Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2025

Η ΟΣΙΑ ΜΗΤΗΡ ΗΜΩΝ ΜΕΛΑΝΗ Η ΡΩΜΑΙΑ

«Η οσία Μελάνη έζησε επί της βασιλείας του Ονωρίου και καταγόταν από ένδοξο και λαμπρό γένος. Επειδή αγάπησε με όλη την ψυχή της τον Κύριο, θέλησε να ζήσει παρθενικό βίο. Οι γονείς της όμως την πίεσαν και παρά τη θέλησή της την οδήγησαν σε γάμο, από τον οποίο έκανε δύο παιδιά. Έπειτα οι γονείς της και τα παιδιά της έτυχε να φύγουν από τη ζωή αυτή, οπότε η αγία άφησε την Πόλη και πήγε να ζήσει σε προάστιο. Εκεί ασχολείτο πια με τη φιλοξενία των ξένων που έρχονταν, και με τις επισκέψεις της στους φυλακισμένους και τους εξόριστους. Μετά από αυτά, αφού πούλησε την περιουσία της που ήταν μεγάλη και μάζεψε δώδεκα μυριάδες χρυσού,  έδινε χρήματα  στα Μοναστήρια και στις Εκκλησίες, ενώ η ίδια έτρωγε ανά δύο ημέρες, έπειτα ανά πέντε, ώστε τελικά να τρώει μόνον κατά το Σάββατο και την Κυριακή. Από την άλλη είχε το χάρισμα να γράφει έντεχνα και με ευφυή τρόπο. Έζησε και στην Αφρική  για επτά χρόνια κι αφού σκόρπισε τον πολύ πλούτο της, έφθασε στην Αλεξάνδρεια. Από εκεί πήγε στα Ιεροσόλυμα, όπου έγινε έγκλειστη σε κελί. Μάζεψε κοντά της και ενενήντα παρθένους, που  παρείχε σ’ αυτές διαρκώς όλα τα αναγκαία για τη ζωή τους. Κάποια στιγμή την έπιασε ξαφνικά πόνος στον πλευρό και αρρώστησε βαριά. Προσκάλεσε τότε τον επίσκοπο Ελευθερουπόλεως και δέχτηκε από αυτόν τη θεία μετάληψη. Κι αφού  μάζεψε όλες τις αδελφές, άφησε αυτήν τη φωνή σαν τελευταίο λόγο της: «Όπως φάνηκε καλό στον Κύριο, έτσι και έγινε». Κι αμέσως παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο».

Μέσα στις ανεξερεύνητες βουλές Του ο Θεός θέλησε να ικανοποιήσει τελικώς την αρχική επιθυμία της οσίας Μελάνης: να αφιερωθεί πλήρως στον Κύριο. Κι όχι μόνον αυτό: η οσία έγινε ο ελκτικός πόλος για να συναχτούν γύρω της και πάρα πολλές κοπέλες που επιθυμούσαν επίσης την πλήρη αφιέρωση διά του παρθενικού βίου, ώστε να δοξολογούν διαρκώς ως άγγελοι το άγιο όνομα Εκείνου.   Ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφος  επισημαίνει μεν  τη διάσταση αυτή του έργου της, αλλά σημειώνει και την προϋπόθεση: μπόρεσε η αγία να ανοικοδομήσει ιερό μοναστήρι για τις παρθένους, αφού όμως η ίδια είχε καταστήσει τον εαυτό της ναό της υπερθέου Τριάδος, κατοικητήριο του Θεού. «Ναόν την καρδίαν και το σώμα Τριάδος της υπερθέου εκτελέσας, θείους ανεδόμησας οίκους, αξιάγαστε∙ εν οις Παρθένων τάγματα και Μοναζόντων χορούς συνήθροισας υμνούντας συμφώνως και δοξολογούντας Χριστόν εις τους αιώνας» (Έκανες την καρδιά και το σώμα σου ναό της υπερθέου αγίας Τριάδος, αξιάγαστη Μελάνη,  και έτσι οικοδόμησες θεϊκούς οίκους. Σ’ αυτούς συνάθροισες τάγματα παρθένων και χορούς μοναζόντων, που με σύμφωνη γνώμη υμνούν και δοξολογούν τον Χριστό στους αιώνες). Κι είναι προφανές: κανείς δεν μπορεί να φέρει κοντά του και πολύ περισσότερο να κρατήσει στη συνέχεια νέους ανθρώπους, άνδρες ή γυναίκες, και μάλιστα με σκοπό την με αδιάκοπη βία κατά του εαυτού τους δοξολογία του Θεού, αν ο ίδιος δεν έχει γεμίσει από τη χάρη του Θεού, η οποία αυτή κατεξοχήν λειτουργεί ως μαγνήτης των ανθρώπων.

