«Ἐξ ἀμετρήτων ἀναγκῶν καί θλίψεων καί ἐξ ἐχθρῶν δυσμενῶν καί συμφορῶν
βίου λυτρωθείς, Πανάχραντε, τῇ κραταιᾷ δυνάμει σου, ἀνυμνῶ μεγαλύνω, τήν ἄμετρόν
σου συμπάθειαν, καί τήν εἰς ἐμέ σου παράκλησιν» (ὠδή α΄).
(Ἐπειδή λυτρώθηκα,
Πανάχραντε, ἀπό ἀμέτρητες ἀνάγκες καί θλίψεις καί ἀπό κακούς ἐχθρούς καί
συμφορές τοῦ βίου, μέ τήν ἰσχυρή δύναμή σου, ἀνυμνῶ καί δοξολογῶ τή χωρίς μέτρο
συμπάθειά σου, ὅπως καί τήν παρηγοριά πού μοῦ δίνεις).
Ὁ ἐκκλησιαστικός ὑμνογράφος
συνεχίζει τό ἴδιο μοτίβο στή σκέψη του
καί τήν ἀναφορά του στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ὅπως καί στά ὑπόλοιπα τροπάρια τοῦ
κανόνα: ἀντιμετωπίζει πλῆθος ἀναγκῶν, θλίψεων καί συμφορῶν στήν καθημερινότητά
του∙ καταφεύγει στήν ἰσχυρή βοήθεια τῆς Παναγίας∙ νιώθει τήν ἀνάγκη νά τήν
δοξολογήσει γιά τίς σωτήριες ἐπεμβάσεις Της. Καί βεβαίως εἶναι αὐτονόητο πώς αὐτό
πού συμβαίνει σ’ ἐκεῖνον, μέσα στά πολλαπλᾶ βεβαίως καθήκοντά του ὡς βασιλιᾶ,
συμβαίνει καί σέ κάθε πιστό πού ὁ Θεός ἐπέτρεψε νά βρεθεῖ στόν κόσμο τοῦτο.
Γιατί καί οἱ θλίψεις καί πολλές φορές οἱ συμφορές μᾶς συνοδεύουν συχνά στή ζωή
μας∙ καί ἡ Παναγία γιά τόν πιστό εἶναι ἡ ἕτοιμη ἀνά πᾶσα στιγμή βοήθεια λόγω τῆς
ἰσχυρῆς δύναμής Της ἀπό τήν ξεχωριστή σχέση Της πρός τόν Υἱό καί Θεό Της∙ καί ἡ
χωρίς μέτρο ἀγάπη καί συμπάθειά Της ὡς ποιητικό αἴτιο τῆς βοήθειάς της αὐτῆς εἶναι
δεδομένη πρός ὅλους τούς χριστιανούς.
Κι ἐκεῖνο πού χρήζει ἰδιαίτερου
νομίζουμε σχολιασμοῦ εἶναι ἀκριβῶς αὐτό τό «δίπολο» τῆς Παναγίας - συνέχεια καί
ἔκφραση τοῦ «δίπολου» τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας καί τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς πίστης μας Ἰησοῦ
Χριστοῦ: ἀφενός ἡ ἰσχυρή ἐξουσία καί δύναμη πού ἔχει, ἀφετέρου ἡ ἄμετρη ἀγάπη
Της πρός ἐμᾶς τά παιδιά Της, πού φέρνει ὡς ἀποτέλεσμα τήν παρηγοριά στίς
θλιμμένες καί φρυγμένες ἀπό τόν καύσωνα τῆς ἁμαρτίας καί τῶν συμφορῶν τοῦ βίου
καρδιές. Κι ἐξηγήσαμε καί παραπάνω: ἡ Παναγία μας είναι παντοδύναμη, ἔχει γίνει
καλύτερα παντοδύναμη, λόγω τῆς μοναδικῆς σχέσης της μέ τόν Υἱό καί Θεό της, ὅπως
ἄλλωστε ὁ Ἴδιος τό εἶχε ὑποσχεθεῖ: «πάντα
δυνατά τῷ πιστεύοντι»∙ καί «ἐάν
μείνητε ἐν ἐμοί καί τά ρήματά μου ἐν ὑμῖν μείνῃ, ὅ,τι ἄν θέλητε αἰτήσασθε καί
γενήσεται ὑμῖν». Ἄν ὁ κάθε χριστιανός μπορεῖ νά γίνει παντοδύναμος, ὅταν
θέσει τόν ἑαυτό του κάτω ἀπό τήν ὑπακοή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ - τό τονίζει καί
ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί
με Χριστῷ» - πόσο περισσότερο Ἐκείνη
πού ὑπῆρξε ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου, κυρίως δέ πού ἀδιάκοπα βρισκόταν ἐν
θερμῇ ἀγάπῃ ὑπακοῆς πρός τόν Κύριο καί Θεό Της; Λοιπόν, πράγματι ἡ ἐξουσία Της,
δοσμένη ἀπό τόν Θεό ἀπό τή χάρη Του, εἶναι ἀσύλληπτη, κάτι πού μπορεῖ νά ἐπιβεβαιώσει
ὁ κάθε χριστιανός, ὅταν μέ πίστη ἀναφερθεῖ σ’ Ἐκείνην, στήν πραγματικότητα στόν
Χριστό μέσω Ἐκείνης.
