Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2025

Ο ΑΓΙΟΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ΟΤΑΝ ΠΗΓΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΟΣΙΟ ΔΑΥΙΔ ΤΟΝ ΕΝ ΕΥΒΟΙΑ

 

Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΟΣΙΟ ΙΑΚΩΒΟ ΤΟΝ ΤΣΑΛΙΚΗ

«Μία ημέρα που ήμασταν στην Αθήνα σ’ ένα μοναστήρι γυναικείο, εκεί η Γερόντισσα της Μονής, πάνω στην κουβέντα με τον Γέροντά μας (Ιωσήφ τον  Βατοπαιδινό),  μας ανάφερε τον άγιο Ιάκωβο και θαυμαστά γεγονότα από τον βίο του οσίου Δαυίδ του εν Ευβοία. Ο Γέροντας (Ιάκωβος) ζούσε τότε και ήταν ηγούμενος στη Μονή του οσίου Δαυίδ. Τότε και εμείς, επειδή είχαμε πολλούς πειρασμούς στο Βατοπαίδι, λόγω και της δικής μας απειρίας και λόγω του ιδιορρύθμου της Μονής, κι επειδή είχαμε κι έναν οδηγό που οδηγούσε το αυτοκίνητο και θα μας οδηγούσε στη Θεσσαλονίκη, επείσαμε τον Γέροντα να πάμε στη Μονή του οσίου Δαυίδ και να πάρουμε την ευχή του πατρός Ιακώβου και να μας βοηθήσει στον αγώνα που είχαμε στο Βατοπαίδι. Έτσι κι έγινε. Έδωσε ευλογία ο Γέροντας και πήγαμε στη Μονή του Οσίου Δαυίδ. Ακούγαμε πάρα πολλά για τον πατέρα Ιάκωβο, πολλά τα οποία ήταν και λίγο, έτσι, κωμικά. Ήταν πολύ απλός κι εγώ είχα στη φαντασία μου ότι θα δούμε ένα γεροντάκι, που θα είναι εύθυμος, θα λέει αστεία και θα είναι κάπως πιο χαλαρή η ατμόσφαιρα.

Όταν φτάσαμε στο Μοναστήρι και ζητήσαμε να δούμε τον Γέροντα, τότε μας οδήγησαν σ’ ένα παρεκκλήσι, του αγίου Χαραλάμπους, που εκεί εξομολογούσε ο πατήρ Ιάκωβος. Πρώτη φορά τον βλέπαμε, μπήκαμε μέσα, είδαμε έναν μεγαλοπρεπή  Γέροντα, με μεγάλη γενειάδα, το πετραχήλιό του φορεμένο έτσι όπως εξομολογούσε, ασκεπής, σαν Πατριάρχης ήτανε, πολύ επιβλητικός. Εγώ τον κοιτούσα έτσι, με πολύ δέος, και λέω, δεν είναι έτσι όπως τον περίμενα. Αλλά σε λίγο, μόλις άρχισε να μας μιλάει, κατάλαβα ότι ήταν πράγματι από τους απλούς και άκακος και νηπιόφρων κατά την καρδία.

Και ήταν πραγματικά σαν ένα μικρό παιδί. Άρχισε να μας ρωτά διάφορα πράγματα, μ’ έναν ωραίο τρόπο, και μας είπε τον λόγο για τον οποίο πήγαμε εκεί. Του λέει ο Γέροντας ότι είμαστε στη Μονή Βατοπαιδίου και έχουμε δυσκολίες, τα παιδιά είναι νέοι, είναι μικροί, και ασυνήθιστοι μ’ αυτήν την ατμόσφαιρα. Κι είναι ιδόρρυθμο το Μοναστήρι και μας κατάλαβε πολύ, γιατί είχε ζήσει κι αυτός σε ιδιόρρυθμο Μοναστήρι και ήξερε από τις δυσκολίες αυτές.  

«Και, πάτερ Ιωσήφ, να πάμε στον όσιο Δαυίδ, να του πούμε και να τον παρακαλέσουμε να σας βοηθήσει». Εμείς νομίσαμε ότι θα πάει να κάνει κάποια παράκληση. Κατεβήκαμε κάτω στην Εκκλησία, πήγαμε μπροστά στην εικόνα του αγίου και περιμέναμε να αρχίσει η παράκληση. Και λέει ο πατήρ Ιάκωβος: «Άγιε Δαυίδ, εδώ είναι ο πατήρ Ιωσήφ και ο πατήρ Αθανάσιος από το Βατοπαίδι. Ήλθαν να τους βοηθήσεις. Έχουν προβλήματα οι άνθρωποι. Σε παρακαλώ μη μας κάνεις ρεζίλι».

Εγώ σφιγγόμουνα μη γελάσω, γιατί αντί της παρακλήσεως έγινε αυτή η σύσταση. Ο Γέροντας (Ιωσήφ) με αγριοκοίταξε, έτσι μια στιγμή, για να μη χάσουμε την ατμόσφαιρα που ήτανε εκεί. Μας λέει: «Κι εδώ, πάτερ Ιωσήφ, που είμαστε, κάποια παιδάκια ήλθαν προχθές και παίζανε μπίλιες μέσα στην Εκκλησία. Κι εγώ τα μάλωσα. Τους είπα «δεν κάνει να παίζετε μπίλιες μέσα στην Εκκλησία». Και του είπαν «γιατί δεν κάνει;» Λέει «θυμώνει ο άγιος». «Όχι, δεν θυμώνει». «Θυμώνει. Να τον ρωτήσουμε». Και τα έφερα μπροστά στην εικόνα του Αγίου και του είπα: «Σου αρέσει που παίζουνε τα παιδάκια μπίλιες μέσα στην Εκκλησία;» Κι έφερε το χέρι του (ο όσιος) στο στόμα του κι έκανε «Σσστ, σιωπή!» στα παιδάκια αυστηρά. Τα παιδάκια μπήκανε σε λογαριασμό, μπήκανε σε σειρά». Μας το διηγήθηκε αυτό το γεγονός με τόση φυσικότητα.

Μετά πήγαμε να βγούμε έξω από το Ναό, μας έβγαλε τα λείψανα να προσκυνήσουμε. Ήτανε έκδηλη η χάρις πάνω του. Καταλάβαμε ότι ήταν ένας άνθρωπος άκακος σαν μικρό παιδάκι, απλούς και αγαθός τη καρδία, αλλά και χαριτωμένος. Όταν ήταν να βγούμε έξω, με τράβηξε πίσω εμένα και μου λέει: «έλα να σε ευλογήσω». Έβγαλα τον σκούφο μου κι έσκυψα να με ευλογήσει και μου είπε διάφορα πράγματα, και πνευματικά και ας πούμε και προφητικά.

 Πήγαμε έξω στην αυλή και λέει του Γέροντα: «Πάτερ Ιωσήφ, να σου πω και κάτι που μου συνέβη εδώ που στεκόμαστε τώρα. Πριν μερικές μέρες εξομολογούσα και ήμουν πολύ κουρασμένος. Και βγήκα εδώ έξω στην αυλή να πάρω λίγο αέρα, να ξεκουραστώ λίγο. Και μόλις βγήκα έξω ήρθαν δύο πούλμαν γεμάτα προσκυνητές. Κι εγώ δεν μπορούσα να τους δω, ήμουν πολύ κουρασμένος. Και παρεκάλεσα τον άγιο Δαυίδ να με σκεπάσει να μη με δουν. Κι ενώ ήμουνα εδώ - του λέει - κι ήμουνα στη μέση της αυλής και καθόμουνα στον πάγκο, όλοι μ’ έψαχναν και δεν με έβρισκαν. Κι εγώ γελούσα. Κι ο π. Κύριλλος που ήταν κι αυτός εκεί, μ’ έψαχνε κι έλεγε: «εδώ ήτανε τώρα, πού πήγε;» Δεν μ’ έβλεπαν», του λέει. «Αυτό δεν ήταν από τον άγιο Δαυίδ»; Λέει ο Γέροντας: «Βέβαια, Γέροντα, αλλοίμονο». Τέλος πάντων. Λέω, «Γέροντα, να βγάλουμε μία φωτογραφία;» - του είπα εγώ του Γέροντα, του αγίου Ιακώβου. Λέει: «ευχαρίστως». Σταθήκαμε να βγάλουμε μία φωτογραφία. Μας είπε πολύ ωραία πράγματα εκεί, πνευματικά, χαριτωμένα, γεμίσαμε χαρά κι ελπίδα και φύγαμε για το Άγιον Όρος».

Ποια η διαπίστωση του Μητροπολίτου Λεμεσού κ. Αθανασίου, όταν νεαρός διάκονος και καλόγερος ακόμη, περί τα τέλη της δεκαετίας του 1980,  έρχεται σ’ επαφή με τον όσιο Γέροντα Ιάκωβο (Τσαλίκη); Ότι η εικόνα που είχε σχηματίσει στο μυαλό του για τον μεγάλο Γέροντα της Ευβοίας δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Τι είκόνα είχε, από ό,τι είχε ακούσει από κάποιους Κύπριους φοιτητές που γνώριζαν τον άγιο ηγούμενο της Μονής Δαυίδ; Ότι ήταν ένα γεροντάκι που δημιουργούσε γύρω του μία χαλαρή ατμόσφαιρα, γιατί ήταν εύθυμος και έλεγε αστεία! Και η πραγματικότητα τον… προσγειώνει: βλέπει έναν Γέροντα, επιβλητικό σαν τους Πατριάρχες της Παλαιάς Διαθήκης, μπροστά στον οποίο το μόνο συναίσθημα που τον καταλαμβάνει είναι το δέος.  Θυμίζει η περίπτωσή του λίγο αυτό που σημειώνουν οι οίκοι της Ακολουθίας των Χαιρετισμών της Παναγίας, όταν αναφέρουν τους βοσκούς τη βραδιά που γεννήθηκε ο Θεός ως άνθρωπος στη γη, αλλά και τους μάγους της μακρινής Ανατολής. Ήλθαν να προσκυνήσουν οι βοσκοί Εκείνον που άγγελοι δοξολογούσαν και αντί να βρουν έναν Μεγάλο Ποιμένα, όπως υπέθετε η φαντασία τους, συναντούν ένα μικρό βρέφος σαν ένα μικρό προβατάκι στην αγκαλιά της μάνας Του˙ όπως και οι μάγοι: καθοδηγούνται από λαμπρό αστέρι για να καταθέσουν τα δώρα τους σ’ έναν «κραταιόν άνακτα», έναν ισχυρό βασιλιά, και έρχονται αντιμέτωποι με ό,τι πιο άσημο και ταπεινό υπάρχει. Ένα μικρό παιδάκι μέσα σε μία φάτνη αλόγων ζώων! Ο «ανατρεπτικός» Θεός μας, αλλά και οι «ανατρεπτικοί» άγιοί μας ως εικόνες ενός υπέρλογου Θεού.

