Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2025

ΠΟΥ ΑΠΟΚΟΡΥΦΩΘΗΚΕ Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΕΥΦΗΜΙΑΣ;

Την αγία Ευφημία την θαύμασε και ο μέγας σύγχρονος όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης. Όταν εν Πνεύματι του φανερώθηκε στο Άγιον Όρος – τόσο που για να πεισθεί ο όσιος ότι επρόκειτο πράγματι περί της Αγίας την… υπέβαλε σε δοκιμασίες! – ακριβώς τούτο εξέφρασε: πώς μία νέα κοπέλα άντεξε τόσα βασανιστήρια σε ένα αδύναμο θεωρούμενο σώμα, νεαρό και γυναικείο! Αλλά όπως είναι γνωστό στα μαρτυρολόγια τα βασανιστήρια υπερβαίνονταν από τους αγίους με τη χάρη του Θεού αλλά και με την απόλυτη στροφή τους εν πόθω και αγάπη πολλή προς τον αγαπημένο τους Κύριο. Άνθρωπος ο οποίος διακατέχεται από μεγάλη αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο συνήθως  ξεπερνά και τον φόβο της σωματικής κακοπάθειας, αλλά και τη σκληρή αίσθηση των ίδιων των ωδίνων. Κατά τον άγιο υμνογράφο της αγίας  Ιωάννη τον μοναχό η Ευφημία φανέρωσε και στο δικαστήριο και την ώρα της αθλήσεως «αρρενωπόν ψυχήν» και έτσι κατατρόπωσε τον εχθρό της! Κι ακόμη: «η άμεμπτη Ευφημία σαν να έφερε σώμα που δεν πονούσε φαινόταν αναίσθητη στις πληγές και τα κτυπήματα. Κι αυτό λόγω του έρωτά της προς την θεϊκή στοργή και αγάπη». 

Ο άγιος υμνογράφος της όμως προχωρεί έτι πλέον: μας αποκαλύπτει με φωτισμό Κυρίου και με γνώση της αγίας Γραφής και της ζωής όλων των αγίων πότε αποκορυφώθηκε η δύναμη της αγίας! Και βλέπει το πανέμορφο αυτό πλάσμα του Θεού να βρίσκεται συντονισμένο με ό,τι καθιστούσε εξίσου πανίσχυρο και τον μέγα απόστολο Παύλο. Και πιο πίσω, με ό,τι συνιστούσε και συνιστά την αποκορύφωση της δύναμης του ίδιου του Χριστού μας. Ας δούμε τον συγκεκριμένο ύμνο από τους Αίνους του Όρθρου: «Αθλητικήν πανήγυριν πιστοί, θεοφρόνως τελουμένην θεώμενοι, τω θαυμαστώ εν βουλαίς Θεώ ημών, ευχαριστήριον ύμνον μελωδήσωμεν˙ το γαρ άορατον κράτος της εναντίας δυνάμεως, εν γυναικεία φύσει κατηγωνίσατο, την θείαν εαυτού δύναμιν εν ασθενεία τελειώσας της Καλλιμάρτυρος. Ταις αυτής πρεσβείαις σώσον τας ψυχάς ημών». Δηλαδή: Πιστοί, βλέποντας να τελείται όπως θέλει ο Θεός πανηγύρι αθλητού της πίστεως, ας αναπέμψουμε μελωδικό ευχαριστήριο ύμνο στον θαυμαστό στις βουλές Του Θεό μας. Διότι υπέταξε ολοκληρωτικά μέσα από μία γυναίκα την αόρατη δύναμη του διαβόλου, φτάνοντας σε τελείωση τη θεΪκή Του δύναμη μέσα από την ασθένεια της Καλλιμάρτυρος Ευφημίας. Με τις πρεσβείες της σώσε τις ψυχές μας.  

Τι μας θυμίζει ο άγιος υμνογράφος; Ότι η δύναμη ενός πιστού στον Χριστό ανθρώπου δεν βρίσκεται σε ανθρώπινα στηρίγματα: εξουσία, χρήματα, μόρφωση, συμμαχίες. Βρίσκεται μόνον σ’ Εκείνον που αποτελεί το θεμέλιο της ύπαρξής του, τον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό. Ποιος άλλος θα μπορούσε να είναι «η πέτρα της ζωής» για τον πιστό, πέρα από τον Δημιουργό του, τον χορηγό της ζωής και κάθε ζωής, τον Πατέρα, τη ρίζα, την κατοικία του, την τροφή του; Χωρίς Χριστό οτιδήποτε είναι άνευρο, νεκρό, ανόητο – στην πραγματικότητα δεν υφίσταται. Λοιπόν, για τον άγιο άνθρωπο ο Χριστός είναι η μόνη και αδιάκοπη αναφορά του, όπως άλλωστε το βεβαίωσε το αψευδές στόμα του Ίδιου: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Και έτι πλέον, όπως το απεκάλυψε στον απόστολό Του Παύλο: Τότε η δύναμή μου φτάνει στο απώγειό της, όταν ο πιστός ζει μέσα στη θεωρούμενη αδυναμία του, μέσα στα βάσανα και τις ασθένειες, μέσα στον απελπισμό από οτιδήποτε της ζωής αυτής. «Η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται». Βλέπεις με άλλα λόγια τα πάντα γύρω σου να είναι… μαύρα, ο θάνατος σχεδόν να σ’ αγκαλιάζει, κι εσύ να προσβλέπεις στην ίδια την πηγή της ζωής, που σε περιβάλλει και σε διαπερνά καθιστώντας σε παντοδύναμο και πανίσχυρο. Είναι το μυστήριο που κατενόησε ο απόστολος στο ίδιο το σώμα και την ψυχή του και που του άνοιξε τα μάτια για να κατανοήσει σε μεγαλύτερο βάθος το μεγαλύτερο από όλα τα μυστήρια: τον Σταυρό του Κυρίου. Ο Σταυρός του Χριστού δεν αποτελεί τη δόξα του Θεού; Που θα πει: τότε που ο Κύριος φαινόταν παντελώς αδύναμος και ανίσχυρος, κυριολεκτικά… ηττημένος, τότε απεκάλυπτε το μεγαλείο της παντοδυναμίας Του – εξαφάνιζε τον διάβολο, καταργούσε την αμαρτία, διέλυε τον θάνατο!  

Λοιπόν, και με την αγία Ευφημία: την ώρα της θεωρούμενης αδυναμίας της, εκεί είχε ενεργούσα την παντοδυναμία του Χριστού μας. Διαλυόταν το σώμα της και συγκροτείτο στο έπακρο η ψυχή της˙ υφίστατο τα μύρια βάσανα και το αίμα της γινόταν καθάρσιο δικό της μεταποιούμενο σε μύρο που ευωδίαζε όλη την κτίση. «Χύνονταν τα αίματά σου κι αυτά γίνονταν δοξολογία για τον Κύριο και πότισμα για τους πιστούς». «Άνθιζες τις αρετές με φωτισμένο λογισμό και μυροβολούσες στις καρδιές των πιστών». Μπορεί η εορτή της, όπως και των άλλων αγίων, να μη θεωρείται πανηγύρι της Εκκλησίας και πρόκληση ευχαριστίας για τον Κύριο;

