Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2025

ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΝΗΠΙΩΝ ΤΩΝ ΥΠΟ ΗΡΩΔΟΥ ΑΝΑΙΡΕΘΕΝΤΩΝ

«Όταν ο βασιλιάς των Ιουδαίων Ηρώδης πρόσταξε τους μάγους να γυρίσουν πίσω και να του αναφέρουν τα σχετικά με τον βασιλιά που γεννήθηκε, τον οποίο φανέρωνε ο αστέρας που ακολουθούσαν, προκειμένου τάχα μαζί με εκείνους να τον προσκυνήσει και αυτός, κι αφού ο άγγελος είπε στους μάγους να μη γυρίσουν στον Ηρώδη αλλά από άλλη οδό να αναχωρήσουν για τη χώρα τους, κάτι που το έκαναν, είδε λοιπόν ο Ηρώδης ότι εμπαίχθηκε από αυτούς και οργίστηκε πολύ. Κι αφού ερεύνησε ακριβώς για τον χρόνο του αστέρος που φάνηκε και έστειλε στρατιώτες, φόνευσε όλα τα παιδιά στη Βηθλεέμ και στα όριά της, από δύο χρονών και κάτω, γιατί σκέφτηκε ότι αν φονεύσει όλα τα παιδιά, οπωσδήποτε θα πεθάνει και ο μελλοντικός βασιλιάς και δεν θα καταστεί απειλή γι’ αυτόν. Ματαίως όμως κόπιασε ο παράφρων, διότι δεν γνώριζε ότι κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να εμποδίσει τη βουλή του Θεού. Οπότε στα μεν παιδιά προξένησε τη βασιλεία των Ουρανών, στον δε εαυτό του την αιώνια κόλαση».

Το κύριο πρόβλημα που θέτει η σημερινή ημέρα, της μνήμης των σφαγιασθέντων νηπίων από τον Ηρώδη, είναι η εξώφθαλμη αδικία που διαπράχθηκε τότε, γεγονός που οδηγεί στο πάντα επίκαιρο και ουδέποτε αποδεκτό από την ανθρώπινη λογική πρόβλημα της θεοδικίας: γιατί βρέφη και νήπια, πριν καν ξεκινήσουν τη ζωή τους, την έχασαν και μάλιστα με τέτοιο τραγικό τρόπο; Και πού βρίσκεται η δικαιοσύνη του Θεού; Πώς ανέχτηκε ο δίκαιος Θεός μία τέτοια αδικία; Δεν φαίνεται έτσι ότι ο Θεός απουσιάζει ή τέλος πάντων είναι κρυμμένος, ενώ παρουσιάζεται ως κυρίαρχος ο δαίμονας με τα όργανά του, τύπου Ηρώδη; Και με βάση τον προβληματισμό για ό,τι άδικο συνέβη τότε, η ανθρώπινη σκέψη ανοίγεται και σε όλη τη διαδρομή του ανθρωπίνου γένους, καταγράφοντας παρόμοια και σκληρότερα ίσως περιστατικά: εξανδραποδισμούς ολόκληρων λαών, πείνες, πολέμους, εξαθλίωση ανθρώπων, ανέχεια, ανεργία, φτώχεια. Σε όλα αυτά το κυρίαρχο ερώτημα είναι το γιατί; Και το πώς ο Θεός ανέχεται τέτοιες καταστάσεις;

Δεν είναι εύκολα ερωτήματα. Δεν μπορεί κανείς χρησιμοποιώντας την ανθρώπινη λογική να δώσει μία πειστική απάντηση. Πρόκειται για ένα μόνιμο αγκάθι στην ανθρώπινη σκέψη. Γι’ αυτό και το ερώτημα αυτό, το πρόβλημα της θεοδικίας, της δικαιοσύνης του Θεού μέσα σε έναν κόσμο απανθρωπίας και παραλογισμού, είναι ερώτημα που απασχόλησε από παλιά τον άνθρωπο και ασφαλώς θα τον απασχολεί πάντοτε. Την πρώτη από πλευράς θεολογικής αντιμετώπιση του προβλήματος έχουμε ήδη στην Παλαιά Διαθήκη στο βιβλίο του Ιώβ. Πάσχει ο Ιώβ, ο πιο δίκαιος άνθρωπος της εποχής του, και μάλιστα με τρόπο που δεν είναι εύκολο να ακούσει κανείς τα πάθια του, χωρίς να κινδυνεύει να κλονιστεί η ισορροπία του μυαλού του: πεθαίνουν με τρόπο τραγικό όλα τα παιδιά του, χάνει όλη την περιουσία του, γεμίζει ο ίδιος από παντός είδους μολυσματικές αρρώστιες και γι’ αυτό δεν μπορεί να σταθεί σε κατοικημένη περιοχή, η γυναίκα του τον κατηγορεί, οι φίλοι του τον αντιμετωπίζουν με σκληρότητα… Το «γιατί μου συμβαίνουν όλα αυτά, ενώ είμαι δίκαιος άνθρωπος;» φτάνει στα χείλη ακόμη και του ίδιου του Ιώβ, ο οποίος σε ό,τι του συνέβαινε έλεγε: «Ο Κύριος μου τα έδωσε, ο Κύριος μου τα πήρε. Ας είναι ευλογημένο το όνομά Του».

Η απάντηση έρχεται τελικά από τον ίδιο τον Θεό, ο Οποίος λέγοντας στον Ιώβ να μην πολυεξετάζει το γιατί, αλλά μόνο να έχει εμπιστοσύνη στην αγάπη Του, τον επιβραβεύει αποκαθιστώντας τον έτσι, ώστε  να βρίσκεται σε καλύτερη θέση από ό,τι ήταν πριν. Η απάντηση δηλαδή στο πρόβλημα της θεοδικίας δεν υπάρχει στους ανθρώπινους συλλογισμούς και την ανθρώπινη λογική. Η απάντηση δίνεται στο επίπεδο της πίστεως στον Θεό: έχε εμπιστοσύνη στην αγάπη μου, έστω κι αν δεν την καταλαβαίνεις. Αν κανείς δεν αναχθεί σ’ αυτό το επίπεδο, πάντοτε θα προσκρούει σε αδιέξοδο και στη διαπίστωση του παράλογου της ζωής. Κι αν μεν στην Παλαιά Διαθήκη  η απάντηση δόθηκε στον Ιώβ με αυτόν τον τρόπο, εκεί που έχουμε την πληρότητα της απαντήσεως είναι στην Καινή με τον ερχομό του Χριστού. Στο πρόσωπο του Χριστού, του ενσαρκωμένου Θεού, βλέπουμε ότι οι όποιες δοκιμασίες στη ζωή, οι όποιες θλίψεις, οι όποιες τραγικότητες, συνιστούν δρόμο ζωής που αν κανείς τα αντιμετωπίσει με πίστη και υπακοή στον Θεό, οδηγούν στη Βασιλεία του Θεού. Ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός είναι η απάντηση: η ζωή Του απαρχής μέχρι τέλος είναι ένα πάθος. Το πάθος του Χριστού δεν σχετίζεται μόνον με τον Σταυρό, αλλά με όλη τη ζωή Του. Κι απόδειξη η σημερινή ημέρα: μόλις γεννάται αντιμετωπίζει τον φονικό θυμό του παράφρονα Ηρώδη. Το ίδιο και στα μετέπειτα χρόνια Του. Ο Σταυρός Του είναι η αποκορύφωση του Πάθους Του. Και τι μας δείχνει; Ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος που εκβάλλει στη Βασιλεία του Θεού, στην Ανάσταση, εκτός από το πάθος της ζωής αυτής.