Η μεγαλοπρέπεια όμως του αγίου ηγουμένου και η αίσθηση δέους που δημιουργεί σε λίγο προσλαμβάνει, για τον νεαρό ιεραδιάκονο, τις ορθές κατά Χριστόν διαστάσεις του: ο Γέροντας είναι μεγάλος γιατί είναι… μικρός! Μικρός όχι κατά την ηλικία ούτε κατά τις ανθρώπινες μικρότητες. Είναι μικρός, γιατί ανήκει σ’ εκείνους που ο ίδιος ο Κύριος χαρακτήρισε ως πολίτες του Ουρανού. «Εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την Βασιλείαν των Ουρανών». Ο νεαρός τότε άγιος Λεμεσού αρχίζει, σταδιακά είναι αλήθεια, να καταλαβαίνει ότι η μεγαλωσύνη ενός αγίου έγκειται στο ταπεινό και «άτυφον» και απλό, όχι απλοϊκό, της καρδιάς του – αυτό που και ο απόστολος Παύλος προέτρεπε: «τη κακία νηπιάζετε, ταις δε φρεσίν τέλειοι γίνεσθε»!

Ο άγιος Γέροντας Ιάκωβος είναι ακριβώς ο πολίτης του Ουρανού που τα «υπερφυσικά» για έναν κοινό άνθρωπο κινούνται στο επίπεδο του εντελώς φυσικού και φυσιολογικού. Διαπιστώνει, μπροστά κυριολεκτικά στα μάτια του, τι σημαίνει αυτό που ο απόστολος Παύλος και πάλι έλεγε: «Διά πίστεως περιπατούμεν, ου δι’ είδους». Και: «ου σκοπούμεν τα βλεπόμενα, αλλά τα μη βλεπόμενα. Τα γαρ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τα δε μη βλεπόμενα αιώνια». Ο όσιος Ιάκωβος ήταν ακριβώς από αυτούς τους ανθρώπους, τους αγίους, που η πίστη στον Χριστό ήταν αληθινή και βεβαία όραση – η πίστη του ήταν χειροπιαστή, βίωμα σε βαθμό που έλεγε ότι δεν πρόκειται να λάβει μισθό πίστεως, γιατί εκείνος βλέπει και ακούει και αιαθάνεται τα πιστευόμενα και ελπιζόμενα. Το «ζη Κύριος ο Θεός» που ήταν η επωδός κάθε λόγου του απηχούσε την πραγματικότητα της ζωής του. Ο Θεός φανερωνόταν μέσα από αυτόν, αποτελούσε ένα ενσαρκωμένο ευαγγέλιο – τον έβλεπες και άνοιγαν τα μάτια σου για να «δεις» τον Θεό. Μάλλον κάτι παρόμοιο που βίωσε και ο άγιος Νέστωρ, όταν ένιωσε και «είδε» και αυτός τον Χριστό ως Θεό στο πρόσωπο του αγίου Δημητρίου, του κατηχητή του. «Ο Θεός Δημητρίου, βοήθει μοι»!

Τι άλλο μπορεί να σημαίνουν αυτά που λέει ο άγιος Λεμεσού, όταν γίνεται μέτοχος της χαρισματικής υπάρξεως του οσίου Ιακώβου, ο οποίος μιλάει στον άγιο Δαυίδ σαν σε φίλο του, τον «φοβερίζει» «να μη γίνουν ρεζίλι στο μοναστήρι», τον «υποχρεώνει» να κινηθεί και να απευθυνθεί στα παιδάκια που έπαιζαν στην Εκκλησία, τον παρακαλεί να τον «σκεπάσει» για να μη γίνει ορατός από τους προσκυνητές λόγω εξαντλήσεώς του! Κι ακόμη: τον «κρατάει πίσω» για να του πει τινά «πνευματικά αλλά και προφητικά!» Και γίνεται έτσι ο ιεροδιάκονος, και μαζί μ’ αυτόν κι εμείς, μέτοχος και της αγιότητας του ηγουμένου τότε Ιακώβου, αλλά και μέτοχος της παρρησίας ενώπιον του Θεού και του ίδιου του αγίου Δαυίδ – πράγματι «δύο σε ένα»! Με τον άγιο Ιάκωβο, όπως αντιστοίχως και με τους άλλους αγίους, βλέπουμε πώς επιβεβαιώνεται αυτό που ο Ίδιος ο Κύριος υποσχέθηκε στους μαθητές Του όλων των αιώνων, ότι εφόσον Τον πιστέψουν, θα δουν να γίνονται μέσω αυτών ακόμη περισσότερα κι από όσα ο Ίδιος επιτέλεσε στον κόσμο τούτο! Γι’ αυτό και επιμένει η Εκκλησία μας να μας «ανοίγει» τα μάτια και να μας λέει ότι ο (συνεπής) χριστιανός αποτελεί μία πραγματικότητα που υπέρκειται όλων των κριτηρίων που έχει ο κόσμος αυτός. Κατά αλήθεια, ο χριστιανός είναι ένας άλλος Χριστός επί της γης, Εκείνος «εν ετέρα μορφή».

Και καταλαβαίνουμε έτσι ότι η απλότητα και η «νηπιοφροσύνη» του αγίου Ιακώβου «κρύβουν» από πίσω τους έναν τιτάνιο αγώνα υπερβάσεως των ψεκτών παθών που ταλαιπωρούν κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο. Αγώνα που κατανοείται μόνον από το γεγονός ότι ο άνθρωπος, εφόσον κινηθεί καλοπροαίρετα, αγάπησε τον Χριστό και θέλησε να εκφράσει την αγάπη του αυτή με τον μοναδικό και απόλυτο τρόπο που αποδεικνύεται αυτή: την τήρηση των αγίων Του εντολών. «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε». Ο άγιος Ιάκωβος αποτελεί την ορατή απόδειξη του ανθρώπου που αγάπησε τον Χριστό μέχρι τέλους. Και γι’ αυτό έγινε «κατοικητήριον» όλης της αγίας Τριάδος, ώστε οι δυνάμεις Αυτής να ενεργούν σε κάθε απλή αλλά ίσως και «απλοϊκή» θεωρούμενη διάσταση της ζωής του. Τι προκαλεί η συνάντηση με έναν τέτοιο χαριτωμένο άνθρωπο; Ό,τι αποκόμισαν εν αισθήσει ο νεαρός τότε ιεροδιάκονος Αθανάσιος και ο άγιος Γέροντάς του Ιωσήφ Βατοπαιδινός και όλοι που τους ακολουθούσαν: «γεμίσαμε χαρά και ελπίδα»!      

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΔΑΥΙΔ Ο ΕΝ ΕΥΒΟΙΑ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

«Από μικρό παιδί ο Όσιος είχε την ευλογία του Θεού και την προστασία του ίδιου του Τιμίου Προδρόμου! Δεν ήταν λοιπόν δυνατό να τραβήξει άλλο δρόμο παρά εκείνον της Μοναχικής Πολιτείας.

Περνώντας από έξοχους δασκάλους, στα μοναστήρια και τα ασκητήρια της περιοχής, συναντά τον γέροντα που ανέλαβε την πνευματική του τελειοποίηση, το σκαρφάλωμα προς την κορυφή της αρετής. Μαζί του θα περάσει πολλά χρόνια σε διάφορα πνευματικά ασκητήρια (Όσσα στη Μαγνησία, Μεγίστη Λαύρα στο Άγιο Όρος) που γέμιζαν χαρά και Χάρη τον νεαρό Όσιο στην ηλικία, αλλά «γέροντα» -όπως τον αποκαλούσαν όλοι- στη σοφία, τη σύνεση και την ταπείνωση!

Όταν δε ο γέροντάς του Οσίου Δαβίδ, ο Ακάκιος, χειροτονείται Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άρτης, τον παίρνει κοντά του και του αναθέτει την ηγουμενία σε ένα δύσκολο τόπο, γεμάτο «αγκάθια» κακίας και «πέτρες» εγωισμού αμετακίνητες. Όμως και αυτά με την υπομονή, την προσευχή και την αυτοθυσία του ο Άγιος θα καταφέρει να τα αλλάξει. Τα αγκάθια σε λουλούδια του μοναχισμού και τις πέτρες σε μεταμελημένη γη επαγγελίας…

 Όμως όσο και αν κάνει προσπάθεια να κρύψει τη Χάρη του Θεού που τον ξεχειλίζει, μια ημέρα, επιτρέπει ο Θεός να μαρτυρηθεί η αγιοσύνη του Οσίου Του! Εκείνες τις ημέρες έμενε εκεί στο μοναστήρι της Βαρνάκοβας ο Πατριάρχης Ιερεμίας. Ήταν χάραμα όταν ο Εκκλησιαστικός Ρήτορας Εμμανουήλ, που ήταν στη συνοδεία του Πατριάρχη, μπαίνοντας στο Ναό για την ετοιμασία της Θείας Λειτουργίας και καθώς σήκωνε το κεφάλι του από τον ασπασμό της εικόνας του Χριστού, βλέπει τότε τον ηγούμενο Δαβίδ μπροστά στην Πρόθεση, με το πρόσωπό να λάμπει σαν τον ήλιο και τα πόδια του να μην πατάνε καν στο δάπεδο!!!

 Αργότερα, όταν είχε ιδρύσει ο Άγιος ένα μικρό μοναστήρι στο όρος Στείρι, έγινε και δραπέτευσαν μερικά ελληνόπουλα που τα είχε σκλάβους ο Τούρκος Πασάς στη Λιβαδειά. Τότε συκοφαντήθηκε ως ένοχος ο Όσιος Δαβίδ!

Αμέσως, Τούρκοι στρατιώτες, όρμησαν και τον έσυραν μπροστά στα πόδια του πασά, ξυλοκοπώντας τον απάνθρωπα και βασανίζοντάς τον τόσο, που τον άφησαν μισοπεθαμένο! Μετά μάλιστα από μερικές ημέρες, καταπληγωμένο καθώς τον είχαν, τον κρέμασαν από τα χέρια, έτσι που αργότερα, όταν θα προσέτρεχαν οι Χριστιανοί με μαζεμένα μπόλικα χρήματα για να τον ελευθερώσουν, δεν θα μπορούσαν να του τα κατεβάσουν!..

 Ελεύθερος πια από τον τύραννο, αποφάσισε να στραφεί σε άλλη κατεύθυνση και να τραβήξει κατά τα μέρη του Ευβοϊκού.

Όταν λοιπόν έφτασε στην παραλία της Αταλάντης, παρακάλεσε ένα βαρκάρη να τον περάσει απέναντι στην Βόρειο Εύβοια. Ο βαρκάρης όμως βλέποντάς τον με το τριμμένο φτωχικό του ρασάκι, του αρνήθηκε, περιφρονώντας τον απόλυτα! Ο Όσιος του Θεού, χωρίς να γογγύσει καθόλου από τη συμπεριφορά του βαρκάρη, έβγαλε το τριμμένο ρασάκι του, το άπλωσε πάνω στο νερό της θάλασσας, έκαμε το σημείο του Σταυρού, προσευχήθηκε στον Κύριο των πάντων, ανέβηκε πάνω στο ρασάκι του και άρχισε, ω του Θείου θαύματος, να ταξιδεύει!!!

 Το «ταχύπλοο ρασάκι», μπροστά στα συγκλονισμένα και μετανοημένα μάτια του βαρκάρη, έβγαλε τον Όσιο Δαβίδ στην παραλία των Ροβιών. Και τα βήματά του τον οδήγησαν μέσα στο ανέπαφο τότε εκπληκτικό δάσος, πάνω από τις Ροβιές της Εύβοιας! Εκεί ασκήτεψε σε μια σπηλιά που τη βλέπει και τώρα ο προσκυνητής.