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΠΑΝΕΥΦΗΜΟΣ ΕΥΦΗΜΙΑ

 «Η αγία αυτή και ένδοξη μεγαλομάρτυς Ευφημία, διέλαμψε κατά τους καιρούς του αυτοκράτορα Διοκλητιανού και του Πρίσκου, ανθυπάτου της Ευρώπης. Υπήρξε γέννημα και θρέμμα της πόλης της Χαλκηδόνας, καταγόμενη από ευγενείς και θεοσεβείς γονείς. Κατηγορήθηκε όμως στον ηγεμόνα ως χριστιανή, και γι’ αυτό την έρριξαν πρώτα στη φωτιά, έπειτα στα θηρία, και στη συνέχεια μηχανεύτηκαν και άλλα βασανιστήρια, τα οποία τα υπέμεινε όλα η αγία με γενναιότητα και έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου. Το ιερό λείψανό της διασωζόταν από τους ευσεβείς χριστιανούς στην πόλη της Χαλκηδόνας, όπου και είχε οικοδομηθεί εις τιμήν της περικαλλής ναός. Στα χρόνια των ευσεβεστάτων βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας, συγκροτήθηκε η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος των εξακοσίων δέκα πατέρων στη Χαλκηδόνα (451 μ.Χ.), η οποία αναθεμάτισε τους αιρετικούς μονοφυσίτες Ευτυχή και Διόσκορο και διατύπωσε την αληθινή πίστη περί του Κυρίου μας Ιησού Χριστού – δύο τέλειες φύσεις, ανθρώπινη και θεϊκή, ενωμένες στη μία Του θεϊκή υπόσταση «ατρέπτως, ασυγχύτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως». Επειδή όμως δεν πείθονταν οι αιρετικοί, γι’ αυτό και σκέφτηκαν οι θεοφώτιστοι Πατέρες το εξής: να γράψουν την ορθόδοξη πίστη σε τόμο και αντιστοίχως να κάνουν και οι αιρετικοί, τους δε δύο αυτούς τόμους να τους εναποθέσουν σφραγισμένους στο στήθος της αγίας, μέσα στη λάρνακά της, κάτι που έγινε. Αργότερα, όταν άνοιξαν τη λάρνακα, τον μεν τόμο των αιρετικών τον βρήκαν ριγμένο υπό τους πόδας της αγίας, τον δε των ορθοδόξων να κρατείται από τη μεγαλομάρτυρα στα τίμια χέρια της. Αυτό βλέποντας όλοι, οι μεν αιρετικοί γέμισαν από ντροπή, οι δε ορθόδοξοι από χαρά. Το χαριτόβρυτο αυτό λείψανό της, ακέραιο, μετακομίστηκε, πριν από την άλωση, από τη Χαλκηδόνα στην Κωνσταντινούπολη, όπου και ανηγέρθη ναός εις τιμήν της αγίας, και μετά την άλωση (1453), μετά από διάφορες αναγκαίες μετακομίσεις, τοποθετήθηκε οριστικά στον ναό του αγίου Γεωργίου του τροπαιοφόρου στο Φανάρι, εκεί που μέχρι σήμερα ευρίσκεται, τιμώμενο και σεβόμενο έκτοτε όχι μόνο από τους ορθοδόξους χριστιανούς, αλλά και από τους ετεροδόξους. Τελείται δε η μνήμη και πανήγυρη της αγίας, κατά την 11η Ιουλίου, (όπως και κατά τη σημερινή ημέρα),  κατά την οποία συρρέουν πλήθη πιστών, για ν’  ασπαστούν το ιερό λείψανό της και ν’  αξιωθούν πολλών ιαμάτων».

Την αγία μεγαλομάρτυρα Ευφημία την ξαναείδαμε στις 11 Ιουλίου. Και πάλι σήμερα η Εκκλησία την προβάλλει ενώπιόν μας προς παραδειγματισμό, και  για τη μεγάλη της άθληση και για το ορθόδοξο φρόνημά της, τόσο που ο Θεός θέλησε στο ναό της και με τις ευλογίες της, ιδίως διά του τιμίου της λειψάνου, να δώσει απάντηση στον προβληματισμό της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, όπως αναφέρει και το ιερό συναξάρι της. Η άθλησή της ήταν τέτοια που φανέρωσε ότι κάτω από το «χαύνον του θήλεος», όπως σημειώνει ο υμνογράφος, κρυβόταν μία ανδρεία και γενναία καρδιά, μπροστά στην οποία – για να δανειστούμε μία φράση του ιστορικού Ιωάννου Φιλήμονος, την οποία έγραψε για την ηρωίδα του 21 Μπουμπουλίνα – «οι μεν άνανδροι ντροπιάζονταν, οι δε γενναίοι υποχωρούσαν». Πράγματι, ακόμη και ο όσιος Παῒσιος ο αγιορείτης, όταν εν οράματι τού εμφανίστηκε η αγία στο Άγιον Όρος το 1987, θαύμασε πώς μία νεαρή κόρη άντεξε τόσο μεγάλα βασανιστήρια, και μάλιστα παρότρυνε και τους άλλους μάρτυρες, ως αρχηγός τους, να τα υπομείνουν και αυτοί.

Ο υμνογράφος μάλιστα προχωρεί ακόμη περισσότερο και μας υπενθυμίζει ότι η άθληση της αγίας ήταν τελικώς η «προίκα» της ενώπιον του Κυρίου Ιησού Χριστού. «Ανέδραμες, νοητούς προς θαλάμους ώσπερ προίκα, τω νυμφίω σου, Παρθένε, προσαγαγούσα την άθλησιν» (Έτρεξες προς τους νοητούς θαλάμους (της Βασιλείας του Θεού), φέροντας σαν προίκα στον νυμφίο σου Χριστό, Παρθένε, την άθλησή σου). Κι είναι τούτο μία υπενθύμιση, η οποία πρέπει ιδιαιτέρως να μας ελέγχει, διότι αποδυόμαστε στον κόσμο τούτο, είτε κατορθώνοντάς το είτε όχι, να μαζέψουμε υλικά αγαθά, να αποκτήσουμε χρήματα, να έχουμε πράγματα για να περνάμε, και για τη νεότητά μας και για τα γηρατειά μας. Κάνουμε δηλαδή την προίκα μας (σαν να είναι αυτή ο μοναδικός θησαυρός μας),  μεγάλη ή μικρή,  η οποία όμως τελικώς θα παραμείνει στον κόσμο τούτο, χωρίς κάτι από αυτήν να μας συνοδεύσει στα μετέπειτα. Εκείνο που πράγματι θα μας συνοδεύσει ως την αληθινή προίκα μας θα είναι οι αγώνες που κάναμε για να αποκτήσουμε τις αρετές, για να αποκτήσουμε με άλλα λόγια το Πνεύμα του Θεού, καρπός του Οποίου είναι οι αρετές. Χωρίς αυτό το Πνεύμα και το αποτέλεσμα της παρουσίας Του στη ζωή μας θα είμαστε γυμνοί και ντροπιασμένοι ενώπιον του Θεού μας, και ιδίως την ώρα της κρίσεως. Η αγία λοιπόν μας υπενθυμίζει αυτό που ο ίδιος ο Κύριος είπε: «Μη θησαυρίζετε θησαυρούς επί της γης…Θησαυρίζετε θησαυρούς εν ουρανώ, όπου κλέπται ου διορύσσουσι ουδέ κλέπτουσι».

