Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2012

Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΤΩΝ ΕΦΗΒΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ (ή Πώς πρέπει να στέκονται οι γονείς έναντι των εφήβων;)



 Το θέμα μας είναι από τα πιο κρίσιμα διαχρονικά. Δεν υπάρχει εποχή και περίοδος του ανθρώπου που να μην έχει να αντιμετωπίσει τις σχέσεις του γονιού έναντι του εφήβου παιδιού του, είτε οι σχέσεις αυτές φαίνονται ομαλές είτε όχι. Κι αυτό γιατί η εφηβική ηλικία αποτελεί μία ξεχωριστή περίοδο στη ζωή του ανθρώπου, η οποία προκαλεί συνήθως ή πολλές φορές συγκρουσιακές καταστάσεις, αυτό που έχει χαρακτηριστεί ήδη ως ῾χάσμα των γενεών᾽. Από τη στάση μάλιστα των γονέων έναντι της ηλικίας αυτής εξαρτάται συχνά όχι μόνο η ομαλή πορεία των εφήβων, αλλά και καθορίζεται και η όλη η μετέπειτα ζωή τους. Έχουμε περιπτώσεις – όχι λίγες – που λόγω ακριβώς της μη ορθής αντιμετώπισης της περιόδου αυτής, τόσο από τους εφήβους όσο κυρίως από τους γονείς τους, παρέμειναν αξεδιάλυτα προβλήματα που ταλάνισαν και ταλανίζουν τον άνθρωπο ακόμη και στη θεωρούμενη ώριμη ηλικία. Όλοι θα έχουμε ακούσει την επισήμανση των σχετικών επιστημόνων ότι αν δεν περάσει κανείς την κρίση της εφηβικής ηλικίας τότε που πρέπει, θα έρθει η ώρα να την περάσει αργότερα, κατά πολύ χειρότερο συνήθως τρόπο. Και θέλουμε να πούμε ότι μιλώντας για τους γονείς και τη στάση τους έναντι των εφήβων εννοούμε βεβαίως αυτούς πρωτίστως, αλλά και κάθε άλλον που σχετίζεται πιο προσωπικά μαζί τους, όπως τους εκπαιδευτικούς, τους κληρικούς, τους κατηχητές, κάθε μέλος της ευρύτερης οικογένειας που τους συναναστρέφεται.

 1.  Μία εισαγωγική παρατήρηση.

Πριν προχωρήσουμε στο θέμα μας καθ᾽ αυτό, θα θέλαμε να κάνουμε μία γνωστή  αλλά απαραίτητη  παρατήρηση.
 Έχει λόγο η Εκκλησία σε θέματα ψυχολογικά και παιδαγωγικά; Και θέτουμε το ερώτημα, διότι μία πρώτη ένσταση που μπορεί να διατυπωθεί είναι αυτή: το θέμα της εφηβείας και των δυναμικών που αναπτύσσονται κατ᾽ αυτήν και κατά τη σχέση με τους γονείς είναι πρωτίστως θέμα της ψυχολογίας, της παιδαγωγικής κι ίσως της κοινωνιολογίας. Τι λόγο μπορεί να έχει η θεολογία; Με άλλα λόγια η διαπραγμάτευση του θέματος από έναν κληρικό θεολόγο θα γίνει ως να ομιλεί ένας ψυχολόγος ή ένας ψυχίατρος ή ακόμη ένας παιδαγωγός, με την τρέχουσα έννοια του όρου; Μήπως τελικώς γίνεται μία υπέρβαση των ορίων της θεολογίας και εισέρχεται αυτή σε ῾ξένα᾽,  όπως λέμε, ῾χωράφια᾽; Αλλ᾽ η ένσταση είναι πολύ αδύναμη και ουσιαστικά αρνείται όλη την εν Χριστώ αποκάλυψη. Άρνηση της πίστεως να προσεγγίσει τέτοια θέματα σημαίνει άρνηση στην ουσία της ενανθρωπήσεως του Θεού, άρνηση της ανθρώπινης διάστασης του ίδιου του Κυρίου. Ο Χριστός ενανθρώπησε, που θα πει ο Θεός προσέλαβε τον όλο άνθρωπο, ῾χωρίς αμαρτίας᾽ βεβαίως, συνεπώς δεν υπάρχει περιοχή της ανθρώπινης ζωής, για την οποία να μην μπορεί να μιλήσει ο λόγος της πίστεως, όταν μάλιστα η περιοχή αυτή είναι ο ίδιος ο άνθρωπος και οι σχέσεις που αναπτύσσει με τον συνάνθρωπό του.
Η αλήθεια αυτή κατανοείται ακόμη περισσότερο, όταν ληφθεί υπόψιν ότι η χριστιανική πίστη έρχεται και φωτίζει όχι μόνο το ποιος είναι ο αληθινός Θεός, αλλά και το ποιος είναι ο αληθινός άνθρωπος, πώς πρέπει να ζει αυτός στον κόσμο τούτο, ποια είναι η μεγαλειώδης προοπτική του. Ο λόγος δηλαδή της πίστεως είναι ο κατεξοχήν λόγος που μπορεί να μιλήσει για τα θέματα αυτά, αξιοποιώντας βεβαίως και ό,τι άλλο οι επιστήμες του ανθρώπου έχουν διαπιστώσει από την έρευνά τους για τον ψυχισμό αυτού και για τις σχέσεις που αναπτύσσει στον κόσμο. Από την άποψη αυτή τα πορίσματα περί ανθρώπου της ψυχολογίας, της παιδαγωγικής, της κοινωνιολογίας διευρύνονται με τον χριστιανικό λόγο, κατανοούνται βαθύτερα, προσανατολίζονται στην ορθή τους κατεύθυνση, ώστε να εξυπηρετείται ο άρτιος άνθρωπος, που δεν είναι άλλος, κατά την πίστη μας, από τον εν Χριστώ άνθρωπο, τον άγιο, τον ῾κατ᾽ εικόνα και καθ᾽ ομοίωσιν Θεού᾽ δημιουργημένο.

2. Η σχέση γονέων και εφήβων: σχέση συνήθως ῾συγκρουσιακή᾽.