 Κι αυτό γιατί; Διότι δυστυχώς ο κόσμος αυτός ξέπεσε, λόγω της αμαρτίας του ανθρώπου. Ενώ απαρχής τα πράγματα ήταν διαφορετικά, διότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και τον άνθρωπο, για να είναι μέτοχος της χαράς Του, ο άνθρωπος με την επανάσταση που κήρυξε κατά του Δημιουργού, με την εμμονή του στην ανυπακοή του προς Εκείνον, έφερε όλα τα δεινά στον κόσμο. Και ο ερχομός του Χριστού ήταν ακριβώς γι’ αυτό: να άρει την αμαρτία του κόσμου και τις συνέπειες της αμαρτίας αυτής, προκειμένου να αποκαταστήσει τον άνθρωπο. Ο κόσμος όμως αυτός πάντοτε θα είναι και θα παραμένει το πεδίο που θα αναμετράται η πίστη με την απιστία, με το δεδομένο ότι οι θλίψεις και οι δοκιμασίες της εδώ ζωής θα έχουν πάντοτε αντίκρισμα στη συνέχειά της, την άλλη ζωή. «Ουκ άξια τα παθήματα της παρούσης ζωής προς την μέλλουσαν εις ημάς αποκαλυφθήναι δόξαν» που σημειώνει ο απόστολος Παύλος. Αυτά που υφιστάμεθα στη ζωή αυτή, τις θλίψεις, τις δοκιμασίες, τους πόνους, δεν ισοφαρίζουν τη δόξα που θα μας αποκαλυφθεί στη μέλλουσα.

Στη λογική της πίστεως αυτής, με βάση την ίδια τη ζωή του Κυρίου, στοιχεί και η υμνογραφία της σημερινής εορτής. Τα νήπια που σφαγιάστηκαν, δεκατέσσερις χιλιάδες ή απλώς δεκατέσσερα – δεν έχει σημασία ο αριθμός, αν είναι πραγματικός ή συμβολικός – ναι μεν έχασαν τη ζωή τους πριν ακόμη την ξεκινήσουν, όμως την βρήκαν ολοκληρωμένη με τη χάρη του Θεού στους κόλπους του Αβραάμ. Ο Θεός θέλησε, κρίμασιν οις οίδεν Εκείνος, αυτά τα παιδάκια να είναι οι πρώτοι μάρτυρές Του στον κόσμο, η πρώτη προσφορά σ’ Αυτόν, γι’ αυτό και θεωρούνται άγιοι με μεγάλη δύναμη παρρησίας ενώπιόν Του. Είναι κατ’ ακρίβεια τα πρώτα νεόφυτα στελέχη της Εκκλησίας, που έθρεψαν με το παρθενικό και αγνό αίμα τους το δέντρο της Εκκλησίας («Εκ στελεχών νεοφύτων η του Χριστού Εκκλησία σήμερον, ώσπερ άνθη ευθαλή, δρεψαμένη αίματα τερπνώς, εφηδύνεται αυτοίς και ωραΐζεται», δηλαδή: Η Εκκλησία του Χριστού σήμερα, αφού μάζεψε με τερπνό τρόπο τα αίματα από νεόφυτα στελέχη, όπως κόβει κανείς ολοζώντανα άνθη, χαίρεται γι’ αυτά και ομορφαίνει)∙ είναι, όπως είπαμε, η πρώτη μυστική θυσία στον ενανθρωπήσαντα Θεό («Χορός θεόλεκτος βρεφών, εν σαρκί γεννηθέντι, προσηνέχθη τω Κτίστη, ως θυσία μυστική», δηλαδή: ο θείος χορός των βρεφών προσφέρθηκε στον  Δημιουργό που γεννήθηκε ως άνθρωπος, ως μυστική θυσία)∙ είναι οι καθαυτό νεομάρτυρες του Κυρίου («ως βότρυες Χριστώ προσήχθησαν, ει και μητρώων μαζών εσπάσθησαν, οι νεομάρτυρες, τον Ηρώδην πλήξαντες», δηλαδή: σαν σταφύλια προσφέρθηκαν στον Χριστό οι νεομάρτυρες, αν και αποσπάσθησαν βίαια από τα μητρικά στήθη, και έπληξαν τον Ηρώδη)∙ είναι τα νήπια εκείνα που με τον σφαγιασμό τους συμβασιλεύουν πια με τον Χριστό («υπέρ Αυτού γαρ σφαγέντα, συμβασιλεύουσι Τούτω»).

Η ανατροπή των ανθρωπίνων δεδομένων και της συμβατικής λογικής δεν έρχεται μόνον με την ενανθρώπηση του Θεού, αλλά και με ό,τι συνιστά τον περίγυρό της, και τότε, στα ίδια χρόνια με την επί γης παρουσία Του, και μετέπειτα σε όλους τους αιώνες. Η Εκκλησία και οι άγιοί της, με ό,τι υφίσταται στον κόσμο, θα διατρανώνει πάντοτε την άλλη λογική: μέσα από τα παθήματα του κόσμου τούτου θα αποκαλύπτει  την οδό που εκβάλλει στην πληρότητα της Βασιλείας του Θεού. «Διά πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την Βασιλείαν των Ουρανών».

ΔΕΝ Μ' ΑΡΕΣΕΙ ΝΑ ΒΛΕΠΩ ΤΑ ΕΡΓΑ ΣΟΥ!

 «Πολλὰ θαύματα καὶ ἐλέη εἶδα ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ τὴ Θεοτόκο, ἀλλὰ μοῦ εἶναι τελείως ἀδύνατο ν’ ἀνταποδώσω κάπως αὐτὴ τὴν ἀγάπη.