Και εκεί, στα απάτητα ψηλόκορφα, η Αγιοσύνη του δεν άργησε να γίνει γνωστή, πρώτα στους απλοϊκούς βοσκούς των βουνών και ύστερα σε όλα τα γύρω χωριά! Μάλιστα κάποιοι από αυτούς τους βοσκούς θα αποτελούσαν και τον πρώτο πυρήνα του νέου μοναστηριού. Άνθρωποι αγνοί, καθαροί, με απλότητα όπως τους έπλασε ο καλός Θεός

 Για να γινόταν όμως το νέο μοναστήρι, που θα 'ταν το καταφύγιο των σκλάβων, χρειαζόταν πρώτα πρώτα αρκετά χρήματα για να χτιστεί. Ο Όσιος έδειξε σε όλους το μέρος που θα χτιζόταν, στην κορυφή του βουνού, τους ζήτησε να ετοιμάζουν τεχνίτες και υλικά και εκείνος θα γύριζε τον κόσμο να μαζέψει χρήματα.

Έτσι και έγινε και ο Όσιος έφτασε ως απάνω στη Ρωσία, που ήταν γεμάτη Έλληνες και γενικότερα Ορθοδόξους Χριστιανούς, που του πρόσφεραν πολλά χρήματα και πολύτιμα δώρα για τη Μονή, τόσα, θησαυρός ολάκερος, που ήταν αδύνατο να τον μεταφέρει ο Όσιος από τη Ρωσία πίσω στην Εύβοια! Αλλά να τι τον φώτισε ο Θεός να κάνει.

Κούφωσε ένα μεγάλο κούτσουρο, σφράγισε μέσα σε αυτό τα χρήματα και τα δώρα, έκανε το σημείο του Σταυρού, έριξε το κούτσουρο με το θησαυρό σ' ένα ποτάμι της Ρωσίας, προσευχήθηκε και στο τέλος είπε:

«Έως ότου φθάσω στο νησί της Εύβοιας, να φθάσει και το κούτσουρο με το θησαυρό στην παραλία των Ροβιών».

 Πράγματι, όταν μετά από καιρό ο Όσιος Δαβίδ επέστρεψε από τη Ρωσία και έφθασε στις Ροβιές, είδε το κούτσουρο με το θησαυρό να τον περιμένει στην παραλία!

Μάλιστα οι κάτοικοι των Ροβιών, που πρώτη τους φορά έβλεπαν τέτοιο ξύλο, προσπαθούσαν με τα τσεκούρια τους να τ' ανοίξουν. Μάταια όμως, γιατί τα τσεκούρια τους στράβωναν ή έσπαγαν και το ξύλο ούτε άνοιγε!!!

 Σαν έφτασε τελικά με το θησαυρό απάνω στο βουνό ο Όσιος, είδε ότι είχαν αρχίσει ήδη να χτίζουν το μοναστήρι, αλλά όχι εκεί που τους είχε υποδείξει, αλλά παρακάτω, όπου είναι και σήμερα, επειδή στην κορυφή πίστευαν οι μοναχοί και οι τεχνίτες ότι δεν θα έβρισκαν νερό.

Τότε ο Άγιος σκαρφάλωσε εκεί πάνω στο δασωμένο βράχο, έκανε ολόθερμη προσευχή στο Θεό να ανοίξει μια πηγή κι ύστερα χτύπησε με το ραβδί του την πέτρα! Την άλλη μέρα όταν την μετακίνησε, πετάχτηκε τόσο νερό που τον έβρεξε!!! Ο Θεός είχε κάνει και πάλι το θαύμα του με την προσευχή τού Αγίου!

Μάλιστα ακόμη και σήμερα στο μοναστήρι, μπορεί να πιει κανείς από το άφθονο αυτό και ευλογημένο, ιαματικό νερό, από το Αγιονέρι όπως το λένε, το οποίο τρέχει σε βρύση μέσα στη Μονή Οσίου Δαβίδ του γέροντος!» 

(Από το ιστολόγιο «Ο.Ο.Δ.Ε.» - Ορθόδοξη ομάδα Δογματικής έρευνας).

«Σφραγισμένος» από τον Θεό εκ βρέφους ο όσιος Δαυίδ ακολουθεί μία πορεία θαυμαστή που παραπέμπει στην κατά Χριστόν πολιτεία όλων των μεγάλων αγίων και οσίων της Εκκλησίας μας. Ο όσιος Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, ο συνθέτης του κανόνα του οσίου, επανειλημμένως τονίζει την αλήθεια αυτή και μάλιστα εν σμικρώ χαράζει την οσιακή πορεία του. «Πάτερ Δαβὶδ παμμακάριστε, αφού ανέθεσες τον εαυτό σου από παιδί στον Θεό, με τρόπο που θέλει ο Θεός απέρριψες κάθε εμπαθή προσκόλληση προς τα κοσμικά πράγματα. Κι αφού σήκωσες τον σταυρό σου, φάνηκες με τον τρόπο της ζωής σου ίδιος με τους αγγέλους» (αίνοι). «Φάνηκε (ο Δαυίδ) ομόζηλος των παλαιών οσίων και ίδιος στον τρόπο της ζωής τους και συμμέτοχος στην άσκησή τους και έχοντας ίση δόξα μ’ αυτούς καθώς κοινώνησε τη δόξα και τις χάρες τους» (οίκος συναξαρίου).

Αξίζει να τονίσει κανείς αυτό που επισημαίνει πολλαπλώς ο άγιος υμνογράφος για τον όσιο: την ξεχωριστή επίβλεψη του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου ενόσω ακόμη ήταν παιδί και τη γι’ αυτόν τον λόγο ολοκληρωτική στη συνέχεια αφιέρωσή του στον Κύριο, εν αγνοία μάλιστα των γονέων του. «Όταν ο Βαπτιστής του Κυρίου σού φανερώθηκε με καθαρότητα καλώντας σε στον ένθεο βίο, τότε με χαρά πήρες τον δρόμο αυτόν. Και διαμένοντας με θερμότητα ψυχής στον ναό εκείνου προτύπωσες σε όλους τη λαμπρότητά σου» (στιχ. εσπ.). Και τι συνέβη; Ο πατέρας του άρχισε να τον αναζητά, οπότε και τον βρήκε μέσα στον ναό του Προδρόμου, γονατισμένο μπρος στην αγία εικόνα του. Αλλά δεν μπόρεσε να πει τίποτε, γιατί έμεινε έκθαμβος μπρος στο θέαμα που αντίκρυσε: έλαμπε ο γιος του από το φως του Θεού! «Ο πατέρας σου σε βρήκε, αλλά έμεινε κατάπληκτος από τη φανερή ενέργεια της ουράνιας κλήσης» (στιχ. εσπ.), «όταν σε είδε μέσα στον άγιο ναό να εξαστράπτεις ολόκληρος μπροστά στην εικόνα του μεγάλου Ιωάννου. Τότε άνοιξαν τα μάτια του από το άγιον Πνεύμα για να κατανοήσει τη μελλοντική δόξα σου» (ωδή α΄). Κι είναι ευνόητο για τον άγιο υμνογράφο, παρακολουθώντας και τα σημεία της ασκητικής διαγωγής του οσίου Δαυίδ, ότι ο όσιος προσπάθησε να ζήσει γνήσια τη ζωή του Χριστού με το να μιμηθεί τη ζωή του μεγάλου Προφήτη και Βαπτιστού. «Αφιερώθηκες από παιδί στον Σωτήρα Χριστό και με την άσκησή σου Αυτόν ακολούθησες, Δαυίδ θεόσοφε. Διότι αφού αξώθηκες να δεις τη θεία όψη του Προδρόμου της χάριτος, ζήλεψες τον βίο του, φτερωμένος από τη θεία αγάπη και στολισμένος από τον πλούτο της φρόνησης» (λιτή).

Ο όσιος Δαυίδ με τους πνευματικούς του αγώνες αύξησε στο έπακρο την αρχική χάρη με την οποία κλήθηκε από τον Θεό -  «την κλήση που σου δόθηκε την έδειξες λαμπρότερη με τα έργα σου» (δόξα εσπ.) – αλλ’ όμως την αύξηση αυτή την επέτυχε γιατί αθλήθηκε νόμιμα. Και νόμιμη άθληση είναι αυτή που ακολουθεί τα χνάρια της πατερικής παραδόσεως, μακριά από κάθε μονομέρεια και «θεληματάρικη» διάθεση. Τι εννοούμε; Ενώ η κλήση του ήταν θαυμαστή μέσω του αγίου Προδρόμου κι η κλήση της καρδιάς του προς τον Θεό εξίσου θαυμαστότερη, όμως δεν εμπιστεύτηκε τον εαυτό του. Αποδεικνύοντας τη γνησιότητα της θεϊκής ενέργειας, υποτάσσεται σε διακριτικό γέροντα, τον Ακάκιο, κάνοντάς του αδιάκριτη υπακοή, που θα πει αγωνιζόμενος να αποκτήσει τη μεγαλύτερη εξ όλων των αρετών, την ταπείνωση. Κι ακόμη: ρίχνεται στη μελέτη των αγίων κειμένων της Εκκλησίας, όπως και στη μίμηση και κάθε άλλου αγωνιστή της ευσέβειας προκειμένου να εμπλουτίσει την ύπαρξή του.

Οι επισημάνσεις του οσίου Γερασίμου είναι σαφέστατες: «Ακολουθώντας ολοπρόθυμα, όσιε, την ουράνια θεϊκή κλήση, βρήκες τον σοφό Ακάκιο, με την πρόνοια του Θεού, να σε κατευθύνει σωστά προς τον δρόμο της ουράνιας πορείας» (ωδή γ΄). Κι επίσης: «Κατεχόμενος από θείο πόθο, με χαρά υποτάχτηκες, Δαβίδ μακάριε, στον θεόφρονα Ακάκιο, διακρινόμενος για την ταπεινοφροσύνη σου» (ωδή γ΄). Και ποια ήταν η αίσθηση του Δαβίδ που υπήκουε στον γέροντά του; Ότι υπακούει στο θείο θέλημα! «Σε όλα φάνηκες υπόδειγμα ενάρετης ζωής, γιατί υπήκουες στον διδάσκαλό σου ολοκληρωτικά ως υπήκοος θείου θελήματος» (ωδή ε΄). Αλλά εξίσου, όπως είπαμε: πότιζε καθημερινά την ψυχή του από τα θεϊκά λόγια, της Γραφής και των αγίων Πατέρων, έστω και πολύ νέος – αυτή ήταν η κατεξοχήν τροφή του! – όπως και προσέβλεπε στο παράδειγμα εναρέτων πάντοτε ανδρών. «Ποτιζόσουν από τα ρείθρα των Γραφών, όσιε, και τρεφόσουν από τα θεόπνευστα λόγια πάντοτε ενώ ήσουν νέος, γι’ αυτό και το φρόνημά σου ήταν θεϊκό, γεμάτο, άγιε, από πολλή σύνεση» (ωδή γ΄). «Ως μοναχός με έμπνευση Θεού, Πάτερ, πήγες στο Άγιον Όρος για να μαζέψεις κι από κει από τον θείο σου έρωτα ό,τι πέτυχαν οι εκεί όσιοι» (ωδή δ΄).