Η προτεραιότητα αυτή στη ζωή του Χριστιανού, όπως το βλέπουμε στην αγία Ευφημία, όχι μόνο κάνει τον άνθρωπο να κερδίσει τελικώς τον Παράδεισο, αλλά τον κάνει και στον κόσμο αυτό  να είναι ευλογία για όλους τους ανθρώπους. Άλλωστε το ένα αποτελεί ποιητικό αίτιο του άλλου: αν δεν είσαι ευλογία για τους συνανθρώπους σου, Παράδεισο δεν βλέπεις. Ο εκκλησιαστικός ποιητής επισημαίνει και αυτήν τη διάσταση  με μία πολύ όμορφη εικόνα: «η διηνθισμένη ταις αρεταίς, και πεφωτισμένη τον λογισμόν, η μύρα προχέουσα εν ταις καρδίαις των πιστών» γράφει. Η αγία ήταν διανθισμένη με τις αρετές, είχε φωτισμένο (από το Πνεύμα του Θεού) λογισμό, ήταν αυτή που πρόσφερε στις καρδιές των πιστών μύρα. Δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα ο Χριστιανός να αποτελεί για τον κάθε συνάνθρωπό του άρωμα Χριστού. Να μας βλέπουν οι άλλοι και να μας «εισπράττουν» ως ευλογία δηλαδή στη ζωή τους. Διότι αυτό τελικώς είναι ο Χριστιανός: άρωμα, ευωδία Χριστού, όπως το λέει και ο απόστολος Παύλος. Χωρίς όμως φωτισμένο λογισμό από την πίστη του Χριστού και ενάρετη ζωή από την τήρηση των εντολών Του, τούτο δεν είναι κατορθωτό. Η αγία Ευφημία, νεαρή κόρη αλλά με μεγάλη καρδιά το πέτυχε.  

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2025

Η… ΑΜΑΡΤΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΡΗΣ

Μπήκε στο εξομολογητάρι με μεγάλη συστολή, σχεδόν με φόβο. Νεαρό κορίτσι ήταν,  γύρω στα δεκατρία υπολόγισε ο ιερέας – δεκατεσσάρων έμαθε αργότερα, Β΄ Γυμνασίου πήγαινε -, που θέλησε να εξομολογηθεί τις αμαρτίες της, όχι γιατί την ανάγκασε κάποιος από την οικογένειά της, κάτι συνηθισμένο στην ηλικία αυτή που «σπρώχνονται» από τους  «εκκλησιαστικούς» γονείς ιδίως από τη μητέρα, αλλά γιατί αισθάνθηκε η ίδια ότι ήθελε να «καθαριστεί», όπως είπε, από το βάρος των ανομημάτων της. Ο παπάς την καλοδέχτηκε, της είπε να καθίσει δίπλα από το μικρό τραπέζι που βρισκόταν ο Εσταυρωμένος και που έκαιγε ένα καντήλι ενώπιόν Του, με τις γλυκές ακτίνες του να απαλαίνουν τον χώρο, ένιωσε αμέσως την αναταραχή που επικρατούσε στην ψυχή της μικρής κοπέλας και προσπάθησε πρώτα από όλα να την… ηρεμήσει.  

Τη ρώτησε πώς την λένε, «Μαρία» απάντησε, τι τάξη πηγαίνει, ποια εν γένει τα ενδιαφέροντά της, αν της αρέσει η μουσική, τι τελικά την έκανε να βρει τον δρόμο να έλθει να εξομολογηθεί. Εκεί που η Μαρία φάνηκε να αναθαρρεί και σήκωσε λίγο τα μάτια της ήταν όταν ο ιερέας της είπε ότι έχει κι αυτός εγγόνια και μάλιστα μία εγγόνα του έχει την ίδια ηλικία μ’ εκείνην. Ηρέμησε η Μαρία, γαλήνεψαν λίγο τα μάτια της, άρχισε δειλά στην αρχή, πιο θαρρετά αργότερα να εξομολογείται αυτά που θεωρούσε αμαρτήματα και παραστρατήματα στη σύντομη μέχρι τότε ζωή της. Απλά πράγματα, συνηθισμένα, που σε άλλη περίπτωση κάποιος ενδεχομένως και να… γελούσε, γιατί ήταν από εκείνα που δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην τα έχει κάνει και να μη συνεχίζει μάλιστα να τα κάνει. Σ’ ένα μικρό παιδί όμως, που έχει μπει στη δύσκολη φάση της εφηβείας, τα πράγματα… διαστέλλονται: και τα μικρά γίνονται συχνά μεγάλα, οι ενοχές δημιουργούν αναταραχές που τραντάζουν τη συνείδησή του˙ κάποιες φορές η γη χάνεται κάτω από τα πόδια του.

«Αυτά, Μαρία μου;» είπε κάποια στιγμή ο ιερέας, όταν είδε τη Μαρία να σταματάει.

«Αυτά, πάτερ!» ψιθύρισε με φωνή που ίσα ακουγόταν το κορίτσι.

Με ήρεμο τρόπο, με μεγάλη στοργή και σεβασμό προς την ατίμητη ψυχή του κοριτσιού ο ιερέας προσπάθησε να της δώσει με εύληπτο τρόπο το πλαίσιο της πνευματικής ζωής μέσα στο οποίο κινείται η Εκκλησία μας. Της εξήγησε ότι ο Χριστός μας, ο Θεός που έγινε από άπειρη αγάπη προς το πλάσμα Του άνθρωπος, ήλθε στον κόσμο για να σηκώσει τις αμαρτίες μας, να μας δώσει να κατανοήσουμε ότι μετά τον ερχομό Του δεν υπάρχουν πια αμαρτίες που δεν συγχωρούνται, ότι ήδη όλες οι αμαρτίες του κόσμου είναι σβησμένες και διαγραμμένες˙ το μόνο που απαιτείται είναι ο άνθρωπος να θελήσει τον Χριστό στη ζωή του, που θα πει να Τον πιστέψει και να αποφασίσει να περπατάει στον κόσμο αυτόν σαν κι Εκείνον!

«Στο χέρι μας είναι, Μαρία μου, να γίνουμε κι εμείς Χριστός» κατέληξε ο ιερέας. «Γιατί έχει «εγκατασταθεί» Εκείνος μέσα στην ύπαρξή μας, αφότου βαπτιστήκαμε, και το μόνο που χρειάζεται είναι να Τον αφήσουμε να δράσει εκεί».

Την είδε να χαμηλώνει τα μάτια της σαν κάτι να την πιέζει. «Υπάρχει κάτι ακόμη, Μαρία μου, που θέλεις να πεις; Βλέπω ότι κάτι σε στενοχωρεί. Κάτι σε βασανίζει. Μην αφήνεις την ευκαιρία τώρα που ήλθες να εξομολογηθείς. Άνοιξε την ψυχή σου στον Χριστό. Γιατί σ’ Εκείνον εξομολογείσαι, Μαρία μου. Εγώ απλώς είμαι μάρτυρας της δικής σου μετάνοιας, όπως ο Ίδιος μας υπέδειξε. Ο Χριστός όμως είναι ο Θεός μας, σ’ Εκείνον αμαρτάνουμε και σ’ Εκείνον μετανοούμε, Εκείνος είναι η Ζωή μας, χωρίς τον Οποίο δεν μπορούμε ούτε να αναπνεύσουμε».

Ακολούθησαν κάποιες στιγμές σιωπής. Η Μαρία μόνο ανάπνεε και μάλιστα λίγο… βαριά.

«Είναι και κάτι ακόμη, πάτερ!» ακούστηκε να λέει μετά από λίγο. Ο ιερέας δεν μίλησε. Της έδωσε χρόνο να ανοίξει μόνη της την καρδιά της. «Είναι… κάτι που με ταλαιπωρεί και γι’ αυτό δεν αισθάνομαι καλά!»

