Τό θέμα ἐμπερικλείει καί τούς βασικούς ἄξονες
διαπραγμάτευσής του: «Ἡ πρόληψη τῶν ἐσχάτων μέσα ἀπό τά μυστήρια τῆς
Ἐκκλησίας». Πού σημαίνει, πρῶτον, ὅτι πρέπει νά καθορίσουμε ὅσο εἶναι
δυνατόν τήν ἔννοια τῶν ἐσχάτων, καί δεύτερον, πῶς αὐτά τά ἔσχατα πού μᾶς
παραπέμπουν στό μέλλον ἤδη προλαμβάνονται στό ἑκάστοτε παρόν, συνεπῶς τό μέλλον
βιώνεται ἤδη ὡς παρόν μέσα στήν Ἐκκλησία καί μάλιστα μέσα στά μυστήριά της,
πάντοτε μέ τήν προϋπόθεση ὅτι προκειμένου νά ἐνεργοποιηθεῖ ἡ ἐσχατολογία τῶν
μυστηρίων στήν προσωπική ζωή τοῦ πιστοῦ, ἄλλη ὁδός ἀπό τή συνειδητή ἀνταπόκρισή του διά τῆς ἀσκητικῆς
ὁδοῦ, ἤτοι τῆς τηρήσεως ἀπό αὐτόν τοῦ ἀγαθοῦ θελήματος τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, δέν ὑπάρχει.
1. Ἡ ἔννοια
τῶν ἐσχάτων στήν Ἐκκλησία.
Πρίν
κάνουμε εἰδική ἀναφορά στήν ἐσχατολογία τῆς Ἐκκλησίας, δύο παρατηρήσεις εἶναι
νομίζουμε ἀναγκαῖες. Ἡ πρώτη ἀναφέρεται στήν προϋπόθεση στήν ὁποία στηρίζεται
κάθε λόγος περί ἐσχάτων: ὅτι ὑφίσταται χρόνος ἔχοντας ἀρχή καί κάποιο τέλος,
γεγονός τό ὁποῖο ἀποκλείει ἀπό τήν ἔννοια τῆς ἐσχατολογίας κάθε θρησκευτική
δοξασία ἤ φιλοσοφία πού ἐκλαμβάνει τόν χρόνο ὡς ἀεί ἀνακυκλούμενο, ὅπως γιά
παράδειγμα συμβαίνει μέ τούς ἀρχαίους Ἕλληνες, διότι ὁ κόσμος ἐκεῖ θεωρεῖται αἰώνιος,
χωρίς ἀρχή καί τέλος, μέσα στόν ὁποῖο ἐνυπάρχουν ὄχι μόνον οἱ ἄνθρωποι καί ἡ
φυσική πραγματικότητα, ἀλλά καί οἱ ἴδιες οἱ θεότητες. Στήν περίπτωση τῶν ἀρχαίων
Ἑλλήνων ἡ ὅποια ἐσχατολογία, ἄν μπορεῖ πιά νά ὀνομαστεῖ ἔτσι, ἁπλῶς κατανοεῖται ὅπως συμβαίνει στήν
τραγωδία, δηλαδή «ὅ,τι συμβαίνει στή ζωή
τοῦ ἀνθρώπου εἶναι προκαθορισμένο ἀπό τούς θεούς» (Ζηζιούλας). Ἡ δεύτερη
παρατήρηση ἀναφέρεται στήν κοσμικοῦ τύπου λεγόμενη ἐσχατολογία, ὅπως ἐκφράστηκε
«στή νεώτερη δυτική σκέψη, στήν ὁποία ἐπικρατεῖ
ὁ οὐμανισμός (πρβλ. μαρξισμό καί καπιταλισμό), (σύμφωνα μέ τήν ὁποία) ὁ ἄνθρωπος μέ τήν πράξη του μπορεῖ νά
δημιουργήσει τό μέλλον του». Προϋπόθεση καί στά δύο αὐτά, ἀρχαιοελληνισμό
καί οὐμανισμό, εἶναι ὅτι τό παρελθόν καθορίζει τό μέλλον, ὅτι «τό μέλλον μπορεῖ νά προγραμματιστεῖ καί νά ἀποτελέσει
αἰτιατό ἑνός αἰτίου πού βρίσκεται στό παρελθόν» (Ζηζιούλας).
Στή
χριστιανική ἐσχατολογία τά πράγματα ἀνατρέπονται ὁλοκληρωτικά: ὄχι τό παρελθόν,
ἀλλά τό μέλλον εἶναι ἐκεῖνο πού καθορίζει τό παρελθόν, τά ἔσχατα μέ τήν
παρουσία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκεῖνα πού ρίχνουν ἰσχυρό φῶς στά
γεγονότα τοῦ παρελθόντος. Ἡ κατανόηση τῆς παράδοξης αὐτῆς πραγματικότητας
γίνεται καλύτερα ἄν ἐξετάσουμε ἐν συντόμῳ καί τό τί συμβαίνει στόν χῶρο τῆς
Παλαιᾶς Διαθήκης (βλ. π.χ. Λεξικό Βιβλικῆς Θεολογίας, «Ἡμέρα Κυρίου»). Διότι
στόν χῶρο αὐτό, πού συνιστᾶ τό πρῶτο μέρος τῆς ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ μέ τήν
προοπτική τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Μεσσία Χριστοῦ, ἔχουμε τήν ἴδια θεώρηση τοῦ χρόνου, ὡς
εὐθύγραμμης πορείας μέ ἀρχή καί τέλος, μέσα στόν ὁποῖο παρεμβαίνει δυναμικά ὁ ἴδιος
ὁ Θεός πού ἀποκαλύπτεται - ὅ,τι ὀνομάζουμε ἐσχατολογία. Ἡ ἱστορία δηλαδή τοῦ Ἰσραήλ,
κατά τούς προφῆτες, ἀποκτᾶ ἱερό χαρακτήρα λόγω τῶν παρεμβάσεων τοῦ Θεοῦ Γιαχβέ,
ὁ Ὁποῖος περιγράφεται ὅτι ἐπεμβαίνει στά γεγονότα τῆς ἱστορικῆς πορείας τοῦ λαοῦ
Του, τέλος δέ ὅτι θά ἐπέμβει καί τήν ἔσχατη ἡμέρα, κατά τήν ὁποία θά παύσει νά ὑπάρχει
πιά ὁ κόσμος μέ τή μορφή πού τόν ξέρουμε, τότε πού θά ἔχουμε τή συντέλεια τοῦ
κόσμου. Οἱ ἐπεμβάσεις αὐτές ὀνομάζονται «ἡμέρα Κυρίου», καί διαπιστώνουμε ἔτσι ὅτι
χαρακτηρίζονται ἀπό μία προοδευτικότητα ἀπό πλευρᾶς τοῦ Θεοῦ: ἀπό «ἡμέρα
Κυρίου» μόνο γιά τόν Ἰσραήλ, γίνεται «ἡμέρα Κυρίου» καί γιά ὅλα τά ἔθνη, καί
μάλιστα ὄχι πιά μέσα στόν χρόνο, ἀλλά στό τέλος τῶν καιρῶν, στό τέλος ὅπως εἴπαμε
τοῦ σημερινοῦ κόσμου. Ἔτσι καί στήν Π. Δ. ἡ κάθε «ἡμέρα Κυρίου», ἡ κάθε
παρέμβαση καί ἐπέμβασή Του εἴτε στόν Ἰσραήλ εἴτε στόν ὑπόλοιπο κόσμο ἔχει ἐσχατολογικό
χαρακτήρα, ἀφοῦ βεβαίως Ἐκεῖνος, ὁ Γιαχβέ, εἶναι τό πλήρωμα τοῦ χρόνου καί «ὁ πατήρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».
Ἡ
κατανόηση αὐτή τῆς ἐσχατολογίας ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη συνεχίζεται καί στήν
Καινή, μᾶλλον παίρνει μία νέα διάσταση, ἀφοῦ
ἔκτοτε ὁ χρόνος θεωρήθηκε ὅτι ἔφθασε πιά στήν πληρότητά του στό πρόσωπο
τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Ὅτε δέ ἦλθε τό
πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τόν Υἱόν Αὐτοῦ…»(Γαλ. 4,4). Μέ τόν Ἰησοῦ
Χριστό δηλαδή, τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό, τά ἔσχατα εἶναι ἤδη ἐδῶ, εἶναι παρόντα,
γι’ αὐτό καί ὁ ἐρχομός Του συνιστᾶ τήν ἡμέρα «τῆς ἐπισκέψεως τοῦ Κυρίου» (Α΄
Πέτρ. 2, 12), τήν ἡμέρα «τῆς κρίσεως»(Β΄ Πέτρ. 2, 9), τήν ἡμέρα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ,
τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Πρόκειται ἀλλιῶς γιά τήν ἀποκάλυψη (Β΄ Θεσ.