Ποια η συνήθης διαπίστωση των επιστημών του ανθρώπου, αλλά και της εμπειρίας του καθενός μας, για τη σχέση των εφήβων με τους γονείς τους και των γονέων με τους εφήβους; Η σχέση φαίνεται να είναι σχέση σύγκρουσης. Κι όταν μιλάμε για σύγκρουση δεν πρέπει να την εννοήσουμε κατ᾽ ανάγκη πάντοτε εμφανή ούτε και απόλυτη. Μπορεί να υφίσταται, αλλά να διαβαθμίζεται ανάλογα με τον χαρακτήρα των γονιών και των εφήβων, ανάλογα με το μορφωτικό επίπεδο των γονιών, κυρίως ανάλογα με την πνευματική τους καλλιέργεια. Έτσι μπορεί ίσως να εκδηλώνεται λεκτικά, ακόμη και σωματικά με φωνές και εντάσεις, με ύβρεις, με βίαιες κινήσεις, αλλά μπορεί και εξωλεκτικά με μορφασμούς, συνοφρυώματα, μελαγχολική διάθεση, κάποια ιδιαίτερη σωματική στάση. Θεωρείται πάντως δεδομένη και λόγω της ίδιας της φύσης της εφηβικής ηλικίας, ως ηλικίας μεγάλων αλλαγών και εσωτερικών εντάσεων, και λόγω της αποδοχής των γονιών ότι αυτοί έχουν τον πρώτο λόγο ως κατεξοχήν υπεύθυνοι για την οικογένειά τους. Και ναι μεν οι γονείς έχουν απόλυτο δίκιο να ζητούν την υπακοή των παιδιών τους, αφού πράγματι εκείνοι αναλώνονται για τα προς το ζην και την ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία της οικογένειας, όμως και η εφηβική ηλικία έχει υπέρ αυτής το δεδομένο της αλλαγής, όπως είπαμε, και της έντασης. Και σ᾽ αυτό θα θέλαμε να επικεντρώσουμε περισσότερο την προσοχή μας.
Οι περισσότεροι γνωρίζουμε και διαπιστώνουμε ότι οι αλλαγές στην ηλικία αυτή δεν είναι μόνο σωματικής φύσεως, πολύ μεγάλες πράγματι, αλλά κυρίως ψυχολογικής. Στην ηλικία αυτή ανατρέπονται όλα τα δεδομένα, κοσμοθεωριακά, όρασης προς την ίδια τη ζωή και του νοήματός της, σχέσης προς τους μεγαλυτέρους, είτε γονείς είτε διδασκάλους είτε κληρικούς, οι οποίοι συνήθως αποκαθηλώνονται από το βάθρο της αυθεντίας τους καθώς αναπτύσσεται η κριτική διάθεση των εφήβων, σχέσης προς τον ίδιο τους τον εαυτό. Το παιδί σιγά σιγά παραχωρεί τη θέση του στον άνθρωπο της ωριμότητας, αλλά νιώθει ότι περνά μέσα από μία μεταβατική περίοδο που δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Νιώθει σαν χαμένος, κυριαρχημένος αφενός από τη βαθιά επιθυμία του να σπάσει τα δεσμά του και να γίνει ανεξάρτητος, αφετέρου από την προσκόλλησή του προς τους γονείς και τα παραδεδομένα,  κι αυτό του δημιουργεί πότε μία τεράστια ανασφάλεια που προσπαθεί να καλυφθεί τις περισσότερες φορές είτε από επιθετικότητα και εκρήξεις οργής είτε από κλείσιμο στον εαυτό του, και πότε μία υπεροπτική διάθεση ως να είναι ο κυρίαρχος του κόσμου. Γι᾽ αυτό και μιλούν οι ειδικοί για το κεντρικότερο πρόβλημα του εφήβου στη φάση αυτή, την έλλειψη της ψυχικής του ταυτότητας, κάτι που συνιστά μεγάλη οδύνη στον υπό ωρίμανση άνθρωπο. Δεν είναι λοιπόν παράδοξο αυτό που έχει ειπωθεί ότι ένας οργισμένος νέος, που προκαλεί συνήθως τον εξοργισμό των μεγαλυτέρων, είναι τις περισσότερες φορές παράλληλα ένα φοβισμένο και ταραγμένο παιδί που ζητά τη μητρική αγκαλιά.
Αυτή η ανασφάλεια, η διελκυνστίδα μεταξύ της ορμής για ανεξαρτησία και της σιγουριάς της οικογένειας, είναι το πιο ιδανικό έδαφος για την αναζήτηση φίλων και προτύπων. Ο έφηβος ψάχνει για φίλους, δηλαδή για την ένταξη σε μία ομάδα που με τα κοινά της στοιχεία θα του δώσει την αίσθηση απόκτησης κάποιας ταυτότητας, και αυτοί οι φίλοι στην ηλικία αυτή φαίνεται να έχουν την προτεραιότητα και έναντι της ίδιας της οικογένειας. Γονιός που δεν κατανοεί την ιδιαιτερότητα αυτή της εφηβικής ηλικίας μπορεί να στενοχωρηθεί ή και να επαναστατήσει, νομίζοντας ότι το παιδί του τον έχει κάνει πέρα. Αλλά τούτο δεν είναι αλήθεια. Ο έφηβος εξακολουθεί και αγαπά τους γονείς του, αλλά και θέλει την απόκτηση της ανεξαρτησίας του. Η προτεραιότητα των φίλων λοιπόν είναι σημάδι υγείας του παιδιού, που πρέπει να το εκμεταλλευτεί ο γονιός, μαζί με την άλλη αναζήτηση του εφήβου για πρότυπα. Διαφορετικά, αν ο γονιός μείνει στη σύγκρουση και την άρνηση να κατανοήσει το έφηβο παιδί του, θεωρώντας το ως αντίπαλο, θα είναι υπεύθυνος για την πιθανή ώθηση που ο ίδιος θα έχει δώσει για την ένταξη του παιδιού του σε ομάδες και φιλίες όχι τόσο καλές ή ακόμη και στην απαρχή της γνωριμίας του με τον κόσμο των εξαρτησιογόνων ουσιών.
Καταλυτικός είναι ο ρόλος που παίζει στην ηλικία αυτή και το ερωτικό στοιχείο, το οποίο αρχίζει και εμφανίζεται με ένταση απαιτώντας αφενός την ικανοποίησή του, δημιουργώντας αφετέρου και τεράστιες ενοχές. Ο έφηβος πράγματι βρίσκεται εγκλωβισμένος και σ᾽ αυτήν την οδύνη: βλέπει τις αλλαγές στο σώμα του, αρχίζει ιδιαιτέρως να ενδιαφέρεται για το άλλο φύλο, όχι τόσο για την ικανοποίηση του ερωτισμού του, όσο για την κατανόηση του ίδιου του του εαυτού, αλλά και διακατέχεται και από ένα σωρό ενοχές. Το ενοχικό στοιχείο είναι εξόχως ανεπτυγμένο στον έφηβο, και γιατί γενικώς νιώθει ότι έρχεται σε σύγκρουση με τους γονείς του, αλλά και γιατί με τις σεξουαλικές παρορμήσεις του αρχίζει και αισθάνεται διεστραμμένος.