Δεν παραξενεύει λοιπόν το γεγονός ότι ένας τέτοιος άγιος, τόσο μεγάλου βεληνεκούς, γίνεται ιερέας που λειτουργεί μέσα στο άκτιστο φως (ωδή ε΄), ιδρύει κατά προτροπή θεία ιερό μοναστήρι για να καθοδηγούνται προς τη βασιλεία του Θεού εκείνοι που διψούν για Θεό (ωδή στ΄) – στο μοναστήρι αυτό πολύ αργότερα βεβαίως ασκήθηκε με πόθο Θεού ακολουθώντας τα παλαίσματα του οσίου και ο μεγάλος σύγχρονος εξίσου όσιος Ιάκωβος (Τσαλίκης) -, αφήνει τα άγια λείψανά του στο μοναστήρι, και μάλιστα την αγία κάρα του, ώστε να ενισχύονται και να χαριτώνονται ανά τους αιώνες όλοι οι πιστοί που προστρέχουν σ’ αυτόν (ωδή θ΄).

Είναι μεγάλη ευλογία και για εμάς να ξέρουμε ότι έχουμε έναν τέτοιο συμπαραστάτη και πρεσβευτή ενώπιον του Κυρίου με τέτοια δύναμη προσευχής. Όπως το σημειώνουν και οι στίχοι του συναξαρίου του: «Δαβίδ κατέβαλε τω λίθω˙ Δαβίδ προσευχή κατέβαλε τα πάθη» - ο (προφητάναξ) Δαυίδ νίκησε τον Γολιάθ με τον λίθο, ενώ ο όσιος Δαυίδ νίκησε τα πάθη με την προσευχή του! 

ΑΓΙΟΣ ΕΥΜΕΝΙΟΣ: "ΒΛΕΠΩ ΤΟΤΕ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΑΝΑΡΓΥΡΟΥΣ..."

Κάποιο απόγευμα, ο πατήρ Ευμένιος αισθάνθηκε ένα αφόρητο πόνο στο στομάχι του, σε βαθμό απελπιστικό. Το πως θεραπεύτηκε, μου το διηγήθηκε ο ίδιος: «Δεν ήξερα τι να κάνω. Εμένα το στομάχι μου δεν με είχε πονέσει ποτέ.

Πήγα κι εγώ μέσα στον Ναό, μπροστά στην εικόνα των Αγίων Αναργύρων και άρχισα να σταυρώνω το στομάχι μου και να παρακαλώ τους Αγίους Αναργύρους να με κάνουν καλά. Σταυρωνόμουν για πάνω από τέσσερες ώρες.

Μετά κάθισα λίγο να ξεκουραστώ, και με πήρε ο ύπνος. Βλέπω τότε τους Αγίους Αναργύρους με λευκές μπλούζες, σαν γιατρούς, να μου κάνουν εγχείρηση. Μου έβγαλαν έξω το στομάχι και μου το έδειχναν. Αμέσως μετά ξύπνησα και ήμουν μια χαρά. Από τότε δεν με ξαναπόνεσε καθόλου».

(Από το βιβλίο του μοναχού Σίμωνα, "Πατήρ Ευμένιος, ο Ποιμήν ο Καλός και Θαυματουργός"). 

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ ΚΟΣΜΑΣ ΚΑΙ ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΤΗΡ ΑΥΤΩΝ ΘΕΟΔΟΤΗ

«Οι άγιοι αυτοί κατάγονταν από την ασιατική γη, με πατέρα ειδωλολάτρη και μάνα Χριστιανή, η οποία λεγόταν Θεοδότη. Όταν έμεινε χήρα, βρήκε την ευκαιρία να εκπαιδεύσει τα παιδιά της με κάθε αρετή. Τα παιδιά της, αφού απέκτησαν πείρα από κάθε επιστήμη, τις έκαναν πέρα όλες, για να ακολουθήσουν την ιατρεία των ψυχών και των σωμάτων, θεραπεύοντας κάθε νόσο και κάθε ασθένεια και φροντίζοντας όχι μόνο τους ανθρώπους, αλλά και τα ζώα. Ονομάστηκαν Ανάργυροι, διότι δεν ανέχονταν να λάβουν τίποτε και από κανένα, παρέχοντας πάντοτε την ιατρεία δωρεάν και αμισθί. Αφού πέρασαν λοιπόν με τον τρόπο αυτό τη ζωή τους, τελειώθηκαν εν ειρήνη. Τα τίμια λείψανά τους κατατέθηκαν σε τόπο που ονομαζόταν Φερεμάν».

Μολονότι οι σήμερα εορταζόμενοι άγιοι Ανάργυροι, Κοσμάς και Δαμιανός, είναι άλλοι από τους ομώνυμούς τους επίσης Αναργύρους που εορτάζονται την 1η Ιουλίου, η ακολουθία τους είναι ακριβώς η ίδια με εκείνων. Τονίζει δε  το κατεξοχήν στοιχείο της αγιότητας και των δύο ζευγών, το ανάργυρο της δράσεως και βιωτής τους, την παροχή δηλαδή των υπηρεσιών τους, όπως σημειώνει και το συναξάρι τους, δωρεάν και αμισθί. Αυτό σημαίνει ότι οι άγιοι υπήρξαν παντελώς αφιλάργυροι – «της φιλαργυρίας την νόσον αποτεμόντες», σημειώνει ο υμνογράφος – δείγμα της ανυψώσεως της διάνοιάς τους υπέρ τα υλικά πράγματα – «υπέρτερον τον νουν των ενύλων δεικνύντες». Πότε όμως μπορεί κανείς και απεμπλέκεται από τα υλικά αγαθά; Μόνον όταν «εμπλέκεται» με κάτι ανώτερο και υψηλότερο. Κι αυτό δεν είναι άλλο από την αγάπη προς τον Θεό και Χριστό. Μόνον όποιος έχει ζωντανή σχέση με Εκείνον, μόνον όποιος Τον έχει ενεργούντα στην καρδιά του, μπορεί πράγματι να δει με καθαρό, δηλαδή γεμάτο αγάπη, μάτι τους συνανθρώπους του και τον κόσμο όλο. Κι αυτό ακριβώς συνέβη με τους αγίους Αναργύρους:  αγάπησαν τον Χριστό και γι’  αυτό αγάπησαν και τον κάθε συνάνθρωπό τους, και το κάθε πλάσμα του Θεού. «Πάντοτε έχοντες Χριστόν ενεργούντα εν υμίν, άγιοι Ανάργυροι, θαυματουργείτε εν κόσμω, ασθενούντας θεραπεύοντες».

Όλοι ζητάνε μία παρόμοια στάση και από τους σημερινούς ιατρούς: να μην είναι φιλάργυροι∙ να μη ζητάνε υπέρογκα ποσά για την ιατρική τους βοήθεια∙ να μη ζητάνε «φακελάκι». Λογικό και νόμιμο αίτημα. Το υπέρογκο ποσό και το «φακελάκι» φανερώνουν ακριβώς «την νόσον της φιλαργυρίας», συνεπώς μία παθολογική κατάσταση που ακυρώνει τον κοινωνικό ρόλο της ιατρικής επιστήμης. Άλλο όμως η καταδίκη του κακού αυτού φαινομένου – όπου βεβαίως παρουσιάζεται: έχουμε ιατρούς οι οποίοι αρνούνται και τα «νόμιμα» πολλές φορές – και άλλο η άρνηση της αμοιβής τους για την παροχή των υπηρεσιών τους. Κι είναι ορισμένοι που ξεπερνούν τη λογική επ’  αυτού, θεωρώντας ότι όλοι οι ιατροί είναι σαν τους αγίους Αναργύρους. Αλλά εκείνοι δρούσαν και συμπεριφέρονταν μέσα στα πλαίσια της χάρης του Θεού: «ου τέχνη ανθρωπίνη, εν θεία δε χάριτι αποκαθαίρετε νόσους των ανθρώπων».  Η ενοίκηση σ’ αυτούς της αγίας Τριάδος, ο ενεργών, όπως είπαμε, στην καρδιά τους Χριστός, ήταν εκείνο που τους έδινε τη δύναμη της υπέρβασης από οποιαδήποτε υλική δέσμευση. Χωρίς να αρνούμαστε και την ύπαρξη παρόμοιων χαρισματικών και σήμερα φαινομένων – η χάρη του Θεού συνεχίζει να δρα παντού – πρέπει να έχουμε τον νου να καταλαβαίνουμε ότι και οι ιατροί είναι εργαζόμενοι, οι οποίοι περιμένουν να ζήσουν από την άσκηση της εργασίας τους. Και μάλιστα αξιοπρεπώς.

Η Εκκλησία μας όμως σήμερα, με την εορτή των αγίων Αναργύρων,  μας προσανατολίζει και πέραν της ιατρικής ανθρώπινης επιστήμης. Ενώ τονίζει, και μάλιστα με τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, την καταφυγή στους ιατρούς, όταν παρουσιάζεται στη ζωή μας πρόβλημα υγείας – είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε το ανθρώπινο πρωτίστως – μας ανοίγει παράλληλα και την αληθινά παρήγορη προοπτική της καταφυγής μας και στους «άλλους» μεγάλους ιατρούς, τους ίδιους τους αγίους μας, στην πραγματικότητα την καταφυγή μας σε Εκείνον που αρέσκεται να δρα μέσω των αγίων Του.  Οι άγιοί μας, κατεξοχήν οι άγιοι Ανάργυροι, Κοσμάς και Δαμιανός, χαριτώθηκαν από τον Θεό με το χάρισμα της ιατρείας των παθών των ψυχών και των σωμάτων. Και όσοι προσέρχονται στο ιατρείο τους, λαμβάνουν την ίαση, χωρίς να δώσουν απολύτως τίποτε. Διότι η χάρη είναι ακριβώς δωρεά. «Αχρύσως τας ιάσεις τοις νοσούσι παρέχετε». Και το ακόμη πιο παρήγορο: η χάρη της δωρεάς της ίασης από αυτούς δεν εξαντλείται ποτέ. Είναι οι άγιοι σαν μία πηγή ανεξάντλητη, από την οποία όσο κανείς αντλεί, τόσο και βγάζει και περισσότερα νάματα, όσο παίρνει, τόσο και περισσεύει. «Το ιατρείον υμών πηγή υπάρχει ανεξάντλητος∙ αντλουμένη δε μάλλον υπερεκβλύζει, και χεομένη περισσεύεται». Σ’  αυτούς τους ιατρούς μπορούμε να καταφεύγουμε πάντοτε, οποιαδήποτε ώρα και στιγμή, γιατί ξέρουμε ότι εκτός από τη δύναμη που έχουν, έχουν και την αγάπη τους προς εμάς. Είναι κρίμα να είναι δίπλα μας η πηγή και εμείς να μένουμε διψασμένοι.