1,7), γιά τήν ἐπιφάνεια τοῦ Θεοῦ (Α΄Τιμ. 6, 14, Τίτ. 2, 13) καί γιά τήν
παρουσία Του (Α΄ Θεσ. 2, 19, Β΄ Θεσ. 2, 1, Α΄ Κορ. 15, 23), παρουσία μάλιστα
σωματικῆς φύσεως (Β΄Κορ. 10, 10). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅπως καί ἄλλα
Καινοδιαθηκικά κείμενα, «βιάζονται νά τοποθετήσουν τήν «ἐπιφάνεια» τοῦ Κυρίου ἀκόμη
καί στήν ἐνσάρκωση»: «…τήν δοθεῖσαν ἡμῖν ἐν
Χριστῶ Ἰησοῦ πρό χρόνων αἰωνίων, φανερωθεῖσαν δέ νῦν διά τῆς ἐπιφανείας τοῦ σωτῆρος
ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Τιμ. 1, 10) (Λ.Β.Θ).
Ὅπου
Χριστός λοιπόν ἐκεῖ καί ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ καί ἡ παρουσία τῶν ἐσχάτων.
Μποροῦμε νά προχωρήσουμε τήν ἀλήθεια αὐτή. Πῶς; Ἄν λάβουμε ὑπόψιν ὅτι κατά
πολλούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ἤδη ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου ἀπό τόν Θεό
γίνεται μέ τήν προοπτική τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Υἱοῦ Αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ - (εἶναι πολύ
χαρακτηριστικά ὅσα ἐπισημαίνει ἐπ’ αὐτοῦ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής γιά
παράδειγμα κατά τήν παρουσίαση τῆς θεολογίας του ἀπό τόν μακαριστό καθηγητή
Παναγόπουλο: «Ὅπως ἡ ἐκ τοῦ μηδενός
δημιουργία εἶναι φανέρωση τῆς ἄπειρης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καί ἡ ἐνσάρκωση ἀνήκει
στή λυτρωτική οἰκονομία Του, εἶναι ἡ τελική φάση τοῦ δημουργικοῦ του σχεδίου.
Γιά τόν λόγο τοῦτο ὁ ἅγιος Μάξιμος διακρίνει δύο ἐποχές στήν ἱστορία τῆς θείας
οἰκονομίας. Ἡ πρώτη κατακλείνεται καί ὁλοκληρώνεται μέ τήν ἐνσάρκωση, ὅπου ὁ
Θεός συγκαταβαίνει, ἐνανθρωπίζεται. Ἡ δεύτερη εἶναι ἡ ἐποχή τῆς ἀναβάσεως τοῦ ἀνθρώπου
στή δόξα τῆς θεώσεως…Ἔτσι ἡ ἐνσάρκωση ὑπάρχει ἐξαρχῆς στή δημιουργική καί
λυτρωτική βουλή τοῦ Θεοῦ, εἶναι τό ἔσχατο τέλος της, ὁ προεπινοούμενος θεῖος
σκοπός της») - , ὅπως καί τό γεγονός ὅτι ἀπαρχῆς, ἀπό τό λεγόμενο
πρωτευαγγέλιο καί ἐφεξῆς διά τῶν προφητῶν, σταθερά ὑπάρχει αὐτή ἡ προσμονή τοῦ ἐρχομοῦ
τοῦ Μεσσία Χριστοῦ προκειμένου νά «ἀνακεφαλαιώσει» τά πάντα στόν κόσμο καί νά
τά θέσει καί πάλι μέσα στό πλαίσιο τοῦ ἀρχικοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τῆς διαρκοῦς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου
καί τοῦ κόσμου μέ Αὐτόν, (ὅλη ἡ Παλαιά Διαθήκη δέν ἔχει ἔντονο χριστολογικό
χαρακτήρα καί δέν γίνεται κατά τή χριστιανική πίστη ἀποδεκτή ὡς προφητεία γιά
τόν Χριστό;), τότε κατανοεῖ κανείς ὅτι ἡ ὅποια «ἡμέρα Κυρίου», ἡ ὅποια ἐσχατολογία
ὡς παρουσία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο εἶναι τελικῶς παρούσα ἀπαρχῆς.
Κι
ὄχι μόνο γιά τό παρελθόν, ἀλλά κυρίως καί γιά τό μέλλον: ὁ ἐρχομός τοῦ Χριστοῦ ἔφερε ἤδη τά ἔσχατα ὡς
παρόντα, ὁ Ἴδιος ὅμως «καί πάλιν ἔρχεται
μετά δόξης κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς». Ἔσχατα λοιπόν μέ τήν παρουσία τοῦ
Χριστοῦ ὡς προφητεία καί ἐκπλήρωση, ἔσχατα μέ τήν προσδοκία καί πάλι τῆς
Δευτέρας Του Παρουσίας. Κατά τούς βιβλικούς θεολόγους μάλιστα «μία ὁρισμένη ἔνταση παραμένει ἀνάμεσα στήν
παραδοσιακή ἐσχατολογία καί στήν πραγμάτωσή της» (Λ.Β.Θ.). Διότι οἱ χριστιανοί,
ἡ Ἐκκλησία δηλαδή μέλη τῆς ὁποίας εἴμαστε οἱ πιστοί, ζοῦμε τό ἤδη τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στό πρόσωπο
τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τό ὄχι ἀκόμη τῆς
Δευτέρας Του Παρουσίας. Ἡ Δευτέρα Του αυτή Παρουσία εἶναι ὁ ἐν δόξῃ αὐτή τή
φορά ἐρχομός τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, κατά τόν ὁποῖο ἐρχομό ὁ ἀπόστολος Παῦλος
«μνημονεύει τή σάλπιγγα καί τόν ἀρχάγγελο τῆς συντελείας (Ζ΄ Θες. 4, 16 ἑξ.,
Α΄Κορ. 15, 52) καί ὑπενθυμίζει ὅτι ἡ ἡμέρα θά ἔρθει «ὡς κλέπτης ἐν νυκτί…ὥσπερ ἡ
ὠδίν τῆ ἐν γαστρί ἐχούσῃ»(Α΄Θεσ. 5,3), καί ὅτι θά σημειώσει τήν ὁριστική νίκη
πάνω στούς ἐχθρούς (Α΄ Κορ. 15, 24-28). Προσθέτει ὅμως συνάμα ὅτι τότε θά
πραγματοποιηθεῖ ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί ἡ συνάντηση μέ τόν Χριστό πού θά
κατεβαίνει ἀπό τόν Οὐρανό (Α΄Θεσ. 4, 16 ἑξ.)… Κοντολογίς, τήν ἡμέρα τοῦ Κυρίου
θά λάμψει ὁ θρίαμβος τοῦ Θεοῦ (Π.Δ.) διά τοῦ Υἱοῦ Του Ἰησοῦ (Κ.Δ.). Ὅλα θά ἀποκατασταθοῦν
(Πράξ. 1,6. 3,20), μέ τήν προοπτική τῆς σωτηρίας (Α΄Πέτρ. 1,4 ἑξ.) καί τά
σώματά μας θά μεταμορφωθοῦν, θά γίνουν «σύμμορφα τῶ σώματι τῆς δόξης Αὐτοῦ»
(Φιλ. 3, 20 ἑξ.)» (Λ.Β.Θ.).
Αὐτό
τό ἤδη καί τό ὄχι ἀκόμη τῆς παρουσίας
τοῦ Κυρίου, ἡ ἔνταση μεταξύ τῆς πρώτης καί δεύτερης παρουσίας Του, δημιούργησε
κάποια προβλήματα στούς πιστούς χριστιανούς τῶν πρώτων χρόνων, ὁρισμένα ἀπό τά ὁποῖα
ἀντιμετωπίστηκαν ἤδη ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο. Ὅλοι γνωρίζουμε γιά παράδειγμα τό
τί συνέβη στή χριστιανική κοινότητα τῆς Θεσσαλονίκης, στήν ὁποία ὁρισμένοι
χριστιανοί, μέ τήν ἀπόλυτη βεβαιότητα ὅτι ὅπου νά ‘ναι ξανάρχεται ὁ Κύριος ἐγκατέλειπαν
τήν οἰκογένειά τους καί ἄφηναν τίς ἐργασίες τους. Ὁ ἀπόστολος τούς ἔλεγξε.
Χωρίς καί ὁ ἴδιος νά ἐγκαταλείπει τήν πίστη στήν ἀμεσότητα παρουσίας τοῦ Κυρίου
(Α΄ Θεσ. 4, 17), τούς λέει νά γυρίσουν πίσω στήν καθημερινότητά τους, ζώντας ὅμως
μέ τήν ἐπαγρύπνηση τῆς παρουσίας Του, διότι «ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτί οὕτως ἔρχεται» (Α΄ Θεσ. 5, 2).