Και βεβαίως στην ηλικία αυτή έρχεται η αμφισβήτηση και του ίδιου του Θεού. Κάθε τι που είναι δοτό από τους γονείς και την οικογένεια, όπως και η ίδια η πίστη στον Θεό, τίθεται εν αμφιβόλω. Και δικαίως: το παιδί θέλει τη δοτή πίστη να την κάνει προσωπική και υπεύθυνη. Κι αυτό συνήθως περνά μέσα από τη φάση της αμφισβήτησης. Γι᾽ αυτό, και όπως θα δούμε παρακάτω, η φάση αυτή δεν θεωρείται αρνητική, αλλά εξόχως θετική, αφού γίνεται σκαλοπάτι για το πέρασμα στην αυθεντική πίστη.
Τα ολίγιστα αυτά στοιχεία των χαρακτηριστικών της εφηβείας μάς οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η εφηβική ηλικία είτε στην πρώτη φάση της είτε στη μετέπειτα είναι μία ηλικία που όχι απλώς ζητά την κατανόησή της, αλλά την απαιτεί, πότε με τρόπο λεκτικό και πότε όχι. Δεν είναι τυχαίο ότι ο μέγας Ιωάννης Χρυσόστομος έχει χαρακτηρίσει την εφηβική ηλικία ως παράλογη ηλικία και την έχει εικονίσει με την εικόνα του κένταυρου, μισού ανθρώπου και μισού αλόγου, για να πει δηλαδή ότι ο έφηβος έχει κατεξοχήν τη φιλοτιμία του ανθρώπου αλλά και τον παραλογισμό του αλόγου ζώου. Οι εντάσεις και οι συγκρούσεις φαντάζουν δεδομένες, οπότε το ερώτημα τι κάνουμε απέναντι στους εφήβους μας είναι αυτονόητο και εναγώνιο.

3. Πώς στεκόμαστε λοιπόν οι γονείς απέναντι στους εφήβους μας;

Κι αυτό θα πει:  τι μπορεί η χριστιανική πίστη μας, η Εκκλησία μας δηλαδή, να προσφέρει τόσο στους ίδιους τους εφήβους όσο και στους γονείς; Τι έχει να πει;
(α) Πρώτον, σε ένα γενικό επίπεδο, να κατανοήσουμε όλοι, έφηβοι και γονείς, ότι η εφηβική ηλικία δεν είναι μία παρά φύσιν ή νοσηρή ηλικία. Το να είναι κανείς έφηβος δεν είναι αρρώστια. Ό,τι συνήθως λένε οι ιατροί γυναικολόγοι στις εγκύους γυναίκες, ότι η περίοδος της εγκυμοσύνης δεν είναι περίοδος αρρώστιας αλλά κάτι το φυσιολογικό που απαιτεί βεβαίως και προσοχή, το ίδιο μπορούμε να πούμε και για την περίοδο της εφηβείας. Πρόκειται για τη φυσιολογία της μετάβασης από την παιδική στην ώριμη ηλικία, την οποία ο ίδιος ο Θεός έχει καθορίσει. Ούτε λοιπόν ο έφηβος πρέπει να βλέπει τον εαυτό του ως κάτι το εξωγήινο, ως κάτι που μόνο σ᾽ αυτόν τον ίδιο συμβαίνει αυτό που περνά, ούτε όμως κι ο γονιός πρέπει να αντιμετωπίζει την περίοδο αυτή του παιδιού του ως περίοδο ανωμαλίας και νοσηρότητας. Πόσο εύκολα, είναι αλήθεια, ξεχνάμε οι μεγάλοι τη δική μας εφηβική ηλικία. Εκτός κι αν αντιδρούμε αρνητικά και πανικόβλητα, διότι είμαστε ακόμη μπλοκαρισμένοι από αυτήν, έχοντας αφήσει πίσω μας αναπάντητα ερωτηματικά!  Όσο πιο γρήγορα πάντως κατανοήσει και ο ίδιος ο έφηβος, κυρίως όμως ο γονιός του ότι πρόκειται για επώδυνη ίσως αλλά και φυσιολογική κατάσταση που γεννά την ωριμότητα, τόσο πιο γρήγορα και εύκολα θα υπερβαθούν οι εντάσεις και οι συγκρούσεις μεταξύ τους.
Και δεύτερον: να θυμηθούμε ότι στη ζωή αυτή που το γνώρισμά της είναι συνήθως η θλίψη και οι δοκιμασίες - ῾διά πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την Βασιλείαν των Ουρανών᾽ σημείωσε ο Κύριος – η μόνη σώζουσα στάση του ανθρώπου είναι η αγάπη. Ό,τι κι αν αντιμετωπίζουμε, σε οποιαδήποτε δοκιμασία κι  αν επιτρέψει ο Θεός να εισέλθουμε, δεν πρέπει να μετασταθούμε από την ορθή οδό, δηλαδή την αγάπη. Άλλωστε, θα έλεγε κανείς ότι ακριβώς γι᾽ αυτήν την απόκτησή της επιτρέπει ο Θεός τις δοκιμασίες στη ζωή μας. Με το αιτιολογικό βεβαίως  ότι ασκούμενοι σ᾽ αυτήν οδηγούμαστε σε ό,τι συνιστά σκοπό της χριστιανικής ζωής, την εύρεση και τη βίωση του Χριστού στη ζωή μας. Τίποτε λοιπόν δεν μπορεί να δικαιολογήσει την έκπτωση από την προοπτική αυτή, γεγονός που σημαίνει ότι και η αντιμετώπιση των εφήβων με τα προβλήματα που περικλείει η σχέση μας μαζί τους εκεί στοχεύει: να κρατήσουμε την αγάπη του Θεού και να τους βοηθήσουμε να προσανατολιστούν στην ίδια αυτή προοπτική.
