Κυριακή 5 Αυγούστου 2018

ΤΑ ΧΑΣΤΟΥΚΙΑ ΤΩΝ... ΚΟΡΑΚΩΝ!


Ο δύο φίλοι, Γιργος, μεγαλύτερος στήν λικία, τριαντάρης περίπου, καί Νίκος, λίγο μικρότερος, εχαν φτάσει στό ρος μετά πό «πάλη» ρκετν μηνν. Ζύγιαζαν τά πράγματα πό δ, τά μελετοσαν πό κε, τελικά κατόρθωσαν νά βρον κενες τίς μερομηνίες πού μπόρεσαν νά βολέψουν τό πρόγραμμα καί τίς δουλειές τους, καί, νά, πού βρέθηκαν τελικά στό πολυπόθητο γι ατούς γιον ρος, τό ποο πρώτη φορά πισκέπτονταν. Δέν ταν σχετοι πρός τήν κκλησία καί τή χριστιανική πίστη. Προέρχονταν πό χριστιανικές οκογένειες, ο ποες εχαν φροντίσει νά σταλάξουν μέσα τους σο ταν δυνατόν τήν πίστη στόν Χριστό, τήν ελάβεια πρός τήν κκλησία καί τήν γάπη πρός τούς γίους.  ταν μάλιστα ναφέρονταν στό γιον ρος ο γονες τν δύο παιδιν, ο ελαβες ατοί νθρωποι πάντοτε συγκινονταν, σάν νά φτερούγιζε κάτι μέσα στήν καρδιά τους: εχαν πισκεφτε κι κενοι μαζί τό γιασμένο ρος παλαιότερα, ο δέ γυνακες τους εχαν μετάσχει στόν περίπλου το ρους πού εχε προγραμματίσει νορία τους.  Γι ατό καί ταν συναντονταν ο φιλικές ατές οκογένειες, συχνά ρχόταν λόγος γιά τούς Γέροντες το ρους, γιά τά πελώρια Μοναστήρια πού βρίσκονταν  μέσα σέ μιά χλύ μυστηρίου, γιά τή φυσική μορφιά πού μάγευε πιστούς καί πιστους, ληθινούς προσκυνητές καί πλούς «τουρίστες»
Τά παιδιά κουγαν τίς συζητήσεις ατές καί κατά τρόπο φυσικό τούς εχε δημιουργηθε πιθυμία νά πνε κι ατοί στό ρος, νά δον καί νά κούσουν καί ο διοι ,τι ο πατέρες τους διηγονταν, νά προσκυνήσουν σέ τόπους πού εχαν σκητέψει καί εχαν γιάσει ληθινοί νθρωποι το Χριστο. Τά χρόνια μως περνοσαν καί πιθυμία τους δέν εχε κπληρωθε. Πότε ο σπουδές τους, πότε ο διακοπές τους πού δέν θελαν νά χάσουν, πότε καί κάποια ντίδραση πού κάποια στιγμή μφιλοχώρησε μέσα τους, τούς καναν νά ργοπορον καί νά μεταθέτουν γιά λλοτε ατό πού πό τά μικράτα τους εχαν νειρευτε
Καί νά πού κείνη τή χρονιά τά πράγματα «βολεύτηκαν». Τό ποφάσισαν, ταν μάλιστα καί κάποιοι φίλοι τους πού πισκέφτηκαν τό ρος τούς διηγήθηκαν μέ νθουσιασμό τίς μπειρίες τους, καί μάλιστα ταν τούς μίλησαν γιά τόν σπουδαο Γέροντα άκωβο πού γνώρισαν, σέ μιά μακρινή κάπως σκήτη το ρους, πό ατές πού κρύβουν πολλά γιασμένα γεροντάκια πού δέν τούς δίνει κανείς σημασία, ταν κυριαρχεται πό κοσμικά κριτήρια, λλά πού χουν καρδιά χρυσαφένια καί λιονταρίσια, καρδιά δηλαδή ληθινά σάρκινη, γεμάτη γάπη καί πίστη Χριστο, λλά καί θέληση πού μόνο γρανιτένιος βράχος μπορε νά παραβληθε μαζί της