Ὁ
ἴδιος ὁ Κύριος εἶχε ἀναγγείλει βεβαίως αὐτήν τήν ἀργοπορία, «προτρέποντας γιά
τόν λόγο αὐτόν σέ μία ἐπίμονη ἐγρήγορση – («γίνεσθε
ἕτοιμοι, ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται» (Ματθ. 24, 44) –
πού ἐπιτρέπει τήν ἀκέραια διατήρηση τῆς ἐντολῆς (Α΄ Τιμ. 6, 15). Ὁ χρόνος πού μᾶς
χωρίζει ἀπό τήν Παρουσία τοῦ Κυρίου πρέπει νά ἀναλωθεῖ στήν αὔξηση τῶν ταλάντων
(Μτ. 25, 14-30), στή βοήθεια τῶν ἄλλων (25, 31-46), σύμφωνα μέ τή νέα ἐντολή
πού δίδαξε ὁ Ἰησοῦς, προκειμένου νά ἀναχωρήσει καί νά ἀναγγείλει τήν ἐπάνοδό
Του (Ἰω. 13, 33-36). «Ἄρα οὖν», καταλήγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ὡς καιρόν ἔχομεν,
ἐργαζώμεθα τό ἀγαθόν εἰς πάντας» (Γαλ. 6, 10). Ἄν ἡ Παρουσία καθυστερεῖ, πρέπει
πράγματι νά εἴμαστε ἐπιφυλακτικοί στά κηρύγματα τῶν ψευτοδιδασκάλων: θά ἔρθει
σίγουρα (Β΄ Πέτρ. 3, 10). Ἄν σήμερα φαινομενικά τίποτα δέν ἄλλαξε (3,4), εἶναι
γιατί ἀναμένεται ἡ τιμωρία τοῦ κόσμου μέ τή φωτιά (3,7). Ἄν καθυστερεῖ, εἶναι
γιατί ὁ Κύριος δέν μετρᾶ τόν χρόνο ὅπως οἱ ἄνθρωποι (3,8) καί γιατί ἐλπίζει, μέ
τήν ὑπομονή Του, στή μετάνοια ὅλων τῶν ἀνθρώπων (3,8 ἑξ.). Ὁ πιστός λοιπόν
πρέπει νά προσεύχεται ὥστε νά πραγματοποιηθεῖ ἡ Παρουσία, γιατί εἶναι ἡ ἔλευση
τῆς Βασιλείας σέ ὅλη της τήν πληρότητα: «Κύριε ἔρχου!»ἔλεγαν οἱ πρῶτοι
χριστιανοί (Α΄ Κορ. 16, 22. Ἀπ. 22, 17.20)» (Λ.Β.Θ.).
Εἶναι
εὐνόητο λοιπόν μέ τά παραπάνω ὅτι ἡ ἐσχατολογία οὐδέποτε ἀφίσταται τελικῶς ἀπό
τήν ἱστορία. Μία ἐσχατολογία ὡς ἀποκλειστική στροφή πρός τό μέλλον μέ
παραθεώρηση τοῦ ἱστορικοῦ γίγνεσθαι θά σήμαινε μᾶλλον ἄρνηση τῆς ἐνανθρώπησης
τοῦ Θεοῦ ἤ τουλάχιστον ὑποβιβασμό τοῦ Λόγου πού «σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ἰω. 1, 14). Ἀπό τήν ἄλλη μία ἀποκλειστική
προσκόλληση στήν ἱστορία χωρίς ἐνατένιση τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ καί βίωση τοῦ
ἤδη ἐρχομοῦ Του ὅπως καί τῆς πάλιν ἐν δόξη παρουσίας Του θά σήμαινε ἀπιστία καί
εἰδωλολατρία. Ἡ ἐσχατολογία λοιπόν μᾶς θέτει στό σημεῖο τῆς ὀρθῆς θεώρησης τῆς ἱστορίας·
ὁ ἐρχομός τοῦ Χριστοῦ: τό ἤδη καί τό ὄχι ἀκόμη πού εἴπαμε, ἀποτελεῖ τόν ἰσχυρό
προβολέα γιά νά μποροῦμε νά πορευόμαστε στόν κόσμο αὐτόν κατά τόν τρόπο τοῦ
Χριστοῦ καί τῶν Ἀποστόλων, πού σημαίνει ὅτι ἡ χριστιανική ὕπαρξη, ὅπως ἀσφαλῶς
καί ἡ καθόλου Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ, ἔχουν βαθύτατη ἐσχατολογική διάσταση.
Μία φράση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ συγγραφέα Εὐσεβίου ἀποδίδει θαυμάσια αὐτήν τήν ἀλήθεια.
Ὁ χριστιανός, σημειώνει, εἶναι «ἐν σαρκί
περιπολῶν Θεός».
Ἡ
ἀποδοχή καί ἡ βίωση τοῦ ἐσχατολογικοῦ αὐτοῦ στοιχείου ἀπό τούς πιστούς καί τήν Ἐκκλησία,
ἀφενός ὁδηγεῖ στή συνειδητοποίηση ὅτι δέν ὑπάρχει χριστιανική πίστη ἀνεξάρτητα ἀπό
τήν ἐσχατολογία της, κάτι πού τονίστηκε μέ ἰδιαίτερη ἔνταση στά νεώτερα ἰδίως
χρόνια στόν χῶρο τῆς θεολογίας, ἀκόμη καί τόν ἑτερόδοξο, μέ ἀποτέλεσμα καί ἡ ἴδια
(ἡ θεολογία) νά πάψει νά θεωρεῖ ἀκριβῶς τήν ἐσχατολογία ὡς τό τελευταῖο ἁπλῶς
κεφάλαιο τῆς Δογματικῆς διδασκαλίας καί νά τήν θέσει στό κέντρο τῆς ὅλης
διαπραγμάτευσής της, ἀφοῦ ὅλα τελικῶς σφραγίζονται καί κατανοοῦνται κάτω ἀπό τό
ἐσχατολογικό αὐτό φῶς. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικές οἱ ἐπισημάνσεις σπουδαίων
συγχρόνων θεολόγων ἐπ’ αὐτοῦ. Ὁ π. Ἰωάννης Μάγεντορφ γιά παράδειγμα γράφει: «Ἡ ἐσχατολογία δέν μπορεῖ ποτέ πραγματικά νά
θεωρηθεῖ ὡς ξεχωριστό κεφάλαιο τῆς χριστιανικῆς θεολογίας, διότι προσδιορίζει
τό χαρακτήρα τῆς θεολογίας συνολικά». Καί ὁ ἡμέτερος μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης
σημειώνει: «Ἄν ἡ Ἐκκλησία εἶναι «ἐν τῶ
κόσμῳ» ἀλλά ὄχι «ἐκ τοῦ κόσμου», ἄν «οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν
μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν», τότε ἡ ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὑπόστασή της, ἡ ὀντολογία
της, εἶναι ἐσχατολογική. Τό εἶναι της βρίσκεται στή μέλλουσα Βασιλεία τοῦ Θεοῦ,
οἱ ρίζες της εἶναι στά ἔσχατα, καί μόνον τά κλωνάρια καί τά φύλλα τοῦ δένδρου
της βρίσκονται στό παρελθόν καί τό παρόν τῆς ἱστορίας».
Ἀφετέρου,
τό ἐσχατολογικό αὐτό ἦθος γιά τήν Ἐκκλησία καί τούς πιστούς τούς διαφυλάσσει ἀπό
τόν μεγαλύτερο νομίζουμε κίνδυνο πού διατρέχουν πάντοτε καί παντοῦ οἱ πιστοί:
τόν συσχηματισμό τους μέ τόν κόσμο, τήν ἔκπτωσή τους ἀπό τό «καινόν» πού ἔφερε ὁ Χριστός στό «κοινόν» τοῦ κόσμου, δηλαδή καί σέ αὐτό
πού κάνουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι οἱ ἀποκομμένοι ἀπό τόν Θεό καί στό ρυπαρό συνεπῶς
στοιχεῖο τῆς ἁμαρτίας πού τούς διακατέχει. Πρόκειται ὅπως καταλαβαίνουμε γιά
τόν κίνδυνο τῆς ἐκκοσμικεύσεως πού ἐλλοχεύει στή ζωή ὅλων μας, εὐθύς ὡς ἀπομακρυνθοῦμε
ἀπό αὐτό τό ἦθος, τό ὁποῖο μᾶς θέτει ἀδιάκοπα πάνω στήν ἐγρήγορση πού ζήτησε
καί ζητᾶ ὁ Χριστός ἀπό τούς πιστούς. Ἡ αἴσθηση ὅτι ὁ κόσμος δέν εἶναι ἡ τελική ἀναφορά
μας, διότι «παράγει», παρέρχεται, ἡ
βαθειά πεποίθηση ὅτι ὡς μέλη τοῦ Χριστοῦ δέν μποροῦμε παρά νά προσβλέπουμε στόν
μόνο καί αἰωνίως Ὄντα, τόν Τριαδικό Θεό καί τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, δίνει τήν ἀποφασιστική
ὤθηση ὥστε νά ζοῦμε σύμφωνα μ’ αὐτό πού ἐπισημαίνει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος: ὡς
τέκνα ὄχι πιά τοῦ σκότους, ἀλλά τοῦ φωτός, διότι ἡ νύκτα ἔχει παρέλθει καί τό φῶς ἤδη ἔχει φανεῖ (πρβλ. Ρωμ. 13, 11 ἑξ.). Μόνον ὅταν ἡ λήθη, πού συνιστᾶ τή μεγαλύτερη
τυραννίδα κατά τούς Πατέρες, μᾶς καταλάβει, τότε πράγματι μποροῦμε νά χάσουμε αὐτό
πού εἶναι ἡ προτεραιότητά μας, δηλαδή ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί
τήν δικαιοσύνην Αὐτοῦ» (Ματθ. 6, 33) προτρέπει συνεχῶς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.
