Τόν ὅσιο
Παΐσιο, εἶναι γνωστό, ἐπισκέπτονταν ἄνθρωποι ὅλων τῶν κοινωνικῶν τάξεων καί ὅλων
τῶν μορφωτικῶν ἐπιπέδων. Ὅλοι περίμεναν κάτι ἀπό αὐτόν· εἴτε ἁπλῶς τήν εὐλογία
του εἴτε τη διορατική ἀπάντησή του σέ κάποιο πιεστικό γι’ αὐτούς πρόβλημα. Ὑπῆρχαν
ὅμως καί ἐκεῖνοι πού ἐπιθυμοῦσαν νά τόν συναντήσουν ἀπό ἁπλή περιέργεια ἤ γιατί
νόμιζαν ὅτι θά δοῦν κάποιον «φακίρη», πού κάνει παράδοξα καί θαυμαστά πράγματα.
Μιά τέτοια περίπτωση θά δοῦμε παρακάτω, ὅταν μιά ὁμάδα νεαρῶν παιδιῶν ἀνέβηκε
στό Ἅγιον Ὄρος γιά νά συναντήσει τόν Γέροντα καί νά δεῖ κάποιο «θαῦμα». Ἡ στάση
τοῦ Γέροντα θά βοηθήσει καί ἐμᾶς νά τοποθετηθοῦμε καλύτερα στό τί εἶναι τό θαῦμα
στόν χριστιανισμό καί ποιά ἡ θέση του στή ζωή μας.
«Κάποια μέρα ἐπισκέφθηκαν τόν Γέροντα κάποιοι
νεαροί, πού δέν ζοῦσαν κοντά στήν Ἐκκλησία· εἶχαν ἀκούσει ὅμως γιά τόν Γέροντα
καί ἀπό περιέργεια ἦρθαν νά τόν δοῦν. Ὁ Γέροντας τούς κέρασε τό καθιερωμένο
νερό καί λουκούμι καί κάθησε, γιά νά τούς ἀκούσει τί ἤθελαν. Οἱ νεαροί τότε τοῦ
εἶπαν:
-
Γέροντα, θέλουμε νά κάνεις ἐδῶ, μπροστά στά μάτια μας, ἕνα θαῦμα, γιά νά
πιστέψουμε κι ἐμεῖς στόν Θεό.
Κι
ὁ Γέροντας τούς ἀπάντησε:
-
Περιμένετε λίγο.
Μπῆκε
μέσα στό κελί του κι ἔφερε ἕνα μαχαίρι καί εἶπε στά παιδιά χαριεντιζόμενος:
-
Καθῆστε, παιδιά, στή σειρά. Θά σᾶς κόψω τά κεφάλια καί μετά θά τά κολλήσω μέ
θαυματουργικό τρόπο! Μόνο, ἀπομακρυνθεῖτε ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλον, γιά νά μή τά
μπερδέψω μετά!
Οἱ
νεαροί ἀμέσως ἀντέδρασαν κι εἶπαν:
-
Ὄχι! Σέ μᾶς κανένα ἄλλο θαῦμα νά κάνεις!
Τότε
ὁ Γέροντας κάθησε κοντά τους καί τούς εἶπε τά ἑξῆς:
-
Ἄν ὁ Θεός ἤθελε νά πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι μέ τά θαύματα, τότε αὐτό θά ἦταν πολύ
εὔκολο, γιατί μέ μιά ὑπερφυσική ἐνέργεια, ὁρατή ἀπ’ ὅλο τόν κόσμο, θά τούς ἔκανε
ὅλους νά πιστέψουν. Ὅμως ὁ Θεός δέν θέλει νά πιστεύει ὁ κόσμος ἀπό θαυμασμό
στήν ὑπερφυσική Του δύναμη, ἀλλά θέλει νά πιστεύει καί νά Τόν ἀγαπᾶ γιά τήν ὑπερβολική
Του καλωσύνη.