Ο άγιος Θεοφάνης επιμένει ιδιαίτερα στον πνευματικό αγώνα της οσίας Μελάνης. Αν έφτασε σε τόσο μεγάλο πνευματικό ύψος η οσία, αν κατέστησε τον εαυτό της άξιο κατοικητήριο του ίδιου του Θεού, είναι διότι πρώτον, ασκήθηκε στις βασικές αρετές του κάθε αφιερωμένου στον Θεό ανθρώπου, δηλαδή τη φρόνηση, την ανδρεία, τη σωφροσύνη και τη θεία δικαιοσύνη, με τις οποίες τα πάθη της αμαρτίας μεταστρέφονται και γίνονται ένθεα πάθη – «Φρονήσει, ανδρεία, σωφροσύνη, και θεία δικαιοσύνη διαλάμπουσα, έσχες ανυψούσάν σε ύψος προς ουράνιον, υψοποιόν ταπείνωσιν, δι’ ης κατέβαλες, οσία, τον μεγάλαυχον όφιν» (Έλαμψες με τη φρόνησή σου, την ανδρεία, τη σωφροσύνη και τη θεία δικαιοσύνη, γι’ αυτό και είχες την υψοποιό ταπείνωση να σε ανυψώνει προς το ουράνιο ύψος. Με αυτήν την ταπείνωση νίκησες, οσία, τον υπερήφανο διάβολο)∙ και δεύτερον, εκτός από τις ασκητικές αρετές έλαμψε κυρίως σ’ αυτό που αποτελεί σκοπό και των αρετών αυτών: την αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Η οσία υπήρξε ελεήμων καρδία, τόσο που όλη τη μεγάλη περιουσία της την διέθεσε στους πτωχούς και αναγκεμένους συνανθρώπους της. Κι ίσως ο Θεός γι’ αυτό θέλησε να έχει επίγειο πλούτο: για να γίνει όργανο προσφοράς του προς τον συνάνθρωπο. «Ελέω τον έλεον εκτήσω∙ εσκόρπισας έδωκας τοις πένησιν∙ η δικαιοσύνη σου μένει αιωνίζουσα, και το εκ ταύτης κέρδος σοι μη παλαιούμενον, Μελάνη θεοφόρε οσία» (Με το έλεός σου απέκτησες το έλεος του Θεού. Σκόρπισες, έδωσες στους φτωχούς, γι’ αυτό και η δικαιοσύνη σου μένει στους αιώνες, όπως και το κέρδος σου από αυτήν τη δικαιοσύνη δεν παλιώνει, Μελάνη θεοφόρε οσία).

Πράγματι: δεν υπάρχει άλλος δρόμος που εκβάλλει πιο εύκολα και άνετα στη Βασιλεία του Θεού από τα δύο αυτά: την ασκητική δι’ εγκρατείας διαγωγή και την αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Και σημειώνει ο υμνογράφος τα δύο αυτά, διότι το ένα αποτελεί προϋπόθεση του άλλου: κανείς δεν μπορεί να ζήσει σωστά την αγάπη, να έχει αληθινό έλεος προς τον συνάνθρωπό του - συνεπώς να μπορεί να κατοικήσει μέσα του ο Θεός που είναι αγάπη – αν με τη ζωή της εγκράτειας και της άσκησης δεν εξαλείψει το κεντρικό εμπόδιό της, τον εγωισμό. Η ασκητική ζωή της εγκρατείας ισοπεδώνει το εγωιστικό αμαρτωλό φρόνημα και ανοίγει τον άνθρωπο στην ελευθερία της αγάπης προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Κι αυτό συνιστά τον Παράδεισο ήδη από τη ζωή αυτή. Όπως το λέει και ο άγιος Θεοφάνης: «Τας αμόρφους τέλεον ιδέας των παθών εκ ψυχής ξέσασα, σεμνή, εγκρατείας χρώμασι, διεζωγράφησας εν αυτή απάθειαν και αγάπην ανυπόκριτον» (Αφού έξυσες, σεμνή, από την ψυχή εντελώς τις άμορφες ιδέες των παθών, ζωγράφισες σ’ αυτήν με τα χρώματα της εγκράτειας την απάθεια και την ανυπόκριτη αγάπη).

Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2025

ΣΠΗΛΑΙΟ ΚΑΙ σπήλαιο!

«Γεγονότα λῃστῶν με σπήλαιον, Κύριε, ὁ τεχθείς ἐν Σπηλαίῳ, ναόν ἀνάδειξον σοῦ καί τοῦ Πατρός καί θείου σου Πνεύματος, ἵνα σε δοξάζω εἰς πάντας τούς αἰῶνας» (β΄ προεόρτ. κανών Χριστουγέννων, 23ης Δεκεμβρίου).

(Κύριε, Συ που γεννήθηκες σε Σπήλαιο, ανάδειξέ με ναό δικό Σου και του Πατρός και του θείου Σου Πνεύματος, προκειμένου να σε δοξάζω σε όλους τους αιώνες. Κι αυτό γιατί έγινα σπήλαιο ληστών).