Τί ν᾿ ἀναταποδώσω ἐγὼ στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ποὺ δὲν μὲ περιφρόνησε ἐνῶ ἤμουν βυθισμένος στὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ μ᾿ ἐπισκέφθηκε σπλαγχνικὰ καὶ μὲ συνέτισε; Δὲν Τὴν εἶδα, ἀλλὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μοῦ ἔδωσε νὰ Τὴν ἀναγνωρίσω ἀπὸ τὰ γεμάτα χάρη λόγια Tης καὶ τὸ πνεῦμα μου χαίρεται κι ἡ ψυχή μου παρασύρεται τόσο ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς Αὐτήν, ὥστε καὶ μόνη ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματὸς Tης γλυκαίνει τὴν καρδιά μου.

Ὅταν ἤμουν νεαρὸς ὑποτακτικός, προσευχόμουν μιὰ φορὰ μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος καὶ μπῆκε τότε στὴν καρδιά μου ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ κι ἄρχισε ἀπὸ μόνη της νὰ προφέρεται ἐκεῖ. Μιὰ ἄλλη φορὰ ἄκουγα στὴν ἐκκλησία τὴν ἀνάγνωση τῶν προφητειῶν τοῦ Ἡσαΐα, καὶ στὶς λέξεις «Λούσασθε καὶ καθαροὶ γίνεσθε» (Ἡσ. α 16) σκέφτηκα: Μήπως ἡ Παναγία ἁμάρτησε ποτέ, ἔστω καὶ μὲ τὸ λογισμὸ;. Καί, ὢ τοῦ θαύματος! Μέσα στὴν καρδιά μου μιὰ φωνὴ ἑνωμένη μὲ τὴν προσευχὴ πρόφερε ρητῶς: «Ἡ Θεοτόκος ποτὲ δὲν ἁμάρτησε, οὔτε κἂν μὲ τὴν σκέψη». Ἔτσι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μαρτυροῦσε στὴν καρδιά μου γιὰ τὴν ἁγνότητὰ Της... Ἡ ψυχή μου γεμίζει ἀπὸ φόβο καὶ τρόμο, ὅταν ἀναλογίζομαι τὴ δόξα τῆς Θεομήτορος... Ὢ, καὶ νὰ γνωρίζαμε πόσο ἀγαπᾶ ἡ Παναγία ὅλους, ὅσους τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, καὶ πόσο λυπᾶται καὶ στενοχωριέται γιὰ κείνους ποὺ δὲν μετανοοῦν! Αὐτὸ τὸ δοκίμασα μὲ τὴν πείρα μου.

Δὲν ψεύδομαι, λέγω τὴν ἀλήθεια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πὼς γνωρίζω πνευματικὰ τὴν Ἄχραντη Παρθένο. Δὲν Τὴν εἶδα, ἀλλὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μοῦ ἔδωσε νὰ γνωρίσω Αὐτὴν καὶ τὴν ἀγάπη Tης γιὰ μᾶς. Χωρὶς τὴν εὐσπλαγχνία Tης ἡ ψυχὴ θὰ εἶχε χαθῆ ἀπὸ πολὺν καιρό. Ἐκείνη ὅμως εὐδόκησε νὰ μ᾿ ἐπισκεφθῇ καὶ νὰ μὲ νουθετήσῃ, γιὰ νὰ μὴν ἁμαρτάνω. Μοῦ εἶπε: «Δὲν μ᾿ ἀρέσει νὰ βλέπω τὰ ἔργα σου». Τὰ λόγια Της ἦταν εὐχάριστα, ἤρεμα, μὲ πραότητα καὶ συγκίνησαν τὴν ψυχή. Πέρασαν πάνω ἀπὸ σαράντα χρόνια, μὰ ἡ ψυχή μου δὲν μπορεῖ νὰ λησμονήσῃ ἐκείνη τὴ γλυκειὰ φωνὴ καὶ δὲν ξέρω πῶς νὰ εὐχαριστήσω τὴν ἀγαθὴ καὶ σπλαγχνικὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ...

Κι Αὐτὴ τὴν Ἄχραντη Μητέρα Του ὁ Κύριος τὴν ἔδωσε σ᾿ ἐμᾶς. Αὐτὴ εἶναι ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἐλπίδα μας. Αὐτὴ εἶναι ἡ πνευματική μας Μητέρα καὶ βρίσκεται κοντά μας κατὰ τὴ φύση σὰν ἄνθρωπος καὶ κάθε χριστιανικὴ ψυχὴ ἑλκύεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς Αὐτήν» (Άγιος Σιλουανός του Άθω).

Πολλά κείμενα γράφτηκαν, γράφονται και θα γράφονται για την Υπεραγία Μητέρα του Κυρίου και δική μας, των πιστών, Μητέρα. Κείμενα δοξολογικά, παρακλητικά, θεολογικά. Γιατί δεν μπορεί ο ορθόδοξος πιστός να σταθεί σωστά έναντι του Ιησού Χριστού του Κυρίου του χωρίς αντίστοιχη στάση έναντι της Παναγίας Μητρός Του – παραθεώρηση της Παναγίας από έναν χριστιανό σημαίνει έλλειμμα πίστεως προς τον Χριστό, μάλλον δεν μπορεί να υπάρχει πίστη σ’ Εκείνον. Όπως πολλάκις έχει τονιστεί: κριτήριο της ορθόδοξης πίστεως κάποιου είναι το πώς τοποθετείται απέναντι στην Υπεραγία Θεοτόκο. Η πρακτική, νομίζουμε, των αγιορειτών πατέρων εν προκειμένω εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την αλήθεια αυτή. «Ευλογείτε» λες στον αγιορείτη, «ο Κύριος» απαντά. «Την ευχή σας» του λες, «Την ευχή της Παναγίας» ανταποδίδει. Χριστός και Παναγία πάντοτε συνυπάρχουν – η Παναγία δείχνει προς τον Υιό της, ο Χριστός χαίρεται να «υπακούει» στη Μητέρα Του! 