Πάλι δεν μίλησε ο ιερέας. Προσευχόταν ο Εσταυρωμένος Κύριος να δώσει δύναμη στο αγαπημένο Του παιδί να απελευθερωθεί. Και στο τέλος πράγματι η Μαρία το… τόλμησε! Είπε αυτό που την βάραινε έστω και ψελλίζοντάς το! Και κατάλαβε ο ιερέας όταν το άκουσε πόσο τα παιδιά επηρεάζονται από τους συμμαθητές τους, πόσο αλλοιωμένα πολλές φορές βλέπουν τα πράγματα, πόσο ο κόσμος μας έχει αναποδογυρίσει τις αξίες του, με αποτέλεσμα τα νέα παιδιά να υφίστανται τις συνέπειες! Γιατί η… βαριά αμαρτία της Μαρίας θα έπρεπε να είναι το καύχημά της, η νίκη της πάνω στον κοσμοκράτορα του αιώνος τούτου του απατεώνος.

«Πάτερ», εξομολογήθηκε με δυσκολία η Μαρία, «άλλες συμμαθήτριές μου έχουν σχέσεις με αγόρια… κι εγώ…δεν έχω!» Η έλλειψη σχέσεως της μικρής Μαρίας με τα αγόρια ήταν αυτό που της… βάραινε τη συνείδηση.

Ανάπνευσε ο ιερέας. Συγκινήθηκε. Κάποια δάκρυα βρήκαν δίοδο να κρυφτούν μέσα στα γένια Του. Τα κλεισμένα μάτια του Εσταυρωμένου φάνηκαν να ανοίγουν και να φωτίζουν τις ψυχές και των δύο.

 «Μαρία μου, αγαπητό μου παιδί» είπε σιγανά. «Αυτό δεν είναι αμαρτία. Αυτό είναι το μεγαλείο του Θεού στην ψυχή και στο σώμα σου. Θα έρθει η ώρα, όταν φτάσεις στην κατάλληλη ηλικία που θα γίνει και αυτό με την ευλογία του Θεού. Τώρα όμως διαφύλαξε την ψυχική σου καθαρότητα. Μη θελήσεις να μπεις στον χώρο αυτό των συμμαθητριών σου, που μπορεί και να μην υφίσταται κιόλας, γιατί συχνά τα παιδιά πλάθουν φανταστικές ιστορίες για να κάνουν εντύπωση. Ο Χριστός μας χαίρεται με αυτό που εσύ θεωρείς αμαρτία. Τον Χριστό πάντοτε να έχεις μπροστά στα μάτια σου και Αυτός να καθοδηγεί στις σκέψεις και τις αποφάσεις σου».

Της είπε και μερικά ακόμη που την παρηγόρησαν και την ενίσχυσαν, τέλος της  διάβασε τη συγχωρητική ευχή κι έστειλε στο καλό τη Μαρία, τη μικρή κοπέλα, που φάνηκε να «πετάει» από τη χαρά της. Απόμεινε ο παπάς να την κοιτάει να φεύγει, συλλογισμένος με ό,τι φαίνεται να περνούν τα νέα παιδιά. Έστρεψε και πάλι το βλέμμα του στον Εσταυρωμένο. «Κύριε ελέησέ μας, και κυρίως τη νεολαία Σου». Το ιλαρό φως του καντηλιού παρηγόρησε την καρδιά του. Γιατί ήταν το παντοδύναμο φως του Χριστού.

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2025

ΜΙΑ ΠΕΡΙΕΡΓΗ… ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ!

«Ζώη μου, πέρασε μέσα» είπε ο ιερέας καθώς αντίκρισε τον νέο άντρα να στέκει στη θύρα του γραφείου του ναού. «Τι κάνεις; Τι κάνει η οικογένεια; Το μικρούλι σου;» 

Ο Ζώης με σεβασμό φίλησε το χέρι του ιερέα και κάθισε στην καρέκλα που του υπέδειξε ο ιερέας. «Καλά είμαστε όλοι μας, δόξα τω Θεώ, πάτερ. Δηλαδή, σχεδόν καλά σε σχέση με την… υπόλοιπη οικογένεια!» - άφησε να αιωρηθεί κάποιο σκοτεινό σύννεφο. 

«Δηλαδή; Μήπως να πάμε στο εξομολογητάρι;» 

«Δεν νομίζω, πάτερ, αν και εσείς θα κρίνετε από αυτά που πολύ σύντομα θα σας πω. Έχετε μερικά λεπτά;» 

«Βεβαίως, Ζώη μου. Για σένα, όπως ξέρεις, η θύρα και ο χρόνος είναι πάντοτε… ανοικτά!» χαμογέλασε ανοιχτόκαρδα ο ιερέας.

Πράγματι, για τον ιερέα ο νεαρός άντρας, περίπου τριάντα ετών, ήταν υπόδειγμα νέου που αγωνίζεται στην πνευματική ζωή και υπόδειγμα, από ό,τι αποδείχτηκε, και οικογενειάρχη. Ο ίδιος τέλεσε το μυστήριο του γάμου του με τη σεμνή κοπέλα που του γνώρισε και… πέταξε από τη χαρά του που θα μπορούσε να ιερουργήσει το μυστήριο με ανθρώπους που έχουν πλήρη επίγνωση και συναίσθηση του τι κάνουν! Γιατί κατά τα άλλα, δυστυχώς στην πλειοψηφία, τα πράγματα κινούνταν περισσότερο σ’ ένα απλό κοινωνικό επίπεδο, που φανέρωνε ότι οι προσερχόμενοι σε γάμου κοινωνία ακύρωναν με τη στάση τους, με τα χαμόγελα μονίμως στην κάμερα που τους έπαιρνε, με το ενδιαφέρον στραμμένο πρώτιστα στον κοσμικό περίγυρο, την ιερότητα των διαδραματιζομένων. Παρόντες μεν σωματικά, μα εντελώς απόντες ψυχικά και πνευματικά! Ο Θεός να μας συγχωρήσει γι’ αυτό όλους μας, κληρικούς και λαϊκούς.

«Λοιπόν, πατέρα μου» είπε ο Ζώης – και φαινόταν να πιέζεται για να περιγράψει τη… σκοτεινιά του – «όπως σας είπα με τη γυναίκα μου πηγαίνουμε θα έλεγα θαυμάσια. Μας κουράζει λίγο η μικρούλα μας, αλλά αυτό είναι αναμενόμενο κι αρχίζουμε και να το χαιρόμαστε. Μετέχουμε μαζί της στο θαύμα της ζωής και κάθε μέρα μαζί της μας αποκαλύπτει και μία νέα πτυχή ενός εν εξελίξει ανθρώπου, που για εμάς που το πιστεύουμε έχει αιώνια προοπτική». 

«Με τη δουλειά σου, Ζώη, έχεις πρόβλημα; Στην εταιρεία που εργάζεσαι;» είπε με μεγάλο ενδιαφέρον ο παπάς.

 «Όχι, πάτερ. Κι εκεί με υπομονή προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε τον όποιο πειρασμό».

 «Τότε;» 

«Με την ευρύτερη οικογένεια, πάτερ. Μάλλον, με ένα μέλος της ευρύτερης οικογένειας, που ενώ το αγαπούμε πολύ εκείνο, και μάλλον εν αγνοία του, δημιουργεί τα προσκόμματα».