Τόν νεζήτησαν, μέ βάση τίς πληροφορίες πού λαβαν πό τούς φίλους τους, τόν βρκαν, γοητεύτηκαν, μαλάκωσε καρδιά τους, θέλησαν νά κουμπήσουν σ ατόν τούς προβληματισμούς καί τίς δυσκολίες τους. Γέροντας μέ τήν πρώτη ματιά «διάβασε» τήν ψυχή τους κι εδε τι ο νέοι ατοί νθρωποι δέν παίζουν μέ τήν πνευματική ζωή. ταν ληθινοί ναζητητές το μυστηρίου το Πνεύματος το Θεο, γι ατό καί εκολα κι ατός νταποκρίθηκε. Τούς καλοδέχτηκε - πως κανε λλωστε καί σέ λους τούς προσκυνητέςκαί κάτω πό ναν γέρικο πλάτανο πού κοσμοσε τή μικρή αλή το κελιο του, τούς ψησε καφεδάκι καί τούς τράταρε λουκούμι καί δροσερό νερό
κουβέντα δέν ργησε νά λάβει τήν τροπή πού πιθυμοσαν λοι τους. Μετά τίς πρτες ναγνωριστικές φράσεις, τήν πρώτη γνωριμία τους, καί ο δύο νέοι ατοί νθρωποι ρχισαν νά ρωτον γιά πιό πνευματικά θέματα, γιά τίς δυσκολίες πού ντιμετώπιζαν στήν πνευματική ζωή, γιά τήν πογοήτευσή τους πό πολλούς ξιωματούχους τς κκλησίας, γιά τό κυνηγητό πό τήν λλη το καθημερινο ρτου, πού τούς κανε καί τούς δύο νά μήν χουν κάπου προσανατολιστε γιά τή σύμπηξη οκογένειας. Γιατί καί ο δύο το νέφεραν τι μοναχική ζωή τήν ποία ποδέχονται καί γαπον, δέν εναι γι ατούς. Βλέπουν τούς καλογέρους ς ρωες μέ τήν ποταγή το κόσμου, λλά ο διοι δέν μπορον νά σηκώσουν τό βάρος ατό
Γέροντας τούς κουγε πομονετικά καί μέ καλοσύνη καί πότε κουνοσε τό κεφάλι του συμφωνώντας μέ τίς διαπιστώσεις τους, πότε δινε κάποιες σύντομες παντήσεις, πότε ξέφραζε τήν κπληξή του μέ κάτι περίεργο καί παράδοξο πού το λεγαν. Τό κομποσχοίνι του πό τήν λλη γυρόφερνε στά γιασμένα χέρια του κι ταν στιγμές πού κάποιο δάκρυ σάν νά λαμπύριζε στούς φθαλμούς του, πού γρήγορα μως σάν ντροπιασμένο μαζευόταν χωρίς νά πάρει τόν δρόμο του. κε πού κοντοστάθηκε περισσότερο ταν στίς πιφυλάξεις τν νέων γιά τούς πρτα φέροντες στήν κκλησία. Εδε μέσως τόν κίνδυνο πού καραδοκοσε, τήν κπτωση μέ «δεξιό» τρόπο σέ κατάκριση καί ποποίηση τν προσωπικν εθυνν
«Θέλει προσοχή τό θέμα ατό, παιδιά μου», επε μέ σοβαρότητα. Βεβαίως ο κκλησιαστικοί ρχοντές μας εναι κενοι πού χουν τή μεγαλύτερη εθύνη γιά τίς ψυχές τν πιστν καί χι μόνο, μά κάθε πιστός ξίσου μ ατούς ς μέλος Χριστο εναι πεύθυνος. Εναι πολύ εκολο νά μεταθέτουμε τά βάρη στούς λλους καί νά ξεχνμε τι «καστος περί αυτο λόγον δώσει» στόν Κύριο. λλωστε μή ξεχνμε τι καί ο πρτοι στήν κκλησία, πό πλευρς νθρώπινης μιλ, εναι «σάρξ κ τς σαρκός μας», χουμε δηλαδή ,τι τελικς σως μς ξίζει τό σημειώνει καί λόγος το Θεο: « Κύριος δίνει τούς ρχοντες κατά τήν καρδίαν το λαο». ν θέλουμε λοιπόν πράγματι νά βοηθήσουμε τήν κατάσταση εναι φενός νά προσευχόμαστε