Όμως κείμενα για τη Θεομήτορα όπως των αγίων Πατέρων μας κι όπως το παραπάνω απόσπασμα του αγίου Σιλουανού, του γλυκύτατου αυτού νεώτερου αγίου της Εκκλησίας μας, είναι μοναδικά. Σου προκαλούν συγκίνηση και δάκρυα, σε κάνουν να νιώθεις έντονα την παρουσία της Παναγίας Μητέρας, σε θέτουν κάτω από το άγρυπνο πλήρες αγάπης και στοργής απέναντί σου βλέμμα της. Γιατί σου μεταγγίζουν τη βαθειά συγκίνηση του συντάκτη και την προσωπική εμπειρία του. Ο άγιος Σιλουανός από τη νεότητά του αισθάνθηκε την επέμβαση της Μεγάλης Μάνας στη ζωή του, πολύ περισσότερο όταν ανδρώθηκε και ασκήθηκε μέσα στο Μοναστήρι του στον άγιο Παντελεήμονα του Αγίου Όρους. Κι η καταγραφή της εμπειρίας του και του φωτισμού του Θεού που δέχτηκε γι’  αυτήν καθοδηγεί έκτοτε τον κάθε πιστό και τον προσανατολίζει στην ορθή θέση της εν Ουρανώ και επί γης. Αφηνόμαστε στη χάρη των λόγων του. «Πίνουμε» την κάθε λέξη του ως το ακριβότερο ποτό. Κι έτσι γίνεται η ανάγνωση του κειμένου του μία εκ βάθους προσευχή προς Αυτήν που είναι η Πρώτη και Μοναδική.

ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ ΚΑΙ ΜΕΓΑ ΜΥΣΤΗΡΙΟ!

Ποιο είναι αυτό το παράδοξο και μεγάλο μυστήριο που ακατάπαυστα εξαγγέλλει η υμνολογία της Εκκλησίας τα Χριστούγεννα και όχι μόνο; Μα τι άλλο από αυτό που ομολογεί έκθαμβος ο μέγας απόστολος Παύλος: «ὁμολογουμένως μέγα ἐστί τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον∙ Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί!», πραγματικά είναι μεγάλο το μυστήριο της πίστεώς μας: ο Θεός έγινε άνθρωπος. Κι έρχεται λοιπόν η εκκλησιαστική υμνολογία προκειμένου αυτό να αναπαραγάγει σε όλους τους τόνους και σε όλες τις φωνές, όλο το διάστημα της ετοιμασίας για το υπερφυές γεγονός του ερχομού του Θεού στον κόσμο, κατεξοχήν δε την τελευταία εβδομάδα με αποκορύφωση την ημέρα των Χριστουγέννων και όλες τις ημέρες που συνιστούν τον ευλογημένο απόηχό τους! «Παράδοξο μυστήριο οικονομείται σήμερα! Ο Θεός γίνεται άνθρωπος. Παρέμεινε σταθερά σε ό,τι ήταν, Θεός δηλαδή, κι αυτό που δεν ήταν, ανθρώπινο δημιούργημά Του δηλαδή, το προσέλαβε, χωρίς να υποστεί καμία ανάμειξη και καμία διαίρεση». Κι αλλού: «Πώς να διηγηθώ το μεγάλο μυστήριο; Ο άσαρκος σαρκώνεται και ο Λόγος αποκτά ύλη. Ο αόρατος βλέπεται κι αυτός που δεν μπορούσε κανείς να τον αγγίξει ψηλαφάται. Ο άναρχος αποκτά αρχή. Ο Υιός του Θεού γίνεται υιός ανθρώπου, ο Ιησούς Χριστός, Αυτός που είναι χθες και σήμερα και ο ίδιος σε όλους τους αιώνες».

Μέγα και παράδοξο λοιπόν το μυστήριο, το οποίο μπορεί να «κατανοηθεί» με τη μόνη δύναμη που ο Δημιουργός έχει δώσει στον άνθρωπο για τέτοια υπερφυή γεγονότα: την πίστη από μία καρδιά που πάσχει και αγωνιά για την αλήθεια. Δεν είναι η λογική που έχει τον έλεγχο και αποτελεί το κριτήριο – μετά την πτώση στην αμαρτία ο αμαρτωλός πια άνθρωπος είναι διασπασμένος και ξένος από τον χώρο που φανερώνεται ο Θεός, την ίδια την «καρδιά» του. Πρέπει να κινητοποιηθεί αυτή, να διψάσει τον Θεό για να μπορέσει να προκαλέσει κάποια ρωγμή στην πώρωσή της ώστε η ακτίνα του Ήλιου της Δικαιοσύνης να βρει τρόπο να διεισδύσει μέσα της, φωτίζοντας τη σκοτεινιά της. Κι όταν συμβεί τούτο, τότε τα πάντα αλλοιώνονται. Αλλά επί τα βελτίω: ο άνθρωπος προκαλείται σε μετάνοια και το εσωτερικό δάκρυ του φέρνει την κάθαρση από τη βρομιά των παθών του – ο νοερός οφθαλμός του με την ακτίνα του θεϊκού Πνεύματος αρχίζει να διακρίνει λίγο την πραγματικότητα! «Μακάριοι οἱ καθαροί τῆ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν  ὄψονται». Και τα θεόπνευστα λόγια του ποιητή συνοψίζουν: «Οὐ φέρει τό μυστήριον ἔρευναν∙ πίστει μόνῃ τοῦτο πάντες δοξάζομεν» (Δεν ερευνάται με τη λογική το μυστήριο. Με μόνη τη φωτισμένη από τον Θεό πίστη το δοξολογούμε).

Την παραδοξότητα όμως του μυστηρίου της σάρκωσης ως ανθρώπου του Θεού την επισημαίνουμε και στο μυστήριο της ίδιας της Υπεραγίας Θεοτόκου, αλλά κατ’ επέκταση και σε κάθε πια πιστό άνθρωπο, ιδίως τον αληθινά πιστό, τον άγιο! Τι εννοούμε; Η Παναγία Μητέρα του Κυρίου ζει μέσα στο μυστήριο, αφού ήταν εκείνη που πρόσφερε το «υλικό», την ίδια τη σάρκα της στον Υιό και Θεό της ώστε να έρθει αυτός στον κόσμο ως άνθρωπος, όμοιος καθ’ όλα με εμάς πλην της αμαρτίας – η αμαρτία δεν αποτελεί φυσιολογικό στοιχείο στον πλασμένο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού άνθρωπο. Αλλά επίσης ζει το μυστήριο που οι άγιοι υμνογράφοι το θέτουν διατυπωμένο στα χείλη της: πώς «άνανδρος» αυτή τίκτει κανονικά παραμένοντας όμως Παρθένος; «Βλέπω ακατάλυτη τη σφραγίδα της παρθενίας μου, γι’ αυτό και σε κηρύττω Λόγο Θεού που δεν αλλοιώθηκε αλλά απέκτησε σάρκα. Δεν γνωρίζω ανδρική σπορά, σε γνωρίζω όμως ως εκείνο που έλυσες τη φθορά. Διότι είμαι αγνή, ενώ εσύ προήλθες από εμένα. Όπως βρήκες τη μήτρα μου έτσι και την άφησες».

