα αρχίσει να καθαρίζει η ψυχή του, που σημαίνει ότι θα αρχίσει
να δημιουργείται χώρος στην καρδιά του για να βρει «έδαφος» εγκατοίκησης η χάρη
του Θεού – «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται».
Και το παράδειγμα της στάμνας είναι
άμεσο: η επαφή του πάτου της με τη γη φέρνει μούχλαˑ το πάνω μέρος της
διατηρείται καθαρό. Ο άγιος αποδίδει με τον δικό του τρόπο αυτό που ο λόγος του
Θεού και η εκκλησιαστική παράδοση διαλαλούν: «τα άνω φρονείτε, τα άνω ζητείτε,
μη τα επί της γης» (απ. Παύλος). Κι αυτό γιατί δημιουργημένοι από τον Θεό «κατ’
εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Εκείνου έχουμε ως φυσιολογία την αδιάκοπη και εν
αγάπη φορά προς τον Θεό: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, εξ
όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ισχύος». Τι πιο φυσιολογικό
πράγματι για το ον που δημιουργήθηκε «να επαναλαμβάνει» τον Θεό του (όσιος
Σωφρόνιος Αθωνίτης), που εξήλθε από Εκείνον, στέκεται και υφίσταται από
Εκείνον, κατατείνει προς Εκείνον, από το να έχει αδιάκοπα και αταλάντευτα τους
πνευματικούς οφθαλμούς του προς τη ρίζα και την πηγή του; «Οι οφθαλμοί μου διά
παντός προς τον Κύριον» λέει ο εμπνευσμένος από το Πνεύμα του Θεού άνθρωπος. Γι’ αυτό και στο κέντρο όλων των μυστηρίων
της Εκκλησίας, τη Θεία Λειτουργία, ακούγεται η προτροπή του ιερέα: «Άνω σχώμεν
τας καρδίας», για να απαντήσει ο πιστός λαός «Έχομεν προς τον Κύριον»,
προκειμένου να υπάρξει η ευλογημένη συνέχεια: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω». Δεν
υπάρχει περίπτωση δηλαδή ένας άνθρωπος, ιδίως ο πιστός θεωρούμενος, να μπορέσει
να ζήσει πνευματικά, να υπάρξει πνευματικά ως μέλος Χριστού, χωρίς τη διαρκή
ώθηση της καρδιάς του για να βρίσκεται εκεί που είναι ο Κύριος.
Οπότε, όταν οι μέριμνες του κόσμου τούτου, πολύ περισσότερο οι πειρασμοί
και οι περισπασμοί του, αποσπούν τον χριστιανό από τη «θέαση» αυτή του προσώπου
του Χριστού, εκεί ναι! Η «μούχλα» η πνευματική, η πονηρία και η αμαρτία δηλαδή,
αρχίζει να αναπτύσσεται και να καλλιεργεί ένα σάπιο περιβάλλον για την ψυχή του, συνεπώς ο Πονηρός θα αρχίσει
να έχει το «πάνω χέρι» με όλα τα «συνοδευτικά» της παρουσίας του: το άγχος, τη
θλίψη, την ταραχή, την ακαταστασία, την κόλαση. Και δεν εννοεί ο άγιος
Αγιορείτης βεβαίως ότι ένας χριστιανός στον κόσμο ευρισκόμενος, αλλά και ένας
μοναχός ακόμη, δεν θα ασχολείται με τα πράγματα του κόσμου τούτου – κατ’
ανάγκην ως έχοντες και σώμα θα ασχολούμαστε και με αυτά. Το ζητούμενο είναι,
όπως το σημειώνει, να μην προσκολλάται κανείς σε αυτά, να μην απορροφάται
ολοκληρωτικά γενόμενος ως οι άθεοι που έχουν διαγράψει τον Θεό από τη ζωή τους.
Και πώς επιτυγχάνεται τούτο; Μόνον όταν ο πιστός χαρακτηρίζεται από αληθινή
πίστη, η οποία του διανοίγει τους οφθαλμούς, για να βλέπει τα πάντα στον κόσμο
«εν Θεώ». «Εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» σημειώνει ο απόστολος Παύλος αποδίδοντας
τη σημαντικότερη βαθιά πραγματικότητα, ότι «ο Θεός δίνει ζωή και πνοή και τα
πάντα» στον άνθρωπο και σε όλη τη δημιουργία.
Κατά συνέπεια, όταν ο πιστός με την άσκησή του μάθει να βλέπει με αυτό το «διπλό» βλέμμα τον κόσμο, τον εαυτό του, τους συνανθρώπους του, τα πάντα, να βλέπει δηλαδή το πιο «προφανές»: την παρουσία του Δημιουργού σε όλα τα κτίσματα και δημιουργήματα, τότε πράγματι κινείται στο στόμιο της στάμνας, «τα άνω φρονεί», διαλέγεται αδιάκοπα με τον Πατέρα του, νιώθει όπως το παιδί στην αγκαλιά της μάνας του. Κι εκεί, ασφαλώς, δεν αφήνεται περιθώριο να αναπτυχθεί «μούχλα», γιατί το φως του προσώπου του Κυρίου έρχεται ως «πυρ καταναλίσκον» κάθε πάθος και κάθε πονηρή κίνηση της ψυχής. Στη δυναμική αυτή κατάσταση του πιστού, που επιβεβαιώνει ότι «ουκ έχομεν μένουσαν πόλιν αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν», ο άνθρωπος γίνεται κατοικητήριο του ίδιου του Θεού, από την οποία αγωνίζεται να μην εκπέσει ποτέ. Αλλά και στην περίπτωση που κάπου εκπέσει, αμέσως αναλαμβάνει τον αγώνα της επανόδου του, δηλαδή τον αγώνα της μετανοίας, ώστε να ξαναβρεί αυτό που έχει κατανοήσει και νιώσει ως το περιεχόμενο της ίδιας της ζωής του: ζωή χωρίς Χριστό δεν αντέχεται!