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2025

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ (Με αφορμή την τηλεοπτική σειρά "Από τα Φάρασα στον Ουρανό")

(Κύρια σημεία ομιλίας σε πνευματική σύναξη του Ιερού Ναού της Ευαγγελιστρίας Πειραιώς, την 21η Οκτωβρίου 2025) 

Ο άγιος Παΐσιος έγινε ο γνωστότερος, ο πιο «διάσημος» εξ όλων των συγχρόνων αγίων – κι υπάρχουν τόσοι πολλοί: Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, Ιάκωβος ο εν Ευβοία, Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, Δανιήλ ο Κατουνακιώτης, Ευμένιος (Σαριδάκης), Αμφιλόχιος ο εν Πάτμω, Γεράσιμος ο Μικραγιαννανίτης κ.ά. -  λόγω της γνωστής τηλεοπτικής σειράς «Από τα Φάρασα στον Ουρανό». Όμως η διασημότητα, πρέπει να πούμε, δεν αποτελεί απόδειξη και του μεγαλύτερου ύψους του – αυτό το ξέρει μόνον ο Θεός. Συνήθως οι μεγαλύτεροι άγιοι, κατά πώς το λένε οι ίδιοι, είναι οι αφανείς άγιοι. Όποιους δεν γνωρίζουμε από κάθε εποχή αυτοί ίσως είναι και οι μεγαλύτεροι ενώπιον του Θεού. Απλώς ο Θεός, για λόγους δικούς Του, θέλει να αποκαλύπτει κάποιους σε κάθε εποχή, προκειμένου αυτοί να αποτελούν τους πρεσβευτές μας ενώπιόν Του.

Τα κύρια σημεία της ζωής, αλλά και της κατά Χριστόν βιοτής του οσίου Παϊσίου τα γνωρίζουμε οι περισσότεροι, αλλά θα επιχειρήσουμε να πούμε κι εμείς ορισμένα με βάση και καθοδηγητική αρχή τον τίτλο της σειράς: «Από τα Φάρασα στον Ουρανό». Από τη γη δηλαδή στον Ουρανό.

 

1. Από τα Φάρασα της Καππαδοκίας λοιπόν ξεκίνησε. Εκεί γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1924, οπότε και σαράντα ημερών τον βάφτισε ο μεγάλος άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης, δίνοντάς του και το δικό του όνομα,  μαζί και με όλα τα άλλα παιδάκια της περιοχής, γιατί έπρεπε να φύγουν για την Ελλάδα λόγω των γνωστών γεγονότων που ακολούθησαν την καταστροφή του 1922. Κατέφυγαν οι γονείς του, Πρόδρομος και Ευλαμπία (λεγόταν και Ευλογία) στην Κόνιτσα κι εκεί ρίζωσαν. Στην Κόνιτσα πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια ο νεαρός Αρσένιος, φανερώνοντας ήδη «από τα γεννοφάσκια» του, κατά την πρόβλεψη και του αγίου Αρσενίου, την ιδιαίτερη στροφή του προς τον Θεό και την Εκκλησία. Καλόγερος ήθελε να γίνει, μα έπρεπε πρώτα να δώσει στην οικογένεια και την πατρίδα τα οφειλόμενα, κάτι που έγινε. Στα 32 του πήγε στο Άγιον Όρος, όπου με κάποια αρχική περιπλάνηση βρέθηκε στη Μονή Εσφιγμένου, για να πάρει το όνομα του μεγάλου ιεράρχη και ισαποστόλου Αβερκίου. Αναζητώντας κάτι βαθύτερο πήγε στη Μονή Φιλοθέου, όπου εκεί πήρε το μικρό μοναχικό σχήμα, το 1956, μετονομαζόμενος σε Παΐσιο, προς τιμήν του συμπατριώτη του Παϊσίου του Β΄ Μητροπολίτου Καισαρείας.

Το 1958 δέχτηκε κλήση από την Υπεραγία Θεοτόκο να επιστρέψει στην πατρίδα του Κόνιτσα, προκειμένου να βοηθήσει τους συμπατριώτες του που κινδύνευαν πνευματικά από τη δράση των αιρετικών Προτεσταντών, αλλά και να αναστηλώσει το κατεστραμμένο μοναστήρι της Ίδιας στην εκεί περιοχή του Στομίου. Λόγοι πνευματικοί, αφού η εκεί δράση του στέφτηκε με επιτυχία, τον έκαναν να σκεφτεί την αναχώρησή του, οπότε θεώρησε εκ Θεού κλήση την πρόταση από νεαρό διάκονο το 1962, τον νυν προηγούμενο αρχιεπίσκοπο Σινά κ. Δαμιανό, να πάει στη Μονή της αγίας Αικατερίνης για να ασκηθεί και να βοηθήσει την εκεί κατάσταση. Πράγματι, για δύο έτη (1962-1964) βρέθηκε στο εξαρτηματικό της Μονής κελί των αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης, όπου η άσκησή του έφτασε σε μεγάλα ύψη με παράλληλη προσφορά προς τους Βεδουΐνους της περιοχής. Δεν άντεξε όμως! Οι συνθήκες του τόπου δυσκόλευαν την αναπνοή του, λόγω παθήσεως των πνευμόνων του, γι’ αυτό και επανέκαμψε στο Άγιον Όρος, αφού προηγουμένως στο Νοσοκομείο Παπανικολάου της Θεσσαλονίκης έκανε επέμβαση για θεραπεία των πνευμόνων του, ερχόμενος έτσι σ’ επαφή και με τις γυναίκες εκείνες που θα σύστηναν λίγο αργότερα υπό την καθοδήγησή του το γνωστό ανά τον κόσμο Ησυχαστήριο του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης.   

Η ψυχή του αναζητούσε την ησυχία και τη μόνωση, γι’ αυτό και με την επανάκαμψη στο Όρος ψάχνοντας διάφορα κελιά κατέληξε το 1979 στη γνωστή «Παναγούδα» της Μονής Κουτλουμουσίου, όπου και έμεινε σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του. Εκεί τον γνώρισε ο πολύς κόσμος, εκεί σχηματίζονταν οι διάφορες «ουρές» αναμονής του, εκεί υπήρξε το υπαίθριο αρχονταρίκι του, εκεί έγραψε και πολλές από τις επιστολές του. Το βάρος όμως από τα μοναχικά καθήκοντά του και από τη διαρκή «πίεση» του κόσμου τον κατέβαλαν. Το 1993 βγαίνοντας από το Όρος για να πάει στο Μοναστήρι της Σουρωτής προς τιμήν του εορτάζοντος Αγίου Αρσενίου «κατέπεσε»! Εκδηλώθηκε ο καρκίνος που τον ταλαιπωρούσε, οπότε στο Θεαγένειο Νοσοκομείο ευρισκόμενος και ζώντας μέσα σε οδύνες αλλά και με μεγάλες επισκέψεις της χάριτος του Θεού άφησε την τελευταία πνοή, έχοντας κοινωνήσει των αχράντων Μυστηρίων, την 11η Ιουλίου του 1994. Ήταν 70 ετών όταν ο Κύριος της δόξης δέχτηκε την πάλλευκη ψυχή του στα σκηνώματα της Βασιλείας Του. Το σώμα του ετάφη στο Μοναστήρι του αγίου Ιωάννου κι εκεί παραμένει εσαεί προς αγιασμό και ενίσχυση και παρηγοριά σύμπαντος του ορθοδόξου λαού.

2. «Από τα Φάρασα λοιπόν στον Ουρανό!» Η όλη επί γης πορεία του, οι διάφορες μετακινήσεις του δεν οφείλονται βεβαίως σε μία «ακηδία» - άπαγε της βλασφημίας! Κινητήρια δύναμη του αγίου ήταν πάντοτε το θέλημα του Θεού προς αγιασμό του. «Τι το θέλημα του Θεού» καθοδηγούσε τα βήματά του, για να βρίσκεται κάθε ώρα και στιγμή σε κοινωνία με τον Κύριο. Γι’ αυτό και δεν τον βρίσκουμε ιδεολογικά «κολλημένο» σ’ έναν τόπο – θα το έκανε κι αυτό αν όντως ήταν αυτό που ζητούσε γι’ αυτόν ο Κύριος. Οι μετακινήσεις του, όπως είπαμε, συνιστούσαν το «κυνηγητό» των αγίων εντολών Του, γι’ αυτό και ο τίτλος της τηλεοπτικής εμπνευσμένης σειράς δεν είναι μία εκτίμηση μόνον γενική μετά το τέλος της ζωής του και της εντάξεώς του στις δέλτους των αγίων, αλλά αυτό που καθόριζε και «σφράγιζε» την καθημερινότητά του και την όποια ανάσα του – η αιωνιότητα φώτιζε την επί γης πορεία του: από τα Φάρασα, από την Κόνιτσα, από το Άγιον Όρος, από το Σινά κ.ο.κ.  στον Ουρανό, «τόπος» μόνιμος δηλαδή ήταν ο Ουρανός που φώτιζε τον εκάστοτε επίγειο τόπο του.

Πρόκειται βεβαίως για υπακοή στα λόγια του Κυρίου: «Ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσιν». Και στη συνέχεια οι Απόστολοι: «ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν»˙ «παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου»˙ «ο κόσμος παράγεται και η επιθυμία αυτού». Με άλλα λόγια, ο αληθινός χριστιανός, ο άγιος, όπως εν προκειμένω ο άγιος Παΐσιος, δεν ζει όπως οι περισσότεροι δυστυχώς των ανθρώπων – προσανατολισμένοι και κολλημένοι μόνον στα πράγματα του κόσμου αυτού – δεν ζει δηλαδή ως άθεος. Διότι ποιο το στοιχείο της αθεΐας; «Φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν». Ο άγιος, ο χριστιανός ως μαθητής του Κυρίου, ζει με απόλυτη επίγνωση της κοσμικής πραγματικότητας, δεν αιθεροβατεί δηλαδή, αλλά φωτίζει όπως είπαμε το κάθε βήμα του από την όραση του Κυρίου του, η οποία του δίνει νόημα σε ό,τι κάνει, σκέπτεται, λέει και ενεργεί. Το βλέπουμε στον απόστολο Παύλο, που έλεγε: «δι’ υπομονής τρέχομεν τον προκείμενον ημίν αγώνα, αφορώντες εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν». Η ζωή αυτή δηλαδή δεν είναι εύκολη – υπάρχουν προβλήματα, δοκιμασίες, πειρασμοί από δω κι από κει, όμως δεν χάνουμε την όραση του Κυρίου. «Οι οφθαλμοί μου διά παντός προς τον Κύριον». «Προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου διά παντός». Και δεν γίνεται αλλιώς, αφού η εντολή του Κυρίου, αν θέλει κανείς να είναι μαθητής Του σε κοινωνία μαζί Του, είναι να Τον ακολουθεί: «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω στον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι». Και «Εν Αυτώ περιπατείτε».