Κατά
συνέπεια εἶναι δύσκολο κανείς ἔτσι νά ἀρνηθεῖ αὐτό πού τονίζει γενικῶς ἡ Ἐκκλησία
μας διά τῶν ἁγίων της, ὅτι δηλαδή ἡ ἐμπροσθοφυλακή της εἶναι ὁ μοναχισμός, ἡ «μοναδική πολιτεία» κατά τόν Κλίμακος Ἰωάννη.
Διότι ὁ μοναχισμός, ὅταν ὀρθά – καί τό τονίζουμε τό ὀ ρ θ ά -
βιώνεται ἀπό τούς ἐπιλέγοντάς τον, βιώνει ἤδη μέσα στήν ἱστορία τήν ἐσχατολογία
στόν ἀπόλυτο δυνατό βαθμό. Διακηρύσσει ἀπό τώρα, στό μεταξύ τοῦ ἤδη καί τοῦ ὄχι
ἀκόμη τῆς Δευτέρας Παρουσίας, ὅ,τι ἀπεκάλυψε ὁ Κύριος καί δίδαξαν καί ἔζησαν οἱ
ἅγιοι ἀπόστολοι, δηλαδή στήν πραγματικότητα τό «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ» τοῦ ἀποστόλου Παύλου, «ζῆ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. 2,20). Γι’ αὐτό καί οἱ μοναχοί ἀποτελοῦν
τά «δεύτερα φῶτα» μετά τό πρῶτο πού εἶναι
ὁ Χριστός μας, ἀποτελοῦν τό «ἀγγελικόν
πολίτευμα», συνιστοῦν τό «βία φύσεως
διηνεκής» ὡς ἀγώνα ὑποτάξεως μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ τῶν ψεκτῶν παθῶν τοῦ ἐγωϊσμοῦ
στόν ἡγεμόνα νοῦ καί μεταμορφώσεώς τους σέ φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία, συνεπῶς
τήν ὅποια θλίψη καί ὀδύνη τήν ζοῦν καί ὡς χαρά καί ἡδονή. Κοντολογίς, ἡ ἐσχατολογική
δόξα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ διαπερνάει τήν καθημερινότητα τοῦ μοναχοῦ, κάνοντάς
τον νά ἐναλλάσσει τό ἀδιάκοπο ἀπό τά χείλη του ἐκφερόμενο «Κύριε ἐλέησον» μέ τό «Δόξα τῷ
Θεῷ».
2. Τά
μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ὡς πρόληψη τῶν ἐσχάτων.
Ὄχι
μόνο στήν Ἐκκλησία, τό ζωντανό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὅπου τό Ἅγιον Πνεῦμα σφραγίζει
τή ζωή της ὡς ψυχή αὐτῆς, ἀλλά ἤδη καί στήν Παλαιά Διαθήκη, ἡ «ἡμέρα τοῦ
Κυρίου» «πρῶτα εἶναι ἕνα ἱστορικό γεγονός, ἡ κατεξοχήν ἡμέρα πού ἀντικρίζει τόν
θρίαμβο τοῦ Θεοῦ», ἀλλά «εἶναι συνάμα (καί) μία λατρευτική διατύπωση, ἡ ἡμέρα
πού ἀφιερώνεται εἰδικά στή λατρεία τοῦ Θεοῦ. Οἱ δύο αὐτές σημασίες δέν εἶναι ἄσχετες
μεταξύ τους. Ἡ λατρεία μνημονεύει καί ἀναγγέλλει τήν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ στήν ἱστορία.
Τό ἱστορικό γεγονός…ἀνήκει στό αἰώνιο παρόν τοῦ Θεοῦ, πού ἡ λατρεία πρέπει νά
τό πραγματώσει στά πλαίσια τοῦ ἱστορικοῦ χρόνου» (Λ.Β.Θ.). Ἄν συμβαίνει λοιπόν
αὐτό στήν Π. Δ., πολύ περισσότερο τοῦτο συμβαίνει στήν Ἐκκλησία: ἐκεῖ πού
πραγματώνεται τό αἰώνιο παρόν τοῦ Θεοῦ ὡς ἐπέμβασή Του στόν κόσμο ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ
Χριστοῦ, εἶναι ἡ λατρεία της καί τά μυστήριά της. Τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας
δηλαδή πού συνιστοῦν τή λατρεία της ὁρίζουν καί φανερώνουν αὐτό πού ὁ Κύριος ἔφερε,
τήν ἴδια τή Βασιλεία Του. Διότι «Βασιλεία
Θεοῦ», ὅπως χαρακτηριστικά γράφει ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, «αὐτός ὁ Χριστός (ἐστι)». Ἔτσι ὁ Χριστός,
συνεπῶς καί ἡ Ἐκκλησία Του, «σημαίνεται ἐν
τοῖς μυστηρίοις», ὅπως συνοψίζει ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας. Ἡ φράση ἔχει ἐπαρκῶς
ἐξηγηθεῖ. «Ἡ φράση «ἐν τοῖς μυστηρίοις», σημαίνει
ἁπλῶς «ἐν τῇ θείᾳ Εὐχαριστίᾳ»,
σημειώνει ὁ Περγάμου Ἰωάννης, «διότι σέ ὅλη
τήν πατερική περίοδο - ὅπως ἄλλωστε καί στό κείμενο τῆς θείας Λειτουργίας πού
χρησιμοποιοῦμε σήμερα - ἡ θεία Εὐχαριστία καλεῖται «τά μυστήρια». Καί
συνεχίζει ὁ ἴδιος: «Ἄλλωστε ὁ Καβάσιλας εἶναι
σαφής ὡς πρός τήν ταύτιση Εὐχαριστίας καί Ἐκκλησίας, ὅταν γράφει: «τήν τοῦ
Χριστοῦ Ἐκκλησίαν εἴ τις ἰδεῖν δυνηθείη, οὐδέν ἕτερον ἤ αὐτό μόνον τό Κυριακόν
σῶμα ὄψεται». Δηλαδή, ἄν θελήσει κανείς νά ἰδεῖ τήν Ἐκκλησία, δέν θά τήν δεῖ
παρά μόνον (εἶναι σημαντικό αὐτό τό «μόνον») στό Κυριακό σῶμα. Γι’ αὐτό καί
συνεχίζει: «διά τοῦτο οὐδέν ἀπεικός ἐνταῦθα διά τῶν μυστηρίων τήν Ἐκκλησίαν
σημαίνεσθαι», δηλαδή δέν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο τό νά ὁρίζει κανείς τήν Ἐκκλησία
ταυτίζοντάς την μέ τήν Εὐχαριστία». Στήν πραγματικότητα ἡ ταύτιση αὐτή πού
κάνει ὁ Νικόλαος Καβάσιλας στοιχεῖ στήν ταύτιση πού ἔκανε ἡ πρώτη Ἐκκλησία. Στά
κείμενα τῆς Κ. Δ. καί δή στόν ἀπόστολο Παῦλο βλέπουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία σχετιζόταν
ἀπολύτως μέ τή σύναξη τῶν πιστῶν προκειμένου νά τελεστεῖ ἡ Θεία Εὐχαριστία. Εἶναι
κλασική ἡ φράση μεταξύ ἄλλων τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «συνερχομένων ὑμῶν ἐν ἐκκλησίᾳ» (Α΄Κορ. 11, 18), ἐννοώντας ἀκριβῶς
τήν πραγματικότητα αὐτή.
Θά
μπορούσαμε νά σταματήσουμε ἐδῶ τό θέμα τῶν μυστηρίων σέ σχέση μέ τήν ἐσχατολογία,
ἀφοῦ ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι ἐκείνη πού ἀποτελεῖ τό ὅλον τελικῶς τῶν μυστηρίων.
Διότι στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας πράγματι ἐκεῖνο τό μυστήριο (ἤ τά μυστήρια ὅπως εἰπώθηκε),
ἐκεῖνο λοιπόν τό μυστήριο πού περικλείει καί νοηματίζει καί ὅλα τά ὅλα,
βάπτισμα, χρίσμα, μετάνοια, ἱερωσύνη, εὐχέλαιο, γάμο κλπ., εἶναι ἡ θεία Εὐχαριστία.
Στή θεία Εὐχαριστία εὕρισκαν τό νόημά τους καί ὅλα τά ὑπόλοιπα μυστήρια. Ἡ ἀποσύνδεση
πού ἔγινε, μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου γιά λόγους πρακτικούς, τῶν ἄλλων μυστηρίων
πλήν τῆς ἱερωσύνης ἀπό τή Θεία Εὐχαριστία, ὄχι μόνον δέν ὑποβαθμίζει τήν ἀλήθεια
αὐτή, ἀλλ’ ἀντιθέτως τήν ἐνισχύει, διότι διαπιστώνει κανείς τήν ἀλλοίωση πού ἔχει
ἐπέλθει μέ τήν μετατόπιση αὐτή ἀπό τήν κανονική τους θέση.
