«῞Οσοι
θέλουσιν εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί, οὗτοι ἀναγκάζουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, μόνον ἵνα
μή τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκωνται» (Γαλ. 6, 12)
α. Στούς Γαλάτες ἀπευθύνεται
ὁ ἀπόστολος Παῦλος, οἱ ὁποῖοι δέχονταν ῾ἐπιθέσεις᾽ ἀπό τούς ἰουδαιοχριστιανούς,
τούς ῾ψευδαδέλφους᾽ δηλαδή ἐκείνους
πού εἶχαν εἰσχωρήσει ὡς κατάσκοποι ἀνάμεσά τους διακηρύσσοντας ὅτι ἡ
χριστιανική πίστη ἀποτελεῖ μία βελτιωμένη ἁπλῶς ἔκδοση τοῦ ἰουδαϊσμοῦ καί συνεπῶς
διέστρεφαν τήν ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψη. Μέ τά λεγόμενά του ὁ ἀπόστολος ἀποκαλύπτει
τό ῾παιχνίδι᾽ τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν: ὄχι μόνο ὁ χριστιανισμός τους ἀλλά ἀκόμη καί ὁ
ἰουδαϊσμός τους δέν ἦταν γνήσιος. Τό μόνο πού τούς ἐνδιέφερε ἦταν ἡ δική τους ἄνεση,
ἡ κατοχύρωση τῶν ἀτομικῶν τους μόνο συμφερόντων. Πιό σαφής λόγος ἀπό τόν
παραπάνω τοῦ ἀποστόλου δέν θά ὑπῆρχε: ῾Ὅσοι θέλουν νά ἀποκτήσουν καλή φήμη
στούς ἀνθρώπους, αὐτοί σᾶς ὑποχρεώνουν νά περιτέμνεσθε, μέ μόνο στόχο νά μήν
καταδιώκονται ἀπό τούς ᾽Ιουδαίους ἐξαιτίας τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ᾽.
β. 1. ῾Ο ἀπόστολος λοιπόν εἶναι
σαφής: διαπιστώνει τό ἔργο τῶν ἐχθρῶν τῆς χριστιανικῆς πίστης, φανερώνει τή
σκοπιμότητα τῶν ἐνεργειῶν τους καί προπάντων ἀποκαλύπτει τό βαθύτερο σκεπτικό
τους.
Ποιό τό ἔργο κατά πρῶτον τῶν
ἰουδαιοχριστιανῶν ψευδαδέλφων καί προσωπικῶν τοῦ ἀποστόλου διωκτῶν; ῞Οπως τό
λέει ὁ ἀπόστολος: νά κάνουν ἱεραποστολή ὑπέρ τοῦ ἰουδαϊσμοῦ, ἀσκώντας μάλιστα ἕνα
εἶδος βίας πρός τοῦτο. ῾᾽Αναγκάζουσιν ὑμᾶς
περιτέμνεσθαι᾽. Δέν μποροῦσαν νά καταλάβουν, καλύτερα: δέν ἤθελαν νά
καταλάβουν ὅτι ὁ Χριστός δέν ἦλθε γιά νά προβάλει τόν Μωϋσῆ ὡς σωτήρα, ἀλλά γιά
νά δείξει ὅτι καί ὁ Μωϋσῆς λειτουργοῦσε μέσα στό σχέδιο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ
γιά τόν ἐρχομό ᾽Εκείνου. ῾῞Ο,τι ἔγραψαν ὁ
Μωϋσῆς καί οἱ προφῆτες γιά ᾽Εμένα τό ἔγραψαν᾽. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ
Χριστός ἐνῶ ἀναγνωρίζει τή συμβολή τῶν Πατριαρχῶν τοῦ ᾽Ισραήλ γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου - ᾽Εκεῖνος ἄλλωστε
τούς κάλεσε - τούς ξεπερνᾶ.