 «Να γίνεις λίγο περισσότερο σαφής;»

 «Βεβαίως. Όπως το ξέρετε, πήραμε, με δυσκολία είναι αλήθεια, ένα μικρό μεταχειρισμένο αυτοκίνητο που μας διευκολύνει ως οικογένεια αφάνταστα. Ειδικά στη δουλειά μου, εκεί που χρειαζόταν να πάρω τρεις συγκοινωνίες: δύο λεωφορεία και μετρό, βρίσκομαι σε είκοσι με εικοσιπέντε λεπτά. Μεγάλη ευλογία, μεγάλη ευλογία! Το πρόβλημα άρχισε τον τελευταίο καιρό που ένας συγγενής που ζει πολύ κοντά στο σπίτι μας μου το ζήτησε σε πρώτη φάση για να πάει σε μία επείγουσα εργασία του, όπως μου δήλωσε. Τον εξυπηρέτησα, μιας και δεν το χρειαζόμουν για το μικρό διάστημα που θα το είχε. Όταν γύρισε όμως, είδα πως σε δύο σημεία το είχε τρακάρει, σε κάποια σημεία δε ήταν γρατσουνισμένο. Στην ερώτησή μου τι έγινε, με δισταγμό είναι αλήθεια απάντησε πως κι εκείνος δεν γνωρίζει, γιατί το πάρκαρε κάπου και όταν γύρισε το βρήκε στη συγκεκριμένη κατάσταση».

«Ασφαλώς, θα είπε πως θα καλύψει τη ζημιά» συμπλήρωσε ο ιερέας. 

«Όχι, πάτερ, γιατί είναι νέο παιδί, δεν εργάζεται, κάποιες μικροδουλειές κάνει, οπότε ούτε καν έθεσε το θέμα». 

«Κι εσύ; Δεν του είπες τίποτε;»

 «Τον λυπήθηκα και είπα να το ξεπεράσω. Γιατί πράγματι μου είναι πολύ αγαπητός». 

«Και λοιπόν; Αυτό είναι το πρόβλημα;» 

«Όχι, πάτερ. Δυστυχώς μιας που έγινε η αρχή, ο εν λόγω είπε να συνεχίσει, αλλά με… διαφορετικό τρόπο αυτήν τη φορά!»

 «Δηλαδή;» κοίταξε απορημένος ο ιερέας.

 «Ξεκινώντας μία από τις τελευταίες ημέρες για την εργασία μου λίγο αργότερα από τη συνηθισμένη πρωινή ώρα – γιατί έχουμε κάποιες φορές μετακινούμενο ωράριο στην εταιρεία – πήγα να πάρω το αυτοκίνητο και δεν το βρήκα στη θέση του». 

«Τι εννοείς δεν το βρήκες στη θέση του;» μισόκλεισε τα μάτια ο ιερέας. «Στο έκλεψαν; Το είχες βάλεις σε θέση που δεν επιτρεπόταν και στο πήρε ο γερανός;»

 «Όχι, όχι, πάτερ. Τίποτε από αυτά. Ο ίδιος ο συγκεκριμένος συγγενής, εκμεταλλευόμενος προφανώς την απουσία μας για κάποια ψώνια που πήγαμε να κάνουμε με τη γυναίκα μου, άνοιξε το σπίτι μας – πίεσε την πεθερά μου που έχει δεύτερα κλειδιά να του ανοίξει – και ψάχνοντας όλο το σπίτι και όλα τα συρτάρια βρήκε τα κλειδιά του αυτοκινήτου, τα πήρε και πήγε σε κάποια δική του εργασία!»

Ο παπάς έμεινε εμβρόντητος. Ζώντας το πρόβλημα άρχισε όπως λέμε να… «φορτώνει». Κοκκίνισε λίγο και ξεροκατάπιε για να μπορέσει να μιλήσει. «Και τελικά τι έγινε;» 

«Τι να γίνει, πατέρα μου; Πήρα τη συγκοινωνία, όπως παλιά, καθυστέρησα μάλιστα, προσπάθησα όσο γινόταν να δικαιολογηθώ. Τέλος πάντων, το θέμα δεν είναι η δουλειά μου! Ήρθα να με συμβουλέψετε πώς πια να συμπεριφερθώ από δω και πέρα. Γιατί είναι αλήθεια με τη γυναίκα μου έχουμε πολύ θυμώσει και στενοχωρηθεί. Απαρχής βεβαίως έχουμε βάλει κάποια όρια στο σπιτικό μας για όλους όσοι είναι οι λεγόμενοι… τρίτοι, μα σκεφτόμαστε να γίνουμε πιο αυστηροί πάνω σ’ αυτό. Και μάλιστα στον συγκεκριμένο νεαρό συγγενή, ο οποίος από τη μια μας είναι ιδιαιτέρως συμπαθής, από την άλλη όμως δημιουργεί τα προβλήματα. Και να ξαναπώ, πάτερ, ότι αυτό που κάνει το κάνει χωρίς συναίσθηση. Γι’ αυτό θυμώνουμε αφενός, τον δικαιολογούμε αφετέρου». 

«Καθυστερημένος είναι, Ζώη μου;» θέλησε να διασκεδάσει λίγο την ταραχή του ο ιερέας. «Γιατί μόνο ένας καθυστερημένος δεν θα είχε επίγνωση των ενεργειών του αυτών». 

«Καθυστερημένος δεν είναι, πατέρα μου, το αντίθετο μάλιστα, αλλά μάλλον θεωρεί πως ό,τι είναι της ευρύτερης οικογένειας του ανήκει και αυτουνού… «δικαιωματικά»!»

«Ζώη μου, τα πράγματα δεν είναι τόσο τραγικά» είπε ο παπάς, αφού άφησε κάποιες στιγμές να περάσουν με σιωπή. «Τη λύση την έχετε βρει, άλλωστε ήμουνα βέβαιος γι’ αυτό, και δεν είναι άλλη ακριβώς από ό,τι σκεφτήκατε με την καλή γυναίκα σου. Βάλτε όρια. Πιο αυστηρά. Δείξτε ότι κανείς δεν μπορεί να υπεισέρχεται, όσο κοντινός κι αν είναι, στα ενδότερα της δικής σας οικογένειας. Εσείς είστε οι υπεύθυνοι. Ο συγκεκριμένος που δρα «ανεπίγνωστα» όπως είπες, θέλει λίγο απομόνωση. Αν δεν μπορείς να του μιλήσεις, γιατί τις περισσότερες φορές οι συνεξηγήσεις, καθώς έλεγε ο άγιος Παΐσιος, βοηθούν στην υπέρβαση των παρεξηγήσεων, δείξε με τη στάση σου ότι είσαι ενοχλημένος. Κρύψτε τα κλειδιά, μάλλον μην τα δίνετε σε κανέναν, έστω για κάποιο διάστημα. Θα είναι ένα μήνυμα προς όλους. Και εφόσον τα πράγματα τα βλέπετε, κι εσύ και η γυναίκα σου, πνευματικά, κάντε προσευχή ο Χριστός να σας δίνει υπομονή, αγάπη και ταπείνωση. Είναι από τους ανθρώπινους πειρασμούς, που σημειώνει ο απόστολος Παύλος. Και ο νεαρός αυτός μεγαλώνοντας θα καταλάβει τις… υπερβάσεις του. Μην αφήνετε όμως να διαιωνίζεται η κατάσταση, σαν να μη συμβαίνει τίποτε. Γιατί «πάλιν και πολλάκις» που λέμε και εκκλησιαστικά θα επαναληφθεί. Ο λαός μας το λέει με τον τρόπο του: «Δώσε θάρρος στον χωριάτη…»

«Ευχαριστώ, πάτερ» είπε ο Ζώης και σηκώθηκε. «Την ευχή σας και μη μας ξεχνάτε στις προσευχές σας. Τα σεβάσματα και από τη γυναίκα μου».