γιά τούς ταγούς μας, φετέρου σο μπορομε νά γιάζουμε τόν αυτό μας. Διότι γιάζοντας τόν αυτό μας διορθώνεται να κομμάτι τς κκλησίας καί τσι γιασμός ατός μεταφέρεται καί στούς λλους. Μήν ποτιμμε τήν εθύνη το καθενός μας, σο μικροί καί ταπεινοί κι ν φαινόμαστε τι εμαστε. λλωστε ταπεινοσύνη μεγαλοσύνη το καθενός μετριέται «μέ τς καρδις τό πύρωμα» πού λέει κι ποιητής,  μέ τήν γάπη πού χει νθρωπος πρός τόν Χριστό καί τόν συνάνθρωπο, καί χι πό τό χει του καί τά κοσμικά προσόντα του. πό τήν λλη, κάθε συνάνθρωπός μας, μικρός μεγάλος, μέ ξίωμα χι, ποτελε κομμάτι το διου το αυτο μας. «γαπήσεις τόν πλησίον σου ς σεαυτόν», προτρέπει παρχς λόγος το Θεο. λλος δέν εναι λλος. Εμαστε μες, γιατί ς μέλη Χριστο νταγμένοι μέσα σέ κενον καί χοντας τήν γάπη Του περικλείουμε καί τόν λλον μέσα στόν αυτό μας, πως Χριστός διος μς περικλείει κι κενος μέσα Του. Ατό δέν εναι τό μυστήριο τς νότητας τν νθρώπων, κατά τό πρότυπο τς νότητας τς διας τς γίας Τριάδος; «να πάντες ν σιν», επε Κύριος, «καθώς καί μες, Πάτερ, ν σμεν»
Λοιπόν, ν φεθομε στίς κατακρίσεις τν λλων, ν παρασυρθομε στίς φαινομενικά σωστές πογοητεύσεις καί πογνώσεις μας, ρνούμαστε τόν λόγο το Κυρίου καί παίζουμε τό παιχνίδι το Πονηρο. Συνεπς, χάνουμε τήν παρουσία το Θεο καί τή χάρη Του στή ζωή μας, φο κενος εναι μαζί μας, ταν κι μες προσπαθομε μέ τή βοήθειά Του νά εμαστε πάνω στίς γιες ντολές Του. Κάθε λοιπόν παρέκκλιση το συνανθρώπου μας, κάθε μαρτία του, πρέπει νά βιώνεται πό τόν πιστό ς δική του παρέκκλιση, ς δική του μαρτία, γιά τήν ποία θά πρέπει νά ναλάβει γώνας μετανοίας. Τέτοιο πράγμα καί τέτοια προοπτική δέν πάρχει πουθενά λλο στόν κόσμο, σέ καμία πολύτως θρησκεία. Εναι μοναδικότητα τς χριστιανικς πίστης, τς μόνης σωτηριώδους λήθειας γιά τόν νθρωπο»
Γέρων άκωβος κοντοστάθηκε. Σάν νά νιωσε τι επε πολλά, σταμάτησε κι πιασε καί πάλι τόν γύρο το κομποσχοινιο του. Θέλησε νά ποφορτίσει λίγο τήν τμόσφαιρα καί προθυμοποιήθηκε νά γεμίσει καί πάλι τά ποτήρια τν προσκυνητν, ο ποοι τόν παρακολουθοσαν μέ μεγάλη ελάβεια καί θά λεγε κανείς καί κατανυγμένοι. Τή σιωπή τήν σπασε κάποιος θόρυβος πού κούστηκε πό τήν ξώθυρα τς μικρς αλς. Κάποιος λλος προσκυνητής, μεσήλικας ατός, πλησίαζε καί βλέποντας τήν εδυλλιακή γι ατόν εκόνα κάτω πό τόν πλάτανο νά πίνουν καφεδάκι καί νά πίνουν δροσερό νερόχαμογέλασε μέ γαλλίαση
«Καλς τον», σπευσε Γέροντας νά τόν καλωσορίσει. «Κόπιασε καί σύ στή συντροφιά μας. χουμε καφεδάκι καί ραο λουκούμι, κυρίως μως δροσερό νερό μέσα στή ζέστη ατή το καλοκαιριο». 