Κι αυτή τη διπλή διάσταση του μυστηρίου, και Παρθένος και Μητέρα, όπως ο ίδιος ο Κύριος είναι και Θεός και άνθρωπος, τη διαπιστώνουμε είπαμε και σε κάθε πιστό που θέλει να έχει ενεργοποιημένη την πίστη του. Διότι ο κάθε πιστός στον Χριστό πώς κινείται και πώς ζει; Όπως λέει ο απόστολος Παύλος: «διά πίστεως περιπατοῦμεν, οὐ δι’ εἴδους», με τα μάτια της πίστεως πορευόμαστε στη ζωή αυτή, όχι με ό,τι μας προσφέρουν μόνο οι σωματικές μας αισθήσεις. Το εξαγγέλλει και αλλού ο μέγας αυτός άνθρωπος: «Δεν είμαστε προσηλωμένοι κυρίως στα βλεπόμενα με τα σωματικά μας μάτια, αλλά στα μη βλεπόμενα. Διότι τα βλεπόμενα είναι φθαρτά, ενώ τα μη βλεπόμενα αιώνια». Και τι είναι αιώνιο; Η παντοδύναμη χάρη του Κυρίου που διακρατεί και διαπερνά τα σύμπαντα. Λοιπόν, ο πιστός ζει διαρκώς την παρουσία του Κυρίου, οι οφθαλμοί του αδιάκοπα ενατενίζουν σ’ Αυτόν, ταυτοχρόνως όμως και ως άνθρωπος της ζωής αυτής προσβλέπει και στα υλικά. Αυτό δεν συνιστά το μυστήριο του κάθε αγίου; Πατάει στη γη αυτή αλλά ζει στον Ουρανό! Και δεν μπορεί και δεν πρέπει να χάσει τη διπλότητα αυτή. Γιατί την ώρα που θα τη χάσει θα αρχίσει η τρεπτότητα της κοσμικής ζωής να τον συμφύρει στη ζάλη και στους ταραγμένους κλυδωνισμούς της.

Γιατί βλέπουμε στους βίους των αγίων μας να βρίσκονται αυτοί σε μία ψύχραιμη κατάσταση, έστω κι αν τα ανθρωπόμορφα θεριά των εχθρών της πίστεως επιπίπτουν με μανία εναντίον τους; Διότι ακριβώς όπως είπαμε ενατενίζουν πάντοτε στον Σωτήρα Χριστό. Κι έχοντας τους νοερούς όφθαλμούς τους προς Αυτόν, που θα πει αγωνιζόμενοι να «μένουν μέσα σ’ Εκείνον και Εκείνος μέσα σ’ αυτούς», έχοντάς Τον δηλαδή ως οίκο και κατάπαυσή τους, μπορούν με επίγνωση να αγκαλιάζουν με αγάπη και τους εχθρούς τους, πολύ περισσότερο κάθε πλάσμα του Θεού, τρόπον τινά ως προέκταση Εκείνου. Κι ίσως είναι αυτό που έλεγε ο μεγάλος όσιος της εποχής μας, λογιότατος Σωφρόνιος Αθωνίτης, ο εν τω Έσσεξ Αγγλίας αναπαυόμενος: ο χριστιανός ζει ένα είδος ορθόδοξης «σχιζοφρένειας». Διαρκώς με τον Χριστό αλλά και διαρκώς με τους ανθρώπους. Με πόθο και αγάπη και έρωτα προς τον Χριστό, που εκφράζεται όμως προς ό,τι είναι του Χριστού, είτε είναι κυρίως ο άνθρωπος είτε όλη η φυσική δημιουργία. Ευνόητο ότι μιλάμε για τη βίωση του μυστηρίου του βαπτίσματος που ενσωματώνει τον πιστό στον Χριστό και τον κάνει όπως είπαμε πράγματι μία Εκείνου προέκταση. Οπότε η διπλότητα αυτή του πιστού δεν αποτελεί μία «φαντασιακή» εικόνα του, αλλά μία οντολογική πνευματική πραγματικότητά του.

Μακάρι ο Κύριος να μας δίνει το δώρο αυτό της χάρης Του αφότου ήλθε στον κόσμο: να έχουμε αίσθηση ότι Του ανήκουμε, ώστε ταυτοχρόνως να έχουμε αίσθηση ότι και όλος ο κόσμος αποτελεί κομμάτι του εαυτού μας. «Όλα σας ανήκουν, είτε άνθρωποι είτε ο κόσμος είτε η ζωή είτε ο θάνατος είτε τα παρόντα είτε τα μελλούμενα. Έσείς όμως ανήκετε στον Χριστό κι ο Χριστός στον Θεό» (απόστολος Παύλος).

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΦΑΤΝΗ...

 


Τα χέρια τέντωσα πολύ τη φάτνη να αγγίξω

μα μες σε σύννεφο αχλής χανόταν και ονείρου.

Μπροστά μου στέκονταν βουνά τα δώρα,

τα λαμπιόνια, τα φαγητά λαχταριστά

γλέντια πολλά, ξενύχτια - «μπάζα» της ύλης

και παθών των κακιών των μαύρων.

Με κόπο άδραξα γερά τη λασπωμένη άκρη

χιτώνα που σερνότανε του Μελχιόρ του μάγου

που μ’ άλλους δυο σφιχτά κρατούσε ’να λυχνάρι

παράδοξα κρεμάμενο απ’ τ’ ουρανού τα ύψη.

Μ’ έμπασε σ’ ένα σπήλαιο που κείτονταν ο Ήλιος

με τη Σελήνη δίπλα Του παρέα με αγγέλους.

Το χέρι άπλωσα δειλά τον Ήλιο ν’ ακουμπήσω

κι ένιωσα σαν να ψηλαφώ το βάθος της ψυχής μου.

Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2025

Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Υ Γ Ε Ν Ν Α

 


Με τον χρωστήρα του ζωγράφου

και με τον κάλαμο του υμνογράφου

Μεγαλειώδης η θεολογία της βυζαντινής εικόνας της Γεννήσεως του Κυρίου Ιησού Χριστού. Όλα τονίζουν το βάθος των γεγονότων, όλα μηνύουν το ποιος είναι ο τεχθείς, ποια η θέση της Υπεραγίας Θεοτόκου ή  του αγίου Ιωσήφ του μνήστορος, ποια η στάση των αγγέλων και των ανθρώπων (των απλών ποιμένων της Βηθλεέμ αλλά και των αναζητητών της αλήθειας μάγων-αστρονόμων της μακρινής Περσίας), ποια η μετοχή στο υπερφυές γεγονός της ίδιας της φύσεως. Με κεντρικό σημείο βεβαίως την Παναγία: να στέκει, ανακλιμένη ή προσκυνούσα, και ν’ απορεί για το μυστήριο της άπειρης συγκατάβασης του Υιού και Λόγου του Θεού που έγινε δι’ Αυτής άνθρωπος, αδυνατώντας να αγγίξει τον επί λάρνακας κείμενο Υιό Της. Η εικόνα μάς διδάσκει ό,τι σαλπίζει ο παιάνας: «Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε∙ Χριστός ἐξ Οὐρανῶν, ἀπαντήσατε∙ Χριστός ἐπί γῆς ὑψώθητε..».  