Ο ιερέας τον αγκάλιασε, τον ευλόγησε, τον αποχαιρέτισε. Κάθισε συλλογισμένος και προβληματισμένος έπειτα στο γραφείο του. «Πόσο προσεκτικοί πρέπει να είμαστε με τους άλλους» σιγοψιθύρισε. «Και πιο πολύ ίσως με τους δικούς μας. Μια στραβοτιμωνιά και έρχονται τα πάνω κάτω». 

Δεν πρόλαβε να συνεχίσει τις σκέψεις του. Η πόρτα κτύπησε και δειλά εμφανίστηκε μία κοπέλα που από το πρόσωπό της φαινόταν ταραγμένη. «Πάτερ, μήπως είστε εύκαιρος για εξομολόγηση;» «Έρχομαι αμέσως» είπε ο ιερέας και σηκώθηκε. «Χριστέ μου, φώτισέ με» ψιθύρισε.    

Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΠΑΤΟΡΩΝ, ΙΩΑΚΕΙΜ ΚΑΙ ΑΝΝΗΣ

«Τη σύναξη αυτών εορτάζουμε, λόγω της γεννήσεως της υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου. Και έγιναν αυτοί πρόξενοι της παγκόσμιας σωτηρίας, μέσω της  πάναγνης αγίας αυτών θυγατέρας, της Θεοτόκου. Την τελείωσή τους όμως από τον κόσμο αυτό γνωρίζει η εικοστή Πέμπτη του μηνός Ιουλίου».

Στον απόηχο των Γενεθλίων της Θεοτόκου η σημερινή εορτή της σύναξης των δικαίων Ιωακείμ και Άννης, κατά την προσφιλή συνήθεια της Εκκλησίας να τιμά μετά από ένα μεγάλο γεγονός τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν σ’ αυτό - ο Ιωακείμ και η Άννα τιμώνται ως οι γονείς της Θεοτόκου, ως εκείνοι δηλαδή που συνήργησαν, προκειμένου να έλθει στον κόσμο, βουλήματι Θεού, η προορισθείσα να γίνει Μητέρα Αυτού, κόρη τους Μαρία. Και βεβαίως, είναι φυσικό τέτοιος ευκλεής καρπός σαν την Παναγία να έχει γονείς όχι τυχαίους, οι οποίοι πράγματι χαρακτηρίζονταν  από έντονη θεοσέβεια και απόλυτη υπακοή στον νόμο του Θεού, γι’  αυτό και υπερέβαλαν όλους ως προς τη γονεϊκή τους ιδιότητα. «Ω, μακάρια δυάδα. Εσείς ξεπεράσατε όλους τους γονείς, γιατί βλαστήσατε αυτήν που υπερέχει από όλη τη δημιουργία», κατά πώς ψάλλει και η Εκκλησία μας.

Η Γέννηση της Θεοτόκου όμως  δεν ήλθε ανώδυνα. Οι γονείς της έζησαν πολλά χρόνια με το «στίγμα» της ατεκνίας, δεδομένου ότι την εποχή εκείνη κάθε Ιουδαϊκό ζεύγος που αδυνατούσε να κάνει παιδιά, θεωρείτο ότι είχε κατά κάποιο τρόπο την «κατάρα» του Θεού, αφού σίγουρα δεν θα προερχόταν από αυτό ο Μεσσίας που αναμενόταν. Με άλλα λόγια, κάθε ζεύγος Ιουδαίων δυνάμει ήταν και το Μεσσιανικό ζεύγος, συνεπώς το άτεκνο ζεύγος εξαιρείτο από  την ευλογία αυτή. Κι όμως, ο Θεός ανατρέπει τη λογική αυτή∙ μέσα από τη στείρωση της Άννας δημιουργεί τις συνθήκες της σπουδαιότερης ευτεκνίας στον κόσμο, για όλες τις εποχές, γεγονός που σηματοδοτεί την εκ θαύματος προέλευση της Παναγίας, σαν ένα είδος νέας δημιουργίας: όπως με τη βούληση του Θεού εκ του μηδενός δημιουργείται ο κόσμος, κατά παρόμοιο τρόπο, με τη βούληση του Θεού εκ της στειρώσεως δημιουργείται η Παναγία. Κι αυτό δίνει ώθηση στον υμνογράφο να «δει» και με άλλον τρόπο τη Γέννησή της: ως απαρχή αφενός στειρώσεως του ανθρώπου έναντι της αμαρτίας – ο άνθρωπος μπορεί να μην αμαρτάνει πια – και αφετέρου  διάλυσης της στειρώσεως της ανθρωπίνης  φύσεως – ο άνθρωπος μπορεί πια να καρποφορεί τις αρετές με τη χάρη του Θεού. Έτσι με τα Γενέθλια της Θεοτόκου βρισκόμαστε μπροστά σε γεγονότα που υπερβαίνουν τη φυσική τάξη και μας μυούν στο μυστήριο της θείας οικονομίας, του σχεδίου δηλαδή του Θεού προς σωτηρία του κόσμου. Η Εκκλησία μάς καθοδηγεί να «ψαύσουμε» εν ταπεινώσει, εν φόβω και τρόμω, τον «βηματισμό» του Θεού, καθώς έρχεται η ώρα εισόδου Του στη γη.

Τη συγκλονιστική αυτή αναγωγή που αγκαλιάζει όλη την πνευματική ιστορία της ανθρώπινης ύπαρξης, κάνει ο υμνογράφος με πολλές εικόνες και σχήματα, αλλά και με σαφή λόγο, όπως στο κοντάκιο της εορτής: «Ο Ιωακείμ και η ´Αννα, με την αγία γέννησή σου, άχραντε Θεοτόκε, ελευθερώθηκαν από την ντροπή της ατεκνίας, όπως και ο Αδάμ και η Εύα ελευθερώθηκαν από τη φθορά του θανάτου. Τη γέννησή Σου αυτήν εορτάζει και ο λαός σου, καθώς λυτρώθηκε από την ενοχή των πταισμάτων του με το να κραυγάζει σε σένα: η στείρα ´Αννα γεννάει τη Θεοτόκο και τροφό της ζωής μας». Η Γέννηση της Θεοτόκου δεν κινείται δηλαδή μόνο σ’  ένα συγκεκριμένο ιστορικό επίπεδο∙ της εποχής του Ιωακείμ και της Άννας, όπου το ζεύγος ελευθερώνεται από την ντροπή της ατεκνίας, αλλά ανάγεται και στην αρχή της ανθρωπότητας με ό,τι συνέβη με την πτώση του Αδάμ και της Εύας στην αμαρτία: ο θάνατος ως τίμημα της αμαρτίας υπερβαίνεται, γιατί γεννήθηκε εκείνη, που θα γεννούσε τον Λυτρωτή του ανθρώπου, ακριβώς από την αμαρτία και τον θάνατο. Κι ακόμη∙ η Γέννησή της δρα πια διαχρονικά σε όλους τους αιώνες. Με Αυτόν που γέννησε η Παναγία ο άνθρωπος σώθηκε από οποιαδήποτε ενοχή, αφού ο Υιός και Θεός της, διά της σταυρικής Του θυσίας, σήκωσε τις αμαρτίες όλου του κόσμου, όλων των εποχών.