«Ελογετε, Γέροντα», επε νιοφερμένος, «λέγομαι Κώστας καί ν θέλετε, μπορετε νά μέ δεχτετε καί μέ μένα στήν παρέα σας».
«Πολύ εχαρίστως, δελφέ μου», πάντησε Γέροντας, καί κανε τίς συστάσεις τν δελφν, τρατάροντας ταυτόχρονα μέ νεανική σβελτάδα τόν νθρωπο. «χουμε πιάσει κάποια θέματα τς πνευματικς ζως πού πασχολον τούς νέους μας δ, κι σως Θεός σέ στειλε νά σταματήσουμε λίγο νά ξεκουραστονε κι ατοί. Τούςπηξα” πού λένε μέ τά λόγια μου», επε Γέροντας - βλέποντας καί  τούς δελφούς νά ντιδρον μέ τά χέρια τους στήν κτίμηση ατή - κι να πλατύ χαμόγελο ζωγραφίστηκε στό σκαμμένο πό τήν σκηση πρόσωπό του. μακριά λευκή γενιάδα του πρε λίγο νά κουνιέται πό να ξαφνικό φύσημα το έρα καί τά ράσα πού νέμισαν ποκάλυψαν τό λιπόσαρκο κορμί του, καθώς κόλλησαν πάνω σ ατό
«Γέροντα, ν πιτρέπεται, θά θελα νά “πήξετεκαί μένα», επε καλόκαρδος π’ ,τι φαινόταν νθρωπος. «Γιατί ο περιστάσεις τς ζως, τά προβλήματα τς δουλεις δόξα Σοι Θεός πού χουμε κόμη δουλειά τά οκογενειακά προβλήματα, μς καταβάλλουν καί συχνά κόπωση μς κάνει νά μή θέλουμε κάποιες φορές νά πμε κόμη καί στήν κκλησία. λήθεια, Γέροντα, τί γίνεται σ ατές τίς περιπτώσεις; Δέν μς δικαιολογε Θεός βλέποντας τήν κούρασή μας, ψυχική καί σωματική, ταν προβληματιζόμαστε νά κκλησιαστομε, ταν μέσα στίς τόσες ργασίες φαίνεται νά βαριόμαστε καί τήν δια τήν προσευχή»
Δέν βιάστηκε νά παντήσει Γερο-άκωβος. Παρότρυνε τόν κ. Κώστα νά πάρει τό κέρασμα «ελογετε» επε κενος, παίρνοντας τό ποτήρι μέ τό νερό κι παιξε γιά λίγο τό κομποσκοίνι του. Γυρόφερε τό βλέμμα του στή φύση, τά μάτια του καρφώθηκαν λίγες στιγμές στό πλατάνι, «χάϊδεψαν» πειτα μέ γαθότητα τούς προσκυνητές, κι επε ργά ργά.
«Δέν χεις πνευματικό, κ. Κώστα; Διότι φο εσαι νθρωπος τς κκλησίας μέ πνευματικές ναζητήσεις, πωσδήποτε πρέπει νά χεις πνευματικό. Δέν μπορε νά πάρξει χριστιανός πού νά μήν χει τόν πνευματικό ξομολόγο του, στόν ποο καί ξομολογεται τίς μαρτίες του λλά καί τίς πνευματικές νησυχίες του. Λοιπόν, ατό εναι θέμα πού πρέπει πωσδήποτε νά τό χεις θέσει πό τήν κρίση το πνευματικο σου». 