Αλλά μεγαλειώδης και η υμνολογία (διά καλάμου αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου) της Εορτής, που ήδη προεορτίως μας καθοδηγεί στις μυστικές διαστάσεις της Γεννήσεως του Θεού ως ανθρώπου – κάποιες φορές διαφορετικά απ’ ό,τι ο χρωστήρας του αγιογράφου. Τι εννοούμε; Λίγο πλάι από το θείο βρέφος η Μάνα Παναγία (στην εικόνα). Μέσα στην αγκαλιά της Μάνας Παναγίας το θείο βρέφος (στους ύμνους), δεχόμενο τους κατασπασμούς της μητρικής στοργής. Ακούμε αίφνης στον οίκο του κοντακίου της 21ης Δεκεμβρίου: «Κρατώντας η Παρθένος μέσα στην αγκαλιά Της τον Υιό του Θεού και καταφιλώντας Τον με μητρικούς ασπασμούς έλεγε... Γι’  αυτό και χαίρομαι κρατώντας στην αγκαλιά τον Υιό του Θεού».

Ο χρωστήρας του ζωγράφου δεν αναιρεί βεβαίως τον κάλαμο του υμνογράφου κι ο κάλαμος του υμνογράφου δεν αναιρεί τον χρωστήρα του ζωγράφου. Απλά ο ένας συμπληρώνει τον άλλον. Πόσο όμως μεγαλείο κι αλήθεια κρύβει η «ανθρώπινη» προσέγγιση του αγίου υμνογράφου (του Ιωσήφ του συναισθηματικού και παρακλητικού, κατά τον αγαπημένο άγιο Πορφύριο) – η Μάνα Παναγία με τον Χριστό στην αγκαλιά Της, καθώς Τον «πνίγει» μέσα στα φιλιά της! Ο Κύριος της δόξας δέχτηκε όχι μόνο την πνευματική αγάπη του αγιότερου πλάσματός Του, της πάναγνης κόρης της Ναζαρέτ, με την απόλυτη υπακοή Της στο θέλημά Του, αλλά και την ανθρώπινη αγάπη της μάνας απέναντι στο βλαστάρι της! Το ανθρώπινο του Κυρίου τρέφεται πέρα από το γάλα της Μάνας και από τη στοργική αγκαλιά Της και τους κατασπασμούς Της.

Και μας συγκινεί ιδίως το δεύτερο, όχι για λόγους συναισθηματικούς πρώτιστα, αλλά για λόγους πνευματικούς. Διότι κατά την υπόσχεση του Κυρίου ο πιστός καλείται να στέκεται απέναντι στον Δημιουργό Του κι απέναντι στην άπειρη αγάπη Του όπως και η Παναγία, καλύτερα: να γίνεται και ο ίδιος μία Παναγία αν θέλει να είναι χριστιανός – να έχουμε τον Χριστό στην αγκαλιά μας και να μπορούμε να Τον κατασπαζόμαστε κάθε ώρα και κάθε στιγμή! Πώς; Τα ίδια τα λόγια του Κυρίου μάς καθοδηγούν: «ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἐν ἐμοί μένει κἀγώ ἐν Αὐτῶ», «ὁ τηρῶν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐν τῶ Θεῶ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῶ», ο ακόμη πιο άμεσος στον παραπάνω προβληματισμό λόγος Του «τίς ἐστιν μήτηρ μου καί ἀδελφός μου καί ἀδελφή μου; Πᾶς ὁ ἀκούων τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί τηρῶν αὐτόν ἐκεῖνος μήτηρ μου καί ἀδελφός μου καί ἀδελφή μού ἐστιν». Την ώρα που σπεύδουμε να τηρήσουμε τις εντολές του Κυρίου, κοινωνώντας διά της αγάπης, πνευματικά και μυστηριακά, Θεό και συνάνθρωπο, εκείνη την ώρα πραγματοποιούμε τη μεγαλειώδη υπόσχεση και προοπτική: σαρκώνουμε τον Κύριο μέσα στην ύπαρξή μας και γινόμαστε και εμείς Παναγίες. Τότε, όπως καταλαβαίνουμε δεν γιορτάζουμε απλώς Χριστούγεννα. Γινόμαστε οι ίδιοι Χριστούγεννα.

ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΞ ΟΥΡΑΝΩΝ, ΑΠΑΝΤΗΣΑΤΕ!

Η κάθοδος του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου είναι γεγονός. Εκείνος, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο Υιός και Λόγος του Θεού, «έκλινεν ουρανούς και κατέβη», φανερώνοντας την άπειρη αγάπη Του και την άβυσσο της ταπείνωσής Του. Δεν ζούμε πια την προσδοκία των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης – ό,τι εν Πνεύματι οραματίζονταν για τις μελλοντικές γενιές. Εμείς είμαστε οι μελλοντικές γενιές, από τη στιγμή που ήρθε ο ενανθρωπήσας Θεός, εμείς ζούμε στο εδώ και το τώρα, μέσα στο ζωντανό σώμα Του την Εκκλησία, το μυστήριο της παρουσίας Του, που θα πει την εύρεση του Παραδείσου ως εκ νέου ανοίγματος της Βασιλείας του Θεού. Κι αυτό θα πει ότι ζούμε, μπορούμε και ζούμε πια, τη θέρμη της αγκαλιάς του Θεού μας, την απειρία της αγάπης Του, αλλά με επίγνωση και συναίσθηση.

Πριν από τον ερχομό του Θεού ως ανθρώπου στον κόσμο, ο άνθρωπος κείμενος εν τω Πονηρώ λόγω της ανταρσίας του απέναντι στον Δημιουργό του, είχε χάσει τη δυνατότητα ζωής με συνείδηση της αγάπης Του – ζούσε μέσα στην ενέργεια της αγάπης αυτής που τον διακρατούσε στην ύπαρξη αλλά χωρίς, όπως είπαμε, επίγνωση. Η ζωή του ήταν μία μη ζωή, μία πορεία μέσα στο σκότος, με αναλαμπές νοσταλγίας για κάτι βαθύ που του έλειπε και θα του έδινε αληθινό νόημα. Από τη στιγμή όμως που ήλθε το πλήρωμα του χρόνου και εξαπέστειλε ο Θεός τον Υιό Αυτού να γεννηθεί από μία γυναίκα ως άνθρωπος – όπως το είχε προαναγγείλει ήδη απαρχής της πτώσεως στους πρωτοπλάστους (πρωτευαγγέλιο) και το επανελάμβανε μέσω των προφητών Του στην πρώτη αποκάλυψή Του στον χώρο της Παλαιάς Διαθήκης – ο άνθρωπος και πάλι βρίσκει το αληθινό του πρόσωπο: ο Χριστός τον εντάσσει μέσα στον εαυτό Του, του καθαρίζει τη σκοτεινιασμένη εικόνα του Θεού, του ανοίγει και πάλι την οδό της υιοθεσίας του από τον Θεό. «Άνθρωπος γίνεται ο Θεός, για να κάνει τον άνθρωπο Θεό».