᾽Αλλά τί λέει ὁ ἀπόστολος;
῞Οτι κι αὐτή ἀκόμη ἡ ἱεραποστολή τῶν ἰουδαιοχριστιανῶν – τούς ὁποίους ἀντιμετώπισε
ὁριστικά καί τούς κατεδίκασε ἡ ᾽Αποστολική Σύνοδος τό 48/49 μ.Χ. - ἦταν
κίβδηλη, διότι δέν ἦταν καρπός τῆς πιστεύουσας καρδιᾶς τους. Στήν καρδιά τους αὐτό
πού κυριαρχοῦσε ἦταν ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἄνεσής τους καί ἡ ἀπολαβή τῶν πραγμάτων τοῦ
κόσμου τούτου: ῾μή καταδιωχθοῦμε ἀπό τούς ᾽Ιουδαίους γιά τό κήρυγμα πού ἀναφέρεται
στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ᾽. Εἶχαν ἐπίγνωση ὅτι ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου ἐγείρει
διωγμούς ὡς τό ῾ἀγκάθι᾽ στή σκέψη τῶν ᾽Ιουδαίων. ῾῾Ημεῖς δέ κηρύσσομεν Χριστόν ἐσταυρωμένον, ᾽Ιουδαίοις μέν σκάνδαλον, ῞Ελλησι
δέ μωρίαν᾽. Συνεπῶς ἀποκαλύπτονταν ὡς ἀρνησίχριστοι καί χριστομάχοι, ἀφοῦ
τελικῶς δέν πίστευαν στόν ᾽Εσταυρωμένο Κύριο, ἔστω κι ἄν θεωρητικῶς σ᾽ ἕναν
βαθμό προσποιοῦνταν ὅτι Τόν ἀποδέχονται. ῾῾Ο
μή ὤν μετ᾽ ἐμοῦ κατ᾽ ἐμοῦ ἐστι᾽. ῾Εἰ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσιν᾽.
Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἀπόστολος ὡς
ἰατρός χειρουργός προβαίνει στήν ἀνατομία τῆς πίστης τῶν ψευδαδέλφων: τούς ἐνδιαφέρει
μόνον ἡ καλή φήμη τους, τό καλό ὄνομά τους στόν κόσμο, προκειμένου νά μήν ὑποστοῦν
κανένα διωγμό. Πρόκειται λοιπόν γιά τούς βολεμένους πού ἡ βολή τους μετράει
πάνω ἀπό ὅλα. Δέν πιστεύουν πουθενά τελικῶς, οὔτε στόν Χριστό οὔτε κἄν στόν ἰουδαϊσμό.
Θεός τους φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός τους: ἡ καλοπέρασή τους, καί
προκειμένου νά διακρατήσουν τήν καλοπέραση αὐτή δέν πρέπει νά προκαλοῦν ἐκείνους
πού ἐνοχλοῦνται, δηλαδή τούς ᾽Ιουδαίους. ῾Νά τά ἔχουμε καλά μέ ὅλους γιά νά
καλοπερνᾶμε᾽ εἶναι τό σύνθημα τῆς ζωῆς τους.
2. ᾽Αλλά αὐτό πού λέει ὁ ἀπόστολος
ἰσχύει ὄχι μόνο γιά τούς ῾ἀθέους᾽ ἰουδαιοχριστιανούς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀλλά
καί γιά κάθε ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς, ἀκόμη καί γιά ἐμᾶς - ἤ ἴσως κυρίως γιά ἐμᾶς;
- τούς λεγομένους χριστιανούς. Καί τοῦτο διότι δέν εἶναι λίγες οἱ φορές πού ὅ,τι
μετράει περισσότερο καί σέ ἐμᾶς εἶναι τό ῾τί θά ποῦν οἱ ἄλλοι, τί θά πεῖ ὁ
κόσμος᾽, τό πῶς δηλαδή θά κτίσουμε μία καλή εἰκόνα γιά τόν ἑαυτό μας, ὥστε νά
μήν ὑποστοῦμε ὄχι ἴσως ἕναν διωγμό φανερό, ἀλλά ἕναν ἄλλου τύπου: τῆς εἰρωνείας,
τῆς ἀπόρριψης, τῆς ῾φιλίας᾽ κάποιων ῾σπουδαίων᾽. Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι ἀφενός τόν
Χριστό Τόν διαγράφουμε ἔμπρακτα ἀπό τή ζωή μας - ἡ πρακτική ἀθεΐα εἶναι ἡ
χειρότερη μορφή ἀθεΐας - ἀφετέρου φανερώνουμε ὅτι ἐν τέλει Θεός μας εἶναι ὁ ἴδιος
ὁ ἑαυτός μας. Δέν χρειάζονται, ἔτσι, ἄλλοι
ἐχθροί τῆς πίστης μας ἔξω ἀπό ἐμᾶς. ᾽Εμεῖς ῾ροκανίζουμε᾽ μέ τόν τρόπο αὐτό τήν
πίστη κι ἄς νομίζουμε ὅτι εἴμαστε τοῦ Χριστοῦ.