Παρακολουθούμε τα γεγονότα, μαζεμένοι, σιωπηλοί, «ψαύοντας», όπως είπαμε, εν φόβω και τρόμω τα μυστήρια. Και πώς αλλιώς; Ένα ζευγάρι Ιουδαίων, χωρίς να κατανοεί το τι διαδραματίζεται στο βάθος, γίνεται το όργανο του Θεού για το μεγαλύτερο μυστήριο που μπορούσε ποτέ να υπάρξει: της φανέρωσης Εκείνου στον κόσμο ως ανθρώπου!

Η ΓΕΝΝΗΣΙΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

 

Η σύνδεση της Γεννήσεως της Παναγίας με τον Ιησού Χριστό είναι εκείνο που κατεξοχήν εξαγγέλλει η εορτή.  Δεν προβάλλεται η Παναγία μας καθεαυτήν ως άνθρωπος. Ποτέ κανείς άνθρωπος από μόνος του, όσο σπουδαίος κι αν είναι, δεν μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά τους ανθρώπους - όλοι ενεργούν και υπάρχουν μέσα στα πλαίσια της φθοράς και του θανάτου. Η Παναγία έρχεται στον κόσμο μέσα στο θείο σχέδιο σωτηρίας του κόσμου από την αμαρτία και τον θάνατο: είναι η προορισθείσα εκ πασών των γενεών να γίνει Μητέρα του Θεού, παραμένοντας Παρθένος κόρη, όπως διαλαλούν οι ύμνοι της εορτής της. Είναι εκείνη που ο ερχομός της, ως προαναγγελία του Σωτήρα του κόσμου Χριστού, είχε προφητευθεί με φωτισμό Θεού από τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης∙ είτε ως κλίμαξ του Ιακώβ είτε ως στάμνος και μάννα είτε ως ράβδος του Ααρών είτε πολύ περισσότερο ως «η κεκλεισμένη πύλη, η κατά ανατολάς βλέπουσα», την οποία έδειξε στον προφήτη Ιεζεκιήλ ο Θεός, αποκαλύπτοντάς του ότι δεν θα την διέλθει άλλος παρά μόνον ο Ίδιος, και γι’  αυτό θα την κρατήσει έπειτα και πάλι κεκλεισμένη.

Η Γέννηση της Παναγίας λοιπόν τονίζεται και υμνολογείται τόσο εξαίσια, διότι ακριβώς παραπέμπει στον Ιησού Χριστό. Ο Χριστός είναι Εκείνος που δίνει την αξία στη Μητέρα Του, χωρίς την οποία όμως δεν θα ήταν Αυτός που είναι: εκτός από τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Γι’  αυτό και η μοναδικότητα του Ιησού Χριστού αποκαλύπτει και τη μοναδικότητα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Κανείς ποτέ δεν υπήρξε ούτε πρόκειται να υπάρξει παρόμοιος με την Παναγία. Το ύψος της αγιότητάς της είναι υπέρμετρο και πάντοτε θα παραμένει, κατά την πατερική ποιητική έκφραση, «Θεός μετά Θεόν». Κατά συνέπεια κατανοείται και το γιατί υπάρχει τόσο μεγάλη χαρά στη σύμπασα οικουμένη. Διότι με τη Γέννηση της Παναγίας ξεκινά η διαδικασία Γεννήσεως και της Χαράς του κόσμου, του Χριστού. Στον κόσμο πια θα υπάρχει η δυνατότητα υπέρβασης της αμαρτίας, κατάργησης του διαβόλου, καταπάτησης του θανάτου. Στον κόσμο θα υπάρχει η αληθινή Ζωή. Είναι δυνατόν να μη χαίρει ο κόσμος γι’  αυτό; «Σήμερον της παγκοσμίου χαράς τα προοίμια∙ σήμερον έπνευσαν αύραι, σωτηρίας προάγγελοι».

 Και βεβαίως η Εκκλησία μας δεν παύει, προβάλλοντας με ποιητικότατο και θεολογικότατο τρόπο την εορτή, να καλεί και εμάς τους πιστούς όλων των αιώνων στην πρακτική διάσταση αυτής∙ δηλαδή αφενός να κινηθούμε σε δοξολογία του Θεού μας για την ευεργεσία Του να αναδείξει την Παναγία κατοικητήριό Του, αφετέρου να κατανοήσουμε ότι «ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου» ο Κύριος θα μας σώζει, και τρίτον, να διδαχθούμε από την Παναγία στον τρόπο της ζωής της, ακολουθώντας  αυτό που την ανέδειξε σε τόσο μεγάλη αγιότητα: το «ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμά Σου». Η Εκκλησία αδιάκοπα μας υπενθυμίζει ότι είμαστε κλημένοι για τη θέωση, δηλαδή να γινόμαστε κι εμείς Παναγίες, σαρκώνοντας τον Χριστό μέσα μας. Κι ο λόγος για την προοπτική αυτή που ξεπερνά οποιαδήποτε φαντασία είναι η ένταξή μας στο σώμα του Χριστού διά του αγίου βαπτίσματός μας. Είμαστε μέλη Χριστού, είμαστε ενδεδυμένοι Εκείνον, συνεπώς μπορούμε να ζούμε σαν την Παναγία. Αρκεί βεβαίως να το θέλουμε και να το επιτηζούμε.

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2025

Η ΑΓΑΠΗΤΗ ΜΑΣ ΚΥΡΙΑ ΣΟΦΙΑ

Δεν ανήκε στην ενορία μας. Ερχόταν όμως τακτικά, ιδίως τα τελευταία χρόνια, γιατί είχε συνδεθεί ιδιαιτέρως με κάποιες συγκεκριμένες κυρίες, οι οποίες όταν τη γνώρισαν αντιλήφθηκαν αμέσως το μεγαλείο της ψυχής της. Η κυρία Σοφία, η Σοφία μας για τους πολλούς που την ήξεραν, η «Σόφια» ή «Τσόφα» και με ποντιακή εκφορά. Μας το έλεγε και το χαιρόταν αφάνταστα η ίδια, γιατί ενώ δεν είχε κάποια ποντιακή οικογενειακή ρίζα – Κωνσταντινουπολίτισσα  ήταν  – όμως αγαπούσε υπερβαλλόντως τον Πόντο και τους Ποντίους, τόσο που αρκετό καιρό είχε αναλάβει τον αγώνα να μάθει καλά και την ποντιακή διάλεκτο.

Καθηγήτρια Αγγλικής - κάτι που εξηγεί και το χάρισμά της να κινείται με άνεση στο θέμα των ξένων γλωσσών - βρέθηκε στην Αγγλία όπου και παντρεύτηκε Άγγλο καθηγητή Πανεπιστημίου, με τον οποίο έζησε πολύ καλά για αρκετά χρόνια χωρίς να αποκτήσει όμως παιδιά, παρ’ όλη τη βαθιά επιθυμία της για κάτι τέτοιο. Κι όταν εκείνος έφυγε από τη ζωή αυτή, εκείνη γύρισε πίσω, στην αγαπημένη της Ελλάδα και στους λιγοστούς συγγενείς της.

Δεν πτοήθηκε που δεν έκανε δικά της παιδιά. Γιατί απέκτησε πλήθος παιδιών, μικρών και μεγάλων, λόγω ακριβώς της εργασίας της. Δεν ήταν απλώς μία καθηγήτρια Αγγλικών. Ήταν η Δασκάλα, με Δέλτα κεφαλαίο, με εύρος και βάθος και της ελληνικής, αλλά και της αγγλικής βεβαίως γλώσσας, που σπάνια συναντάς σ’ αυτό το «επάγγελμα». Γιατί δινόταν ολόκληρη στους μαθητές της, οι οποίοι την αγαπούσαν τόσο πολύ που οι εκδηλώσεις απέναντί της ξεπερνούσαν θα έλεγε κανείς μερικές φορές και τις εκδηλώσεις απέναντι στους ίδιους τους γονείς! Και δεν είναι υπερβολή!  