Γιατί
ὅμως εἴπαμε ὅτι ἡ ἐσχατολογία κατεξοχήν φανερώνεται στή Θεία Εὐχαριστία; Διότι ἡ
ἐσχατολογία εἶναι ὁ ἐρχομός τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ Χριστός πού ἦλθε
καί ταυτοχρόνως ἔρχεται, καί αὐτό τό βιώνουμε στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Ἐκεῖ, ὅπως σημειώνει καί πάλι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, τρῶμε καί πίνουμε τό σῶμα καί
τό αἷμα τοῦ Κυρίου, μετέχοντας ἑπομένως καί ἐμεῖς στόν Μυστικό Δεῖπνο Του, καί
ταυτοχρόνως μετέχοντας σ’ αὐτόν ἔχουμε στραμμένα τά μάτια τῆς ψυχῆς μας στόν
καί πάλι ἐρχόμενο Κύριο. Θά ἔλεγε κανείς ὅτι ὅπως ὁ Κύριος ξεκινώντας τό κήρυγμά
Του γιά τήν ἤδη μέ Αὐτόν ἐρχόμενη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ μόνη
στάση ἀποδοχῆς της εἶναι ἡ μετάνοια: «μετανοεῖτε,
ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν» (Ματθ. 4, 17), δηλαδή ὅτι μπροστά στήν ἐσχατολογική
αὐτή πραγματικότητα τῆς παρουσίας Του ἄλλος δρόμος δέν ὑπάρχει πέραν τῆς
μετανοίας: ἡ μετάνοια ὡς διαρκής προσαρμογή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ συνιστᾶ τόν
μονόδρομο εἰσόδου στή Βασιλεία Του, κατά τόν ἴδιο τρόπο, ἐνόψει ἀνά πᾶσα στιγμή
τοῦ ἐρχομοῦ Του καί πάλι στή Δευτέρα Παρουσία Του, μαζί μέ τή μετάνοια ἀσφαλῶς,
ἡ μόνη ὀρθή στάση εἶναι ἡ μετοχή στό Κυριακό Δεῖπνο. «Ὁσάκις γάρ ἄν ἐσθίητε τόν ἄρτον τοῦτον καί τό ποτήριον τοῦτο πίνητε,
τόν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε, ἄχρις οὗ ἄν ἔλθῃ» (Α΄ Κορ. 11, 26).
(Γιατί ὡσότου νά ἔρθει ὁ Κύριος, πάντοτε, ὅποτε τρῶτε αὐτό τό ψωμί καί πίνετε αὐτό
τό ποτήριο, διακηρύττετε τό θάνατο τοῦ Κυρίου). Εἶναι πολύ σημαντικές ἐπ’ αὐτοῦ
οἱ ἐπισημάνσεις τοῦ ἁγίου Περγάμου: «Ὁ
ταυτισμός τῆς Ἐκκλησίας μέ τή θεία Εὐχαριστία ἀποκαλύπτει τόν ἄρρηκτο δεσμό τῆς
Ἐκκλησίας μέ τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τόν ἐσχατολογικό χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας.
Γιά νά τό καταλάβουμε αὐτό, πρέπει νά ξαναβροῦμε τή χαμένη ἀντίληψη γιά τή Θεία
Εὐχαριστία ὡς εἰκόνας τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὡς κοινωνίας τῶν ἐσχάτων».
Καί συνεχίζει παρακάτω: «Ἡ θεία Εὐχαριστία
εἶναι ἡ στιγμή καί τό γεγονός κατά τό ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία βιώνει τήν ἐσχατολογική
της ὑπόσταση, παύει νά εἶναι αὐτό πού εἶναι καί γίνεται αὐτό πού θά εἶναι».
Δέν
εἶναι τυχαῖο ὅτι καί ἡ πρόσφατα συγκληθεῖσα Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τόν Ἰούνιο
τοῦ 2016 στήν Κρήτη ἐπισημαίνει στό «μήνυμά της πρός τόν ὀρθόδοξο λαό καί κάθε ἄνθρωπο
καλῆς θελήσεως» τή σπουδαία αὐτή ἀλήθεια ἤδη ἀπό τό πρῶτο σημεῖο της: «Βασική προτεραιότητα τῆς ἁγίας καί μεγάλης
Συνόδου ὑπῆρξε ἡ διακήρυξη τῆς ἑνότητος τῆς Όρθοδόξου Ἐκκλησίας. Στηριγμένη στή
θεία Εὐχαριστία καί τήν Ἀποστολική Διαδοχή τῶν Ἐπισκόπων, ἡ ὑφισταμένη ἑνότητα
εἶναι ἀνάγκη νά ἐνισχύεται καί νά φέρνει νέους καρπούς. Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική
καί Ἀποστολική Ἐκκλησία εἶναι θεανθρώπινη κοινωνία, πρόγευση καί βίωση τῶν Ἐσχάτων
ἐντός τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ὡς μία διαρκής Πεντηκοστή εἶναι ἀσίγαστη προφητική
φωνή, παρουσία καί μαρτυρία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης».
Ὑπό
τό παραπάνω πρίσμα κατανοεῖ κανείς καί τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος. Τί εἶναι τό βάπτισμα παρά, κατά τήν ἐντολή τοῦ
Κυρίου («ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς
σωθήσεται», «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα
τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος»), τό εἰσαγωγικό μυστήριο
προκειμένου κανείς νά εἰσέλθει στήν Ἐκκλησία, δηλαδή νά γίνει μέλος Χριστοῦ καί
συνεπῶς μία Ἐκείνου προέκταση στόν
κόσμο; Ὁπότε λόγω τῆς ἐνσωματώσεως αὐτῆς στόν Ἰησοῦ Χριστό ἡ ἁμαρτία πού
καταδυνάστευε ἀναγκαστικά τόν ἄνθρωπο χάνει τήν ἐξουσία της. Ὁ Χριστός πού «ᾖρε τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰω. 1, 29)
πάνω στόν Σταυρό, δίνει τή χάρη τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν προσωπικά στόν
βαπτισμένο, ἀφοῦ τό βάπτισμα, κατά τόν ἀπόστολο, σημαίνει συμμετοχή στόν θάνατο
καί στήν ἀνάστασή Του. Μέ τά λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ ἀποστόλου: «ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστόν Ἰησοῦν, εἰς
τόν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν. Συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διά τοῦ βαπτίσματος εἰς
τόν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστός ἐκ
νεκρῶν διά τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καί ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς
περιπατήσωμεν. Εἰ γάρ σύμφυτοι γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἀλλά
καί τῆς ἀναστάσεως ἐσόμεθα. Τοῦτο γινώσκοντες, ὅτι ὁ παλαιός ἡμῶν ἄνθρωπος
συνεσταυρώθη ἵνα καταργηθῇ τό σῶμα τῆς ἁμαρτίας, τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ»
(Ρωμ. 6, 3-6). Ὥστε «εἴ τις ἐν Χριστῷ
καινή κτίσις».
Ἀπό
τήν ἄποψη αὐτή ὅταν ὁ ἀπόστολος σημειώνει τή μυστηριακή αὐτή πραγματικότητα ὅτι
κάθε βαπτισμένος ἐνδύθηκε τόν Χριστό, ὅτι κάθε βαπτισμένος ἔγινε μέλος Χριστοῦ
καί τῆς Ἐκκλησίας, συνεπῶς ἀλλήλων μέλος, ὅτι τό σῶμα καί ἡ ψυχή του συνιστοῦν
πιά ναό τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὥστε ἐφεξῆς ὁ πιστός νά ἀνήκει στόν Θεό καί ὁ Θεός
νά δοξάζεται δι’ Αὐτοῦ, τί ἄλλο μαρτυρεῖ
παρά τήν ἐσχατολογική αὐτή διάσταση τῆς Ἐκκλησίας, κατά τήν ὁποία ἡ Βασιλεία τοῦ
Θεοῦ εἶναι παρούσα ἤδη πραγματικότητα στόν κόσμο πού διαλαλεῖ καί πραγματώνει
τήν ἑνότητα μέ τόν Θεό καί μέ τούς ἀνθρώπους; Γι’ αὐτό οἱ παραπάνω φράσεις στήν
κανονική τους ἐκφορά: «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε,
Χριστόν ἐνεδύσασθε», «ἡμεῖς μέλη Χριστοῦ ἐσμεν», «οὐκ οἴδατε ὅτι τό σῶμα ὑμῶν
ναός ἐστι τοῦ ἁγίου Πνεύματος; Δοξάσατε οὖν τόν Θεόν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καί ἐν τῷ
πνεύματι ὑμῶν, ἅτινα ἐστί τοῦ Θεοῦ», ἀποτελοῦν κυριολεκτικῶς διαμάντια, τά ὁποῖα
ἀνακυκλούμενα διαρκῶς στόν νοῦ καί τήν καρδιά τοῦ πιστοῦ τόν διαποτίζουν ἔτσι, ὥστε
πράγματι νά νιώθει τόν χρωματισμό τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ πού ἤδη ἔχει ὡς μέλος
Χριστοῦ, καί νά τόν καθιστοῦν ὄντως μία ἄλλη παρουσία Χριστοῦ ἐπί τῆς γῆς, «ἐν σαρκί περιπολοῦντα Θεόν» κατά τήν ἔκφραση
πού μνημονεύσαμε καί παραπάνω. Γι’ αὐτό καί ὁ πιστός συνιστᾶ ὅπως καί ὁ Χριστός
ἕνα παράδοξο γιά τόν κόσμο. Ἐνῶ εἶναι ἴδιος μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους,
ταυτοχρόνως δέν εἶναι ἴδιος. Ἡ ζωή του εἶναι κρυμμένη μέσα στόν Χριστό καί στόν
Θεό, ἡ δόξα τῆς ἐνεργείας τοῦ Χριστοῦ ὑφίσταται σ’ αὐτόν ἀλλά μέσα στήν ὀδύνη τῶν
θλίψεων τῆς παρούσης ζωῆς, (ἄς θυμηθοῦμε ὅτι ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου
χαρακτηρίζεται ἐσχατολογικά δόξα Αὐτοῦ), καί ἡ προσδοκία του εἶναι πότε θά
φανερωθεῖ ἐν δόξῃ Ἐκεῖνος, προκειμένου νά φανερωθεῖ κι ὁ πιστός στήν ἀληθινή
διάσταση τῆς ζωῆς του. «Ἀπεθάνετε γάρ,
καί ἡ ζωή ὑμῶν κέκρυπται σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ. Ὅταν ὁ Χριστός φανερωθῇ, ἡ
ζωή ἡμῶν, τότε καί ὑμεῖς φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ» (Κολ. 3, 3-4).