Οπότε, ανοίγονται και πάλι οι οφθαλμοί του ανθρώπου, τα μάτια του μπορούν να δουν και πάλι «τα μάτια» του Δημιουργού του, η ύπαρξή του μπορεί να αισθανθεί και να νιώσει τη θυσιαστική αγάπη του Πατέρα απέναντί του – οι κτύποι της δικής του καρδιάς συντονισμένοι με τους κτύπους της «καρδιάς» Εκείνου!  Αυτό δεν αποκαλύπτει ο ίδιος ο Κύριος;  «Όπως με αγάπησε ο Θεός Πατέρας σάς αγάπησα κι εγώ. Μείνατε μέσα στην αγάπη μου αυτή» - ο ερχομός Του, η γέννα Του, είναι η πιο δραστική παρουσία της αληθινής αγάπης στον κόσμο. Η εμπειρία επ’ αυτού του αποστόλου Παύλου είναι μοναδική: «Αυτό που τώρα ζω ως άνθρωπος είναι η πίστη μου στον Υιό του Θεού, ο Οποίος με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για χάρη μου».

Ο Χριστός λοιπόν ήλθε «εξ Ουρανών» φέρνοντας και ως άνθρωπος όλες τις ευλογίες του Θεού, τη θέωση του ανθρώπου! Μα σε όλα αυτά επίμονα έρχεται στο προσκήνιο η λέξη «απαντήσατε»! Ο Θεός προσφέρεται κατά τρόπο απόλυτο και χωρίς κρατούμενα. Μα είναι Θεός που ζητάει «συνεργούς» και όχι δουλικά ή μηχανές. Απαιτείται και η δική μας συγκατάθεση στην αποδοχή των δωρεών Του – η δική Του κίνηση θέτει σε κίνηση και τη δική μας ολιγωρία και ακηδία. Να κάνουμε τι; Να σπεύσουμε προς συνάντησή Του. Αν δεν υπάρξει η σπουδή αυτή από πλευράς μας, η δική Του αγάπη μένει «μετέωρη», ένα δώρο που δεν υπάρχει το χέρι για να το αποδεχτεί – η μεγαλύτερη «προσβολή» στον δωρεοδότη: η ίδια η βλασφημία του Αγίου Πνεύματος! Και το περιεχόμενο της «απαντήσεως» του Θεού, της συνάντησης στον ερχομό Του, τη δίνει ο Ίδιος και τη βλέπουμε και στην παραπάνω μαρτυρία του αποστόλου του: να αποδεχτούμε τον λόγο Του, να Τον πιστέψουμε, να επιμείνουμε και εμείς στην πίστη του Παύλου, να περπατάμε τη ζωή μας πάνω στις άγιες εντολές Του.

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2025

«ΠΗΡΑΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΣΤΑ ΣΟΒΑΡΑ!»

 «Έτυχε λίγο πριν από τον θάνατο του μακαριστού αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου, να βρεθώ παρέα με τον Αναστάσιο και μου λέει:

 “Πάρε τηλέφωνο τον Χρήστο (Γιανναρά)”.

Τον παίρνω και του λέω: “κ. Χρήστο, είναι στο τηλέφωνο ο μακαριώτατος και θέλει να σας μιλήσει”.

Βουτάει το τηλέφωνο και λέει: “Χρήστο, δεν είμαι ο μακαριώτατος, είμαι ο Τάσος”.

 Και είπανε δυο λόγια. Και στο τέλος λέει:

“Τουλάχιστον, Χρήστο μου, πήραμε τον Χριστό στα σοβαρά”.

 Και νομίζω η καθημερινότητα του μακαριστού Αναστασίου κάπως έτσι ήτανε». 

(π. Σπυρίδων Τσιμούρης, πρωτοπρεσβύτερος, θεολόγος – σε εκπομπή «Ενορία εν δράσει», αφιέρωμα στον μακαριστό αρχιεπίσκοπο Τυράννων και πάσης Αλβανίας Αναστάσιο, 21-12-2025).

 Για τον μακαριστό αρχιεπίσκοπο Αλβανίας κυρό Αναστάσιο (Γιαννουλάτο) έχουν πει, λέγονται και θα λέγονται πάρα πολλά, τόσο για το μεγάλο επιστημονικό έργο του, όσο βεβαίως και για την ιεραποστολική και ποιμαντική διακονία του όπου βρέθηκε και εργάστηκε είτε στην Ελλάδα είτε στην Αφρική είτε τέλος στην Αλβανία. Άνθρωπος διεθνούς εμβέλειας, καταξιωμένος από κάθε είδους επίσημο φορέα: επιστημονικό, εκκλησιαστικό, διαθρησκειακό, μία προσωπικότητα πράγματι χαρισματική, κι όχι μόνο με την έννοια την πνευματικά ορθόδοξη, που «ανάγκασε» και ανθρώπους που τον γνώρισαν αλλά δεν ήταν της ίδιας «συχνότητας» με αυτόν να υποκλιθούν μπροστά στο μεγαλείο του και να ομολογήσουν την ανυπέρβλητη ανθρωπίνως μεγαλοσύνη του. Και δεν θα ήθελα να προσθέσω κι εγώ κάτι άλλο, μολονότι ευλογήθηκα, όπως και πάμπολλοι μαζί με εμένα, να τον έχω καθηγητή στο Πανεπιστήμιο επί διετία, να βρεθώ κοντά του στο σπίτι του παρέα με μικρή ομάδα συμφοιτητών μου, να συμφάγουμε, να συζητήσουμε, να μας μοιράσει έπειτα στις στάσεις των λεωφορείων για την επιστροφή στο σπίτι μας με το δικό του παλιό αυτοκίνητο – μία μικρή μετοχή στην ακτινοβολία της χάρης που εξέπεμπε το φωτεινό του πρόσωπο και ο εμπνευσμένος κατά πάντα λόγος του.