῾Η ταύτισή μας μέ τούς ᾽Ιουδαιοχριστιανούς
- μέ τούς ὁποίους ἀνήκουμε στήν ἴδια ὁμάδα τῶν ῾καλοπερασάκηδων᾽ - ἀποκορυφώνεται,
ὅταν κι ἐμεῖς δέν διστάζουμε μπροστά στή
βολή μας καί τή ῾φήμη᾽ μας νά γινόμαστε σκληροί πρός τούς ἄλλους, παίζοντας τό
παιχνίδι ἐκείνων τῶν ὁποίων ἐπιζητοῦμε τήν καλή γνώμη. Δέν διστάζουμε γιά
παράδειγμα οἱ γονεῖς πολλές φορές νά καταπιέζουμε τά ἔφηβα παιδιά μας γιά νά
πηγαίνουν στήν ᾽Εκκλησία, ὄχι τόσο γιατί πράγματι πιστεύουμε στήν ἐν Χριστῷ σωτηρία,
ἀλλά γιά τό καλό ὄνομα πού θέλουμε νά ἔχουμε στό χριστιανικό περιβάλλον μας. Τό
διακύβευμα ἐν προκειμένῳ, ἀντίστοιχο μέ αὐτό τῶν ἰουδαιοχριστιανῶν, εἶναι ἡ εὐπροσώπησή
μας ἐν σαρκί, ἡ καλή φήμη μας στόν κόσμο, κι ὄχι ἡ γνησιότητα τῆς πίστης μας,
τό πῶς θά ἀρέσουμε στόν Θεό μας. ῎Αλλωστε ἄν ἦταν γνήσια ἡ πίστη αὐτή θά
λειτουργοῦσε μέ ἀγάπη καί σεβασμό πρός τήν ἐλευθερία τῶν παιδιῶν μας, σάν τοῦ
Πατέρα τῆς παραβολῆς τοῦ ἀσώτου.
Κι ἀκόμη: μπορεῖ ὡς κοινωνικοί ἐργάτες κι ἴσως
καί κληρικοί νά ἀσκοῦμε πολλές φορές ἱεραποστολικό καί κοινωνικό ἔργο, ὄχι γιά
νά ἀρέσουμε πρωτίστως στόν Κύριο, ἐπιβεβαιώνοντας ἔτσι τό χάρισμα τῆς ἱερωσύνης
μας, ἀλλά στόν ἐπίσκοπό μας ἤ γιά νά εἰσπράττουμε τό ῾μπράβο᾽ ἀπό τούς ἐνορίτες
μας. ῾Η καλή εἰκόνα μας ἀποτελεῖ στήν περίπτωση αὐτή τήν προτεραιότητά μας καί ὄχι,
καθώς εἴπαμε, ἡ ἐνέργεια τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ πού κατοικεῖ στήν καρδιά μας. Θά ἔλεγε
μάλιστα κανείς, ὅσο σκληρό κι ἄν ἀκούγεται τοῦτο, ὅτι ὅσο πιό θορυβῶδες εἶναι
τό ἔργο μας, ὅσο πιό πολύ διαφημίζουμε τήν ὀρθοδοξία μας καί τήν κοινωνική
προσφορά μας, μέ ἐπιθέσεις σκληρές κάποιες φορές πρός τούς ῾ἀντιπάλους᾽ τῆς
πίστης μας, τόσο περισσότερο φανερώνουμε ὅτι ἔχουμε πέσει στήν παγίδα αὐτή τῆς
κενοδοξίας τοῦ ἑαυτοῦ μας πού ζητᾶ τήν ἐπευφημία τῶν ἀνθρώπων.
