«Αὐτός γάρ σώσει τόν λαόν αὐτοῦ ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν»(Ματθ. 1, 21)
Ένα παράδοξο ευαγγελικό ανάγνωσμα, στο μεγαλύτερο τμήμα του, είναι το σημερινό της
Κυριακής προ της Χριστού Γεννήσεως. Μία πληθώρα ονομάτων, ένα γενεαλογικό
δένδρο, από τον Αβραάμ μέχρι και τον Ιωσήφ, τον μνήστορα της Υπεραγίας
Θεοτόκου. Γιατί αυτό; Ακριβώς για να δηλωθεί πρώτον ότι ο Κύριος
Ιησούς Χριστός
δεν ήλθε ως «από μηχανής Θεός», αλλά ως Εκείνος που είναι κανονικότατος
άνθρωπος, «τέλειος άνθρωπος» εκτός από Θεός βεβαίως, άρα έχει συγκεκριμένη
ανθρώπινη καταγωγή, και μάλιστα ιουδαϊκή, και δεύτερον για να μαρτυρηθεί ότι ο
ερχομός Του είχε προφητευτεί από τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης - ό,τι είχε
υποσχεθεί ο Θεός από την ώρα της πτώσεως των πρωτοπλάστων στην αμαρτία με το
λεγόμενο πρωτευαγγέλιο. Και ο ερχομός Του αυτός θα σήμαινε την απαλλαγή των
ανθρώπων από την αιτία της απομάκρυνσής τους από Εκείνον, την ίδια την αμαρτία:
αυτό που ο άγγελος Κυρίου αναφέρει με τον λόγο του: «Αὐτός γάρ σώσει τόν
λαόν αὐτοῦ ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν».
1. Η αναφορά στην αμαρτία, από την οποία θα
απάλλασσε τον λαό Του ο Ιησούς, δεν είναι ως έννοια κάτι το απλό. Υπάρχουν
άνθρωποι, και «χριστιανοί» ακόμη, που είτε υποβαθμίζουν την αμαρτία είτε και
την διακωμωδούν ότι αποτελεί εφεύρημα των παπάδων για να εκμεταλλεύονται τους
ανθρώπους – η στάση της αθεΐας ως έκφρασης όχι μόνο άγνοιας αλλά και υποταγής
των ανθρώπων στον Πονηρό διάβολο. Δεν πρόκειται βεβαίως να κρίνουμε τις
αντιλήψεις αυτές, διότι είναι αυτονόητο ότι διαγράφουν όλη την αποκάλυψη του
Κυρίου Ιησού. Για τους χριστιανούς όμως, που έχουν στοιχειώδη επίγνωση της
πίστεώς τους, η έννοια της αμαρτίας έχει ένα τεράστιο βάθος, ανάλογο με την
εικόνα που έχει κανείς και για τον Θεό, κάτι που σημαίνει ότι και η κατανόησή
της δεν εκλαμβάνεται κατά τρόπο στατικό, αλλά βαίνει αυξομειούμενη: μικρή
επίγνωση του Θεού και σχέση μαζί Του, μικρή αίσθηση και της αμαρτίας∙
μεγαλύτερη επίγνωση του Θεού, μεγαλύτερη και η αίσθηση αυτής. Αυτό συμβαίνει
διότι Θεός και αμαρτία βρίσκονται σε αντιθετική κατάσταση – «ουδείς δύναται
δυσίν κυρίοις δουλεύειν» - συνεπώς η στροφή προς τον Θεό δημιουργεί και την
αποστροφή από την αμαρτία, όπως και η στροφή προς την αμαρτία και το φρόνημα
του κόσμου δημιουργεί και την αποστροφή από τον Θεό και το άγιο θέλημά Του. Από
την άποψη αυτή είναι ευνόητο γιατί πολλοί άνθρωποι δεν θέλουν τον Θεό στη ζωή
τους: διότι έχουν «αγκαλιάσει» καρδιακά την αμαρτία, δηλαδή τα πάθη τους, οπότε
σπεύδουν να διαγράψουν τον Θεό, για να μην υπάρχει κανείς έλεγχος στις πονηρές
πράξεις τους.
2. Η αμαρτία έτσι, ως ουσιαστική διαγραφή του Θεού,
λειτουργεί ως διαστροφή του ανθρώπου, ψυχικά και σωματικά. Αν ο Θεός είναι η
ζωή του ανθρώπου, όπως πράγματι είναι - «Εγώ ειμι ο Ων», λέει η Αποκάλυψη του Θεού –
απομάκρυνση από Αυτόν σημαίνει μετάβαση προς τον θάνατο. Και όντως: ο λόγος της
Γραφής με αυτόν τον τρόπο κατανοεί αυτό που συνέβη στον άνθρωπο με την
επανάστασή του κατά του Δημιουργού του: ο άνθρωπος διαστράφηκε και αλλοιώθηκε,
γέμισε σκοτάδι η εικόνα του Θεού μέσα του και έχασε την προοπτική του: το καθ’
ομοίωσιν, να γίνει και αυτός ένας μικρός Θεός. Η αμαρτία συνεπώς δεν είναι μία
απλή παράβαση ούτε και «παιχνίδι» για να γελά ο άφρων και μωρός άνθρωπος. Όπως
μπορούμε να γελάμε με εκείνον που ενώ ήταν πολύ όμορφος στα χαρακτηριστικά του
προσώπου του, η ομορφιά του χάθηκε εντελώς από μία πυρκαγιά ή ένα μεγάλο τραυματισμό, άλλο
τόσο και περισσότερο μπορούμε να «γελάμε» με την όποια αμαρτία μας.