(β) Πιο συγκεκριμένα: αν η αγάπη είναι το καθοριστικό στοιχείο της στάσης μας απέναντι σε όλους, πολύ περισσότερο είναι για τη στάση μας απέναντι στους εφήβους μας. Εδώ πρωτίστως ισχύει ῾ο παροξυσμός της αγάπης᾽, για την οποία μιλάει ο απόστολος Παύλος. ῾Κατανοώμεν αλλήλους εις παροξυσμόν αγάπης᾽. Αγαπώ, κατά τον θεόπνευστο αυτό λόγο,  σημαίνει κατανοώ τον άλλον. Απέναντι δηλαδή στους εφήβους ούτε πρέπει να νευριάζουμε και να εξοργιζόμαστε, όπως αναφέραμε και παραπάνω – κάτι που δυστυχώς θεωρείται από τον κοσμικό άνθρωπο εντελώς φυσικό – ούτε όμως και να αδιαφορούμε. Και τα δύο, οργή και αδιαφορία, συνιστούν έλλειψη αγάπης, συνεπώς εκτροπή από την αλήθεια της πίστεως. Κι από την άποψη αυτή η εφηβική ηλικία είναι μία πρόκληση αναμέτρησης και με τον ίδιο μας τον εαυτό. Μπροστά σ᾽ έναν έφηβο φανερώνονται και τα δικά μας πνευματικά μέτρα, όπως συμβαίνει με έναν καθρέπτη, οπότε η σχέση με τους εφήβους μπορεί να αξιοποιηθεί για την πνευματική προκοπή και τον αγιασμό μας. Ας θυμηθούμε το γνωστό περιστατικό με τον Γέροντα Πορφύριο, κατά το οποίο περπατώντας στον δρόμο μ᾽ έναν γνωστό του, είδαν μία νεαρή κοπέλα, ντυμένη έξαλλα. Κι ο μεν συνοδός του Γέροντα εξοργίστηκε από το προκλητικό ντύσιμο, βρίσκοντας την ευκαιρία να ξεσπάσει κατά της εκτροχιασμένης νεολαίας, ο δε Γέρων που ζούσε την αληθινή αγάπη και κατανοούσε σε βάθος τα πράγματα, είδε τον δυναμισμό που έκρυβε η κοπέλα, λέγοντας ότι αν καθοδηγηθεί σωστά ο δυναμισμός της θα οδηγηθεί σε αγιότητα. Ο συνοδός έβλεπε την επιφάνεια, ο Γέροντας έβλεπε το βάθος. «Η σχέση με τους εφήβους – σημειώνει σύγχρονος ψυχίατρος που ασχολείται ιδιαιτέρως με την ψυχολογία των εφήβων – είναι μία υπαρξιακή αναμόχλευση και γι᾽ αυτό δεν την αντέχουν όλοι. Προκαλεί αποσταθεροποίηση αλλά ταυτόχρονα συνιστά ευλογία και δώρο. Προτρέπει για επαφή με ρεύματα αληθινής ζωής και με τις ξεχασμένες ή υποτιμημένες δυνάμεις μας. ῾Συχνά ρωτώ γονείς: - τι έμαθες από τον έφηβό σου αυτήν την εβδομάδα; Ή: - τι έμαθες για τον εαυτό σου ζώντας με έναν έφηβο στο σπίτι; Τέτοιες ερωτήσεις λειτουργούν ως καταλύτες για ενδοσκόπηση του γονέα» (π. Β. Θερμός, Ταραγμένη άνοιξη, σελ. 215-216).
Κατανόηση λοιπόν εν αγάπη: η ενδεδειγμένη στάση απέναντι στους εφήβους. Αν, για να συνεχίσουμε το σκεπτικό, η προκλητική συμπεριφορά ενός εφήβου μάς οδηγεί σε οργή, με αποτέλεσμα να τον προκαλούμε κι εμείς με τη σειρά μας, είτε επιτιθέμενοι σε αυτόν είτε αδιαφορώντας – η αδιαφορία συνιστά εξίσου επιθετική συμπεριφορά, πολλές φορές χειρότερης μορφής από ό,τι η ίδια η επίθεση - τότε αφενός αποκαλυπτόμαστε εντελώς ανώριμοι, αφού η στάση μας καθορίζεται από την πρόκληση που δεχόμαστε – εκεί φανερώνεται η ανωριμότητα του ανθρώπου: όταν δεν καθορίζει αυτός την πορεία του, αλλά δρα στη ζωή του αντιδραστικά -, αφετέρου περιπίπτουμε σ᾽ αυτό που λέει πάλι ο μέγας απόστολος Παύλος ῾οι γονείς μη παροργίζετε τα τέκνα υμών᾽. Δεν δικαιολογούμαστε ότι εκείνα μας προκαλούν κι εμείς αντιδρούμε ανάλογα, γιατί είπαμε αυτό δείχνει παντελή έλλειψη αγάπης, πέρα από ανωριμότητα, και κατ᾽ ουσίαν απιστία προς τον Χριστό. Το μόνο που μας ζητείται είναι να στεκόμαστε στην αγάπη, δηλαδή πάνω στον ίδιο τον Θεό που είναι αγάπη.
Η αληθινή αγάπη προς τους εφήβους σημαίνει έτσι από πλευράς των γονέων και των μεγάλων δύο καίρια πράγματα: πρώτον, την προσέγγισή τους χωρίς υποκρισία, δεύτερον, τον σεβασμό της ελευθερίας τους.
Ως προς το πρώτο: νομίζουμε πως ό,τι είπαμε μέχρι τώρα καταδεικνύει το γεγονός ότι η σχέση με τους εφήβους αποκλείει οποιαδήποτε υποκριτική συμπεριφορά. Αν και τα μικρά ακόμη παιδιά έχουν την ικανότητα να καταλαβαίνουν πολλές φορές το αν είναι αυθεντικοί απέναντί τους οι μεγαλύτεροι – ας θυμηθούμε το γνωστό στίχο από τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου ῾πώς να κρυφτείς απ᾽ τα παιδιά; Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα᾽- πόσο περισσότερο ισχύει τούτο για τους εφήβους που όχι μόνο η διαίσθησή τους αλλά και η κρίση τους έχει αρχίσει να οξύνεται; Ψεύτικες συμπεριφορές λοιπόν και κοροϊδίες δεν πρέπει να υπάρχουν στη σχέση μας προς αυτούς. Εκτός από την άμεση επισήμανσή τους, θα᾽ ναι κτύπημα συντριπτικό για την ομαλή εξέλιξη προς την ωρίμανσή τους. Κι αν ενδεχομένως για διαφόρους λόγους δεν αντιδράσουν φανερά, θα οδηγηθούν σε εσωτερική αντίδραση, σε κλείσιμο στον εαυτό τους ή σε αυτοκαταστροφική συμπεριφορά.
Ως προς το δεύτερο: νομίζουμε ότι δεν γινόμαστε υπερβολικοί αν ισχυριστούμε ότι η καταστρατήγηση της ελευθερίας των εφήβων συνιστά το αποκορύφωμα του παροργισμού των μεγαλυτέρων, κυρίως των γονιών, απέναντί τους, για τον οποίο, όπως είδαμε, μιλάει ο απόστολος Παύλος. Θέλουμε να πούμε ότι γονείς και γενικώς μεγάλοι θα δώσουμε φρικτό λόγο στον Θεό, γιατί ακριβώς αρνούμενοι να σεβαστούμε την ελευθερία των νέων τούς παροργίζουμε και συνεπώς τους οδηγούμε σε μεγαλύτερη ταραχή. Μήπως πρέπει να σκεφτούμε εδώ και τον λόγο του Κυρίου ῾ουαί δι᾽ ου το σκάνδαλον έρχεται᾽; Δεν γινόμαστε σκάνδαλο και πρόσκομμα για τα παιδιά μας, όταν καταργούμε αυτό που ο ίδιος ο Θεός έδωσε και πάντοτε το σέβεται, την ελευθερία μας; Η ελευθερία δεν είναι το πιο ουσιαστικό γνώρισμα της εικόνας του Θεού στον άνθρωπο, που σημαίνει ότι χωρίς αυτό ο άνθρωπος θεωρείται κολοβωμένος και διεστραμμένος; Ο Γέρων Πορφύριος που με τον φωτισμό του Θεού που είχε κατανοούσε σε βάθος το είναι του ανθρώπου, συνήθιζε να λέει: Ο Θεός όχι απλώς έδωσε στον άνθρωπο ελευθερία. Χάραξε την ελευθερία μέσα του».