3. ῾Ο λόγος τοῦ Χριστοῦ ὅμως
δέν ἀφήνει τέτοια περιθώρια. ῾Οὐαί ὅταν
καλῶς ὑμᾶς εἴπωσιν πάντες οἱ ἄνθρωποι᾽ φωνάζει. Γιατί; Διότι σ᾽ἕναν κόσμο
πεσμένο στήν ἁμαρτία καί κυριαρχούμενο στό μεγαλύτερο ποσοστό του ἀπό τόν ἄρχοντά
του τόν διάβολο, ὁ χριστιανός θά συναντήσει τήν ἐχθρότητα αὐτοῦ τοῦ κόσμου – τό
μαρτύριο ἀποτελεῖ ῾δομικό᾽ στοιχεῖο τῆς ὕπαρξης τοῦ πιστοῦ. Καί δέν μπορεῖ νά
γίνει ἀλλιῶς, ἀφοῦ ρυθμιστικό στοιχεῖο τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ εἶναι τό θέλημα
τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο μανιωδῶς πολεμάει ὁ διάβολος καί τά ὄργανά του. ῎Ετσι φιλία
μέ τόν Θεό καί μέ τόν ἁμαρτωλό κόσμο δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει. ῾῞Ος ἄν θέλῃ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρός τοῦ
Θεοῦ καθίσταται᾽, βεβαιώνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. ῾Οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν᾽. Τό πνευματικό ἀλλοιθώρισμα
ὡς ταυτόχρονη προσπάθεια σύζευξης καί τῶν δύο συνιστᾶ γνώρισμα ἀνθρώπου πού δέν
ἔχει σταθερή πίστη καί γι᾽ αὐτό εἶναι διαρκῶς ῾ἀκατάστατος ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ᾽.
Μέ ἄλλα λόγια ὁ χριστιανός κινεῖται πάντοτε μέ βάση τόν λόγο
τῶν ἁγίων ἀποστόλων πού ἐπιτάσσει ῾πειθαρχεῖν
δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις᾽. Τόν Θεό ἐν Χριστῷ ζητοῦμε νά εὐαρεστοῦμε καί
νά εὐχαριστοῦμε, διότι Αὐτός εἶναι ὁ δημιουργός μας, ὁ συντηρητής τῆς ζωῆς μας,
ἡ τελική ἀναφορά μας καί ὁ κριτής μας, αὐτονοήτως δέ ἡ εὐχαριστία Του αὐτή
προϋποθέτει τή συμμετοχή στό κατεξοχήν γεγονός μέ τό ὁποῖο εὐχαριστεῖται, τή
Θεία Εὐχαριστία, συνεπῶς τήν ἔνταξη τοῦ ἀνθρώπου στήν ᾽Εκκλησία. Τό ῾γενηθήτω τό θέλημά Σου᾽ ἄλλωστε εἶναι ἡ ἐπωδός
τῆς κάθε ἐνέργειας τοῦ πιστοῦ χριστιανοῦ.
γ. ῾Ο λόγος τοῦ ἀποστόλου
Παύλου μᾶς θέτει ἐνώπιον τῆς αὐτοσυνειδησίας μας ὡς χριστιανῶν. Ποιόν τελικῶς ὑπηρετοῦμε,
δηλαδή σέ ποιόν τελικῶς δίνουμε λογαριασμό; ῾Ο ἀγώνας μας εἶναι ὄντως ῾εὐπροσωπῆσαι᾽, νά ἀποκτήσουμε καλή φήμη,
χωρίς ὅμως τό ῾ἐν σαρκί᾽, δηλαδή
χωρίς τήν ἀναφορά μας στόν κόσμο καί τούς ἀνθρώπους. ῾Εὐπροσωπῆσαι ἐν Χριστῷ᾽: αὐτή εἶναι ἡ καθημερινή προοπτική. Νά ἀρέσουμε
στόν Χριστό, ῾δοκιμάζοντες τί εὐάρεστόν ἐστιν
Αὐτῷ᾽.