Ο μεγάλος άγιος υμνογράφος Ιωσήφ, μιλώντας σε πρώτο ενικό πρόσωπο, που σημαίνει μιλώντας εξ ονόματος όλων των χριστιανών ως στόμα της Εκκλησίας, αναφέρεται στη Γέννηση του Κυρίου ξεκινώντας με το απόλυτο δεδομένο: την πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία. Την αμαρτία που δεν την εκλαμβάνει μ’ έναν γενικό, αφαιρετικό και ιδεαλιστικό τρόπο – κάποτε ο άνθρωπος αμάρτησε και διέγραψε τον Θεό από την οπτική της ζωής του – αλλά με τον μόνο τρόπο που την αποδέχεται η Εκκλησία μας: ως μία πραγματικότητα που κληρονομήσαμε από τους Προπάτορές μας, όχι ως κληρονομημένη ενοχή αλλά ως φθορά που υπέστη η ανθρώπινη φύση – την ζει ο καθένας στο ίδιο το «πετσί» του. Μολύνθηκε δηλαδή το ανθρώπινο δένδρο απαρχής, οπότε και οι καρποί έκτοτε, όλοι οι άνθρωποι και όλη η φύση στους αιώνες, παρουσιάζονται μολυσμένοι. Η χριστιανική πίστη μας δεν τρέφει αυταπάτες ως προς το ποιόν του κάθε ανθρώπου: κάθε άνθρωπος μέσα στο μεγαλείο του ως κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού πλασμένος έρχεται  στον κόσμο «ρέπων επί τα πονηρά επιμελώς εκ νεότητος αυτού» - κάθε άνθρωπος ζει τον θάνατο, πνευματικό και σωματικό, που έφερε η ανταρσία του ανθρώπου απέναντι στον Δημιουργό του. «Διά της αμαρτίας ο θάνατος». Μπορεί να έχει το φως του Χριστού που απαρχής του δώρισε Εκείνος, όμως το φως αυτό είναι πια τόσο ασθενικό, λόγω της σκίασής του από τις διαστροφές των παθών του και την επήρεια του Πονηρού, ώστε δεν μπορεί να τον φωτίσει παρά ελάχιστα – ίσα που να έχει ένα αίσθημα δικαίου και να διψάει για το χαμένο «κέντρο» του.

Κι ήρθε ο Δημιουργός, ο Παντοκράτορας Κύριος, το δεύτερο πρόσωπο του Τριαδικού Θεού, ως άνθρωπος στον κόσμο –το μέγιστο των μυστηρίων: «Θεός εφανερώθη εν σαρκί» - οπότε με την πρόσληψη της ανθρώπινης φύσεως έδωσε και πάλι τη δυνατότητα στον άνθρωπο να φτάσει στον αρχικό προορισμό του: να γίνει κατά χάριν Θεός, «θεώσας το πρόσλημμα»!  Κι αυτό που αδυνατεί να δεχτεί η ανθρώπινη λογική, εκεί που ιλιγγιά ο νους του ανθρώπου: πώς ο αθεώρητος και άναρχος Θεός γίνεται ορατός και λαμβάνει αρχή, γίνεται δυνατό για τον απλούστατο λόγο ότι ο Θεός μας είναι η απόλυτη αγάπη και η απόλυτη ταπείνωση. Χωρίς τα «δεδομένα» αυτά κανείς δεν μπορεί να είναι χριστιανός, κανείς συνεπώς δεν μπορεί να γιορτάσει Χριστούγεννα. «Ούτως ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον ώστε τον Υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων είς αυτόν μη απόληται αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον».

Οπότε κάθε χριστιανός, βαπτισμένος και χρισμένος στο όνομα του Χριστού, «ενδεδυμένος» Εκείνον, διότι «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε», έγινε και διαρκώς γίνεται ναός του Τριαδικού Θεού, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος – κοινή γαρ η ενέργεια του Θεού μας. Ο Θεός μας δηλαδή λόγω ακριβώς της αγάπης και της ταπείνωσής Του σμικρύνεται και εισέρχεται στα στενά όρια της ύπαρξής μας, το σώμα και την ψυχή μας, στο «σπήλαιο» της καρδιάς μας, δίνοντάς μας όμως έτσι τη δυνατότητα τέτοιας διεύρυνσης και «πλατυσμού», ώστε να μπορούμε να χωράμε εξαιτίας Του τον κόσμο όλο, παγκόσμια και διαχρονικά – το βλέπουμε στην Υπεραγία Θεοτόκο, την «πλατυτέραν των Ουρανών». Και δεν είναι ασφαλώς η δική μας δύναμη - μολονότι έφτιαξε και το σώμα μας για να δεχτεί την «απειρία» Του - αλλά Εκείνος που μας φέρνει σε τέτοιο σημείο που καθιστά και τον άνθρωπο τελικώς ένα μυστήριο. Θυμίζει η αλήθεια αυτή αυτό που σημειώνει η εκκλησιαστική υμνογραφία μας για τον Σταυρό του Κυρίου. «Σταυρός επάγη επί γης και ήψατο των Ουρανών, ουχ ως του ξύλου φθάσαντος το ύψος, αλλά Σου του εν αυτώ πληρούντος τα σύμπαντα» (Μπήχτηκε ο Σταυρός πάνω στη γη και άγγιξε τα Ουράνια. Όχι διότι το ξύλο του σταυρού έφτασε το ύψος αυτό, αλλά Εσύ που πάνω σ’ αυτό γεμίζεις με την παρουσία Σου τα σύμπαντα).