Τό
ὑπερφυσικό γεγονός, τό θαῦμα, ὁ Θεός ποτέ δέν τό κάνει, γιά νά ἐπιδείξει τή
δύναμή Του καί νά κερδίσει ἔτσι ὀπαδούς κοντά Του. Τότε κάνει τό θαῦμα ὁ Θεός, ὅταν
πρέπει νά ἀναπληρώσει τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία. Σᾶς λέω ἕνα παράδειγμα, γιά νά
καταλάβετε τί ἐννοῶ. Ἄν π.χ. εἴμαστε στήν ἔρημο κι εἶναι ἀνάγκη νά σπάσουμε μία
πέτρα, τότε κοιτᾶμε νά βροῦμε μία ἄλλη πέτρα μέ τήν ὁποία θά σπάσουμε αὐτήν πού
θέλουμε. Ἄν ὅμως δέν ὑπάρχει, τότε θά παρακαλέσουμε τόν Θεό κι Ἐκεῖνος θά κάνει
τό θαῦμα Του. Πρέπει, λοιπόν, νά γνωρίζουμε πώς ὅ,τι γίνεται ἀνθρώπινα πρέπει
νά τό κάνουμε μέ φυσικό τρόπο, ἐμεῖς, ταπεινά. Γιά ὅ,τι ὅμως δέν γίνεται “κατ’ ἄνθρωπον”,
τότε προσφεύγουμε στόν Θεό.
Ἄκουσε
κι ἕνα ἄλλο παράδειγμα: Ἄν ἔχουμε μιά ἀσθένεια καί θέλουμε νά θεραπευθοῦμε,
πρέπει νά πᾶμε σ’ ἕνα γιατρό. Κι ἄν ἐκεῖνος ἀδυνατεῖ καί δέν μπορεῖ νά μᾶς
γιατρέψει, τότε πρέπει νά καταφύγουμε στόν Θεό, γιά νά κάνει τό θαῦμα Του».
(Ἱερομ.
Χριστοδούλου, ὁ Γέρων Παΐσιος, σσ. 201-202).
1.
Τό θαῦμα δέν προκαλεῖ πίστη.
Ἡ ἀπαίτηση
τῶν νεαρῶν – «νά κάνεις ἐδῶ, μπροστά στά
μάτια μας, ἕνα θαῦμα, γιά νά πιστέψουμε κι ἐμεῖς στόν Θεό» - εἶναι ἡ στάση
πολλῶν συνανθρώπων μας ὡς πρός αὐτό πού λέγεται θαῦμα. Ἔχουν τήν ἐντύπωση ὅτι
θά πιστέψουν στόν Θεό, ἄν Ἐκεῖνος, ὁρατά μπροστά τους, προβεῖ σέ κάποια ὑπερφυσική
ἐνέργεια. Τήν πίστη στόν Θεό ἔτσι τήν ἐκλαμβάνουν ὡς κάτι τό ἀναγκαστικό: ὡς
λογική ἀπαίτηση, διότι τούς ἔχουν πείσει οἱ αἰσθήσεις τους. Στήν πραγματικότητα
πρόκειται γιά στάση ἐγωισμοῦ, ἀφοῦ καί στό θέμα τῆς πίστεως στόν Θεό ἐκεῖνοι
θέλουν νά ἔχουν τόν ἔλεγχο τῶν πραγμάτων. Μέ ἁπλά λόγια ἡ ἀπαίτηση γιά θαῦμα
προκειμένου νά πιστέψω, σημαίνει ὅτι ἐγώ θέλω νά κανονίζω καί τίς ἐνέργειες ἀκόμη
τοῦ Θεοῦ.
Τό αἴτημα
τῶν νεαρῶν, καί ὅλων ἐκείνων πού κυμαίνονται στό ἴδιο μῆκος κύματος, δέν είναι
πρωτόγνωρο. Στή ζωή τοῦ Χριστοῦ καταρχάς τό συναντᾶμε μέ ὀξύτητα στόν δεύτερο
πειρασμό Του στήν ἔρημο ἀπό τόν διάβολο. «Ρίξε τόν Ἑαυτό σου ἀπό τόν ναό κάτω, ἄν
εἶσαι υἱός τοῦ Θεοῦ», τοῦ προτείνει ὁ πονηρός. «Θά ‘ρθουν ἄγγελοι νά σέ σώσουν,
ὅπως ἔχει γραφεῖ». Κι ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου εἶναι ἀποστομωτική. «Δέν θά βάλεις
σέ δοκιμασία καί πειρασμό τόν Θεό». Τοῦ ζητοῦσε ὁ διάβολος νά κάνει ἕνα θαῦμα·
νά προβεῖ σέ μιά προκλητική ἐνέργεια, πού θά ξάφνιαζε τόν εὑρισκόμενο στόν ναό
λαό καί θά τόν ὁδηγοῦσε νά κλίνει γόνυ ἱκεσίας μπροστά στόν φοβερό καί
παντοδύναμο Θεό. Μά τοῦτο θά ἦταν ἄρνηση τῆς ἀποστολῆς τοῦ Χριστοῦ. Ἡ πίστη
στόν Θεό δέν θά ἦταν καρπός ἐλεύθερης ἀπόφασης τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά κάτι τό ἀναγκαστικό.
