(Ὁ
ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων θέλησε νά κάνει ἡγούμενο στή Μονή τοῦ ἁγίου Εὐστοργίου
ἕναν ἅγιο Γέροντα, ὁ ὁποῖος ὅμως μπροστά στό βάρος τῆς εὐθύνης ἀπεποιεῖτο τή
θέση, προβάλλοντας ὡς δικαιολογία τό τάμα του νά προσκυνήσει στό Ὄρος Σινᾶ.
Τελικά, ὁ Γέροντας ἔδωσε τήν ὑπόσχεση νά ἀποδεχτεῖ τήν ἡγουμενία, μετά τήν ἐπιστροφή
του. Ὅμως στήν πορεία μαζί μ’ ἕναν ὑποτακτικό του, μετά τή διάβαση τοῦ Ἰορδάνου
ποταμοῦ, ἀρρώστησε, ὁπότε κατέφυγαν σ’ ἕνα μικρό σπήλαιο τῆς περιοχῆς. Ἐκεῖ
διεπιστώθη ὅτι οἱ βουλές τοῦ Θεοῦ ἦταν ἐντελῶς διαφορετικές ἀπό ὅ,τι καί ὁ
Γέροντας ἀλλά καί ὁ ἀρχιεπίσκοπος προγραμμάτιζαν...).
Τό τάμα πρόβαλ’ ὁ ἀββᾶς, ὁ πρῶτος
νά μή γίνει,
«εἶναι βαριά γιά μένανε, τόσο
μεγάλη εὐθύνη∙
τ’ Ὄρος Σινᾶ νά ἐπισκεφτῶ, τό
‘χει ἡ καρδιά μου δέσει,
γυρίζοντας τή συζητῶ, τοῦ ‘γούμενου
τή θέση».
Ὁ Δέσποτας ἐκάμφθηκε, ἔδωσε τήν εὐχή
του,
κι ὁ γέροντας πορεύτηκε, ἔλιωσε
τό κορμί του.
Ρίγη καί πυρετός μαζί, μετά τόν Ἰορδάνη,
τόν ρίξαν κάτω τόν ἀββᾶ, σάν
τέλος του ἐφάνη.
Μία μικρή σπηλιά ἐκεῖ, τοῦ
φάνταξε ἀγκάλη,
ὁ πυρετός ἐπέμενε, τό ἴδιο καί
μιά ζάλη.
«Γέροντα, γιά ποῦ τό ‘βαλες;»,
τήν ὥρα πού κοιμᾶται,
ἀκούει μέσα στ’ ὄνειρο, ξυπνάει καί θυμάται.
«Στ’ Ὄρος Σινᾶ!» τ’ ἀπάντησε, «μά
πές μου τ’ ὄνομά σου,
τί θέλεις ἀπό μένανε, δέν ξέρω τή
θωριά σου».
«Μή πᾶς στό Ὄρος τό Σινᾶ,
παράκληση σοῦ κάνω∙
εἶσαι πιά γέρος κι ἄρρωστος, μεῖνε
ἐδῶ ἐπάνω».
Ἀρνήθηκε ὁ Γέροντας, κι ὁ ξένος ἐπανῆλθε,
πάλι σέ ὄνειρο βαθύ, τό ἄλλο
βράδυ ἦλθε.
«Καλόγερε, θά κουραστεῖς, κάτσε ἐδῶ
στόν βράχο»∙
«ποιός εἶσαι;» ρώτησ’ ὁ ἀββᾶς, «ἀπάντηση
θέ νά ‘χω».
«Ὁ Ἰωάννης Πρόδρομος, ὁ Βαπτιστής
Κυρίου∙
μέσ’ στή σπηλιά ἀσκήτεψα, κι εἶδα
ὁράσεις Θείου.
Πολλές φορές ὁ Ἰησοῦς, ὡς ἐπισκέπτης
ἦλθε,
ἡ χάρη Του παρήγορη, σέ μέ ὡς φῶς
κατῆλθε.
Αὐτός ὁ τόπος ὁ μικρός, λοιπόν εἶναι
μεγάλος,
ἀνώτερος κι ἀπ’ τό Σινᾶ, κι ἔχει
Θεοῦ τό κάλλος.
Κάνε λοιπόν ὑπακοή, κατοίκησε ‘δῶ
πέρα,
καί τήν ὑγειά σου θά ‘χεις πιά,
βέβαιη κάθε μέρα».
Ὁ Γέροντας ὑπάκουσε, ἔκλινε τό
κεφάλι,
στάθηκ’ ἀμέσως ὑγιής, ζωντάνεψε
καί πάλι.
Τό σπήλαιο τό ἔκανε, σπουδαία Ἐκκλησία,
καί μ’ ἄλλους πλῆθος ἀδελφούς,
κάναν Μονή ἁγία.
Σάψας ὁ τόπος λέγεται, πέρ’ ἀπ’
τόν Ἰορδάνη,
ἀριστερά ‘χει Χείμαρρο, τοῦ Ζηλωτῆ
τό χάνι.
(Ἀπό
τό «Λειμωνάριον» τοῦ Ἰ. Μόσχου, κεφ.
1)