3. Τι προϋποτίθεται στη χαρισματική αυτή πορεία που αποτελεί παραδοξότητα για τον κόσμο κάθε εποχής, πολύ περισσότερο τη σημερινή;

(1) Η ορθή ένταξη του ανθρώπου στην Εκκλησία: να είναι βαπτισμένος και χρισμένος στο όνομα του Χριστού, που θα πει να του έχει δοθεί η χάρη να ανήκει στο σώμα Εκείνου και να αποτελεί έτσι μία υπέρ φύσιν προέκτασή Του. Όπως το καθόρισε ο ίδιος ο Κύριος: «Εγώ ειμι η άμπελος, υμείς τα κλήματα».  Οπότε και ο άγιος Παΐσιος, όπως όλοι οι εν επιγνώσει χριστιανοί, αποτελούσε «μίμημα Χριστού κατά το δυνατόν ανθρώπω» (Ιωάννης Κλίμακος). Αποδέχτηκε με τη χάρη του Θεού εκ νεότητός του ότι ως άνθρωπος δεν είναι αυτό που επισημαίνουν μόνον οι φυσικές αισθήσεις του, αλλά αυτό που βλέπουν οι πνευματικές αισθήσεις: ο Χριστός μέσω αυτού, οπότε και αποδύθηκε με όλες τις δυνάμεις της ψυχής και του σώματός του να ενεργοποιεί την πραγματικότητα αυτή. 

(2) Γι’ αυτό και πολύ σύντομα κατάλαβε ότι η πίστη είναι αληθινή όταν είναι βιωματική. Πίστη θεωρητική ως αποδοχή κάποιων σωστών προτάσεων χωρίς αλλοίωση της ζωής του ανθρώπου δηλαδή δεν υφίσταται. Μάλλον υφίσταται, αλλά είναι δαιμονική (άγιος Ιάκωβος). Και τι σημαίνει βίωμα; Τρόπος ζωής σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου,  σύμφωνα με την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. «Αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους». Πιστός χωρίς να ενεργοποιεί διά της αγάπης την πίστη δεν είναι χριστιανός, όπως το σημειώνει και ο απόστολος Παύλος: «πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη» - το παρόν της πίστεως είναι η αγάπη. Και ποια η βάση της πίστεως και της αγάπης; Αποκλειστικά και μόνον η ταπείνωση, η πιο ισχυρή απόδειξη ότι υφίσταται η πίστη, υφίσταται και η αγάπη.

Με έξοχο τρόπο ο απόστολος Παύλος το σημειώνει στην προς Φιλιππησίους επιστολή του: «αυτό το φρόνημα να έχετε που βλέπετε στον Ιησού Χριστό. Ο οποίος Θεός ων δεν θεώρησε τη θεότητά Του καρπό αρπαγής, αλλά άδειασε τον εαυτό του κι έγινε άνθρωπος. Κι αφού βρέθηκε άνθρωπος ταπείνωσε τον εαυτό του γενόμενος υπάκουος στον Πατέρα Του μέχρι σταυρικού θανάτου». Η ταπείνωση, της οποίας τη γνησιότητα βλέπει κανείς στο θέμα της υπακοής,  του πιο σπουδαίου παράγοντα αλλά και του μεγάλου μυστηρίου για έναν μοναχό, αλλά και για κάθε χριστιανό έγγαμο μέσα στον κόσμο. Το «να ’ναι ευλογημένο» και το «ευλόγησον» φανερώνει αν υφίσταται η χριστιανική ορθόδοξη πίστη, συνεπώς αν υπάρχει χάρη Θεού, που είναι και το αδιάκοπα  ζητούμενο. Ας θυμηθούμε το γνωστό περιστατικό μάλιστα με τον άγιο, όταν ως αρχάριος μοναχός τοποθετήθηκε στο ξυλουργείο ως ξυλουργός που ήταν και «δεινοπάθησε» ο εκεί Γέροντας να του δείξει ότι πέραν της όποιας λογικής η απάντηση του μοναχού είναι πάντοτε το «να είναι ευλογημένο». Ας ακούσουμε εν προκειμένω και τον «θεολόγο» θα έλεγε κανείς της υπακοής, το κατεξοχήν «τέκνον» της, τον εξίσου μεγάλο όσιο Εφραίμ Κατουνακιώτη: «Έκανες υπακοή; Θα πας στον παράδεισο. Δεν έκανες υπακοή; Δεν πάει να κάνεις νοερά προσευχή, δεν πάει να μεταλαμβάνεις, δεν πάει να λειτουργάς, προορίζεσαι για την κόλαση… Ο Θεός αναπαύεται στην υπακοή παρά στις άλλες αρετές, να πούμε. Και οι άλλες αρετές συνδράμουν. Αλλά οι άλλες αρετές δεν ενεργούν όπως ενεργεί η υπακοή. Γι’ αυτό περισσότερο επιμεληθείτε την υπακοή». Κι αλλού: «Κι όχι μόνο στον Γέροντα, αλλά και μεταξύ μας να έχουμε υπακοή. Περισσότερο μισθό, περισσότερη κατάσταση λαμβάνει εκείνος ο οποίος υπακούει, παρά εκείνος ο οποίος διατάζει… Διότι είναι μίμησις Χριστού».

(3) Κι είναι ευνόητο ότι μιλάμε έτσι για έναν αγώνα όλης της ζωής χωρίς  διαλείμματα, γι’ αυτό και απαιτείται διαρκής υπομονή. Δεν είναι τυχαίο ότι ερωτώμενος ο μεγάλος αγιορείτης όσιος Παΐσιος για το πώς σώζεται ο άνθρωπος έδωσε αυτήν την απάντηση: «Για να σωθείς χρειάζονται τρία πράγματα: πρώτον υπομονή, δεύτερον υπομονή, τρίτον υπομονή». Εμείς μερικές ή περισσότερες φορές ζητάμε, και το θεωρούμαι απολύτως λογικό και δίκαιο, να κάνουμε κι ένα διάλειμμα. Για να… ξεκουραστούμε. Αλλά αυτό δεν συνάδει με την πνευματική ζωή της Εκκλησίας. Διάλειμμα σημαίνει αυτομάτως υποχώρηση και πτώση. Τα συγκλονιστικά λόγια του Κυρίου μεταξύ των άλλων το επιβεβαιώνουν: «Ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστι και ο μη συνάγων μετ’ εμού σκορπίζει».

(4) Τι είναι εκείνο που κάνει τον χριστιανό, όπως τον άγιο Παΐσιο, να βρίσκεται διαρκώς σε νήψη και εγρήγορση; Η επίγνωση ότι ο χρόνος με την κάθε στιγμή του αποτελεί την ώρα του Κυρίου για τον ερχομό Του. Δεν υπάρχει άγιος που άγιασε χωρίς την αίσθηση αυτή. «Καθ’ ημέραν αποθνήσκω» έλεγε ο απ. Παύλος. «Αν δεν λάβει υπ’ όψιν του ο άνθρωπος ότι η σημερινή ημέρα που ζει μπορεί να είναι η τελευταία του, δεν πρόκειται ποτέ να αγιάσει», τόνιζε ο όσιος  πατήρ πατέρων Αντώνιος. Κι είναι λόγος του Κυρίου, γι’ αυτό και το διαρκές κήρυγμα και η ζωή της Εκκλησίας. «Γρηγορείτε. Γίνεσθε έτοιμοι, ότι η ώρα ου δοκείτε ο Υιός του ανθρώπου έρχεται». «Η ώρα ου δοκείτε: Την ώρα που δεν την περιμένετε και δεν τη φαντάζεστε», άρα δυνητικά η κάθε ώρα και η κάθε στιγμή – η ανάδειξη της στιγμής ως του σημαντικότερου γεγονότος για έναν άνθρωπο. Και τι σημειώνει η Εκκλησία; Ότι τελικώς η κάθε ημέρα και ώρα μας είναι η παράταση που μας δίνει ο Κύριος πριν έλθει για δεύτερη φορά. Ο απ. Παύλος στην Β΄ Κορ. σημειώνει: «Ου βραδύνει την έλευσίν Του ο Κύριος της δόξης, αλλά μακροθυμεί εις ημάς, μη βουλόμενος τινάς απολέσθαι, αλλά πάντας εις μετάνοιαν χωρήσαι». Και το Πνεύμα του Θεού στην Αποκάλυψη αντιστοίχως θα πει: «Έδωκα χρόνον ίνα μετανοήση» ο άνθρωπος. Που θα πει: είμαστε στην παράταση. Διότι το τέλος, τα «έσχατα» έχουν έλθει αφότου ο Θεός ενανθρώπησε - Εκείνος είναι το τέλος! Παρατείνει απλώς τον χρόνο του και πάλι ερχομού Του ως έκφραση της αγάπης Του για να μετανοήσουν όλοι οι άνθρωποι. Θυμάται κανείς εδώ και τον μεγάλο σύγχρονο επίσης λόγιο άγιο Σωφρόνιο τον Αθωνίτη (του Έσσεξ), που είχε γράψει στην πόρτα του κελιού του: «Αίθουσα αναμονής». “Waiting room”. Ζούσε τον χρόνο του αναμένοντας τον Κύριο˙ είτε με τη Δευτέρα Παρουσία Του είτε με την κλήση του να απέλθει από τη ζωή αυτή.

(5) Διαρκής λοιπόν πορεία προς τα πρόσω, δηλαδή προς τον Χριστό για να είναι ο χριστιανός ένας άλλος Χριστός, ως κλήμα στο αμπέλι που είναι Εκείνος. Και ποιο το σημάδι ότι προχωρά ορθά και καθαρά στην ακολουθία Του; Ο ερχομός των πειρασμών. Αυτό που είναι το πιο απευκταίο για εμάς, είναι το καίριο σημάδι της αγάπης του Θεού απέναντί μας για να ανεβαίνουμε κοντά Του  (όσιος Ισαάκ ο Σύρος). Κι ήταν μία πραγματικότητα που έλεγε και ζούσε βεβαίως ο άγιος Παΐσιος, ο οποίος μετά πάθους μελετούσε τον γλυκύτατό του αββά Ισαάκ, ενστερνιζόμενος τη θεολογία του, θεολογία στην ουσία της Αγίας Γραφής και των προγενεστέρων από αυτόν Πατέρων. Δεν είναι ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος που σημειώνει τα θεωρούμενα παράδοξα; «Πάσαν χαράν ηγήσασθε, αδελφοί μου, όταν πειρασμοίς περιπέσητε ποικίλοις, ειδότες ότι το δοκίμιον υμών της πίστεως κατεργάζεται υπομονήν, η δε υπομονή έργον τέλειον εχέτω, ίνα ήτε τέλειοι εν μηδενί λειπόμενοι».

(6) Οπότε συμβαίνει το παράδοξο: μέσα στους πειρασμούς και τις δοκιμασίες και τις θλίψεις δέχεται κανείς την παράκληση του Θεού. Η μεγαλύτερη και πιο γνωστή περίπτωση είναι ο απόστολος Παύλος: «Τρις τον Κύριον παρεκάλεσα υπέρ τούτου (για μία αρρώστια που τον ταλαιπωρούσε) και είρηκέ μοι: αρκεί σοι η χάρις μου. Η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται. Ήδιστα ουν καυχήσομαι εν ταις ασθενείαις μου, ίνα επισκηνώση επ’ εμοί η χάρις του Θεού». Γι’ αυτό και η χαρά των αγίων, δεν είναι η συνηθισμένη του κόσμου χαρά. «Και την χαράν την εμήν ουδείς αίρει αφ’ υμών» είπε ο Κύριος. Και: «Χαίρετε». Κι η χαρά αυτή  είναι το θέλημα του Θεού: «πάντοτε χαίρετε, αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε. Τούτο γαρ θέλημα Θεού εις υμάς» (απ. Παύλος). Γιατί είναι χαρά εσωτερική που γαληνεύει τον άνθρωπο και τον κάνει να «πετάει» μέσα στις οδύνες του. (Ο Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης όταν επισκέφτηκε τον άγιο Παΐσιο στο τέλος της ζωής του, στο Νοσοκομείο, λίγο πριν φύγει από τον καρκίνο που τον θέριζε ρώτησε: «Πώς νιώθεις, Γέροντα;» Κι ο άγιος: «Μου έρχεται να σηκωθώ πάνω και ν’ αρχίσω να χορεύω λέγοντας “έχε γεια, καημένε κόσμε, έχε γεια, γλυκειά ζωή”»).