Τό χρίσμα ἀπό τήν ἄλλη:
Πραγματοποιούμενο διά τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων καί τῶν διαδόχων
τους ἐπισκόπων στήν ἀρχή καί ἔπειτα διά τῆς χρίσεως μέ τό ἅγιο μύρο, δέν συνιστᾶ
καί αὐτό στοιχεῖο πού ἀποκαλύπτει στόν πιστό τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Ὅπως ἐξηγοῦν
οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, ἡ εἰσδοχή στό μυστικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ γίνεται μέν διά τοῦ
ἁγίου βαπτίσματος, ἐκεῖνο ὅμως τό ὁποῖο ἐνεργοποιεῖ τή χάρη αὐτή τῆς γεννήσεως
τοῦ Χριστοῦ στήν ὕπαρξη τοῦ πιστοῦ εἶναι τό ἅγιο χρίσμα. Γιά νά μνημονεύσουμε
καί πάλι τόν ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα, ὁ πιστός ἀποκτᾶ τή νέα ἐν Χριστῶ ὕπαρξη διά
τοῦ βαπτίσματος, ὅπως τό βρέφος πού ἔρχεται στόν κόσμο, ἀρχίζει καί τίθεται σέ ἐνέργεια
αὐτή ἡ νέα ὕπαρξη διά τοῦ χρίσματος, ὅπως καί τό βρέφος μετά τή γέννησή του ἀρχίζει
καί κινεῖται, δείχνοντας ὅτι εἶναι φυσιολογικό, καί τέλος παίρνει τήν τροφή του
διά τῆς Θείας Εὐχαριστίας προκειμένου νά μεγαλώσει καί νά αὐξηθεῖ, ὅπως καί τό
βρέφος χρειάζεται τήν τροφή τῆς μάνας του γιά νά διατηρηθεῖ καί νά αὐξηθεῖ.
Τό
μυστήριο τῆς μετανοίας ἔπειτα: Ὁ ἴδιος
ὁ Κύριος εἴπαμε καί παραπάνω μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ μετάνοια συνιστᾶ τόν
μονόδρομο ἐνόψει τῆς ἐλθούσης καί ἐρχομένης Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ἀκόμη καί
μετά τήν εἰσδοχή τοῦ ἀνθρώπου στήν Ἐκκλησία ὡς μέλους Χριστοῦ, εἰσδοχή πού
κανονικά ὅπως σημειώσαμε τόν καθιστᾶ ἀναμάρτητο, ἀπαιτεῖται ἡ μετάνοια, διότι ἡ
ἀλλαγή τοῦ ἀνθρώπου προκειμένου αὐτός νά εὑρίσκεται πάντοτε πάνω στίς ἐντολές
τοῦ Κυρίου παρουσιάζει κενά καί ἐλλείμματα, ὀφειλόμενα στή λήθη καί τήν
πνευματική του χαλάρωση, ἀλλά καί τίς ἀέναες ἀπό τήν ἄλλη μεριά ἐπιθέσεις, κατά
παραχώρηση Θεοῦ, τοῦ κοσμοκράτορος διαβόλου. «Ὅτι οὐκ ἔστιν ἡ πάλη ἡμῶν πρός αἷμα καί σάρκα, ἀλλά πρός τάς ἀρχάς,
πρός τάς ἐξουσίας, πρός τούς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρός
τά πνευματικά τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις»
(Ἐφ. 6, 12). Ἀκόμη καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ θεολόγος στήν Α΄ Καθολική του ἐπιστολή,
ἐνῶ ἐπισημαίνει ὅτι μέ τό σπέρμα τοῦ Θεοῦ πού πήραμε ὡς μέλη Χριστοῦ γίναμε ἀναμάρτητοι,
συμπληρώνει ὅτι αὐτό εἶναι τελικῶς ἀνέφικτο. «Ἐάν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτούς πλανῶμεν καί ἡ ἀλήθεια οὐκ
ἔστιν ἐν ἡμῖν» (1,8). Ἡ μετάνοια λοιπόν, βοᾶ ἡ Καινή Διαθήκη καί σύνολη ἡ
πατερική Παράδοση, ἀποτελεῖ βίωμα
διαρκείας, ἐκφραζόμενο διά τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως, ὥστε νά καθαρίζει τόν ἄνθρωπο
ὡς δεύτερο βάπτισμα ἀπό κάθε ἁμαρτία καί νά τόν ἐπαναφέρει στό ἀφετηριακό σημεῖο
πού βγῆκε ἀπό τό ἅγιο βάπτισμα. Μόλις παραπάνω σημειώσαμε τήν ἀπόλυτη ἀνάγκη
μετοχῆς στή Θεία Εὐχαριστία, κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο πού κηρύσσει καί αὐτός
μαζί μέ τούς ἄλλους ἀποστόλους ὅ,τι ὁ Κύριος ἀπεκάλυψε, ὁ ὁποῖος ὅμως Παῦλος
προκειμένου νά μετάσχει κανείς στό κατεξοχήν αὐτό μυστήριο τῆς Βασιλείας θεωρεῖ
ὅρο καί προϋπόθεση τήν ἐξέταση καί τόν ἔλεγχο τοῦ ἑαυτοῦ. «Δοκιμαζέτω ἄνθρωπος ἑαυτόν, καί οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καί ἐκ τοῦ
ποτηρίου πινέτω. Ὁ γάρ ἐσθίων καί πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καί πίνει,
μή διακρίνων τό σῶμα τοῦ Κυρίου» (Α΄ Κορ. 11,28). Εἶναι τόσο σημαντικός
μάλιστα αὐτός ὁ ἔλεγχος γιά τόν πιστό προκειμένου νά προσέλθει ἐν ἐπιγνώσει στό
μυστήριο, ὥστε ὁ ἀπόστολος καταγράφει τίς συγκλονιστικές περιπτώσεις ἀσθενείας ἤ
καί θανάτου πιστῶν πού ἀδοκιμάστως προσῆλθαν στή θεία Εὐχαριστία (Α΄ Κορ. 11,
28-30).
Ἀλλά
βεβαίως καί τά ὑπόλοιπα μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καταλαβαίνουμε, βρίσκονται
στήν ἴδια προοπτική: δίνουν τή δυνατότητα στόν πιστό, μέ τό δεδομένο τῆς μετοχῆς
του στή νέα πραγματικότητα πού ἔφερε ὁ Κύριος καί ἀναλόγως τῆς καταστάσεώς του,
νά βιώσει τή δόξα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ
μέσα ἀπό τίς συνθῆκες πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου στόν κόσμο τοῦτο.