Κι έπαιζε ρόλο σ’ αυτό και η εμφάνισή της. Θα μπορούσε κανείς να πει όταν την έβλεπε, ότι ήταν ο ορισμός της αρχοντιάς. Αρχοντική γυναίκα με τα φροντισμένα ξανθά κοντά μαλλιά της, με το διακριτικότατο ελαφρό βάψιμό της, με τα μεγάλα της μάτια, με την καταπληκτικά φροντισμένη, όχι όμως εξεζητημένη, ενδυμασία της. Να βλέπεις μία μεγάλη και ώριμη κυρία που απέπνεε το άρωμα της σεμνότητας και της σοβαρότητας από μακριά, μέσα όμως από μία φροντισμένη όπως είπαμε ενδυμασία σε λευκές ή γαλάζιες αποχρώσεις, δεν είναι κάτι συνηθισμένο. Γι’ αυτό και έλκυε τα βλέμματα με σεβασμό χωρίς ποτέ να προκαλεί.

Θα σκεφτεί κανείς πως μία τέτοια γυναίκα θα ήταν το επίκεντρο των γυναικών που την περιστοίχιζαν – με τους άνδρες, πέραν των πολύ γνωστών της, δεν είχε καμία επαφή. Κι όμως! Στεκόταν έτσι σαν να ήταν το μαθητούδι που επιζητεί την αναγνώριση των μεγάλων. Το ενδιαφέρον της ήταν στραμμένο στις  φίλες της και τα προβλήματά τους. Κι όταν άκουγε κάτι στενάχωρο δεν άντεχε – ένα δάκρυ ύγραινε τα μάτια της, τα κρυμμένα πίσω από τα σοβαρά μαύρα γυαλιά της. Ο δε σεβασμός προς τους ιερείς υπέρμετρος – ντρεπόταν και να τους κοιτάξει!

Κι αρρώστησε η αγαπητή Σοφία και μάλιστα σοβαρά. Ο καρκίνος άρχιζε ύπουλα να της τρώει τα σωθικά, όταν μάλιστα εκδηλώθηκε τη δύσκολη περίοδο της πανδημίας του κορωνοϊού. Οπότε απομονώθηκε στο νοσοκομείο, χωρίς να μπορεί κανείς να την επισκεφτεί – μόνο το τηλέφωνο ήταν ο δρόμος επικοινωνίας της. Κι ευρισκόμενη εκεί, λίγο καιρό πριν απέλθει κι αυτή από τον μάταιο τούτο κόσμο, με πίστη όμως μεγάλη και μαρτυρική διάθεση, συνέβησαν δύο πράγματα, όντως αξιομνημόνευτα.

Το πρώτο. Δέχτηκε μερικά τηλέφωνα κάποια στιγμή μαθητών της που έμαθαν για την αρρώστια της. Ήθελαν να της συμπαρασταθούν και να την επισκεφτούν, αλλά τούτο ήταν αδύνατο. Και μιλάμε για μαθητές όχι τυχαίους: ανθρώπους πια μεγάλους, Έλληνες και ξένους – φοιτητές, διδακτορικούς, μεταδιδακτορικούς, καθηγητές. Είπαμε πως ήταν σπάνιο είδος δασκάλου της Αγγλικής αλλά και της Ελληνικής γλώσσας. Και κάποιοι την πήραν τηλέφωνο. Εξέφρασαν τη συμπαράστασή τους, την ευγνωμοσύνη τους, τον πόθο τους να τη δουν… Και την παρεκάλεσαν αν γίνεται να κοιτάξει έξω από το παράθυρο του νοσοκομείου. Κι έσκυψε και είδε! Και όχι μόνο συγκινήθηκε, μα κλάματα τράνταξαν το κουρασμένο και πονεμένο κορμί της. Γιατί τι είδε; Δεκαεννέα μαθητές της, ξένους και Έλληνες όπως είπαμε, ο καθένας τους να κρατάει τη σημαία της πατρίδας του, να βρίσκονται ακροβολισμένοι στο πεζοδρόμιο απέναντι του νοσοκομείου, να τη χαιρετούν, να της στέλνουν φιλιά, να κουνάνε τη σημαία, με το τηλέφωνο να της εκδηλώνουν την αγάπη τους! Κόντεψε να σπάσει η καρδιά της. Όσο μπορούσε ανταποκρίθηκε, τους χαιρέτησε, κούνησε κι αυτή τα χέρια της. Μία ζεστασιά αγάπης πλημμύρισε την ύπαρξή της, με δάκρυα αναφέρθηκε στον Χριστό  και την Παναγία της. «Ευχαριστώ, Χριστέ μου. Ευχαριστώ, Παναγία μου!» έλεγε αδιάκοπα. Μοναδικό και αξεπέραστο γεγονός.

Και το δεύτερο. Στο διάστημα που βρισκόταν στο νοσοκομείο άκουγε τα εκκλησιαστικά ραδιόφωνα. Μα της έλειπε – καθώς έλεγε – και η σύναξη Μελέτης Γραφής στην ενορία μου και δικιά της ενορία τα τελευταία χρόνια. Κάθε Δευτέρα που γινόταν ο εσπερινός, η παράκληση στην Παναγία μας, η μελέτη του λόγου του Θεού, εκεί πρώτη βρισκόταν και η Σοφία. Κι αυτό της είχε λείψει. Και για την ακρόαση και την προσευχή και για την κοινωνία με τους άλλους. Και τι σκέφτηκαν οι φίλες της και η ίδια; Να συμμετέχει κάθε Δευτέρα μέσω του τηλεφώνου. Την ώρα που ξεκινούσε ιδίως η μελέτη της Αγίας Γραφής, ένα τηλέφωνο από κάποια κυρία τοποθετείτο ανοικτό στο τραπέζι που χρησιμοποιούσαμε για την ομιλία. Κι αυτά που λέγονταν ακούγονταν και στη Σοφία, αλλά και όχι μόνο σ’ αυτήν. Γιατί μάθαμε πως καλούσε και άλλους στο δωμάτιο από τους αρρώστους, κι όσοι άντεχαν και μπορούσαν παρακολουθούσαν κι εκείνοι. Κι ήταν εξόχως συγκινητική η στιγμή, όταν μάθαμε πως στέλνοντας την ευχή μας και σ’ εκείνους και λέγοντας στον κόσμο της ενορίας πως παρευρίσκονται μέσω των ερτζιανών και οι συγκεκριμένοι ασθενείς, η Σοφία και οι άλλοι δάκρυζαν και έκλαιγαν – κάποιοι συνάνθρωποί τους από το… «πουθενά», τους σκέπτονταν, τους θεωρούσαν παρόντες, τους μιλούσαν!

Έφυγε η Σοφία, έχοντας οσιακό τέλος – η αρρώστια της την καθάρισε στο έπακρο! Δοξολογούσε τον Κύριο και για τον καρκίνο και για ό,τι άλλο της επέτρεψε στη ζωή της, ιδίως αφότου κοινώνησε με μεγάλη συναίσθηση των αχράντων μυστηρίων. Κι άφησε ένα μεγάλο κενό, που στην πραγματικότητα είναι μεγάλο πλήρωμα. Γιατί στο διάστημα που έζησε γέμισε με Χριστό τον κόσμο της, τον κόσμο μας. Ο Θεός να την αναπαύει!