«Ναί, εναι λήθεια», επε μαζεμένος κ. Κώστας κι σκυψε λίγο ντροπιασμένος τό κεφάλι. «λλά θά θελα καί τή δική σας γνώμη, Γέροντα»
«Ατό πού μς λέει πνευματικός, ατό καί εναι τό θέλημα το Θεο γιά μς», επε Γέροντας. «ρκε νά τόν ρωτομε μετά πό προσευχή καί μέ διάθεση μετανοίας. πως πολλές φορές χουν πε γιοι Πατέρες μας, πρτος λόγος το πνευματικο ς πάντηση σέ πραγματικό πρόβλημά μας εναι καί λόγος το γίου Πνεύματος. Κι σφαλς χω τήν πεποίθηση τι π’ ατο πνευματικός σας θά σς συμβούλεψε νά μήν γκαταλείπετε τήν προσευχή καί τόν κκλησιασμό σας, στω καί μέ κάποια θυσία πό τήν ξεκούρασή σας». Κούνησε καταφατικά τό κεφάλι του μεσήλικας. «Παρ λα ατά γώ θά σς πενθυμίσω μία στορία πού δίνει μέ μεγάλη νάργεια τήν πάντηση σ ατό πού μο θέτετε, ν δέν χουν ντίρρηση καί τά παλληκάρια δ», στρεψε σ ατά τό κεφάλι του Γέροντας
«Σς παρακαλομε νά συνεχίσετε», επε νεαρότερος, Νίκος, «γιατί εναι θέμα πού πασχολε κι μένα. Πολύ συχνά, παλεύω μέ τούς λογισμούς μου: νά πάω κκλησία νά μήν πάω, γιατί βλέπω τίς διάφορες πασχολήσεις μου, τήν κόπωσή μου, τήν ξεκούραση πού δικαιομαι καί πού νομίζω τι συμφωνε σ ατό καί Θεός»
«Λοιπόν, παιδιά μου, δέν χω ντίρρηση νά σς π. Καταρχάς θά σς πενθυμίσω τι στό θέμα ατό δίνει πάντηση διος Κύριος, τότε πού βρέθηκε στό σπίτι το Λαζάρου προσκεκλημένος, καί ο δελφές του το τοίμασαν τραπέζι. Θυμστε πς ρθε Μάρθα μέ παράπονο γιά νά Το πε τι τήν γκατέλειψε δελφή της Μαρία μόνη της στίς διάφορες ργασίες το σπιτιο; «Μόνην με κατέλιπε διακονεν». Κι Κύριος, σφαλς παινώντας πό τή μιά τή Μάρθα γιά τήν ργατικότητά της, τελικς τή «μάλωσε», δίνοντας τόν σπουδαιότερο παινο στή Μαρία. «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνς καί τυρβάζει περί πολλά. νός δέ στι χρεία. Μαρία δέ τήν γαθήν μερίδα ξελέξατο, τις οκ φαιρεθήσεται π’ ατς». Λοιπόν, ς πρός τό θέμα μας: κι μες πολλές φορές βάζουμε πολλά πράγματα στό πρόγραμμά μας, παραίτητα ντως πως νομίζουμε, λλά νεπίγνωστα φήνουμε κατά μέρος τήν προτεραιότητα πού πρέπει νά πάρχει καί πού δέν εναι λλη πό τήν γάπη μας πρός τόν Θεό. Κάθε φορά δηλαδή κενο πού πρέπει νά μς συνέχει εναι ν Θεός ποτελε τήν πρώτη γάπη μας χι. «Ζητετε πρτον τήν Βασιλείαν το Θεο» σημείωσε καί πάλι