3. Σ’ αυτήν την αλλοιωμένη από πλευράς πνευματικής
κατάσταση της αμαρτίας, με τα γνωρίσματα της φθοράς και του θανάτου, όπως και
της βαθειάς θλίψης και μελαγχολίας που την συνοδεύουν, έρχεται ο Χριστός. Το
μήνυμα του αγγέλου ότι «Αυτός θα σώσει τον λαό Του από τις αμαρτίες τους» είναι
ό,τι πιο παρήγορο είχε και έχει ακουστεί ποτέ στην ανθρωπότητα. Ο Χριστός είναι ο Ιησούς, ο
Σωτήρας των ανθρώπων, Αυτός που είχε προαναγγελθεί από τους προφήτες, ακριβώς για
να αποκαταστήσει τον άνθρωπο από την πτώση του, με όλα τα αρνητικά αποτελέσματά
της, τη φθορά, όπως είπαμε, και τον θάνατο. Κι Αυτός ο Χριστός δεν ήταν ένας
κοινός άνθρωπος, αλλά ο Ίδιος ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο ένας της Τριάδος,
που με την κοινή ενέργεια Αυτής, σαρκώνεται, ενανθρωπίζεται, γίνεται ένας από εμάς.
«Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος…Και ο
Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν». Με τον ερχομό Του προσλαμβάνει
την ανθρώπινη φύση, γενόμενος ο «Εμμανουήλ, ο εστιν μεθερμηνευόμενον μεθ’
ημών ο Θεός», την κανονική και αναμάρτητη όμως, την μη αλλοιωμένη από την
αμαρτία – «τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος χωρίς αμαρτίας», κατά τη
διατύπωση της Οικουμενικής Συνόδου – ώστε καθένας που θα εντασσόταν σε Αυτόν
διά της πίστεως να επανερχόταν στα φυσιολογικά του πλαίσια, δηλαδή να
καθαριζόταν από την αμαρτία, να εύρισκε τον φωτισμό της εικόνας του Θεού μέσα
του και να ανοιγόταν γι’ αυτόν και πάλι η χαμένη προοπτική: το καθ’ ομοίωσιν. Και αυτό ξεκίνησε με τη Γέννηση του Υιού
και Λόγου του Θεού και αποκορυφώθηκε με τη Σταύρωση και την Ανάστασή Του. Πάνω
στον Σταυρό ιδίως ο Χριστός «κατήργησε το σώμα της αμαρτίας, του μηκέτι
δουλεύειν ημάς εις την αμαρτίαν». Κι η Ανάστασή Του το διατράνωσε, ως νίκη
πια απέναντι στον θάνατο.
Από την άποψη αυτή η Γέννηση του Χριστού έχει άμεση
αναφορά στο
Πάθος και την Ανάστασή Του, γι’ αυτό και η Γέννα Του συνιστά την απαρχή του
Πάθους, κάτι που φαίνεται εποπτικά και στη βυζαντινή εικόνα της Γεννήσεως, όπου
ο Κύριος ως βρέφος είναι τοποθετημένος πάνω σε λάρνακα αντί φάτνης, όπως και
στην εικόνα της Παναγιάς του Χάρου, κατά την οποία η Παναγία κρατά αντί του
μικρού Χριστού έναν μικρό Εσταυρωμένο.
Τα Χριστούγεννα ουσιαστικά έφτασαν. Η παρηγοριά που δίνει η Γέννηση του Χριστού είναι πραγματική και προσιτή στον καθένα. Το μόνο που απαιτείται για να νιώσει κανείς την προσφορά αυτή του Θεού είναι η εν πίστει μετάνοιά του. Το απλωμένο χέρι του Θεού ζητεί και τη δική μας ανταπόκριση. Και μετάνοια σημαίνει να πιστέψουμε ότι η αγάπη Του είναι μεγαλύτερη από τις αμαρτίες μας, να δεχτούμε ότι η ζωή μαζί Του είναι απείρως καλύτερη από αυτήν που ζούμε χωρίς Αυτόν. Η κατάθεση των αμαρτιών μας, η εξομολόγησή μας στο μυστήριο της μετανοίας, εκεί που προσφέρεται η βαριά και βρώμικη καρδιά μας σ’ Εκείνον, ώστε να την πάρει και να την ξεπλύνει, κάτι που κατεξοχήν ολοκληρώνεται στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, θα είναι το ωραιότερο δώρο που μπορούμε να Του προσφέρουμε για ό,τι Εκείνος έκανε και κάνει για εμάς. Θα έχουμε το κουράγιο να Του προσφέρουμε τις αμαρτίες μας; Θα γιορτάσουμε δηλαδή αληθινά Χριστούγεννα;