Ο άγιος υμνογράφος όμως ενώ ασφαλώς έχει υπ’ όψιν του τις θεολογικές παραπάνω αλήθειες αναφέρεται και στα μετέπειτα της παρουσίας του Κυρίου. Εννοούμε ότι μπορεί ο βαπτισμένος άνθρωπος να αποκαταστάθηκε με τον ερχομό του Θεού ως ανθρώπου, αλλά αν δεν προσέξει και λησμονήσει την άπειρη αυτή δωρεά του Θεού, δυστυχώς χάνει το δώρο, «ξεσκίζοντας» το ένδυμα-Χριστό, γινόμενος και πάλι «σπήλαιον ληστών» λόγω των αμαρτιών που αφήνει να αναπτύσσονται και να εξελίσσονται στην καρδιά του. Συνεπώς η βαθιά προσευχή του αγίου έγκειται και σε τούτο: «σ’ εμένα, Κύριε, που με έκανες ναό Σου, αλλά ξανάγινα σπήλαιο ληστών, δώσε μου μετάνοια ώστε να επανέλθω από εκεί που ξέπεσα. Να γίνω ναός σου εκ νέου, με σκοπό να Σε δοξάζω διαρκώς και ακατάπαυστα». Διότι η όποια δωρεά στον άνθρωπο από τον Κύριο της δόξης αν δεν γίνει αφορμή δοξολογίας προς Εκείνον, δυστυχώς εξαφανίζεται. Χριστιανός σημαίνει άνθρωπος που αέναα, σε όλες τις περιστάσεις του βίου, αγαθές αλλά και θεωρούμενες «κακές», βρίσκεται σε δοξολογική και ευχαριστιακή στάση. Το «δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν» είναι ό,τι τον χαρακτηρίζει, γεγονός που φανερώνει ότι όντως αυτός εορτάζει και τα Χριστούγεννα.    

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΑΝΥΣΙΑ Η ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

«Η αγία έζησε επί της βασιλείας του Μαξιμιανού. Καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και οι γονείς της που ήταν ευσεβείς και πιστοί στον Χριστό, είχαν αρκετή περιουσία. Όταν αυτοί έφυγαν από τη ζωή, η αγία ζούσε μόνη της, ευαρεστώντας τον Θεό με τον βίο και τις πράξεις της. Κάποια φορά που πήγαινε στην Εκκλησία κατά τη συνήθειά της, την σταμάτησε ένας ειδωλολάτρης στρατιώτης, ο οποίος την τραβούσε με τη βία στους βωμούς των ειδώλων  και την προέτρεπε να προσφέρει θυσίες στους δαίμονες. Επειδή όμως η Ανυσία ομολογούσε την πίστη της στον Χριστό, τότε ο στρατιώτης εξοργίστηκε (διότι η αγία μάρτυς φύσηξε και έφτυσε στο πρόσωπό του) και με το ξίφος του διαπέρασε την πλευρά της. Έτσι η αξιοσέβαστη μάρτυς δέχτηκε το μακάριο τέλος».

Η πόλη  της Θεσσαλονίκης καυχάται όχι μόνον για τον πολιούχο της, μεγαλομάρτυρα και μυροβλήτη άγιο Δημήτριο, όχι μόνον για τον δεύτερο πολιούχο της μεγάλο Πατέρα και Οικουμενικό Διδάσκαλο άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, αλλά και για την αγία μάρτυρα Ανυσία, της οποίας το σεπτό λείψανο αναπαύεται στον ναό του αγίου Δημητρίου. Κατά τον άγιο Θεοφάνη μάλιστα τον υμνογράφο, η μεν Θεσσαλονίκη καυχάται για τα σπάργανα και τους άθλους της αγίας, η δε θριαμβεύουσα Εκκλησία έχει το πνεύμα της και χαίρεται γι’ αυτό, που σημαίνει ότι η αγία Ανυσία αποτελεί πηγή χαράς για ολόκληρη την Εκκλησία, και την επί γης και την εν ουρανοίς. «Θεσσαλονικέων η πόλις, σου τοις σπαργάνοις και τοις άθλοις, μάρτυς, εγκαυχάται Παρθένε∙ η Εκκλησία των πρωτοτόκων δε, μετά δικαίων έχει σου πνεύμα το θείον ευφραινόμενον» (Η πόλη των Θεσσαλονικέων, μάρτυς παρθένε, καυχιέται για τα σπάργανά σου και τους άθλους σου. Η Εκκλησία δε των πρωτοτόκων κατέχει με χαρά το θεϊκό πνεύμα σου).