Κύριος, πως καί τό συγκλονιστικό καί «σκληρό» θεωρούμενο τι « φιλν τιδήποτε στή ζωή ατή πέρ μέ, οκ στι μου ξιος». ν λοιπόν ο δουλειές μου, κόμη καί δια οκογένειά μου, μέ πορροφον τόσο στε νά θεωρ λίγο δεύτερη τήν προσευχή καί τήν ναφορά στόν Κύριο, τότε μλλον δέν θά χω τήν ελογία το Θεο. Κι ταν δέν χουμε τήν ελογία καί τή χάρη το Θεο, δυστυχς κι ατό εναι τό τραγικότερο λωνμς παραλαμβάνει λλος. Κι λλος ατός εναι Πονηρός. Ποτέ, μή ξεχνμε, δέν εμαστε μόνοι μας. θά εμαστε μέ τόν Θεό θά νεργε καί θά πιδρ μέσα μας Πονηρός. « μή ν μετ μο κατ μο στι καί μή συνάγων μετ μο σκορπίζει», τονίζει γιά μία κόμη φορά Κύριός μας. Δέν πάρχει μέ λλα λόγια κάποια νδιάμεση στάση, κάπου νά εμαι οδέτερα, σον φορ στά πνευματικά. εμαι μέ τόν Χριστό εμαι μέ τόν Πονηρό καί τά πάθη μου. νεβαίνω κατεβαίνω»
Σταμάτησε καί πάλι Γέροντας. σκυψε τό κεφάλι καί τά χείλη του ψιθύριζαν τήν εχή το ησο. Σιωπή εχε πλωθε παντο. Τό μόνο πού κουγόταν ταν τό λαφρύ φύσημα το καλοκαιρινο έρα, πού θρόϊζε τά φύλλα το πλατανιο πού φαίνονταν νά σιγοντάρουν κι  ατά τήν εχή μέ τόν Γέροντα
Ξαφνικά, νασήκωσε τό κεφάλι του π. άκωβος. Σάν νά θυμήθηκε κάτι καί, ζητώντας συγγνώμη, πγε μέσα στό κελί του. πέστρεψε πολύ γρήγορα, κρατώντας στό χέρι του να μικρό βιβλίο. «Θά σς διαβάσω», επε, «μία μικρή στορία πάνω σ ατό πού συζητμε. Δίνει τήν πάντηση μεσα καί χωρίς περιστροφές. Δείχνει πς ο λογισμοί πού μς προβληματίζουν συχνά γιά τό ν πρέπει νά προσευχηθομε καί νά πμε στήν κκλησία νά τό φήσουμε γιά ργότερα, πιλέγοντας να «πιεστικό» διακόνημά μας, τελικά εναι λογισμοί το Πονηρο. στορία μάλιστα πού εναι πραγματική διαδραματίστηκε στά εροσόλυμα τόν 6ο μ.Χ. αώνα, πρωταγωνιστής της ταν νας δελφός χριστιανός, καταγράφηκε δέ πό ναν γιο μοναχό, τόν ωάννη τόν Μόσχο, ποος τήν στορία ατή μαζί καί μέ λλες πνευματικο χαρακτήρα τίς ξέδωσε πό τόν τίτλο «Λειμωνάριον», Πνευματικό δηλαδή περιβόλι.  Καί γιά νά σς ξάψω τή φαντασία, πρόκειται γιά στορία πού πρωταγωνιστές πίσης ταν δύο... κοράκια, τά ποα μάλιστα χειροδικοσαν! Μοίραζαν... χαστούκια!» 
«Χαστούκιζαν τά... κοράκια; Μιλμε γιά τά κοράκια, τά πουλιά, τσι δέν εναι, Γέροντα»; Νίκος σάν νά μήν μποροσε νά πιστέψει ατό πού κουγαν τά ατιά του!  