Δεν θα ήθελα λοιπόν να προσθέσω κάτι άλλο, άλλωστε καθένας που τον γνώρισε και τον έζησε, θα είχε πολλά να πει και να διηγηθεί. Ακόμα και για τις περιπτώσεις που δεχόταν την αρνητική κριτική, την εμπαθή δυστυχώς τις περισσότερες φορές, (γιατί κατανοεί κανείς ότι δεν είναι εύκολο να μην αναπτυχθεί η ζήλεια, το τόσο περιεκτικό αυτό πάθος, όταν γίνεται σύγκριση με τέτοιου είδους προσωπικότητα – νιώθεις τόσο νάνος μπροστά σ’ έναν γίγαντα), θα άκουγες την απάντηση: «Δεν πειράζει, είναι αναμενόμενο. Ο Θεός να τους ελεήσει. Εμείς θα κάνουμε αυτό που νομίζουμε σωστό». Θυμίζει – ας επιτραπεί η παρέκβαση – το περιστατικό όπου μία ομάδα προσκυνητών, προ αρκετών ετών, είχαμε βρεθεί στο Πατριαρχείο και ο Πατριάρχης μάς κράτησε για φαγητό στη δική του τράπεζα. Και σε κάποια στιγμή κάποιος από τους συνδαιτυμόνες του έθεσε το ερώτημα: «Παναγιώτατε, κάποιοι σας αμφισβητούν και λένε διάφορα εναντίον σας. Τι λέτε γι’ αυτό;». Και θαυμάσαμε όλοι τη στάση και την απάντηση του Πατριάρχη μας. Χωρίς καμία έκπληξη, χωρίς να χάσει την ηρεμία του, με γαλήνιο τρόπο απάντησε: «Δουλειά τους αυτοί, δουλειά μας εμείς». Η απάντηση δηλαδή του ανθρώπου που έχει πλήρη αυτοσυνειδησία για το τι είναι και τι κάνει και η πορεία του καθορίζεται από το όραμα που τρέφεται από τον Ουρανό!

Στο προκείμενο τώρα, τη συνομιλία του μακαριστού Αναστασίου με τον εξίσου μακαριστό Χρήστο Γιανναρά. Έχουμε την εντύπωση πως αυτό που απεκάλυψε ο γνωστός, συμπαθής και λίαν αξιόλογος και αξιοσέβαστος πρωτοπρεσβύτερος π. Σπυρίδων για το περιεχόμενο της συνομιλίας των δύο σπουδαίων αυτών ανδρών, αποτελεί το «στίγμα» της ζωής και της όλης βιοτής του μακαριστού αρχιεπισκόπου. Αν δηλαδή ήθελε κανείς με έναν λόγο να χαρακτηρίσει τον άνθρωπο, τον μεγάλο κατά πάντα Αναστάσιο, και να ερμηνεύσει την όλη πορεία του, είναι ακριβώς η φράση του – μία ομολογία πίστεως και αυτοσυνειδησίας: «Τουλάχιστον, πήραμε τον Χριστό στα σοβαρά!»

Τον Χριστό δηλαδή πίστευε ο μακαριστός, Αυτόν εμπιστευότανε σε κάθε επιμέρους διάσταση της ζωής του, Αυτός ήταν το κέντρο της ύπαρξής του, κάτω από το βλέμμα Του λειτουργούσε και δραστηριοποιείτο πάντοτε, Εκείνος νοηματοδοτούσε το οτιδήποτε, μικρό ή μεγάλο, έκανε. Ο Χριστός δεν ήταν το «περιθώριο» της ζωής του, δεν ήταν το διακοσμητικό στοιχείο του, έτσι να λέει ότι είναι χριστιανός – η πιο βροντερή φανέρωση της εκκοσμίκευσης ενός θεωρούμενου χριστιανού, δηλαδή της πρακτικής αθεΐας του! Η ομολογία του αυτή: «πήραμε τον Χριστό στα σοβαρά!»  συνιστά υπομνηματισμό της προτροπής του αποστόλου Παύλου «είτε εσθίετε είτε πίνετε είτε τι ποιείτε, πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε». Κι έτσι καταλαβαίνουμε ότι η προτεραιότητά του δεν ήταν απλώς να κάνει έργα, δεν ήταν να κηρύσσει κατά περίπτωση το Ευαγγέλιο, δεν ήταν να κτίζει Εκκλησιές, δεν ήταν να οικοδομεί φιλανθρωπικά ιδρύματα, δεν ήταν να πηγαίνει από δω κι από κει κάνοντας τον ιεραπόστολο˙ αλλά να βρίσκεται στο πιο οριακό σημείο που υπάρχει στον κόσμο: εκεί που είναι το θέλημα του Χριστού προκειμένου Αυτόν να διακρατεί στη ζωή του. «Εμοί το ζην Χριστός» δηλαδή θα έλεγε κανείς και για τον μακαριστό αρχιεπίσκοπο. Τον Χριστό «αεί ανέπνεε» κατά το πατερικό λόγιο, Εκείνον ήθελε στη ζωή του, γι’ αυτό και με το «κυνηγητό» αυτό «μετανάστευε» όπου έβλεπε ότι Τον καλεί Εκείνος – είτε στην Ελλάδα είτε στην Αφρική είτε στην Αλβανία. Οπότε χωρίς την επισήμανση αυτή, την πιο καίρια και σημαντική όλα τα υπόλοιπα στη ζωή του θα έμεναν μετέωρα. Γιατί έργο μπορεί να αφήσει κανείς, το ζητούμενο όμως πάντα είναι το κίνητρο, το ποιητικό αίτιο της κάθε ενέργειάς του – αυτό που θα ζητηθεί από τον Κύριο την ημέρα της κρίσεως.

Ο μακαριστός Αναστάσιος – το πιστεύουμε βαθύτατα – επειδή τον Χριστό είχε κέντρο της ζωής του, όπως είπαμε, είναι από εκείνους που αγάλλονται τώρα στη Βασιλεία του Θεού. Ο Κύριος που ήταν ο έρωτας της ζωής του όσο βρισκόταν στον κόσμο τούτο, ο Ίδιος πολλαπλασίως πιστεύουμε ότι είναι και τώρα και πάντα. Γιατί ένας τέτοιος άνθρωπος, βεβαιωμένα από τα στοιχεία της ζωής του, ζούσε έχοντας ξεπεράσει και τον ίδιο τον θάνατο. Θα ήταν παντελώς ακατανόητη η ζωή και η δράση του χωρίς την παράμετρο αυτή, η οποία συνιστά το πιο δομικό στοιχείο της ύπαρξης ενός χριστιανού. Διότι «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε». Και «εις τον θάνατον Αυτού εβαπτίσθημεν». Ο Αναστάσιος ήταν και είναι ένας από τους «συγγενείς» του Κυρίου μας.