«Ο
όσιος Ιλαρίων έζησε επί της βασιλείας Κωνσταντίνου του μεγάλου. Γεννήθηκε και
ανατράφηκε στην πόλη της Γάζας από γονείς ειδωλολάτρες. Από μεγάλη αγάπη προς
τα γράμματα πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου μορφώθηκε, αλλά και δέχθηκε την πίστη
του Χριστού. Έγινε ζηλωτής του Μεγάλου Αντωνίου, τον οποίο ακολούθησε, και
έζησε μαζί του επ’ αρκετόν. Επέστρεψε κάποια στιγμή πίσω στην πατρίδα
του, και όταν πέθαναν οι γονείς του, μοίρασε όλη την περιουσία που του άφησαν
στους φτωχούς. Έπειτα απεσύρθη στην έρημο και αποδύθηκε στους πιο μεγάλους
ασκητικούς αγώνες, με αποτέλεσμα ο Κύριος να τον χαριτώσει με το χάρισμα της
θαυματουργίας, με το οποίο θεράπευσε πολλούς πάσχοντες από σωματικά και ψυχικά
νοσήματα. Αργότερα, ανοίχτηκε προς τον κόσμο και αφού πέρασε από πολλές πόλεις
και τόπους και χώρες, σε ηλικία ογδόντα ετών ετελεύτησε τον βίο του».
Ο
εκκλησιαστικός ποιητής, μπροστά στο φαινόμενο «Ιλαρίων» προσπαθεί να βρει
λέξεις και εικόνες, προκειμένου να παραστήσει σωστά τη θέση του στην Εκκλησία,
και όσο ζούσε στον κόσμο τούτο, αλλά και στη δόξα του ουρανού. Στον κόσμο τούτο
τον βλέπει αφενός ως πρότυπο και στερέωμα των μοναστών, αφού υπήρξε εις άκρον
ησυχαστής: «μοναζόντων εδραίωμα» τον χαρακτηρίζει μεταξύ άλλων, αφετέρου
ως «ποδηγέτην των σωζομένων Θείω εν Πνεύματι», δηλαδή με το Πνεύμα του
Θεού οδηγό και των εν κόσμω χριστιανών που επιθυμούν τη σωτηρία τους. Από
την άποψη αυτή ο όσιος Ιλαρίων υπήρξε για όλους τους χριστιανούς, μοναχούς και
κοσμικούς, «θησαυρός ιαμάτων» και «Προφήτης Θεού», «στύλος
ακράδαντος ουρανομήκης» και «πύργος ασάλευτος», κυριολεκτικά «άρμα
πύρινον, το όνομα βαστάζων το του Κυρίου», ένας κυριολεκτικά «ήλιος…διασπείρων
πάσι τας ακτίνας των θαυμάτων». Στη δόξα του Θεού από την άλλη, ο
υμνογράφος τον «βλέπει» «ως κέδρον υψίκομον, δι’ αρετής υψούμενον εν αυλαίς
Θεού πεφυτευμένον∙ και ως κεκλεισμένον κήπον, ως ευθαλή Παράδεισον, ως πηγήν
ιαμάτων». Δηλαδή όχι μόνον αποτελεί «κόσμημα» του Παραδείσου, ένας
υψηλόκορμος κέδρος, φυτευμένος στις αυλές του Θεού, αλλά και ο ίδιος συνιστά
ένα παράδεισο μόνος του, ένα κλεισμένο κήπο.
Ποια
η αιτία των «υπερβολικών» θα λέγαμε αυτών χαρακτηρισμών; Πρώτον, ότι ο όσιος
Ιλαρίων «Πνεύματος αγίου πλήρης εγένετο», διότι «ο ένθεος έρως
κατέτρωσε (πλήγωσε) αυτόν» με αποτέλεσμα «να καθυποτάξει με
την εγκράτεια τα πάθη του σώματος στο νοερό της ψυχής» και «με τις ιερές
αναβάσεις να ξεφύγει από τους κοσμικούς θορύβους». Με άλλη όμορφη εικόνα
του υμνογράφου: «απέξεσε τω ξίφει της εγκρατείας τους δερματίνους
χιτώνας της νεκρώσεως και ύφανε ιμάτιον σωτηρίου». (Με το ξίφος της
εγκράτειας έβγαλε από πάνω του τα αποτελέσματα της θανατηφόρας αμαρτίας και
ντύθηκε τον Χριστό), συνεπώς «ιδών ο Χριστός το πράον και ησύχιον, μονήν
πεποίηται εν αυτώ, και γέγονε οικητήριον θείον». (Επειδή είδε ο Χριστός την
πραότητα και το ήσυχο της ψυχής του, κατοίκησε σ’ αυτόν και έγινε έτσι
θείο κατοικητήριο). Δεύτερον, ότι ο όσιος υπήρξε μαθητής του μεγάλου
οσίου Αντωνίου, ένα από τους μεγαλύτερους αγίους της Εκκλησίας μας, του οποίου
την ένθεη ζωή μιμήθηκε στο έπακρο και αφομοίωσε τις αρετές του. «Τον βίον
ζηλώσας του θείου Αντωνίου, τοις ίσοις μέτροις της αρετής αφομοιούμενος».
«Αντωνίου του θείου εζηλωκώς τον ενάρετον βίον πνευματικώς». Ο νοερός
«φακός» του υμνογράφου επικεντρώνει ακόμη περισσότερο στο θέμα αυτό: Πλησίασες
τον Θεό, θεοφόρε, γιατί σε έφεραν σ’ αυτόν οι παλάμες του θεόφρονος
Αντωνίου. «Θεώ προσαγόμενος, θεοφόρε, παλάμαις του θεόφρονος Αντωνίου».
Με ποιον άλλον τρόπο θα μπορούσε ο ποιητής να δείξει τη στενότατη σχέση του
Ιλαρίωνα με τον Γέροντά του Αντώνιο; Και επιμένουμε στη σχέση αυτή, διότι δεν
είναι δυνατόν να θυμηθεί κάποιος τον άγιο Αντώνιο και να μη συγκινηθεί, να μη
κατανυχθεί καλύτερα, αφού με τον τρισμέγιστο αυτόν άγιο βρίσκεται στα «άγια των
αγίων» του Παραδείσου. Έτσι με τον όσιο Ιλαρίωνα, μαθητή του Αντωνίου,
αναπνέουμε την ατμόσφαιρα του Διδασκάλου του, συναναστρεφόμαστε επίσης τον άλλο
μεγάλο μαθητή του άγιο Αθανάσιο, μας αγγίζει πράγματι η ενέργεια του ίδιου του
Θεού. Σε τι αγία ατμόσφαιρα πράγματι μάς μεταφέρουν οι ύμνοι της Εκκλησίας μας!
Γίνονται κυριολεκτικά τα παράθυρα, για να «δούμε» λίγο το άγιο βάθος του
ουρανού!