Παρασκευή 2 Αυγούστου 2019

ΠΑΡΑΚΛΗΣΕΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ (2)




«Καταιγίς με χειμάζει τῶν συμφορῶν, Δέσποινα, καί τῶν λυπηρῶν τρικυμίαι καταποντίζουσιν∙ ἀλλά προφθάσασα, χεῖρά μοι δός βοηθείας, ἡ θερμή ἀντίληψις καί προστασία μου».
(Ἡ καταιγίδα τῶν συμφορῶν μοῦ φέρνει δυστυχία, Δέσποινα, καί οἱ τρικυμίες τῶν λυπηρῶν τοῦ βίου μέ καταποντίζουν. Ὅμως, πρόφθασέ με καί δῶσε μου χέρι βοήθειας, Σύ πού εἶσαι ἡ θερμή βοήθεια καί προστασία μου).

Τό περιστατικό τοῦ Εὐαγγελίου, κατά τό ὁποῖο ὁ ἀπόστολος Πέτρος εὑρισκόμενος σέ πλοιάριο στή θάλασσα τῆς Τιβεριάδος μέ τούς ἄλλους ἀποστόλους εἶδε τόν Κύριο νά περιπατεῖ πάνω στά κύματα καί Τοῦ ζήτησε νά ἔλθει κι ἐκεῖνος κοντά Του, ἀποτελεῖ τήν ἀφορμή γιά τό συγκεκριμένο τροπάριο ἀπό τήν τρίτη ὠδή τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνα. Κι ὅπως τότε ὁ Πέτρος, σάν κατάλαβε μετά τήν κλήση τοῦ Κυρίου τό ποῦ βρισκόταν: πάνω στά κύματα χωρίς τό στήριγμα τῆς ξηρᾶς, ἄρχισε νά καταποντίζεται, γιατί ἔχασε τήν ὅραση τοῦ Κυρίου καί τήν πίστη σ’ Αὐτόν, καί πανικόβλητος φώναζε στόν Κύριο «Κύριε σῶσόν με», ἔτσι καί ὁ ὑμνογράφος, ὁ βασιλιάς Θεόδωρος Δούκας ὁ Λάσκαρις, ὡς τύπος τοῦ πιστοῦ χριστιανοῦ, βλέπει τόν ἑαυτό του νά χειμάζεται μέσα στίς συμφορές τοῦ βίου καί οἱ θλίψεις νά ξεσποῦν καταπάνω του σάν τεράστια κύματα πού ἀπειλοῦν τόν ἀφανισμό καί τόν καταποντισμό του.

Γιατί πράγματι ὁ βίος τοῦ κάθε ἀνθρώπου ἐπί τῆς γῆς δέν εἶναι σπαρμένος μέ ροδοπέταλα, καθώς λέμε. Τό συνοδευτικό τῆς ζωῆς αὐτῆς, μέσα στόν κόσμο τοῦτο πού «κεῖται ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ», εἶναι ἡ θλίψη καί ἡ στενοχώρια, ὅπως τό βεβαίωσε καί τό ἀψευδές στόμα τοῦ Κυρίου. «Ἐν τῷ κόσμῳ θλίψιν ἕξετε». «Διά πολλῶν θλίψεων δεῖ ὑμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν». «Τί στενή καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός, ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν ζωήν». Κι οἱ θλίψεις καί οἱ στενοχώριες εἶναι καί ἐσωτερικές, προερχόμενες ἀπό τά πάθη τοῦ ἀνθρώπου ἀλλά καί τίς ἐπιρροές τοῦ Πονηροῦ διαβόλου πού δέν χάνει τήν εὐκαιρία νά ταλαιπωρεῖ τά πλάσματα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί ἐξωτερικές, προερχόμενες ἀπό τίς ἀρρώστιες, τούς πόνους καί τά ἀτυχήματα τῆς ζωῆς, τίς διάφορες δυσκολίες πού δημιουργεῖ ἡ ἐπί γῆς πορεία.

Τί μᾶς λέει λοιπόν ὁ ὑμνογράφος; Μπορεῖ νά κινδυνεύουμε ἀπό τίς συμφορές καί τίς θλίψεις τῶν δυσκολιῶν τῆς ζωῆς∙ μπορεῖ πράγματι τά κακά συναπαντήματα στήν πορεία μας νά ὀρθώνονται ἐνώπιόν μας ὡς τεράστια κύματα πού ἀπειλοῦν νά μᾶς «ρουφήξουν», ὅμως δέν χάνουμε τήν ἐλπίδα μας. Σάν τόν Πέτρο πού κάλεσε ἐναγώνια τόν Κύριο νά τόν σώσει κι Ἐκεῖνος ἀνταποκρίθηκε πιάνοντάς του τό χέρι καί βρέθηκαν μέσα στό πλοιάριο, ἔτσι κι ἐμεῖς: καλοῦμε σέ βοήθεια τόν Κύριο, μέσα ὅμως ἀπό Ἐκείνην πού μπορεῖ νά ἐπηρεάσει ἄμεσα καί δραστικά Αὐτόν, τήν Παναγία Μητέρα Του. Γιατί ἡ Παναγία λειτουργεῖ μέ τόν τρόπο τοῦ Κυρίου: γεμάτη θερμή ἀγάπη πρός τά παιδιά καί τά ἀδύναμα ἀδέλφια της∙ κι ἔχει προπάντων αὐτό πού λείπει τίς περισσότερες φορές ἀπό ἐμᾶς τούς ὀλιγόπιστους χριστιανούς: τήν παρρησία, τό θάρρος ἐνώπιον τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της.

Σέ κάθε δυσκολία μας λοιπόν, σέ κάθε πρόβλημα πού φαντάζει τεράστιο ἐνώπιόν μας, ψυχικό ἤ σωματικό, δέν πρέπει νά χάνουμε τήν ἐλπίδα μας. Ἔχουμε τόν ἴδιο τόν Κύριο, στόν Ὁποῖο εἴμαστε ἐνσωματωμένοι ὡς μέλη Του, ἀλλ’ ἔχουμε καί τό πιό ἀγαπημένο καί ἐξαίρετο μέλος Του, τήν Παναγία μας, πού στέκεται ἀδιάκοπα μέ θερμότητα ἀγάπης ἀπέναντί μας καί μέ ἁπλωμένο τό χέρι Της νά μᾶς πιάσει στό κάθε πιθανόν πέσιμό μας. Τά ἄπειρα καταγεγραμμένα ἤ μή θαύματα ἐπεμβάσεως τῆς Θεοτόκου, στό παρελθόν καί στό παρόν, ἐπιβεβαιώνουν τήν πραγματικότητα αὐτή.