Και βεβαίως δεν εννοούμε με το παραπάνω την άρνησή μας να θέτουμε κάποια όρια, ιδίως όταν ο έφηβος βρίσκεται στην πρώτη φάση της εφηβικής ηλικίας. Τα όρια είναι απαραίτητο να υπάρχουν, γιατί τα έχουν ανάγκη πρωτίστως τα παιδιά μας. Είναι εκείνα που μέσα στο χάος της αναταραχής που βρίσκονται τα διευκολύνουν και τα ηρεμούν, γιατί τους θέτουν ένα πλαίσιο που από μόνα τους δεν μπορούν να βάλουν.  Όσο μεγαλώνουν όμως τα όρια αυτά σιγά σιγά πρέπει να μειώνονται, για να μη φτάσουμε στο σημείο της έντονης αντίδρασής τους. ῾Κουρντίζουμε όσο παίρνει᾽, έλεγε ο Γέροντας Παΐσιος. Κι ο εξίσου μεγάλος Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ τόνιζε: ῾Καθώς μεγαλώνουν τα παιδιά, θα πρέπει διακριτικά να τους δίνουμε ελευθερία και να τα αφήνουμε να πορεύονται τον δρόμο τους. Να μη χρησιμοποιούμε το ρήμα απαγορεύω, ακόμη και για την ψυχαγωγία. Δεν έχει τόσο σημασία πώς συμπεριφέρονται σε δευτερεύοντα θέματα, όσο εάν αγαπούν τον Χριστό᾽(Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου, Οίδα άνθρωπον εν Χριστώ). Κι εδώ ιδιαιτέρως έχει θέση ο διάλογος με τους εφήβους.
Ο σεβασμός της ελευθερίας του εφήβου εκφράζεται κατεξοχήν με αυτό στο οποίο πηγαίνει το μυαλό όλων: τον διάλογο μαζί του. Όταν αγαπάς κάποιον, θα προσπαθήσεις να διαλεχθείς μαζί του, για να τον κατανοήσεις βαθύτερα, για να τον πείσεις ίσως με τα επιχειρήματά σου, για να πειστείς – ό,τι πιο ωραίο ακούγεται – από τα δικά του επιχειρήματα. Κι αυτό σημαίνει ότι ο διάλογος πρωτίστως γίνεται, εφόσον υπάρχει αγάπη, για να ακούσεις τον άλλο. Πόσο ελλειμματικοί φανερωνόμαστε και στο σημείο οι μεγάλοι – το ξαναλέμε: γονείς, δάσκαλοι, κληρικοί – όταν τύποις κάνουμε διάλογο με  τους νέους, θεωρώντας ότι υφίσταται αυτός προκειμένου οι νέοι να ακούσουν εμάς! Αλλά, αν στον διάλογο δεν ξεκινάμε με αυτήν την προϋπόθεση: να ακούσουμε τον άλλον και να πειστούμε από αυτόν, εφόσον τα επιχειρήματά του είναι ισχυρότερα από τα δικά μας, τότε δεν κάνουμε διάλογο. Κάνουμε μονόλογο με...ακροατήριο! Και μιλάμε για διάλογο σε θέματα ανθρώπινα και της καθημερινής ζωή, όχι για θέματα πίστεως, που εκεί πράγματι δεν χωρεί υποχώρηση. Λοιπόν, ο διάλογος με τους εφήβους είναι ό,τι τους πείθει ότι σεβόμαστε την ελευθερία τους, συνεπώς τους αγαπάμε, οπότε υπάρχει ελπίδα να ακούσουν κι εμάς και να προβληματιστούν για τις απόψεις μας.
Και μια τέτοια στάση απέναντί τους είναι και μια πρόκληση για δική μας ταπείνωση. Νομίζουμε ότι ένα από τα ωραιότερα πράγματα στην πνευματική μας πορεία, ένα κυριολεκτικά στεφάνι μας, θα είναι όταν με επίγνωση φτάσουμε στο σημείο να ῾ηττηθούμε᾽ από τα παιδιά μας και να αναγνωρίσουμε τα λάθη μας. Τι μεγάλη χαρά πράγματι ο μεγάλος στην ηλικία, ο γονιός του κυρίως, να πει στον έφηβο, τον οποίο αγαπά και κατανοεί, ότι ῾έκανα λάθος. Έχεις δίκιο᾽. Εκεί έχουμε την εντύπωση αποκαλύπτεται το μεγαλείο του μεγάλου, στη θεωρούμενη ῾ήττα᾽ του. Γιατί μάλλον τότε είναι η ώρα της νίκης μας – να καμφθεί η ισχυρογνωμοσύνη του εφήβου. Θα μοιάζει τούτο με την ῾ήττα᾽ του ίδιου του Θεού, όταν στην πάλη Του με τον Ιακώβ τελικώς ῾ηττήθηκε᾽ από εκείνον και τον ονόμασε Ισραήλ, δηλαδή δυνατό. Αν ο ίδιος ο Θεός μας αρέσκεται να ῾ηττάται᾽ από τα πλάσματά Του, στους εναγώνιους διαλόγους Του με αυτά, τι είμαστε εμείς αν όχι αντικείμενοι στον Θεό, όταν αρνούμαστε  πεισματικά και εγωιστικά να ῾ηττηθούμε᾽ από τα επιχειρήματα και τα λόγια των παιδιών μας;
Ο διάλογος λοιπόν είναι εκείνο που φανερώνει την αγάπη μας προς τους εφήβους και τους κάνει να νιώθουν ότι τους αντιμετωπίζουμε ως ίσους και αξιοσέβαστους, με αποτέλεσμα να τους ωθούμε προς την ωρίμανσή τους. Και τονίζουμε και πάλι – χωρίς να θέλουμε να γίνουμε κουραστικοί – ότι μιλάμε για τον αληθινό διάλογο ως έκφραση αγάπης και ελευθερίας, γιατί υπάρχει κι ένας άλλος διάλογος, τον οποίο χρησιμοποιούν ορισμένοι πιο μορφωμένοι και ενημερωμένοι παιδαγωγικά γονείς, ως απλό εργαλείο απέναντι στα παιδιά τους, με την έννοια ότι φαίνεται να διαλέγονται, προσπαθώντας όμως να ῾υποτάξουν᾽ τον λόγο των παιδιών τους και μην ακούγοντας ουσιαστικά το τι εκείνα λένε.