Ὁ γάμος
ἔτσι: ἀπό μία φυσική καί ὁριζόντια σχέση ἀνδρός καί γυναικός, ὅπως ἴσχυε πρό τῆς
ἀποκαλύψεως τοῦ Χριστοῦ, κατά τήν ὁποία καλύπτεται μέν ψυχολογικά ἤ καί
συναισθηματικά ἴσως ὁ ἄνθρωπος, διαιωνίζει καί τροφοδοτεῖ ὅμως στήν
πραγματικότητα τόν ἴδιο τόν θάνατο, μεταμορφώνεται σέ ὑπέρ φύσιν γεγονός, πού
φανερώνει τήν κατεξοχήν εἰκόνα τῆς Βασιλείας, τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία. Ἰδίως θά
λέγαμε στόν γάμο διαπιστώνεται τό ἐσχατολογικό στοιχεῖο τοῦ μυστηρίου, ἀφοῦ «τό μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστί, ἐγώ δέ λέγω εἰς
Χριστόν καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν», κατά τόν μέγα ἀπόστολο (Ἐφ. 5, 32). Ἐνῶ
φαίνεται ὅτι μέ τήν ἀνδρογυνική σχέση ὑπηρετεῖται ἡ φύση, ὅμως κυριαρχεῖ ἡ
χάρη, ἀφοῦ δίνεται ἡ ἀποφασιστική ὤθηση στό πιστό ἀνδρόγυνο, νά ὑπερβεῖ καί τήν
ἴδια τή φύση καί νά καταστεῖ ἡ σχέση τους
μέσον ἀναγωγῆς τους στόν Θεό, κυριολεκτικά μέσον σωτηρίας, δηλαδή χαρούμενης
προσωπικῆς σχέσης τους μέ τόν Τριαδικό Θεό. Κι ὅ,τι λέει ὁ ἀπόστολος συνιστᾶ ἑρμηνεία
τοῦ ἀρχικοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο κι ἐπιβεβαίωση τῶν λόγων τοῦ ἴδιου
τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος θέλει τή σχέση αὐτή, ὅπως τό ἔδειξε καί μέ τήν παρουσία
Του στόν γάμο τῆς Κανᾶ. «Ἕνεκεν τούτου
καταλήψει ἄνθρωπος τόν πατέρα αὐτοῦ καί τήν μητέρα καί κολληθήσεται τῆ γυναικί
αὐτοῦ καί ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν» (Ματθ. 19, 5). Κι ἔρχεται ἐπιπρόσθετα
ὁ ἀπόστολος νά ἐπιβεβαιώσει τό χαρισματικό καί ἐσχατολογικό στοιχεῖο τοῦ γάμου
πού τέλος δέν πρέπει νά ἔχει τόν θάνατο, ἀλλά τή βοήθεια τοῦ ἑνός πρός τόν ἄλλον
γιά τή διατήρηση τῆς σχέσης μέ τόν Θεό: «καί
οἱ ἔχοντες γυναῖκας ὡς μή ἔχοντες» (Α΄ Κορ. 7,29), διότι πρόκειται περί
χαρίσματος πού ὁ ἴδιος ὁ Θεός δίνει στόν ἄνθρωπο: «ἄλλος ἔχει τό χάρισμα τῆς
παρθενίας, ἄλλος τοῦ γάμου» (Πρβλ. Α΄Κορ. 7,7: «ἕκαστος ἴδιον χάρισμα ἔχει ἐκ Θεοῦ, ὅς μέν οὕτως, ὅς δέ οὕτως»).
Στό
ἴδιο σκεπτικό βρίσκεται καί τό μυστήριο τῆς
μοναχικῆς κουρᾶς. Θεωρώντας δεδομένο ὅτι ὑπερβαίνουμε τή σχολαστική ἀναφορά
στά ἑπτά μυστήρια, κατανοοῦμε τόν μοναχισμό, κάτι πού δηλώσαμε ἐκτενῶς καί
παραπάνω, ὡς τήν πρωτοπορία τῆς Ἐκκλησίας, τόν κατεξοχή θεσμό στόν ὁποῖο
φανερώνεται ἡ ἐσχατολογία αὐτῆς. Κι ἄν μιλᾶμε ἔτσι γιά τόν μοναχισμό, τί θά
πρέπει νά ποῦμε γιά τό μυστήριο ἐκεῖνο πού διαιωνίζει θά λέγαμε μέ αἰσθητό
τρόπο τό μυστήριο τῆς Πεντηκοστῆς καί τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος; Ὅπως
στή Θεία Εὐχαριστία ἔχουμε τό κέντρο τῶν μυστηρίων, τήν πιο ἐκφραστική καί «ἀπόλυτη»
φανέρωση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ ὡς ἐσχατολογικῆς πραγματικότητας, ἔτσι καί στό
μυστήριο πιά τῆς ἱερωσύνης. Ἀπαρχῆς ὁ
Κύριος καί οἱ ἀπόστολοι στή συνέχεια ἔδειξαν ὅτι προκειμένου νά τελεστεῖ ἡ Θεία
Εὐχαριστία ἀπαιτεῖται ὁ ποιμένας καί τό ποίμνιο. Ἡ Ἐκκλησία μας φανερώθηκε ἐξαρχῆς
μέ ἱεραρχικό τρόπο. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος «ἐξελέξατο»
τούς μαθητές Του καί τούς κατέστηκε ποιμένες ἑνός κόσμου πού βρισκόταν χαμένος,
ὅπως τά πρόβατα πού δέν ἔχουν ποιμένα (Πρβλ. Μάρκ. 6, 34). Στήν ἱερωσύνη λοιπόν
ἔχουμε ἐπίσης τήν κατεξοχήν φανέρωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, διότι χωρίς αὐτήν
δέν μπορεῖ νά πραγματοποιηθεῖ καί ἡ ἴδια ἡ θεία Εὐχαριστία. Οἱ ἀναφορές τῆς
Καινῆς Διαθήκης, ἰδίως μάλιστα τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί μάλιστα στίς Ποιμαντικές
λεγόμενες ἐπιστολές του, Πρός Τιμόθεον καί πρός Τίτον, γέμουν πολλῶν τέτοιων
τοποθετήσεων πού νομίζουμε ὅτι ἁπλῶς θά παρέτειναν τόν λόγο κατά περιττό τρόπο.
Δέν
θά θέλαμε ὅμως νά τελειώσουμε τήν ἀναφορά μας στά μυστήρια χωρίς λόγο γιά τό εὐχέλαιο
καί γιά τήν κηδεία.
Τό εὐχέλαιο εἶναι ἕνα
ἀπό τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, θεμελιωμένο μέσα στήν ἴδια τήν Καινή
Διαθήκη, ὅπως ἄλλωστε συμβαίνει καί μέ ὅλα τά ὑπόλοιπα, τό ὁποῖο θά μποροῦσε εἰκονιστικά
νά θεωρηθεῖ, μέ βάση μάλιστα τήν ἴδια τήν ἀκολουθία του, ὡς ἡ προέκταση τοῦ
θεραπευτικοῦ χεριοῦ τοῦ Χριστοῦ στούς αἰῶνες. Στήν τελευταία εὐχή τοῦ μυστηρίου
γιά παράδειγμα ὁ ἱερέας ἀπαγγέλλει μεταξύ ἄλλων: «..Οὐ τίθημι ἐμήν χεῖρα ἁμαρτωλόν ἐπί τήν κεφαλήν τοῦ προσελθόντος σοι ἐν ἁμαρτίαις
καί αἰτουμένου παρά σοῦ δι’ ἡμῶν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, ἀλλά σήν χεῖρα κραταιάν καί
δυνατήν, τήν ἐν τῶ ἁγίῳ εὐαγγελίῳ τούτῳ…ἐπί τήν κεφαλήν τοῦ δούλου σου…ἔκτεινον».
Ὁ Κύριος θεράπευε ἀρρώστους καί ἀδύναμους ἀνθρώπους, ἐξεδίωκε τά δαιμόνια, ἀνάσταινε
τούς νεκρούς. Κι αὐτό προκειμένου ἀκριβῶς νά φανερώσει ὅτι ὁ ἐρχομός Του στόν
κόσμο ἀλλάζει τά δεδομένα: ἀποκαλύπτει τί θά συμβαίνει ἀπό δῶ καί στό ἑξῆς στή
Βασιλεία Του. Ἡ ἀσθένεια δέν θά ὑφίσταται πλέον, τά δαιμόνια δέν θά ἔχουν ἰσχύ,
ὁ θάνατος θά ὑπερβαθεῖ. Κι ἄν ἀκόμη στόν κόσμο τοῦτο ὑφίστανται, λαμβάνουν ἄλλο
περιεχόμενο καί κατανοοῦνται ὡς μέσα
σωτηρίας, διότι καλλιεργοῦν τήν ὑπομονή καί φανερώνουν τό ὄχι ἀκόμη τῆς
Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου. Τό ἐσχατολογικό στοιχεῖο λοιπόν καί στό μυστήριο
τοῦ εὐχελαίου εἶναι ἐμφανέστατο. Καί θά πρέπει οἱ ἱερεῖς νά ἐξηγοῦμε τά
πράγματα αὐτά στους πιστούς μας, καί μάλιστα μέ τήν προϋπόθεση πάντοτε τῆς
μετανοίας, ἡ ὁποία προϋποτίθεται ἔντονα καί στό μυστήριο αὐτό, προκειμένου νά
μήν τά ἀντιμετωπίζουν μέ μαγικό τρόπο ἤ μέ μία θρησκευτικότητα, ἡ ὁποία προσιδιάζει
ἴσως σέ ἄλλες θρησκεῖες, σίγουρα ὅμως ὄχι στή δική μας πίστη.