Αιτία βεβαίως για την καθολική αυτή χαρά της Εκκλησίας είναι το γεγονός ότι η αγία με το μαρτύριό της φανέρωσε «τον εγκάρδιον έρωτά» της προς τον Χριστό, τόσο που η έμπνευση του αγίου υμνογράφου την βάζει στη θέση της γυναίκας που προσήγγισε τον Χριστό λίγο πριν από το πάθος Του και εξέφρασε την αγάπη της προς Εκείνον  με το μύρο που έχυσε στα πόδια Του, σπογγίζοντάς Τα με τους πλοκάμους της κεφαλής της. Κι ενώ το γεγονός της Καινής Διαθήκης ενέπνευσε την αγία υμνογράφο Κασσιανή (με το γνωστό μεγαλοφυές άσμα της του όρθρου της Μεγάλης Τετάρτης, ψαλλόμενο το εσπέρας της Μεγάλης Τρίτης), το ίδιο γίνεται πρότυπο για ανάλογη έμπνευση του αγίου Θεοφάνη, αλλά σε σχέση με την αγία Ανυσία. «Τον εγκάρδιον έρωτα, υποφαίνουσα δάκρυσι, κατανύξει Ένδοξε, γην κατέβρεχες, και ταις θριξίν εναπέσμηχες, Χριστού υποπόδιον» (Φανερώνοντας τον έρωτα που είχες μέσα στην καρδιά σου, ένδοξε μάρτυς, κατάβρεχες από την κατάνυξή σου με δάκρυα τη γη και σκούπιζες με τις τρίχες της κεφαλής σου τα πόδια του Χριστού).

Η ένσταση βεβαίως εν προκειμένω είναι προφανής. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε ένα ιστορικό γεγονός: είναι η γυναίκα που προσήλθε στον Χριστό και προέβη στο ξέσπασμα της καρδιάς της. Στην περίπτωση όμως της αγίας Ανυσίας; Πώς αγκάλιαζε και σκούπιζε τα πόδια του Χριστού; Ο υμνογράφος μας δεν μας αφήνει μετέωρους. Η αγία Ανυσία μπόρεσε και άντεξε τα μαρτύριά της, βρήκε το κουράγιο να ομολογήσει την πίστη της, έστω και με απώλεια της ζωής της, γιατί η αγάπη της προς τον Χριστό την έκανε με νοερό τρόπο να Τον έχει παρόντα μπροστά της και με τη διάνοιά της να αγγίζει τα ίχνη των ποδών Του. «Εννοούσα – λέει - και Αυτόν ως παρόντα προβλέπουσα, ον εποθησας∙ και ιχνών απτομένη διανοία, θεωρίαις θειοτάταις την σην ψυχήν κατελάμπρυνας» (Σπόγγιζες τα πόδια του Χριστού, εννοώντας Τον και βλέποντάς Τον σαν να ήταν παρών, Αυτόν τον Οποίο πόθησες. Και αγγίζοντας τα ίχνη των ποδών Του με τη διάνοιά σου, λάμπρυνες την ψυχή σου με θειότατες θεωρίες). Με άλλα λόγια, η αγία την ώρα του μαρτυρίου της, με τη χάρη του Χριστού, βρισκόταν σε κατάσταση θεοπτίας. Ο Χριστός της έδινε τη δύναμη να Τον βλέπει και να Τον εναγκαλίζεται, όπως παρομοίως είχε δώσει τη χάρη και σε άλλους μάρτυρες, όπως μεταξύ άλλων και στην αγία Ερμιόνη. Η θεωρία του Χριστού την ώρα του μαρτυρίου ή της ετοιμασίας προς αυτό είναι κάτι που το διαπιστώνουμε συχνά στα συναξάρια των μαρτύρων της πίστεώς μας.

Και βεβαίως ο άγιος υμνογράφος «εκμεταλλεύεται», όπως όλοι οι υμνογράφοι, τον τρόπο που άφησε την τελευταία της πνοή: την διά ξίφους διαπέραση της πλευράς της. Αμέσως ο νους του αγίου Θεοφάνη πηγαίνει στη λογχευμένη πλευρά του Κυρίου, συνεπώς συσχετίζει το μαρτύριο της αγίας με το πάθος Του: «Ζωηφόροις σου τοις ίχνεσιν επομένη, λόγχη πλευράν τιτρώσκεται» (Ακολουθώντας τα ίχνη Σου που φέρουν τη ζωή, πληγώνεται με λόγχη την πλευρά της η αγία). Ο υμνογράφος δηλαδή σαν να μας λέει, ότι όποιος αγαπά τον Χριστό και θέλει να Τον ακολουθεί κατά πόδας – «επακολουθών τοις ίχνεσιν Αυτού» κατά τον απόστολο Πέτρο – δέχεται τη χάρη και να πάθει υπέρ Χριστού με τον ίδιο τρόπο που έπαθε Εκείνος. Τα πάθη του Χριστού γίνονται πάθη και του πιστού, δείγμα της πλημμύρας της χάρης του Χριστού στον πιστό. Ακολουθία του Χριστού και μαρτύριο υπέρ Αυτού τελικώς είναι έννοιες ταυτόσημες.

Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2025

ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΝΗΠΙΩΝ ΤΩΝ ΥΠΟ ΗΡΩΔΟΥ ΑΝΑΙΡΕΘΕΝΤΩΝ

«Όταν ο βασιλιάς των Ιουδαίων Ηρώδης πρόσταξε τους μάγους να γυρίσουν πίσω και να του αναφέρουν τα σχετικά με τον βασιλιά που γεννήθηκε, τον οποίο φανέρωνε ο αστέρας που ακολουθούσαν, προκειμένου τάχα μαζί με εκείνους να τον προσκυνήσει και αυτός, κι αφού ο άγγελος είπε στους μάγους να μη γυρίσουν στον Ηρώδη αλλά από άλλη οδό να αναχωρήσουν για τη χώρα τους, κάτι που το έκαναν, είδε λοιπόν ο Ηρώδης ότι εμπαίχθηκε από αυτούς και οργίστηκε πολύ. Κι αφού ερεύνησε ακριβώς για τον χρόνο του αστέρος που φάνηκε και έστειλε στρατιώτες, φόνευσε όλα τα παιδιά στη Βηθλεέμ και στα όριά της, από δύο χρονών και κάτω, γιατί σκέφτηκε ότι αν φονεύσει όλα τα παιδιά, οπωσδήποτε θα πεθάνει και ο μελλοντικός βασιλιάς και δεν θα καταστεί απειλή γι’ αυτόν. Ματαίως όμως κόπιασε ο παράφρων, διότι δεν γνώριζε ότι κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να εμποδίσει τη βουλή του Θεού. Οπότε στα μεν παιδιά προξένησε τη βασιλεία των Ουρανών, στον δε εαυτό του την αιώνια κόλαση».

Το κύριο πρόβλημα που θέτει η σημερινή ημέρα, της μνήμης των σφαγιασθέντων νηπίων από τον Ηρώδη, είναι η εξώφθαλμη αδικία που διαπράχθηκε τότε, γεγονός που οδηγεί στο πάντα επίκαιρο και ουδέποτε αποδεκτό από την ανθρώπινη λογική πρόβλημα της θεοδικίας: γιατί βρέφη και νήπια, πριν καν ξεκινήσουν τη ζωή τους, την έχασαν και μάλιστα με τέτοιο τραγικό τρόπο; Και πού βρίσκεται η δικαιοσύνη του Θεού; Πώς ανέχτηκε ο δίκαιος Θεός μία τέτοια αδικία; Δεν φαίνεται έτσι ότι ο Θεός απουσιάζει ή τέλος πάντων είναι κρυμμένος, ενώ παρουσιάζεται ως κυρίαρχος ο δαίμονας με τα όργανά του, τύπου Ηρώδη; Και με βάση τον προβληματισμό για ό,τι άδικο συνέβη τότε, η ανθρώπινη σκέψη ανοίγεται και σε όλη τη διαδρομή του ανθρωπίνου γένους, καταγράφοντας παρόμοια και σκληρότερα ίσως περιστατικά: εξανδραποδισμούς ολόκληρων λαών, πείνες, πολέμους, εξαθλίωση ανθρώπων, ανέχεια, ανεργία, φτώχεια. Σε όλα αυτά το κυρίαρχο ερώτημα είναι το γιατί; Και το πώς ο Θεός ανέχεται τέτοιες καταστάσεις;

Δεν είναι εύκολα ερωτήματα. Δεν μπορεί κανείς χρησιμοποιώντας την ανθρώπινη λογική να δώσει μία πειστική απάντηση. Πρόκειται για ένα μόνιμο αγκάθι στην ανθρώπινη σκέψη. Γι’ αυτό και το ερώτημα αυτό, το πρόβλημα της θεοδικίας, της δικαιοσύνης του Θεού μέσα σε έναν κόσμο απανθρωπίας και παραλογισμού, είναι ερώτημα που απασχόλησε από παλιά τον άνθρωπο και ασφαλώς θα τον απασχολεί πάντοτε. Την πρώτη από πλευράς θεολογικής αντιμετώπιση του προβλήματος έχουμε ήδη στην Παλαιά Διαθήκη στο βιβλίο του Ιώβ. Πάσχει ο Ιώβ, ο πιο δίκαιος άνθρωπος της εποχής του, και μάλιστα με τρόπο που δεν είναι εύκολο να ακούσει κανείς τα πάθια του, χωρίς να κινδυνεύει να κλονιστεί η ισορροπία του μυαλού του: πεθαίνουν με τρόπο τραγικό όλα τα παιδιά του, χάνει όλη την περιουσία του, γεμίζει ο ίδιος από παντός είδους μολυσματικές αρρώστιες και γι’ αυτό δεν μπορεί να σταθεί σε κατοικημένη περιοχή, η γυναίκα του τον κατηγορεί, οι φίλοι του τον αντιμετωπίζουν με σκληρότητα… Το «γιατί μου συμβαίνουν όλα αυτά, ενώ είμαι δίκαιος άνθρωπος;» φτάνει στα χείλη ακόμη και του ίδιου του Ιώβ, ο οποίος σε ό,τι του συνέβαινε έλεγε: «Ο Κύριος μου τα έδωσε, ο Κύριος μου τα πήρε. Ας είναι ευλογημένο το όνομά Του».