Κι ἔπειτα ἡ ἀγάπη Της
καί ἡ πρός τόν καθένα μας συμπάθειά Της. Ἡ Παναγία μας ἔχει τόσο μεγάλη ἐξουσία,
ὅσο μεγάλη εἶναι καί ἡ ἀγάπη Της. Μᾶλλον ἡ ἐξουσία Της εἶναι καρπός τῆς ἄμετρης
ἀγάπης Της πρός τά πλάσματα τοῦ Θεοῦ, κυρίως δέ πρός τόν πιστό ἄνθρωπο, πού θά
πεῖ ὅτι ἡ ἀληθινή δύναμη ὑπάρχει ἐκεῖ πού ψηλαφᾶ κανείς τήν ἀληθινή ἀγάπη, ὅπως
κατεξοχήν τό φανέρωσε τοῦτο ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας, ὁ Ὁποῖος ἔδειξε τήν
παντοδυναμία Του σέ ὅλη βεβαίως τήν ἐν ἀγάπῃ πορεία Του ἐπί τῆς γῆς, κυρίως δέ
στή Σταυρική Του θυσία. Πάνω στόν Σταυρό ὁ Κύριος, ἑπομένως στή φαινομενική ἀδυναμία
καί ἧττα Του, ἐξαφανίζει τήν ἁμαρτία καί καταπατᾶ τόν θάνατο καί καταργεῖ τόν
Πονηρό διάβολο. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος αὐτό ἔχει ὡς θεμέλιο τῆς
θεολογικῆς του σκέψης, ὅπως τό βλέπουμε μέ ἀνάγλυφο τρόπο στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή:
Οἱ χριστιανοί εἴμαστε οἱ δυνατοί στόν κόσμο τοῦτο, ὄχι γιατί χαρακτηριζόμαστε ἀπό
τίς ὑπερφυσικές δυνάμεις μας, ψυχολογικές ἤ σωματικές, ὄχι γιατί ἔχουμε τήν ἐξουσία
τῶν χρημάτων ἤ τῶν μεγάλων θέσεων - ὅ,τι ἀποτελεῖ γνώρισμα τοῦ πεσμένου στήν ἁμαρτία
κόσμου - ἀλλά γιατί πορευόμαστε κατά τόν τύπο τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή χωρίς νά
θέτουμε ὡς γνώμονα τό ἀρεστό σέ μᾶς, ἀλλά τό ἀρεστό στόν συνάνθρωπό μας, ὅ,τι
φανερώνει τήν ἀληθινή θυσιαστική ἀγάπη. «Ὀφείλομεν
ἡμεῖς οἱ δυνατοί τά ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων βαστάζειν καί μή ἑαυτοῖς ἀρέσκειν. Ἕκαστος
ἡμῶν τῷ πλησίον ἀρεσκέτω εἰς τό ἀγαθόν πρός οἰκοδομήν. Καί γάρ ὁ Χριστός οὐχ ἑαυτῷ
ἤρεσεν».
Ἀξίζει νά προβληματιστεῖ
κανείς πάνω στή θεολογική σκέψη τοῦ βασιλιᾶ ποιητῆ στόν παρακλητικό κανόνα του
πρός τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Γιατί ἐνῶ ἦταν βασιλιάς, συνεπῶς μέ ἐξουσία κοσμική,
ὅμως δέν ἔπεσε στήν παγίδα καί στόν πειρασμό πού φέρνει ἡ ἐξουσία στά χέρια τοῦ
ἀνθρώπου. Ἡ ἐξουσία κατανοεῖται ὀρθά μέσα στά πλαίσια τῆς ἀγάπης∙ τότε γίνεται
κυριολεκτικά διακονία πού παρηγορεῖ τίς καρδιές καί ὁδηγεῖ στή σωτηρία. Ἡ
Παναγία μας ἔχει στό ἀνώτερο δυνατό αὐτήν τήν ταπεινή ἐξουσία τῆς ἀγάπης καί μᾶς
καλεῖ νά τήν ἐνεργοποιοῦμε καθημερινά γιά χάρη μας. Γιατί τότε μετέχει κι Αὐτή στή χαρά τή δική
μας ἀπό τήν ὅποια λύτρωσή μας. Καί μαζί Της βεβαίως χαίρει ἀπείρως καί ὁ
Δημιουργός καί Θεός μας.