«Ο άγιος Μάμας ήταν από τη Γάγγρα, πόλη των Παφλαγόνων. Οι γονείς του ήταν Χριστιανοί, οι οποίοι συνελήφθησαν για την πίστη τους στον Χριστό και ρίχτηκαν στη φυλακή. Εκεί, στα δεσμά της φυλακής, γεννήθηκε και ο άγιος. Επειδή οι γονείς του πέθαναν στη φυλακή, ανέλαβε το βρέφος κάποια Χριστιανή γυναίκα, ονόματι Αμμία, η οποία και τον ανέθρεψε. Τη θετή αυτή μητέρα του ο άγιος φώναζε διαρκώς «μαμά», γι’ αυτό και Μάμα τον ονόμασαν. Όταν έγινε δεκαπέντε ετών, συνελήφθη ως Χριστιανός και κτυπήθηκε με ραβδιά, ενώ στη συνέχεια του κρέμασαν βαρύ μολύβι στον τράχηλο και τον έριξαν στη θάλασσα. Σώθηκε όμως με τη δύναμη του Θεού από τον κίνδυνο και κρύφτηκε σ’ ένα σπήλαιο, τρεφόμενος από το γάλα ελαφιών. Και πάλι όμως τον συνέλαβαν, τον έριξαν σε καμίνι και τον πέταξαν στα θηρία. Τέλος τον τρύπησαν με σιδερένια τρίαινα, οπότε και έφυγε από τη ζωή αυτή».
Τριπλή η χάρη την οποία έχει ο άγιος Μάμας: Πρώτον, γιατί υπήρξε παιδί μαρτύρων, από τους οποίους, έστω κι αν δεν τους γνώρισε, δεχόταν ασφαλώς τη διαρκή ευλογία των εν παρρησία προσευχών τους ενώπιον του Κυρίου. Δεύτερον, γιατί ανατράφηκε χριστιανικά, από ευσεβή γυναίκα, η οποία του μετάγγισε τα νάματα της χριστιανικής πίστεως και δεν έπαυσε ασφαλώς να του μιλά για τους αγιασμένους γονείς του. Τρίτον, και σημαντικότερο, ο ίδιος υπήρξε, παιδί ακόμα, ομολογητής και μάρτυρας της χριστιανικής πίστεως, ανήκοντας στην περίοπτη ομάδα των αγίων παιδομαρτύρων. Την ιδιαίτερη αυτή χάρη του αγίου Μάμα προβάλλει η Εκκλησία μας, μέσα ιδίως από την ακολουθία του, καθώς τον παραλληλίζει, λόγω και της αντιστοιχίας των μαρτυρίων τους, και με τους αγίους τρεις παίδες στη Βαβυλώνα, οι οποίοι ρίχτηκαν στη φωτιά, λόγω της συνέπειας στην πίστη τους, και με τον προφήτη Δανιήλ, ο οποίος υπέστη το μαρτύριο του εγκλεισμού του σε λάκκο με λιοντάρια. Κι ακόμη, τον βλέπει ο άγιος υμνογράφος ως συνέχεια και του δικαίου Άβελ: όπως δηλαδή εκείνος, ως ποιμήν προβάτων που προσέφερε θυσία στον Θεό ό,τι καλύτερο είχε από το ποίμνιό του, δέχτηκε και το στεφάνι της αθλήσεως, έτσι και ο άγιος Μάμας: ζώντας μέσα σε ζώα, όταν κλείστηκε στο σπήλαιο, τελικώς «εαυτόν θύμα ευπρόσδεκτον τω Χριστώ προσήγαγε διά του μαρτυρίου».
Το σημαντικό μεταξύ των άλλων που επισημαίνουμε στον άγιο Μάμα, είναι το γεγονός ότι δεν απέρριψε, αλλ’ αντιθέτως αξιοποίησε πλήρως τη χάρη που του προσφέρθηκε. Θέλουμε να πούμε ότι ο νεαρός άγιος, γόνος μαρτύρων και αναθρεμμένος χριστιανικά, δεν αντιδρά στην ιδιαίτερη αυτή χάρη που του δίνεται, δεν λειτουργεί δηλαδή σ’ αυτόν, θα λέγαμε, η «φυσική» θεωρούμενη σήμερα αντιδραστικότητα της εφηβικής ηλικίας. Διότι πολύ συχνά διαπιστώνουμε ότι παιδιά ευσεβών γονέων, όταν εισέρχονται στην εφηβική ηλικία, αρχίζουν και αντιδρούν στις αρχές και τις αξίες των γονέων τους, γιατί θέλουν να διαμορφώσουν τη δική τους ξεχωριστή ζωή μέσα σε πλαίσια ελευθερίας, άρα έξω, κατ’ αυτούς από την «καταπίεση» της παραδεδομένης πίστης. Και βεβαίως, ως ένα σημείο, τα πράγματα είναι φυσικό να εξελίσσονται έτσι, όπως είναι φυσικό να βλέπουμε τελικώς την επάνοδο των «επαναστατημένων» νέων στις παραδόσεις της οικογένειας, ευθύς ως ισορροπήσουν από τη λαίλαπα της εφηβικής ηλικίας. Στον άγιο Μάμα δεν βλέπουμε όμως αυτή τη «φυσική» πορεία και εξέλιξη. Παρουσιάζει τέτοια εξέχουσα ωριμότητα ήδη από παιδί, που γίνεται πρότυπο όχι μόνο για τους νέους, αλλά και όλους τους ανθρώπους κάθε ηλικίας.
Ο υμνογράφος μάλιστα, αδυνατώντας προφανώς να κατανοήσει λογικά την εκπληκτική για τα δεδομένα της ηλικίας σύνεση και ωριμότητα του παιδιού Μάμα, επιχειρεί να την αιτιολογήσει, ανάγοντας αυτήν σε μία ξεχωριστή χάρη, την οποία ο Θεός του έδωσε, επειδή προείδε και την αγαθή διάθεση της ψυχής του και την όλη αγιασμένη εξέλιξη της ζωής του. «Το ευγενές και κατά πάντα τέλειον, της διανοίας σου, ο προειδώς Λόγος, Μάμα εκ σπαργάνων σε, συνέσεως επλήρωσε, και καλών ταις ιδέαις, πολυειδώς κατεκόσμησε, μάρτυς αθλοφόρε πανεύφημε». Δηλαδή: Ο Λόγος του Θεού, ο Χριστός, μάρτυς αθλοφόρε πανεύφημε Μάμα, επειδή προείδε την ευγένεια και την κατά πάντα τελειότητα της διάνοιάς σου, από τα σπάργανα σε γέμισε με σύνεση, και σε καταστόλισε ποικιλόμορφα με τις ιδέες των καλών. Δεν θέλουμε να σχολιάσουμε τον τρόπο δράσεως αυτόν του Θεού – ποιος άλλωστε μπορεί να γίνει σύμβουλός Του; - μπορούμε όμως να παραδειγματιστούμε όλοι από τον άγιο Μάμα, προσπαθώντας, όσο είναι δυνατόν, να μη γινόμαστε αντιδραστικοί στα καλά που μας παραδίδονται από τις προηγούμενες γενιές. Κάποτε, θα πρέπει όλοι, ως πρόσωπα, ως κοινωνία, ως κράτος να σοβαρευτούμε, επιλέγοντας την ωριμότητα της αποδοχής των καλών και όχι διαρκώς την ανωριμότητα της απόρριψης. Κάποτε θα πρέπει να αφήσουμε την αντιδραστικότητα της εφηβείας και να ενηλικιωθούμε.