Ὁ Χριστός θά παρουσιαζόταν ὡς δυνάστης καί τύραννος· ὄχι ὡς Πατέρας καί φίλος
τοῦ ἀνθρώπου.
Τό ἴδιο
συνέβη ἀργότερα, ὅταν ὁ Κύριος εἶχε ἀνεβεῖ στόν σταυρό. Ἐσταυρωμένος, ἀντιμετωπίζει
καί πάλι τόν ἴδιο πειρασμό ἀπό τόν παρευρισκόμενο ὄχλο: «Ἄν εἶσαι υἱός τοῦ Θεοῦ,
κατέβα ἀπό τόν σταυρό, γιά νά σέ πιστέψουμε». Καί στό σημεῖο αὐτό, τό θαῦμα
προβάλλεται ὡς προϋπόθεση τῆς πίστης. Ἡ στάση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀπορριπτική.
2.
Τό θαῦμα προϋποθέτει τήν πίστη.
Γιά τόν
Θεό θά ἦταν πολύ εὔκολο νά προκαλέσει τήν πίστη τοῦ ἀνθρώπου. Εἴτε μ’ ἕνα
συνταρακτικό γεγονός, μπροστά στά μάτια του, εἴτε μέ ἀπόφασή Του πού θά ἄλλαζε
κατ’ ἀνάγκην τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, μποροῦσε νά τούς κάνει ὅλους πιστούς καί ὀπαδούς
Του. Μά, ὅπως ἐξηγήσαμε παραπάνω, αὐτό θά σήμαινε ἀλλαγή καί τοῦ Θεοῦ. Θά ἀρνιόταν
ὁ Θεός ἐκεῖνο πού ἀποτελεῖ τή ζωή Του: τήν ἀγάπη. «Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί» διακηρύσσει σέ ὅλους τούς τόνους ἡ Ἁγία Γραφή
καί «ἀρνήσασθαι ἑαυτόν οὐ δύναται».
Διότι εἶναι ὁ μόνος πιστός.
Ἔτσι ὁ
Θεός ὡς ἀγάπη σέβεται τόν ἄνθρωπο, ἔστω κι ἄν εἶναι δημιούργημά Του, πολύ
περισσότερο δέν θέλει νά ἐκβιάσει τήν ἐλευθερία του, τήν ὁποία ὁ Ἴδιος ἄλλωστε ὡς
δωρεά τοῦ κατ’ εἰκόνα ἔδωσε σ’ αὐτόν. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Παντοδύναμος αὐτοπεριορίζεται,
καλώντας τόν ἄνθρωπο, τόν ὁποῖο ὑπεραγαπᾶ, νά ἀνταποκριθεῖ στήν ἀγάπη Του καί ἐλεύθερα
νά Τόν πιστέψει καί νά Τόν ἀκολουθήσει. Τότε λοιπόν ἔχει ἀξία ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου,
ὅταν εἶναι καρπός τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς του καί τῆς διαθέσεώς του νά ἀγαπήσει
κι αὐτός τόν Θεό. «Ὁ Θεός δέν θέλει νά
πιστεύει ὁ κόσμος ἀπό θαυμασμό στήν ὑπερφυσική Του δύναμη, ἀλλά θέλει νά
πιστεύει καί νά Τόν ἀγαπᾶ γιά τήν ὑπερβολική Του καλωσύνη», κατά τήν ἔκφραση τοῦ ὁσίου Παϊσίου.