Αν όμως οι έφηβοί μας, παρ᾽ όλα τα δίκαια επιχειρήματά μας, δεν πείθονται; Αν βλέπουμε ότι αυτό που έχουν κατά νουν δεν είναι σωστό και επιμένουν να το κάνουν; Θα καταστρατηγήσουμε την ελευθερία τους; Θα προσπαθήσουμε να τους επιβληθούμε ασκώντας βία; Κι εννοούμε οχι τη σωματική – αυτό ούτε κατά διάνοια δεν πρέπει να υπάρχει – αλλά την ψυχολογική: φωνές, απειλές, τρομοκρατία. Η απάντηση σαφώς είναι αρνητική. Όταν ο γονιός έχει εξαντλήσει τα όποια επιχειρήματά του και δεν έχει πείσει το έφηβο παιδί του, αγόρι ή κορίτσι, τότε παίρνει στα χέρια του το μεγαλύτερο και ισχυρότερο όπλο που διαθέτει, την προσευχή. Οι χριστιανοί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η μεγαλύτερη δύναμη που διαθέτουμε είναι η αναφορά μας στον Θεό. Ό,τι ανθρωπίνως δεν μπορούμε να πετύχουμε, το πετυχαίνουμε συνήθως μέσω της βοήθειας του Θεού, της Παναγίας , των αγίων μας. ῾Τα αδύνατα παρ᾽ ανθρώποις δυνατά εστί παρά τω Θεώ᾽. Κι είναι γνωστό ότι τότε η προσευχή ενεργοποιείται, όταν λέγεται από δίκαιο άνθρωπο. Κατά τον λόγο και πάλι της Γραφής ῾πολύ ισχύει δέησις δικαίου ενεργουμένη᾽. Και ποιος είναι ο δίκαιος άνθρωπος; Ασφαλώς εκείνος που προσπαθεί να τηρεί στη ζωή του, όσο είναι δυνατόν, το θέλημα του Θεού. Με άλλα λόγια, όταν ένας γονιός είναι συνεπής στην πίστη του και αγωνίζεται εν μετανοία, τότε η προσευχή του φτάνει αμέσως στα ώτα του Κυρίου, ο Οποίος παίρνοντας αφορμή από αυτήν, συνήθως ανταποκρίνεται στο αίτημα. Οπότε ο γονιός και καθένας που συναναστρέφεται εφήβους, ποτέ δεν απελπίζεται. ῾Όπου βούλεται Θεός, νικάται φύσεως τάξις᾽. Πόσοι γονείς δεν πήγαιναν απογοητευμένοι στον Γέροντα Παΐσιο, για να πουν τα προβλήματά τους με τα έφηβα παιδιά τους, ευρισκόμενοι σε αδιέξοδο και απόγνωση! Κι ο Γέροντας πάντοτε τους καθησύχαζε, προσανατολίζοντάς τους σε αυτά τα δύο: στον δικό τους πρώτα αγιασμό, και στην εν ελπίδι προσευχή τους στον Κύριο. ῾Αφήστε και κανένα κατσαβίδι για τον Χριστό᾽, συνήθιζε να λέει. ῾Όλα εσείς θα τα κάνετε;᾽
Κι ίσως σ᾽αυτήν τη θεωρούμενη απλοϊκή και χαριτωμένη απάντηση του αγίου Γέροντα πρέπει να σταθούμε περισσότερο. Γιατί κρύβει το βάθος της πίστης μας. Τι ήταν σαν να έλεγε ο Γέροντας με τα λόγια του; Ότι ο Χριστός είναι Εκείνος που πολύ περισσότερο από τους γονείς αγαπά και ενδιαφέρεται για τα παιδιά τους. Διότι τα παιδιά τους είναι δικά Του μέλη. Αυτό συνήθως ξεχνάμε δυστυχώς οι γονείς αποκαλύπτοντας την ολιγοπιστία ή και την απιστία μας: ότι τα παιδιά μας δεν μας ανήκουν. Μπορεί ο Θεός να θέλησε να γίνουμε τα όργανά Του για να έλθουν νέες υπάρξεις στον κόσμο, μα τα παιδιά ανήκουν στον Δημιουργό τους, τον Κύριο  Ιησού Χριστό, που είναι ο ῾δι᾽ Ου τα πάντα εγένετο᾽. Και μάλιστα, αφότου τα παιδιά βαπτίστηκαν και χρίστηκαν στην Εκκλησία, έγιναν μέλη Χριστού, ενσωματωμένα στο άγιο σώμα Του, την Εκκλησία, κλαδιά στο δικό Του αμπέλι, ενδεδυμένα τον Ίδιο και συνεπώς όντας προέκτασή Του και μια άλλη δική Του φανέρωση στον κόσμο. Το λάθος λοιπόν που πολλές φορές κάνουμε οι γονείς είναι ότι δεν βλέπουμε τα παιδιά μας...ολόκληρα, αλλά αποσπασματικά. Δεν τα βλέπουμε δηλαδή μαζί με τον Χριστό και εν σχέσει προς Εκείνον, γι᾽ αυτό και αγωνιούμε και ταραζόμαστε και χανόμαστε μαζί με εκείνα. Αλλά πάνω από όλους και από όλα βρίσκεται ακριβώς ο Χριστός. Και μπορεί εμείς να βλέπουμε την ταραχή των εφήβων μας, δεν βλέπουμε όμως το χέρι που τα διακρατεί και τα συγκρατεί, έτοιμο να τα σώσει από οποιαδήποτε καταιγίδα και φουρτούνα. ῾Ολιγόπιστε, εις τι εδίστασας;᾽, ακούγεται και για εμάς ο ελεγκτικός λόγος του Κυρίου.
Θέλουμε λοιπόν να προσεγγίζουμε τους νέους μας; Η απάντηση είναι: να τους προσεγγίζουμε με αγάπη, με κατανόηση, με σεβασμό της ελευθερίας τους, με συνεχή χρήση του διαλόγου και κυρίως με προσευχή. Τι πιο παρήγορο υπάρχει από το τελευταίο, όταν φέρνουμε στον νου μας τη Χαναναία γυναίκα; Κι εκείνη πάλευε για τη θυγατέρα της, που όχι απλώς ταλαιπωρείτο από τα προβλήματα ίσως της ηλικίας της, αλλά από τον ίδιο τον διάβολο. Η επιμονή της όμως, η διαρκής αναφορά της στον Χριστό, συνδυασμένη με την αγάπη και την ταπείνωσή της, έκαμψε την υποτιθέμενη ῾σκληρότητα᾽του Κυρίου, για να εισπράξει τον θαυμαστικό λόγο Του: ῾Ω, γύναι, μεγάλη σου η πίστις! Γενηθήτω σοι ως θέλεις. Και ιάθη παραχρήμα η θυγάτηρ αυτής᾽.
