«Ο άγιος Νικόλαος έζησε στα χρόνια των τυράννων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού
και διέπρεψε πρώτα ως μοναχός. Έπειτα λόγω της μεγάλης αρετής του δέχτηκε την αρχιερωσύνη.
Επειδή όμως πίστευε στον Χριστό και κήρυσσε ελεύθερα την χριστιανική πίστη και ζωή,
συνελήφθη από τους άρχοντες της πόλεως κι αφού υποβλήθηκε σε βασανιστήρια και στρεβλώσεις
του σώματός του, ρίχτηκε στη φυλακή μαζί και με άλλους χριστιανούς. Όταν όμως ο
μεγάλος και ευσεβής Κωνσταντίνος απέκτησε τη βασιλεία των Ρωμαίων με το θέλημα του
Θεού, ελευθερώθηκαν οι φυλακισμένοι, και μαζί με αυτούς και ο Νικόλαος, ο οποίος
πήγε στα Μύρα. Μετά από λίγο διάστημα, συγκροτήθηκε με τη βοήθεια του Κωνσταντίνου
και η πρώτη εν Νικαία Σύνοδος, της οποίας μέλος ήταν και ο θαυμαστός Νικόλαος.
Αυτός έκανε πολλά και διάφορα θαύματα, όπως δηλώνει και η ιστορία του.
Διέσωσε μάλιστα και τρεις άντρες που συκοφαντήθηκαν και επρόκειτο να πεθάνουν
άδικα. Διότι ευρισκόμενοι στη φυλακή, έμαθαν τον χρόνο που έμελλε να αποκεφαλισθούν
και επικαλέστηκαν τον άγιο σε βοήθειά τους, θυμίζοντάς του τις διάφορες ευεργεσίες
που έκανε και πώς έσωσε στη Λυκία τρεις άνδρες που επρόκειτο κι αυτοί να χάσουν
τη ζωή τους. Λοιπόν ο ταχύς και θερμός σε βοήθεια, ο άγιος Νικόλαος δηλαδή, φανερώνεται
στον βασιλιά και στον έπαρχο κατά τον ύπνο τους. Και τον μεν έπαρχο επιτιμά για
την συκοφαντία των ανδρών προς τον βασιλιά, τον δε βασιλιά διδάσκει και του υπενθυμίζει
ότι οι φυλακισμένοι άνδρες είναι αθώοι και από φθόνο κατηγορήθηκαν. Οπότε
τους λύτρωσε από την επικείμενη τιμωρία. Επί πλέον και άλλα πολλά τεράστια θαύματα
επιτέλεσε, κι αφού ποίμανε τον ορθόδοξο λαό με ιερό τρόπο κι έφτασε σε βαθύ γήρας,
εξεδήμησε προς τον Κύριο, χωρίς όμως να ξεχάσει μετά το τέλος του το ποίμνιό του.
Διότι καθημερινά, θα λέγαμε, πρόσφερε τις ευεργεσίες του σ’ αυτούς που είχαν ανάγκη
και τους έσωζε από παντός είδους κινδύνους και περιστάσεις».
Ο τόπος της επισκοπής του αγίου Νικολάου, τα Μύρα, γίνονται εν πρώτοις αφορμή
για τον υμνογράφο άγιο Θεοφάνη να φανερώσει το πνευματικό βάθος του αγίου, ότι δηλαδή
ο ίδιος αναδείχθηκε πνευματικό μύρο, αφού χρίστηκε από το νοητό μύρο, το άγιο Πνεύμα.
Ως μυροβολών λοιπόν το μύρο της χάρης του Θεού το προσφέρει στους πιστούς, που με
πίστη και πόθο τελούν την πανσέβαστη μνήμη του. «Μύροις παροικήσας αισθητώς,
μύρον αληθώς ανεδείχθης μύρω χρισθείς νοητώ, άγιε Νικόλαε, αρχιεράρχα Χριστού∙ και
μυρίζεις τα πρόσωπα των πίστει και πόθω σου την παναοίδιμον μνήμην τελούντων αεί».
Η εικόνα αυτή του μυρωμένου από τον Θεό αγίου που «μυρίζει» σαν άνοιξη τους πιστούς,
είναι από τις αγαπημένες εικόνες του υμνογράφου του. Πράγματι έρχεται και επανέρχεται
ο Θεοφάνης με αυτήν την σκέψη, με σκοπό βεβαίως να θυμίσει ότι στην πραγματικότητα
ο άγιος Νικόλαος "υπήρξε μιμητής των αγίων Αποστόλων, που πρώτοι αυτοί υπήρξαν τα
μυροδοχεία του αγίου Πνεύματος, συνεπώς σαν εκείνους και ο ίδιος περιπολεύει
την οικουμένη για να προσφέρει την βοήθειά του".
Ο άγιος Θεοφάνης δεν παραλείπει βεβαίως, έστω
και σε μικρότερη έκταση, να τονίσει και τον τρόπο που ο άγιος έγινε κατοικητήριο
του Θεού και συνεπώς μυροθήκη του Πνεύματός Του. Χρησιμοποιεί μάλιστα για να δείξει
την πνευματική του άσκηση και μία εξαίσια εικόνα, παρμένη από την Παλαιά Διαθήκη:
ο άγιος Νικόλαος έγινε νέος Αβραάμ και ευλογήθηκε από τον Θεό ως έχων και αυτός
την αρετή της φιλοξενίας. Τι έκανε λοιπόν από πλευράς πνευματικής ασκήσεως ο άγιος;
Όπως πρόσφερε ο Αβραάμ θυσία στον Θεό τον μονογενή του υιό, κατά τον ίδιο
τρόπο και ο Νικόλαος: πρόσφερε στον Θεό θυσία τον νου του, σαν να ήταν ο μονογενής
υιός του. Ο άγιος με άλλα λόγια χαριτώθηκε από το Πνεύμα του Θεού, διότι αγάπησε
ολοκάρδια τον Θεό, τόσο ώστε ο νους του αδιάκοπα ευρισκόταν προσκολλημένος σ’
Εκείνον. «Αποδείχθηκες νέος Αβραάμ, Νικόλαε,
γιατί οδήγησες τον νου στον Δεσπότη σου, σαν μονογενή υιό, προσφέροντάς του πάντοτε
αναίμακτες θυσίες, και έτσι ευλογήθηκες σαν φιλόξενος, Πάτερ, και έγινες κατοικητήριο
θείο και άμωμο».