Η απάντηση έρχεται τελικά από τον ίδιο τον Θεό, ο Οποίος λέγοντας στον Ιώβ να μην πολυεξετάζει το γιατί, αλλά μόνο να έχει εμπιστοσύνη στην αγάπη Του, τον επιβραβεύει αποκαθιστώντας τον έτσι, ώστε  να βρίσκεται σε καλύτερη θέση από ό,τι ήταν πριν. Η απάντηση δηλαδή στο πρόβλημα της θεοδικίας δεν υπάρχει στους ανθρώπινους συλλογισμούς και την ανθρώπινη λογική. Η απάντηση δίνεται στο επίπεδο της πίστεως στον Θεό: έχε εμπιστοσύνη στην αγάπη μου, έστω κι αν δεν την καταλαβαίνεις. Αν κανείς δεν αναχθεί σ’ αυτό το επίπεδο, πάντοτε θα προσκρούει σε αδιέξοδο και στη διαπίστωση του παράλογου της ζωής. Κι αν μεν στην Παλαιά Διαθήκη  η απάντηση δόθηκε στον Ιώβ με αυτόν τον τρόπο, εκεί που έχουμε την πληρότητα της απαντήσεως είναι στην Καινή με τον ερχομό του Χριστού. Στο πρόσωπο του Χριστού, του ενσαρκωμένου Θεού, βλέπουμε ότι οι όποιες δοκιμασίες στη ζωή, οι όποιες θλίψεις, οι όποιες τραγικότητες, συνιστούν δρόμο ζωής που αν κανείς τα αντιμετωπίσει με πίστη και υπακοή στον Θεό, οδηγούν στη Βασιλεία του Θεού. Ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός είναι η απάντηση: η ζωή Του απαρχής μέχρι τέλος είναι ένα πάθος. Το πάθος του Χριστού δεν σχετίζεται μόνον με τον Σταυρό, αλλά με όλη τη ζωή Του. Κι απόδειξη η σημερινή ημέρα: μόλις γεννάται αντιμετωπίζει τον φονικό θυμό του παράφρονα Ηρώδη. Το ίδιο και στα μετέπειτα χρόνια Του. Ο Σταυρός Του είναι η αποκορύφωση του Πάθους Του. Και τι μας δείχνει; Ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος που εκβάλλει στη Βασιλεία του Θεού, στην Ανάσταση, εκτός από το πάθος της ζωής αυτής.

 Κι αυτό γιατί; Διότι δυστυχώς ο κόσμος αυτός ξέπεσε, λόγω της αμαρτίας του ανθρώπου. Ενώ απαρχής τα πράγματα ήταν διαφορετικά, διότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και τον άνθρωπο, για να είναι μέτοχος της χαράς Του, ο άνθρωπος με την επανάσταση που κήρυξε κατά του Δημιουργού, με την εμμονή του στην ανυπακοή του προς Εκείνον, έφερε όλα τα δεινά στον κόσμο. Και ο ερχομός του Χριστού ήταν ακριβώς γι’ αυτό: να άρει την αμαρτία του κόσμου και τις συνέπειες της αμαρτίας αυτής, προκειμένου να αποκαταστήσει τον άνθρωπο. Ο κόσμος όμως αυτός πάντοτε θα είναι και θα παραμένει το πεδίο που θα αναμετράται η πίστη με την απιστία, με το δεδομένο ότι οι θλίψεις και οι δοκιμασίες της εδώ ζωής θα έχουν πάντοτε αντίκρισμα στη συνέχειά της, την άλλη ζωή. «Ουκ άξια τα παθήματα της παρούσης ζωής προς την μέλλουσαν εις ημάς αποκαλυφθήναι δόξαν» που σημειώνει ο απόστολος Παύλος. Αυτά που υφιστάμεθα στη ζωή αυτή, τις θλίψεις, τις δοκιμασίες, τους πόνους, δεν ισοφαρίζουν τη δόξα που θα μας αποκαλυφθεί στη μέλλουσα.

Στη λογική της πίστεως αυτής, με βάση την ίδια τη ζωή του Κυρίου, στοιχεί και η υμνογραφία της σημερινής εορτής. Τα νήπια που σφαγιάστηκαν, δεκατέσσερις χιλιάδες ή απλώς δεκατέσσερα – δεν έχει σημασία ο αριθμός, αν είναι πραγματικός ή συμβολικός – ναι μεν έχασαν τη ζωή τους πριν ακόμη την ξεκινήσουν, όμως την βρήκαν ολοκληρωμένη με τη χάρη του Θεού στους κόλπους του Αβραάμ. Ο Θεός θέλησε, κρίμασιν οις οίδεν Εκείνος, αυτά τα παιδάκια να είναι οι πρώτοι μάρτυρές Του στον κόσμο, η πρώτη προσφορά σ’ Αυτόν, γι’ αυτό και θεωρούνται άγιοι με μεγάλη δύναμη παρρησίας ενώπιόν Του. Είναι κατ’ ακρίβεια τα πρώτα νεόφυτα στελέχη της Εκκλησίας, που έθρεψαν με το παρθενικό και αγνό αίμα τους το δέντρο της Εκκλησίας («Εκ στελεχών νεοφύτων η του Χριστού Εκκλησία σήμερον, ώσπερ άνθη ευθαλή, δρεψαμένη αίματα τερπνώς, εφηδύνεται αυτοίς και ωραΐζεται», δηλαδή: Η Εκκλησία του Χριστού σήμερα, αφού μάζεψε με τερπνό τρόπο τα αίματα από νεόφυτα στελέχη, όπως κόβει κανείς ολοζώντανα άνθη, χαίρεται γι’ αυτά και ομορφαίνει)∙ είναι, όπως είπαμε, η πρώτη μυστική θυσία στον ενανθρωπήσαντα Θεό («Χορός θεόλεκτος βρεφών, εν σαρκί γεννηθέντι, προσηνέχθη τω Κτίστη, ως θυσία μυστική», δηλαδή: ο θείος χορός των βρεφών προσφέρθηκε στον  Δημιουργό που γεννήθηκε ως άνθρωπος, ως μυστική θυσία)∙ είναι οι καθαυτό νεομάρτυρες του Κυρίου («ως βότρυες Χριστώ προσήχθησαν, ει και μητρώων μαζών εσπάσθησαν, οι νεομάρτυρες, τον Ηρώδην πλήξαντες», δηλαδή: σαν σταφύλια προσφέρθηκαν στον Χριστό οι νεομάρτυρες, αν και αποσπάσθησαν βίαια από τα μητρικά στήθη, και έπληξαν τον Ηρώδη)∙ είναι τα νήπια εκείνα που με τον σφαγιασμό τους συμβασιλεύουν πια με τον Χριστό («υπέρ Αυτού γαρ σφαγέντα, συμβασιλεύουσι Τούτω»).