Λοιπόν, οι άγιοι, ο άγιος Παΐσιος, αποτελούν φανέρωση της Βασιλείας του Θεού. Ο Χριστός μέσω αυτών. Ο Χριστός «εν ετέρα μορφή». Η υπέρβαση του κόσμου και της αμαρτίας του. Συσταυρωμένοι με τον Χριστό ζούνε την ανάστασή Του, ήδη από τη ζωή αυτή. Γι’ αυτό και υπερβαίνουν και τις θεωρούμενες όπως είπαμε, αδικίες. Αδικημένοι στη ζωή αυτή, αλλά πλήρως δικαιωμένοι από τον Θεό. Γι’ αυτό και παρηγορημένοι, που την παρηγοριά τους τη σκορπίζουν εν Χριστώ και σε όλους μας. Γιατί είναι συνεχώς μαζί μας, αφού ζουν μέσα στην παρουσία του Χριστού που είναι  ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Ας έχουμε την ευχή τους και ιδίως του αγίου Παϊσίου.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΕΧΕΙ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΑΝΑΠΛΑΣΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΔΡΕΣ

 «Οι γυναίκες μπορούν να αγαπήσουν περισσότερο τον Θεό από τους άνδρες και αυτή η αγάπη τους για τον Θεό είναι ικανή να βοηθήσει και τους άνδρες. Απόδειξη είναι η ίδια η Παναγία, που αγάπησε τον Χριστό περισσότερο από όλους τους ανθρώπους. Η διαφορά μεταξύ της αγάπης της Παναγίας και του Τιμίου Προδρόμου προς τον Χριστό είναι ασύγκριτη. Η γυναίκα, όταν δοθεί στον Χριστό, αγγελοποιείται και σαν «μαγιά» έχει καλύτερη αναπλαστική ικανότητα από τους άνδρες. Αυτή είναι η εμπειρία της Εκκλησίας μας» (Γέρων Εφραίμ Σεραγιώτης).

Δεν πρόκειται ασφαλώς περί «ρατσιστικής» τοποθετήσεως του αγιασμένου, κατά τη δήλωση οσίων Γερόντων του Αγίου Όρους, αγιορείτη Γέροντα Εφραίμ Σεραγιώτη, (σπουδαίου πνευματικού τέκνου και αναστήματος του οσίου Εφραίμ του Αριζονίτη,) - που έφυγε από τον κόσμο τούτο με μαρτυρικό τρόπο, προσβεβλημένος από καρκίνο, το 2023 – διότι η Εκκλησία μας υπερβαίνει τις όποιες διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα. Άνδρας και γυναίκα, ως γνωστόν, θεωρούνται ένα ενώπιον του Ιησού Χριστού κατά την πίστη μας, γι’ αυτό τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες την ίδια κλήση για αγιότητα δέχονται από τη χάρη του Θεού. «Είναι η εμπειρία της Εκκλησίας μας» σημειώνει ο αγιασμένος Γέρων, η ίδια η πραγματικότητά της. Μπορεί δηλαδή και τα δύο φύλα να μετέχουν εξίσου στο γεγονός της πίστεως, αλλά η χριστιανική ιστορία έχει αποδείξει ότι η γυναίκα είναι πιο «εύκολη και γρήγορη» σε απάντηση προς τη φωνή του Θεού. Γι’ αυτό και «ο Χριστός επιτρέπει οι γυναίκες να μάθουν πρώτες την Ανάσταση και όχι οι άνδρες». Όπως και το γεγονός «ότι πάνω στον Γολγοθά οι Μαθητές του Χριστού από φόβο εγκαταλείπουν τον Χριστό, όμως οι Μαθήτριες του Χριστού είναι εκεί και δεν Τον εγκαταλείπουν». Για να προχωρήσει περισσότερο την Πατερική σκέψη του ο Γέρων Εφραίμ: Οι γυναίκες μπορούν να φτάσουν σε μεγαλύτερη ύψη αγιότητας από ό,τι οι άνδρες, όπως αποδεικνύεται και από τη σύγκριση της Παναγίας με τον ίδιο τον τρισμέγιστο Ιωάννη Πρόδρομο!  Με τα ίδια τα λόγια του: «η διαφορά μεταξύ της αγάπης της Παναγίας και του Τιμίου Προδρόμου προς τον Χριστό είναι ασύγκριτη

Πού οφείλεται το θεωρούμενο τούτο παράδοξο; Ακριβώς στη διαβάθμιση της αγάπης. Η γυναίκα εκ της φύσεώς της λειτουργεί περισσότερο με την καρδιά, γι’ αυτό και μπορεί να αγαπήσει περισσότερο και βαθύτερα από ό,τι ο άνδρας – δίνει κυριολεκτικά ολόκληρο τον εαυτό της στο αγαπώμενο και ερώμενο από αυτήν πρόσωπο, ιδίως τον Θεό προς τον Οποίο «απογειώνει» εντελώς την αγάπη της. Ενώ ο άνδρας λειτουργεί εκ φύσεως περισσότερο με τη λογική, που τον κάνει να κινείται περισσότερο ίσως «ρεαλιστικά» και να αντιμετωπίζει πιο αποτελεσματικά τα προβλήματα της εδώ ζωής, μα του «στερεί» σ’ ένα βαθμό τη δυνατότητα του βάθους και της αίσθησης της ουσίας της ζωής αυτής. Διότι η ίδια η πίστη προς τον Θεό εν Χριστώ είναι γεγονός πρώτιστα της καρδιάς και έπειτα της λογικής που φωτίζεται από την καθαρή καρδιά. «Εάν με αγαπάτε» ήταν ο όρος που έθετε αδιάκοπα ο Κύριος προς τους μαθητές Του προκειμένου να Τον ακολουθήσουν, και όχι «εάν με καταλαβαίνετε»! «Της συγχωρούνται οι πολλές αμαρτίες της» είπε ο Ίδιος για την αμαρτωλή γυναίκα,  (την καταδικασμένη ήδη «αιωνίως» από τους «ηθικούς» Φαρισαίους), «γιατί αγάπησε πολύ». Η βαθιά αγάπη προς τον Κύριο φέρνει και την πλούσια συγχώρησή Του, κάτι που καθιστά τη γυναίκα με τη μεγάλη καρδιά προνομιούχα τελικώς μπροστά στον Θεό.

Αλλά η διαφοροποίηση αυτή άνδρα και γυναίκας δεν είναι ασφαλώς εις βάρος κανενός, γιατί ο Δημιουργός τα έθεσε έτσι τα πράγματα, ώστε το επιπλέον του καθενός να καλύπτει το υστέρημα του άλλου. Μη ξεχνάμε ότι η σχέση των δύο φύλων δεν είναι αντιθετική και ανταγωνιστική – έτσι έγινε δυστυχώς μετά την πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία – αλλά ενωτική και συμπληρωματική. «Ουκέτι εισί δύο αλλά μία σαρξ» απεκάλυψε ο Κύριος. Γι’ αυτό και τι σημειώνει επιπλέον ο άγιος Γέρων; «Η αγάπη των γυναικών για τον Θεό είναι ικανή να βοηθήσει και τους άνδρες». Και παρακάτω: «Αν η γυναίκα δοθεί στον Θεό, μπορεί να βοηθήσει όλους τους άνδρες και όλον τον κόσμο». Ποιος μπορεί να μιλήσει τόσο υπερθετικά για τη γυναίκα πέραν αυτού που ζει τη χαρισματική κατά Χριστόν ζωή;  Και ο Γέρων που ζούσε τη ζωή αυτή φέρνει το ισχυρότερο επιχείρημα: «Όπως έκανε και κάνει η Παναγία μας! Στο πρόσωπο μιας γυναίκας βρήκαμε σωτηρία όλοι μας

Μπροστά στην Παναγία, την υπερτέρα όλων των ανθρώπων και όλων των αγγέλων και των αρχαγγέλων από πλευράς αγιότητας, κατανοείται και το ασφαλές συμπέρασμα που βγάζει ο μακαριστός Γέρων και που αποτελεί το προνόμιο ναι, αλλά και την τεράστια ευθύνη της χριστιανής γυναίκας. Η χριστιανή γυναίκα, όταν είναι εν επιγνώσει χριστιανή, γίνεται ένας επίγειος άγγελος, που αφενός ως «μαγιά» μπορεί να ζυμώσει όχι μόνο την οικογένειά της αλλά και τον κόσμο όλο – έχει τη μεγαλύτερη από όλους αναπλαστική δύναμη -  αφετέρου η ίδια προχωράει όχι με απλά βήματα, αλλά με τεράστια άλματα προς τον τελικό σκοπό της που δεν είναι άλλος από τη θέωσή της.  

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2025

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Ο ΕΝ ΠΑΤΜΩ

«Μέγας μὲν Ἀντώνιος ἀρχὴ Πατέρων. Θεῖος δἐ Χριστόδουλος, ἕνθεον τἐλος» (Είναι μέγας μεν ο Αντώνιος, η αρχή των Πατέρων. Θείος δε ο Χριστόδουλος, το ένθεο τέλος).

«Ο Όσιος Χριστόδουλος γεννήθηκε σε μία κωμόπολη κοντά στη Νίκαια της Βιθυνίας γύρω στο 1020 (και εκοιμήθη το 1093). Το κοσμικό του όνομα ήταν Ιωάννης. Από πολύ νέος επιθύμησε να εγκαταλείψει τον κόσμο και ν΄ αφοσιωθεί στην μοναχική ζωή. Ξεκίνησε από κάποια Μονή στον Όλυμπο της Βιθυνίας, όπου μετά από λίγο καιρό εκάρη Μοναχός. Από εκεί μετέβη στους Αγίους Τόπους και για μικρό διάστημα μόνασε εκεί σε κάποιο ερημικό μέρος. Οι επιδρομές όμως των Σαρακηνών ανάγκασαν τους Μοναχούς να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να επανέλθουν στην Μικρά Ασία, οπότε και εγκαταστάθηκαν  στο Όρος Λάτρος της Μυσίας. Εκεί διέπρεψε σ΄ όλες τις αρετές και οι Μοναχοί τον εξέλεξαν πρώτον επιστάτη με το αξίωμα του Αρχιμανδρίτη, γεγονός που του έδωσε και το προσωνύμιο του Λατρηνού. Οι επιδρομές όμως των Μουσουλμάνων τον ανάγκασαν σε φυγή και από το Λάτρος.