Μια τέτοια προσέγγιση των εφήβων από πλευράς μας θα είναι εκείνη που στο βάθος της καρδιάς τους θα δώσει την αληθινή εικόνα του Θεού, ως του στοργικού Πατέρα, του φίλου και αδελφού, του γεμάτου αγάπη προς τον κόσμο Του, που σημαίνει ότι θα τους ωθήσει στον ορθό προσανατολισμό της ζωής τους. Τον Θεό συνήθως Τον γνωρίζουμε από τους θεωρουμένους εκπροσώπους Του, από εκείνους δηλαδή που μας μιλούν γι᾽ Αυτόν και Τον μαρτυρούν. Στα όρια των γονέων, των δασκάλων, των κληρικών λοιπόν θα δουν και την εικόνα του Θεού, κάτι που θα βοηθήσει στην αληθινή εν Χριστώ γέννησή τους. Όταν ο ίδιος ο Κύριος έλεγε στους Φαρισαίους το ήδη από την Παλαιά Διαθήκη λόγιο ότι ῾δι᾽ υμάς βλασφημείται το όνομά μου εν τοις έθνεσι᾽, δηλαδή η κακή μαρτυρία ζωής των θεωρουμένων ανθρώπων του Θεού οδηγεί σε άρνηση του Θεού από τους ειδωλολάτρες, πολύ περισσότερο ισχύει και το αντίστροφο: οι άνθρωποι οδηγούμαστε στον Θεό, βλέποντας την αληθινή εικόνα Του από τους γνήσιους ανθρώπους του Θεού. Θέλουμε να πούμε λοιπόν ότι η μεγαλύτερη ευεργεσία των γονιών και των μεγαλυτέρων προς τους εφήβους είναι να ζουν με συνέπεια την πίστη τους και να μαρτυρούν αυτό που ο Θεός μας είναι: Αγάπη. Κι αρνητής της πίστης να γίνει ένας έφηβος, μέσα στα πλαίσια της αντίδρασής του ως πορείας προς την ανεξαρτησία του και την εύρεση της ταυτότητάς του, η γνησιότητα της ζωής μας και της αγάπης μας θα έχει αποτυπωθεί στο βάθος της ψυχής του και θα τον έχει σφραγίσει καταλυτικά.
Κι ίσως σ᾽ αυτό το σημείο να πρέπει να επιμείνουμε, ότι δηλαδή τελικά ο καλός σπόρος θα υπερισχύσει στον έφηβο, έστω κι αν φαίνεται ότι ξέφυγε και παρεξέκλινε της ορθής πορείας. Κι αυτό γιατί κ α ι  η αμφισβήτηση και η επανάσταση απέναντι στα καθιερωμένα, έστω και τα της πίστεως, είναι φυσιολογική κατάσταση – σκαλοπάτι για την ωρίμανση – για έναν έφηβο, κ α ι  η δύναμη του καλού είναι μεγαλύτερη του όποιου θεωρούμενου κακού. Μην τρομάζουμε δηλαδή όταν βλέπουμε εφήβους να αντιδρούν σε ό,τι έμαθαν για τον Θεό και να απομακρύνονται από την Εκκλησία. Πρόκειται για μια αποστασιοποίηση, που μέσα στο σχέδιο του Θεού σκοπό έχει η παιδική και δοτή λεγόμενη πίστη να γίνει προσωπική και ώριμη. Ας θυμηθούμε και πάλι τον Γέροντα Παΐσιο με το ωραίο παράδειγμα που έφερνε πάνω σ᾽ αυτό: η τυχόν απομάκρυνση ενός εφήβου από την πίστη, οι αμφιβολίες που τον διακατέχουν για τα παραδεδομένα, να μη μας πανικοβάλλουν. Γιατί και πάλι θα επανέλθει σε ό,τι είδε και έμαθε από τους γονείς του. Όπως οι ξύλινες κολόνες της Δ.Ε.Η. είναι αλειμμένες με πίσσα ώς το σημείο που μπήγονται στη γη, ώστε να αποφεύγεται το σάπισμα του ξύλου, έτσι και το παιδί που έγινε έφηβος: αυτά που έμαθε και έζησε στην οικογένεια θα το προφυλάξουν από την πνευματική σαπίλα. Κι από την άλλη βεβαίως η δύναμη του καλού είναι ισχυρότερη του κακού. Διότι εδώ μιλάμε για την παντοδύναμη ενέργεια του ίδιου του Τριαδικού Θεού μας, ο Οποίος μέσα στην άπειρη αγάπη Του για τα πλάσματά Του δεν αφήνει κανέναν απρονόητο και αφρόντιστο, και μάλιστα τον άνθρωπο.
Η απαλή και διακριτική βοήθεια του γονιού και του μεγαλυτέρου προς τον έφηβο, ώστε ελεύθερα και με επίγνωση να αποδεχθεί τη χριστιανική πίστη, θα τον οδηγήσει στην ορθή ένταξή του στην Εκκλησία, ως τον χώρο που πέρα από το απολύτως ζητούμενο: την εύρεση του Θεού, θα του καλύψει τη βαθιά του ανάγκη για απόκτηση ψυχικής ταυτότητας. Μάλλον στον βαθμό που θα βιώνει την παρουσία του Θεού ως προσωπικό του γεγονός θα αποκτά και αίσθηση του ποιος είναι, ποιο νόημα έχει η ζωή του, ποια η προοπτική του, ποιες είναι οι αληθινές σχέσεις του στον κόσμο. Από την άποψη αυτή μεγαλύτερη βοήθεια για την υπέρβαση της ανασφάλειας και του φόβου που νιώθει φυσιολογικά ένας έφηβος, μέσα στον συγκλονισμό της κρίσης που υφίσταται στην πορεία ωρίμανσής του, δεν υπάρχει. Και ταυτοχρόνως προσανατολισμένος στο ζωντανό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, θα νιώθει ότι καλύπτεται πλήρως από τη δίψα του για εύρεση αυθεντικών φίλων και αυθεντικών προτύπων στη ζωή του. Διότι πέραν από το γεγονός ότι πράγματι μπορεί να βρει άλλους συνομηλίκους του με τα ίδια ενδιαφέροντα και τις ίδιες αξίες που εξανθρωπίζουν τον άνθρωπο, θα βρει τα διαχρονικά πρότυπα και τους αγαπημένους φίλους στα πρόσωπα των αγίων. Οι άγιοι, και μάλιστα οι νέοι στην ηλικία, παλαιότεροι και νεώτεροι, είναι ό,τι ανώτερο μπορεί να υπάρξει ως προσανατολισμός ζωής, για έναν έφηβο. Ο νεαρός άγιος Ταρσίζιος, ο άγιος Νέστορας, ο άγιος Απόστολος ο νεομάρτυρας, η αγία Ευφημία, οι άγιες Αγάπη, Πίστη και Ελπίδα, αλλά ακόμη και οι νέοι μάρτυρες της εποχής μας σαν τον 22χρονο Ευγένιο Ροντιόνωφ, που μαρτύρησε για την πίστη του από τους Τσετσένους, δίνουν ισχυρά ερεθίσματα στις ψυχές των νέων, οι οποίοι συγκινούνται όταν ακούνε και βλέπουν νέους σαν κι αυτούς να είναι δοσμένοι στην αγάπη του Χριστού. Μη βλέπουμε, όπως είπαμε, μόνο το άλογο και παράλογο στοιχείο της εφηβικής ηλικίας. Πολύ περισσότερο λειτουργεί η φιλότιμη πλευρά του εφήβου, αυτή που μπορεί να τον κάνει να μεγαλουργήσει και να τον κάνει να φτάσει ακόμη και σε ύψη αγιότητας. Κι αν ίσως εμείς ξεχνάμε την πλευρά του αυτή, δεν την ξεχνούν εκείνες οι ομάδες που λειτουργούν υπόγεια και σε σκοτεινά πολλές φορές συμφέροντα, οι οποίες τους προσεγγίζουν, για να αξιοποιήσουν τη γνησιότητα και ακεραιότητα του χαρακτήρα τους και τη νεανική τους ορμή.