Μέ ἄλλα
λόγια ἐκεῖνο πού ἐπιθυμεῖ ὁ Θεός εἶναι ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. «Υἱέ μου, δός μοι σήν καρδίαν». Αὐτήν ἐπιζητεῖ
νά Τοῦ δώσει ὁ ἄνθρωπος, γιά νά τήν κάνει κατοικητήριο καί μοναστήρι Του. Ἐντέλει
ὁ Θεός ζητεῖ τόν ἄνθρωπο, ὥστε μέ τήν ἐλεύθερη ἀνταπόκρισή του νά τόν κάνει ἕνα
μαζί Του. «Ὁ τηρῶν τάς ἀντολάς μου ἐκεῖνός
ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με· ὁ δέ ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται
ὑπό τοῦ πατρός μου καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν»
(Πρβλ. Ἰω. 14, 23).
Ὅταν ἐλεύθερα
λοιπόν πιστέψει ὁ ἄνθρωπος στόν Θεό καί ἀνταποκριθεῖ στήν κλήση τῆς ἀγάπης Του,
τότε διανοίγονται τά μάτια τῆς ψυχῆς του, γιά νά βλέπει παντοῦ τά θαυμάσια τοῦ
Θεοῦ. Δέν θά δεῖ μόνον κάποιο θαῦμα - ἕνα ὑπερφυσικό γεγονός - ὡς ἰδιαίτερη ἐνέργεια
τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὅλη ἡ ζωή του θά εἶναι στήν πραγματικότητα μιά θέα τοῦ μεγαλείου
καί τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ. Γιά παράδειγμα:
-
κοιτώντας τή φύση θά «βλέπει» τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ καί στό παραμικρό χορταράκι
τοῦ ἀγροῦ, καί στό πραμικρό σκουληκάκι, πέρα ἀπό τό ἄπειρο τοῦ μακροκόσμου. «Οἱ οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δέ
χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τό στερέωμα»·
-
κοιτώντας τόν ἑαυτό του θά νιώθει ὅτι ναί μέν εἶναι ἁμαρτωλός, χειρότερος ἴσως ὅλων,
μά χαριτώθηκε ἀπό Ἐκεῖνον μέ τό βάπτισμα καί ἔγινε μέλος Χριστοῦ καί ναός τοῦ
Πνεύματός Του.
Μ’ ἕνα
λόγο ὁ πραγματικά πιστός χριστιανός ζεῖ σ’ ἕνα διαρκές θαῦμα· δέν προσδοκᾶ τό
ξεχωριστό θαῦμα γιά νά πιστέψει. Ἀλλά κι ἄν κάπου κλονιστεῖ, ἄν ἡ πίστη του
παρουσιάσει κάποια ρωγμή, ἤ ἄν παρουσιαστεῖ πρόβλημα ἀνυπέρβλητο γιά τίς
δυνάμεις του, πράγματι θά δεῖ καί τήν ἰδιαίτερη ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, πού θά
θελήσει καί μ’ ἕνα θαῦμα νά τόν δυναμώσει καί νά τόν στηρίξει. «Τότε κάνει τό θαῦμα ὁ Θεός, ὅταν πρέπει νά ἀναπληρώσει
τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία».
Τελικά,
δέν θά πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας δέν ἐπιτέλεσε ποτέ κανένα θαῦμα,
ὅταν ἔβλεπε ἀπιστία στόν ἄνθρωπο. «Καί οὐκ
ἐποίησε ἐκεῖ δυνάμεις πολλάς διά τήν ἀπιστίαν αὐτῶν» (Ματθ. 13, 58). Τό θαῦμα
Του ἦταν πάντα ἡ ἀνταπόκριση καί ἡ ἐπιβράβευσή Του στήν ἤδη ὑπάρχουσα ἀπέναντί
Του πίστη τοῦ ἀνθρώπου.
3.
Τό θαῦμα: διαφορετικός τρόπος ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ.