Αναζητώντας τόπο ασκήσεως ο Όσιος έφτασε στη Στρόβιλο, μια θαλάσσια περιοχή στα παράλια της Μικράς Ασίας, όπου κι έμεινε για λίγο καιρό, γιατί μια νέα επιδρομή τον εξανάγκασε να διαφύγει τη φορά αυτή στη Λέρο και στη συνέχεια στην Κω, όπου ίδρυσε και Μονύδρια. Οι διαφορές όμως με τους εκεί κατοίκους τον κατέστησαν ανέστιο για άλλη μία φορά. Ύστερα από περιπλανήσεις στα γύρω νησιά έφτασε στην Πάτμο, από την οποία γοητεύεται λόγω της ησυχίας και της ηρεμίας της. Αμέσως έφυγε για την Κωνσταντινούπολη και ζήτησε από τον Αυτοκράτορα Αλέξιο Α' τον Κομνηνό την άδεια «ίνα φροντιστήριον των ψυχών καταστήση ταύτην». Ο Αυτοκράτορας με Χρυσόβουλλο του παραχωρεί την Πάτμο και τα γύρω νησιά μαζί με εργάτες και χρήματα. Με την εγκατάσταση του στην Πάτμο ο Όσιος ξεκινά το χτίσιμο Μοναστηριού τιμώμενο επ΄ ονόματι του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.

Οι επιδρομές όμως των Μουσουλμάνων δεν θα τον αφήσουν ήσυχο ούτε αυτή τη φορά. Ο Όσιος αφήνει την Πάτμο και καταφεύγει στην Εύβοια κατά το έτος 1092. Η διαμονή του Οσίου Χριστοδούλου στην Εύβοια ήταν, σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες, μικρής διάρκειας. Υπάρχει η πληροφορία ότι ένας ευσεβής και πλούσιος κάτοικος του Ευρίπου προσέφερε την πολυτελή οικία του στον Όσιο, ο οποίος την ανέδειξε σε μοναστήρι, αν και οι φροντίδες του Οσίου, εξαιτίας της μεγάλης περιουσίας του μοναστηριού στην Πάτμο, απαιτούσαν την παραμονή του όχι στην έρημο αλλά κοντά στον κόσμο. Εξάλλου, στην Εύβοια ανέκαθεν υπήρχε παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Όσιος Χριστόδουλος παρέμεινε ασκητεύοντας στο σπήλαιο στο δυτικό άκρο της κωμόπολης Λίμνη (Ελύμνιον). Ο Όσιος κατά την διαμονή του στον Εύριπο συνέταξε την «Διαθήκη» και τον «Κωδίκελλό» του (Μάρτιος 1093 λίγο πριν φύγει από τη ζωή). Τη Διαθήκη αυτή, για να έχει ισχύ, την υπέγραψαν επτά αξιωματούχοι της επισκοπικής αρχής και της πόλεως Ευρίπου (Χαλκίδος), ήτοι Λέων πρεσβύτερος και σακελλάριος της πόλεως Ευρίπου, Ιωάννης πρεσβύτερος και νοτάριος της καθέδρας Ευρίπου, Μιχαήλ.... της καθέδρας Ευρίπου, Βασίλειος ο ευτελής διάκονος.... και νοτάριος Ευρίπου κ.α. Το λείψανο του Οσίου φυλάσσεται ως σήμερα στο μικρό φερώνυμο Παρεκκλήσιο του Οσίου Χριστοδούλου, στη Νοτιοδυτική πλευρά του Καθολικού της Μονής Πάτμου» (Από το ιστολόγιο, «Ορθόδοξος Συναξαριστής»).

Ο σοφός υμνογράφος της ακολουθίας του οσίου Χριστοδούλου διδάσκαλος Ιάκωβος Αναστάσιος Πάτμιος διακρίνεται για τη βαθειά γνώση της πνευματικής ζωής της Εκκλησίας, που σημαίνει ότι μπορεί με άνεση να διακρίνει τα σημάδια της αγιότητας του οσίου και να μας τα προσφέρει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ισχύει γι’ αυτόν ο λόγος του αποστόλου Παύλου που λέει ότι «ο πνευματικός άνθρωπος που έχει το Πνεύμα του Θεού μπορεί να εξετάσει τα πάντα, ο ίδιος όμως δεν μπορεί να ελεγχθεί από οιονδήποτε που δεν έχει το Πνεύμα αυτό». Παρ’ όλα αυτά όμως, αισθανόμενος τη μικρότητά του, επικαλείται απαρχής, όπως γίνεται συνήθως με τους υμνογράφους, τον φωτισμό και τη χάρη του Θεού προκειμένου να υμνολογήσει σωστά τον άγιο και να μη διαστρεβλώσει την εικόνα του (ωδή α΄).

Όντως λοιπόν ο εκκλησιαστικός ποιητής παρουσιάζει τον άγιο σε όλη θα λέγαμε την έκταση της ζωής του, και της επίγειας και της επουράνιας. Και τι μας λέει σε γενικές γραμμές; Ότι ο άγιος, όπου κι αν πήγε, σε όποιον τόπο κι αν ασκήθηκε, στην Όλυμπο, στη Λάτρο, στην Πάτμο, στην Εύβοια, ένα πράγμα είχε κατά προτεραιότητα ενώπιόν του: πώς να ευαρεστήσει τον Κύριο, πώς να διακρατήσει ζωντανή τη σχέση του με τον Ιησού Χριστό, τον Κύριό του. Και αγωνιζόμενος βεβαίως γι’ αυτό αφενός απεμπλεκόταν από οτιδήποτε εμπαθές τον έδενε με τον κόσμο (στιχ. εσπ.), αφετέρου ένιωθε τη μεγάλη επιθυμία να καθοδηγήσει και τους άλλους συνανθρώπους του, όταν μάλιστα τους έβλεπε να βρίσκονται μέσα στο σκοτάδι της άγνοιας του Θεού. Διαπιστώνει μάλιστα ο ποιητής ότι ο όσιος μπορεί να παραβληθεί με τα μεγάλα αναστήματα των αγίων προφητών και πατριαρχών της Παλαιάς Διαθήκης, διότι η ζωή του οσίου Χριστοδούλου αντιστοιχεί με γνωρίσματα της δικής τους ζωής. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζει τον όσιο ως άλλον Σαμουήλ, ως νέο Μωυσή, ως δεύτερο Ιωάννη τον Πρόδρομο, ως επίσης προφήτη Ηλία, ως Δανιήλ κ.ο.κ. Για παράδειγμα: Είναι ένας άλλος Σαμουήλ ο όσιος, διότι κι αυτός «ἀπό βρέφους Θεῶ ἀνατέθη ὡς Σαμουήλ» (στιχ. εσπ.)˙ είναι δεύτερος Μωυσής, διότι «ἐκ σκοτασμοῦ ἀγνωσίας λαούς ὑπεξήγαγε καί Θεῷ προσενήνοχε» (στιχ. εσπ.)˙ είναι άλλος Πρόδρομος, διότι «ὑπεδείκνυε λαοῖς ὡς Ἰωάννης τό πρίν τήν ὁδόν Κυρίου τήν σωτήριον» (στ. εσπ.).

Κι εκείνο βεβαίως που αδιάκοπα τονίζει ο υμνογράφος ως κινητήρια δύναμη του αγίου και ερμηνευτικό κλειδί των όλων θαυμασίων της ζωής του είναι η αγάπη του προς τον Θεό, ο σφοδρός σαν φωτιά πόθος του γι’ Αυτόν, ο έρωτάς του κυριολεκτικά για τον Χριστό που πλήγωσε την καρδιά του με αποτέλεσμα να γίνει ο όσιος κατοικητήριο δικό Του – «ἐν ἑαυτῷ γάρ εἶχε τόν Κύριον» και «Χριστόν ἔχων ἐν ἑαυτῷ οἰκοῦντα» (λιτή) θα πει για παράδειγμα μεταξύ άλλων. Κι ένα μικρό δείγμα αυτής της θερμότητας που τον διακατείχε είναι και ο παρακάτω ύμνος από την πρώτη ωδή του κανόνα του: «Σοφίας τῷ ἔρωτι τρωθείς τῆς ὄντως τῷ φόβῳ τῷ κρείττονι νουνεχῶς ἐρρύθμισας νοός κινήματα˙ ὅθεν καί ἔτυχες σοφέ τῆς σῆς ἐφέσεως» (Επειδή πληγώθηκες από τον έρωτα της αληθινής σοφίας, δηλαδή του Χριστού, με τον ανώτερο και καλύτερο φόβο που υπάρχει ρύθμισες με σύνεση τα κινήματα του νου σου. Γι’ αυτό και πέτυχες, σοφέ, ό,τι ήταν η έφεση της καρδιάς σου).  

Ποιο είναι το εξόχως σημαντικό στον συγκεκριμένο ύμνο; Η ρύθμιση των κινημάτων του νου με τρόπο συνετό. Διότι είναι γνωστό ότι ο νους έχει «τρεπτότητα» τέτοια, δηλαδή κινητικότητα και εναλλαγή διαρκή, που είναι πολύ δύσκολο να τιθασευτεί. Κι αυτό συνιστά το κεντρικότερο πρόβλημα στην πνευματική ζωή ενός πιστού χριστιανού. Αγόμαστε και φερόμαστε με άλλα λόγια από τους λογισμούς του νου μας, που προέρχονται άλλοτε από τα πάθη μας κι άλλοτε από τον πονηρό διάβολο, με αποτέλεσμα ο νους να χαρακτηρίζεται ως «αλήτης» - αδιάκοπα περιπλανάται. Τι είναι εκείνο που μπορεί να τον θέσει υπό έλεγχο; Ο φόβος του Θεού, λέει ο υμνογράφος βλέποντας τη ζωή του οσίου Χριστοδούλου, φόβος που αποτελεί καρπό της πληγωμένης από αγάπη προς τον Χριστό καρδιάς του ανθρώπου. Και ο φόβος αυτός φανερώνεται στη χαρισματική της διάσταση, όταν βρίσκεται στον δρόμο τηρήσεως των αγίων εντολών του Χριστού. Αγαπά δηλαδή κανείς τον Χριστό, στέκεται με απόλυτο δέος και σεβασμό (φόβο) απέναντί Του – η αγάπη προς τον Θεό δεν εκτρέπεται σε «παιδιαρίσματα» και ελευθεριότητες – τηρεί τις εντολές Του, ρυθμίζει τα κινήματα του νου του ελέγχοντας τους λογισμούς του. Δεν είναι τυχαίο ότι και στην ακολουθία της μεταλήψεως αναφέρεται μεταξύ των άλλων η πολύ σοβαρή παράκληση του πιστού ο Κύριος με τη Θεία Κοινωνία να ρυθμίσει τη ζωή του. «Ἅγνιζε καί κάθαρε καί ρύθμιζέ με». Ο όσιος Χριστόδουλος ήταν έμπειρος στον πνευματικό αγώνα, ο νους του ήταν ρυθμισμένος με βάση τις εντολές του Χριστού, γι’ αυτό όχι με απλό βηματισμό αλλά με τεράστια άλματα έφτασε στο άκρως εφετό της ζωής του: τη θέα του Χριστού του!