Τό
ἴδιο συμβαίνει καί μέ τό μυστήριο τῆς
κηδείας. Ὁ θάνατος παρόλο ὅτι ξεπεράστηκε μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἐξακολουθεῖ
καί ὑφίσταται. Ἔχει χάσει ὅμως τήν τρομακτική πρός τῆς ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου ὄψη
του. Θεωρεῖται ὡς ἁπλή δίοδος, ἡ ὁποία ἐκβάλλει στήν ἀγκαλιά τοῦ ἴδιου τοῦ
Κυρίου. «Ἐάν τε ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν,
τοῦ Κυρίου ἐσμέν» (Ρωμ. 14,8). Μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἀνάσταση πού ἔγινε
γιά ἐμᾶς καί ὄχι διότι Ἐκεῖνος τήν εἶχε ἀνάγκη, ἀφοῦ εἶναι «ἡ ζωή καί ἡ ἀνάστασις», θάνατος στήν
πραγματικότητα δέν ὑφίσταται. Γέμισε μέ τή δική Του παρουσία καί τό δικό Του φῶς,
ὥστε καθένας πού φεύγει ἀπό τή ζωή αὐτή, ὄντας βεβαίως πιστός στόν Κύριο, νά
φεύγει μέ πίστη καί ἐλπίδα σ’ Ἐκεῖνον. «Ποῦ
σου, θάνατε,τό κέντρον; Κατεπόθη ὁ Ἅδης». Γι’ αὐτό καί ὅταν φεύγει ἀπό τόν
κόσμο αὐτόν ἕνας πιστός, τά ἄλλα μέλη τῆς Ἐκκλησίας δέν θρηνολογοῦν κατά τόν
τρόπο τῶν ἀπίστων. Λυποῦνται μέν διότι χάνουν τήν ἄμεση καί ὀπτική ἐπαφή μέ τόν
ἀγαπημένο τους ἄνθρωπο, παρηγοροῦνται ἀπό τήν ἄλλη ὅμως διότι «μετάθεσις γίνεται ἐπί τά θυμηδέστερα καί τά ἀλυπότερα».
Ὥστε «μή λυπῆσθε καθώς καί οἱ λοιποί οἱ
μή ἔχοντες ἐλπίδα» (Α΄Θεσ. 4, 13). Ὅλο
τό «βάρος» θά λέγαμε τῆς ἐσχατολογίας τῆς Ἐκκλησίας πέφτει ἄμεσα καί «ὁρατά» ἰδίως
στό μυστήριο αὐτό, κι ἴσως ἐκεῖ πού βλέπουμε τόν δικό μας ἄνθρωπο μέσα στήν
κάσα, «ἄμορφον, ἄδοξον μή ἔχοντα εἶδος»
κρίνεται πραγματικά καί ἡ χριστιανική μας συνείδηση καί ἡ πίστη μας στήν ἐσχατολογική
ἐλπίδα τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἐν τέλει, ἔχοντας
πολλαπλῶς ὑπονοήσει ἤ ἄμεσα ἀναφέρει ὅτι ὅλα τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας
προϋποθέτουν γιά τήν κατανόηση καί τή βίωσή τους τήν ἐνεργή συμμετοχή τῶν πιστῶν,
δηλαδή τόν ἀσκητικό ἀγώνα τους προκειμένου νά τηροῦν κατά τό δυνατόν τίς ἐντολές
τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, διότι ἐκεῖ νομίζουμε φανερώνεται ἡ ἀσκητική καί
πνευματική διάθεση τοῦ χριστιανοῦ ἀνθρώπου – μή ξεχνᾶμε ὅτι ἡ διαχρονική
προτροπή τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπαρχῆς ἦταν «διά
τῶν ἐντολῶν ὅδευσον» - θά θέλαμε ὡς ἐπίλογο
νά ποῦμε τό ἑξῆς. Ἡ θεολογία τῶν ἑτεροδόξων χριστιανῶν, ρωμαιοκαθολικῶν καί
προτεσταντῶν, ἀλλά καί πολλῶν ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι σέ κάποιο βαθμό, μεγάλο ἤ
μικρό, ἀκολουθοῦσαν κατά πόδας αὐτούς τούς ἑτεροδόξους, ἰδίως στό ἀκαδημαϊκό ἐπίπεδο,
δέχτηκε καταλυτική ἐπίδραση ὡς πρός τόν προσανατολισμό της, προσανατολισμό στήν
ἐσχατολογική προοπτική, μετά τίς μελέτες πού δημοσίευσαν ὁ Johannes Weiss
(τό 1892) καί ὁ Albert
Schweitzer (τό 1906), οἱ ὁποῖοι πράγματι «ἦταν ἀπό τούς πρώτους πού τόνισαν τό ἐσχατολογικό
περιεχόμενο τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, χωρίς ὅμως νά ἀποφύγουν ἀκρότητες»
(π. Δημήτριος Μπαθρέλλος). Ἔκτοτε θεωρεῖται ὅτι ἡ θεολογία χωρίστηκε στήν πρό Weiss ἐποχή
καί στή μετά ἀπό αὐτόν. Στόν ὀρθόδοξο ὅμως χῶρο, μπορεῖ ἀπό πλευρᾶς ἀκαδημαϊκῆς
θεολογίας νά ὑπῆρχε ὄντως ἡ ἀκολουθία τῶν Προτεσταντῶν ἤ Ρωμαιοκαθολικῶν, ὅμως
στήν πράξη καί τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας τά πράγματα ἦταν ἀνέκαθεν αὐθεντικῶς εὐαγγελικά
καί γνήσια. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ὅσο λειτουργοῦσε καί λειτουργεῖ βεβαίως ὁ
μοναχικός θεσμός, ὅσο ἡ Ἐκκλησία μας τελοῦσε καί τελεῖ τά ἱερά μυστήρια, κυρίως
τό τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὅσο ὑπῆρχαν καί ὑπάρχουν οἱ ἅγιοί μας, αὐτοί πού
φανερώνουν αἰσθητά τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τόσο τό ἐσχατολογικό στοιχεῖο ὑπῆρχε, ὑπάρχει
καί θά ὑπάρχει, κατά ἕνα τρόπο μυστικό, ὑπόγειο καί γι’αὐτό ἴσως κατεξοχήν
δυναμικό. Θυμίζει ἡ θέση αὐτή τό παρακάτω περιστατικό, τό ὁποῖο διαβάζουμε στό
σπουδαιότατο ἀπό πλευρᾶς πνευματικῆς βιβλίο «Ἅγιος Σιλουανός τοῦ Ἄθω» τοῦ γνωστοῦ καί ἁγίου μακαριστοῦ Γέροντος
Σωφρονίου Σαχάρωφ. Μᾶς λέει λοιπόν ἐκεῖ ὁ Γέροντας ὅτι κάποια φορά ἀνέβηκαν στό
Ἅγιον Ὄρος κάποιοι ρωμαιοκαθολικοί ἱερεῖς θεολόγοι. Στήν ἐρώτησή τους τί
διαβάζουν οἱ καλόγεροι τοῦ Ὄρους ὁ ἅγιος Σιλουανός ἀπάντησε μέ πολύ φυσικό
τρόπο: Φιλοκαλία, ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, ὅσιο Ἰσαάκ τόν Σύρο, ὅσιο Ἐφραίμ
τόν Σύρο, ἀββᾶ Βαρσανούφιο κλπ. Ἔκπληκτοι οἱ ρωμαιοκαθολικοί ἀπάντησαν ὅτι στό
δικό τους χῶρο, οἱ μόνοι πού διαβάζουν τέτοια κείμενα εἶναι μόνο οἱ καθηγητές
Πανεπιστημίου. Κι ὁ ἅγιος ἀπάντησε: Γιά τούς μοναχούς τοῦ Ὄρους αὐτά εἶναι τά
καθημερινά τους ἀναγνώσματα. Κι ὄχι μόνο αὐτό. Ὑπάρχουν καλόγεροι, οἱ ὁποῖοι ζοῦν
τέτοια ἀσκητική καί πνευματική ζωή, ὥστε ἄν τύχαινε καί χάνονταν ἀπό προσώπου τῆς
γῆς ὅλα τά κείμενα αὐτά τῶν Πατέρων, οἱ ἴδιοι εἶναι σέ θέση νά τά γράψουν τό ἴδιο,
γιατί ἔχουν τήν ἴδια βιοτή μέ αὐτούς.
Γιατί
ἀναφέρουμε τό περιστατικό; Ἀκριβῶς γιά νά δείξουμε ὅτι μπορεῖ καί στόν ὀρθόδοξο
ἀκαδημαϊκό χῶρο, ἰδίως τοῦ παρελθόντος, νά μήν ὑπῆρχε ἡ αἴσθηση τοῦ ἐσχατολογικοῦ
ἤθους τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο τήν
σφραγίζει κατά τρόπο ἀπόλυτο, ὅμως αὐτό τό ἦθος ἴσχυε, ἰσχύει καί θά ἰσχύει στή
ζωή τῆς Ἐκκλησίας, στόν βαθμό πού εἴπαμε ὅτι ἡ ζωή της διαποτίζεται ἀπό τούς
βίους τῶν ἁγίων μας, ἀπό τίς ἱερές ἀκολουθίες της, ἀπό τήν ἁπλή πίστη τοῦ λαοῦ
της. Κι αὐτό γιατί ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός μας δηλαδή, βρίσκει ἔδαφος καί
«ἐπαναπαύεται» ὅπου ὑπάρχει καλή
διάθεση καί ἁπλή καρδιά.