Μετά τά
παραπάνω, μποροῦμε πιό εὔκολα νά κατανοήσουμε πῶς ἐκλαμβάνει τό θαῦμα ἡ Ἐκκλησία
μας. Δέν τό ἐκλαμβάνει ἁπλῶς ὡς προσωρινή κατάλυση τῶν φυσικῶν νόμων, ὅπως
συνήθως ἀκούγεται. Κυρίως τό κατανοεῖ ὡς διαφορετικό τρόπο ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ. Ὁ
Θεός δηλαδή πού διακρατεῖ τό σύμπαν μέ τίς ἄκτιστες ἐνέργειές Του – οἱ φυσικοί
λεγόμενοι νόμοι εἶναι ἡ πιστότητα τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ: Ἐκεῖνος δρᾶ πάντοτε
μέ τόν ἴδιο τρόπο - ὁ Ἴδιος ἐπιλέγει μερικές φορές, ὅταν κρίνει ὅτι εἶναι ἡ
κατάλληλη ὥρα γιά κάποιον πιστό Του, νά ἐνεργήσει μέ διαφορετικό τρόπο. Δέν
καταλύονται λοιπόν οἱ φυσικοί νόμοι· μᾶλλον ἀλλάζει τρόπο δράσεως ὁ Θεός. Καί
σκοπός τῆς ἀλλαγῆς αὐτῆς εἶναι, ὅπως δείξαμε, ἡ ἐνίσχυση τῆς ἀδυναμίας τοῦ
καλοπροαίρετου πιστοῦ.
4.
Τά «θαύματα» τοῦ διαβόλου.
Μέ τήν
κατανόηση τοῦ θαύματος ὡς ἰδιαίτερης ἐπέμβασης τοῦ Θεοῦ στήν πίστη τοῦ ἀνθρώπου,
δίνεται ἡ εὐκαιρία νά ποῦμε καί γιά τά λεγόμενα «θαύματα» τοῦ διαβόλου καί τῶν ὀργάνων
του. Καί ὁ διάβολος, κατά παραχώρηση Θεοῦ, κάνει «θαύματα». Ἐπιτρέπει δηλαδή ὁ
Θεός στό πλανεμένο πιά αὐτό δημιούργημά Του - ὁ διάβολος ὡς γνωστόν εἶναι
ξεπεσμένος ἄγγελος πού διακρατεῖται καί αὐτός ἀπό τόν Θεό, ἐνῶ τόν χρησιμοποιεῖ
γιά τήν ἐξυπηρέτηση τοῦ σχεδίου Του γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου – νά ἐπιτελεῖ ὁρισμένα
παράδοξα καί «ὑπερφυσικά» πράγματα: μεταμορφώσεις σέ ἀνθρώπινα σχήματα, σέ εἶδος
ἀγγέλων, σέ φωτεινά σημεῖα, σέ τερατόμορφα ζῶα· ἀκόμη «θεραπεῖες» ἀσθενειῶν μέ
προσωρινό χαρακτήρα· «προφητεύματα» κλπ., μέ σκοπό νά προκληθεῖ ὁ ἄνθρωπος καί
νά ἀποκαλύψει τό καλοπροαίρετο ἤ μή τῆς διαθέσεώς του.
Μέ τά
«θαύματα» αὐτά δηλαδή φαίνεται καθαρά ποιός εἶναι ὁ ἀληθινά πιστός στόν Θεό, ὁ ὁποῖος
ἀπορρίπτει ὅλα τά «ἐκπληκτικά» ὡς δαιμονιώδη, καί ποιός ὁ κίβδηλος, ὁ ὁποῖος εἶναι
ἕτοιμος νά γονατίσει μπροστά στόν διάβολο, γιατί «εἶδε» ὑπερφυσικά σημεῖα. Κι ἐκεῖνο
πού ἀποτελεῖ κριτήριο γιά τόν πιστό προκειμένου νά διακρίνει τό θαῦμα τοῦ Θεοῦ ἀπό
τό «θαῦμα» τοῦ διαβόλου εἶναι ἀφενός ὁ ἐκκλησιαστικός ἤ μή χαρακτήρας τοῦ
θαύματος: ἄν κρατάει τόν ἄνθρωπο μέσα στήν ἐκκλησία, καί ἀφετέρου ἀπό τό τί τοῦ
προκαλεῖ μέσα του: τό ἐκ Θεοῦ θαῦμα ἐνισχύει τήν πίστη στόν Θεό καί δημιουργεῖ
κλίμα ταπείνωσης καί ἀγάπης· τό ἐκ τοῦ διαβόλου ἀπομακρύνει ἀπό τήν πίστη καί
δημιουργεῖ ὑπερηφάνεια καί θλίψη.