«κριβς, πως σς τά λέω. Τά κοράκια πού χαστούκιζαν ναν δελφό χριστιανό, στήν για Πόλη τς ερουσαλήμ, πολλά πολλά χρόνια βέβαια πρίν»
«κούγεται πολύ παράξενο λλά καί νδιαφέρον ατό πού μς λέτε, πάτερ άκωβε», επε καί Γιργος. Πετε μας λόκληρη τήν στορία γιά νά καταλάβουμε. Γιατί κοράκια πού χαστουκίζουν... νθρώπους, πρώτη φορά κομε»
Τέντωσαν λοι τά ατιά τους μή χάσουν καί τήν παραμικρή λέξη. κύριος Κώστας μάλιστα γειρε περισσότερο πρός τή μεριά το Γέροντα, μέ ποτέλεσμα νά ρίξει καί τό ποτήρι μέ τό νερό
«κοστε λοιπόν τή διήγηση πως τή μετέφερε ββάς Χριστοφόρος, Ρωμαος στήν καταγωγή καί μοναχός στό σπουδαο μοναστήρι το σίου Σάββα, στήν ρημο τς γίας Πόλης τν εροσολύμων. «Μιά μέρα νέβηκαδιηγεται Γέρων Χριστοφόρος -  πό τό μοναστήρι στήν γία πόλη νά προσκυνήσω τόν γιο Σταυρό. Καί φο προσκύνησα, καθώς βγαινα, βλέπω ναν δελφό στήν πύλη τς σωτερικς αλς το γίου Σταυρο μήτε νά μπαίνει μήτε νά βγαίνει καί δυό κοράκια νά πετον ναιδς μπροστά στό πρόσωπό του καί νά τόν χαστουκίζουν μέ τά φτερά τους στό πρόσωπο καί νά μήν τόν φήνουν νά μπε στόν ναό. Καί πειδή κατάλαβα τι ατοί εναι δαίμονες, το λέω: «Πές μου, δελφέ, γιατί στάθηκες στή μέση τς πύλης καί δέν μπαίνεις;» Ατός τότε μο επε: «Συμπάθα με, κύριε ββά, χω λογισμούς μέν νας μο λέει: Μπές, προσκύνησε τόν τίμιο Σταυρό λλος μως μέ ποτρέπει λέγοντας: χι, λλά πήγαινε, κάνε τή δουλειά σου καί προσκυνς λλη φορά». γώ τότε, μόλις τό κουσα, τόν πιασα πό τό χέρι καί τόν μπασα στόν ναό καί εθύς φυγαν τά κοράκια π’ ατόν. Καί φο τόν βαλα νά προσκυνήσει τόν τίμιο Σταυρό καί τόν Πανάγιο Τάφο, τόν πόλυσα ν ερήν». 
«Ατή εναι μικρή καί περίεργη στορία», επε Γέροντας άκωβος, κλείνοντας μέ σεβασμό τό βιβλίο καί φιλώντας το μέ τά δασιά μουστάκια του. «Γι ατό, παιδιά μου, σς λέω τι πρέπει νά παλεύουμε πάντοτε νά εμαστε στήν γάπη το Χριστο καί λα τά πόλοιπα νά εναι δεύτερα. Κι σες τώρα, ν κάτι λλο δέν εναι πιεστικό γιά σς, λτε νά μέ βοηθήσετε στόν σπερινό. Μέ τόσα πού επαμε, πέρασε ρα καί πρέπει νά βάλουμεΕλογητό”».  
Μέ μις λοι σηκώθηκαν χωρίς δεύτερη σκέψη. μεση νταπόκρισή τους ταν πιβεβαίωση τι τά λόγια το Γέροντα πιάσανε τόπο μέσα τους. Τό δε Γερο-άκωβος, συγκινήθηκε κι εχήθηκε μέσα πό τήν καρδιά του παρόμοια νά εναι ντίδρασή τους κι ταν φύγουν πό τό γιον ρος καί βρεθονε στίς μεγάλες πόλεις, κε κυρίως πού νθρωπος «ψήνεται» καθημερινά χι τόσο πό τόν καύσωνα τς ζέστης σο πό τόν «καύσωνα» τν πονηρν πειρασμν.