4. Σαν επίλογος.

- Θα αφήσουμε το έφηβο παιδί μας, της πρώτης φάσης εφηβείας, να πάει σε πάρτι;
- Τι γίνεται που θέλει να ξενυχτάει;
-  Θέλει να κάνει σχέση με το άλλο φύλο. Θα επέμβουμε;
- Ζητά να πάει μόνο του διακοπές. Τι θα κάνουμε;
- Να φέρει τον ή τη φίλη στο σπίτι;
- Θέλει να ντυθεί προκλητικά. Τι θα πούμε;
- Δεν θέλει να έλθει στην Εκκλησία.
Ορισμένα από τα ερωτήματα, εκτός από πολλά άλλα, που αντιμετωπίζουμε ή αντιμετωπίσαμε οι γονείς από τα έφηβα παιδιά μας και που η απάντηση δίνεται κάθε φορά από τους γονείς εξατομικευμένα. Την ορθή απάντηση πάντως θα τη βρίσκουμε και θα τη δίνουμε, όταν δεν ξεχνάμε το πιο βασικό: ποτέ δεν πρέπει να κινούμαστε με απόλυτο τρόπο. Απόλυτο είναι μόνον ένα, κι είναι πράγματι αδιαπραγμάτευτο: η αδιάκοπη αγάπη μας, που θα μας φωτίζει να πορευόμαστε με διάκριση και σεβασμό των παιδιών μας, τεντώνοντας ή λασκάροντας το λουρί εκεί που πρέπει και όσο παίρνει. Το τονίσαμε: κουρντίζουμε το ρολόι όσο μας επιτρέπει. ῾Καιρός του πολεμήσαι, καιρός του ειρηνεύσαι᾽, λέει κάπου ο λόγος του Θεού. Και πάνω από όλα, αξιοποίηση της προσευχής. ῾Τα λόγια του γονιού στο παιδί πηγαίνουν στα αυτιά – λένε οι άγιοί μας – ενώ τα λόγια του στον Θεό για τα παιδιά πηγαίνουν στην καρδιά᾽. Ελευθερία δεν σημαίνει ῾κάνε ό,τι θέλεις᾽, αλλά ῾κάνε ό,τι θέλεις με όρους᾽. Δηλαδή, συζητάμε με τα παιδιά, δεν εκφράζουμε εκπλήξεις και θαυμασμούς για κάτι κακό που κάνουν, και σε μερικά δευτερεύοντα θέματα τα αφήνουμε να ενεργούν με την θέλησή τους. Εάν κάποιο παιδί θέλη να πάη στο πάρτυ, να του πούμε: ῾Κάνε προσευχή και ό,τι σε φωτίσει ο Θεός᾽. Και να προσθέσουμε: ῾Εγώ δεν θα σου το κρατήσω, εάν πας στο πάρτυ μετά από προσευχή᾽. Έτσι τους αναπτύσσουμε την υπευθυνότητα και την σχέση τους με τον Χριστό, τους μαθαίνουμε να προσεύχονται στον Θεό για κάθε πράξη τους». Είναι λόγια και πάλι του Γέροντα Σωφρονίου, που τα κατέγραψε μαζί και με πολλά άλλα, τόσο που να συγκροτούν ένα Γεροντικό μόνο γι᾽ αυτόν, ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος στο θαυμάσιο βιβλίο του ῾Οίδα άνθρωπον εν Χριστώ᾽.
Κι εν τέλει: Ό,τι κι αν είναι και κάνουν τα παιδιά μας, και μάλιστα οι έφηβοι, η ευθύνη πρωτίστως ανάγεται σ᾽ εμάς τους γονείς και τους μεγαλυτέρους. Δεν μας κάνει εντύπωση πως και μέσα στο Ευαγγέλιο τα προβλήματα των παιδιών -  αρρώστιας, δαιμονισμού κλπ. – δεν ανάγονται στα ίδια αλλά στους γονείς; Έρχεται ο αρχισυνάγωγος και ζητά από τον Χριστό τη θεραπεία της κόρης του. Κι ο Κύριος τον στρέφει στον εαυτό του. ῾Ει δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι᾽. Κραυγάζει η Χαναναία, όπως είδαμε, για το δαιμονισμένο παιδί της, κι ο Χριστός το θεραπεύει, λόγω της μεγάλης πίστης της μάνας. Κι οι άγιοί μας το ίδιο μαρτυρούν: ῾οι γονείς να αγιάζουν τον εαυτό τους κι ο Θεός θα ενεργεί στα παιδιά τους᾽. Από ό,τι φαίνεται τελικά η εφηβεία μπορεί να είναι δύσκολη ηλικία για τα παιδιά και τους γονείς, η αντιμετώπιση όμως και η διέξοδος των προβλημάτων της βρίσκεται περισσότερο στους γονείς. Η ανάληψη με επίγνωση και ταπείνωση αυτής της ευθύνης από εμάς τους μεγαλυτέρους νομίζουμε ότι θα είναι η σπουδαιότερη συμβολή μας για τον δικό μας αγιασμό, αλλά και των ίδιων των παιδιών μας.