Η ανατροπή των ανθρωπίνων δεδομένων και της συμβατικής λογικής δεν έρχεται μόνον με την ενανθρώπηση του Θεού, αλλά και με ό,τι συνιστά τον περίγυρό της, και τότε, στα ίδια χρόνια με την επί γης παρουσία Του, και μετέπειτα σε όλους τους αιώνες. Η Εκκλησία και οι άγιοί της, με ό,τι υφίσταται στον κόσμο, θα διατρανώνει πάντοτε την άλλη λογική: μέσα από τα παθήματα του κόσμου τούτου θα αποκαλύπτει  την οδό που εκβάλλει στην πληρότητα της Βασιλείας του Θεού. «Διά πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την Βασιλείαν των Ουρανών».

ΔΕΝ Μ' ΑΡΕΣΕΙ ΝΑ ΒΛΕΠΩ ΤΑ ΕΡΓΑ ΣΟΥ!

 «Πολλὰ θαύματα καὶ ἐλέη εἶδα ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ τὴ Θεοτόκο, ἀλλὰ μοῦ εἶναι τελείως ἀδύνατο ν’ ἀνταποδώσω κάπως αὐτὴ τὴν ἀγάπη.

Τί ν᾿ ἀναταποδώσω ἐγὼ στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ποὺ δὲν μὲ περιφρόνησε ἐνῶ ἤμουν βυθισμένος στὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ μ᾿ ἐπισκέφθηκε σπλαγχνικὰ καὶ μὲ συνέτισε; Δὲν Τὴν εἶδα, ἀλλὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μοῦ ἔδωσε νὰ Τὴν ἀναγνωρίσω ἀπὸ τὰ γεμάτα χάρη λόγια Tης καὶ τὸ πνεῦμα μου χαίρεται κι ἡ ψυχή μου παρασύρεται τόσο ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς Αὐτήν, ὥστε καὶ μόνη ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματὸς Tης γλυκαίνει τὴν καρδιά μου.

Ὅταν ἤμουν νεαρὸς ὑποτακτικός, προσευχόμουν μιὰ φορὰ μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος καὶ μπῆκε τότε στὴν καρδιά μου ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ κι ἄρχισε ἀπὸ μόνη της νὰ προφέρεται ἐκεῖ. Μιὰ ἄλλη φορὰ ἄκουγα στὴν ἐκκλησία τὴν ἀνάγνωση τῶν προφητειῶν τοῦ Ἡσαΐα, καὶ στὶς λέξεις «Λούσασθε καὶ καθαροὶ γίνεσθε» (Ἡσ. α 16) σκέφτηκα: Μήπως ἡ Παναγία ἁμάρτησε ποτέ, ἔστω καὶ μὲ τὸ λογισμὸ;. Καί, ὢ τοῦ θαύματος! Μέσα στὴν καρδιά μου μιὰ φωνὴ ἑνωμένη μὲ τὴν προσευχὴ πρόφερε ρητῶς: «Ἡ Θεοτόκος ποτὲ δὲν ἁμάρτησε, οὔτε κἂν μὲ τὴν σκέψη». Ἔτσι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μαρτυροῦσε στὴν καρδιά μου γιὰ τὴν ἁγνότητὰ Της... Ἡ ψυχή μου γεμίζει ἀπὸ φόβο καὶ τρόμο, ὅταν ἀναλογίζομαι τὴ δόξα τῆς Θεομήτορος... Ὢ, καὶ νὰ γνωρίζαμε πόσο ἀγαπᾶ ἡ Παναγία ὅλους, ὅσους τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, καὶ πόσο λυπᾶται καὶ στενοχωριέται γιὰ κείνους ποὺ δὲν μετανοοῦν! Αὐτὸ τὸ δοκίμασα μὲ τὴν πείρα μου.

Δὲν ψεύδομαι, λέγω τὴν ἀλήθεια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πὼς γνωρίζω πνευματικὰ τὴν Ἄχραντη Παρθένο. Δὲν Τὴν εἶδα, ἀλλὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μοῦ ἔδωσε νὰ γνωρίσω Αὐτὴν καὶ τὴν ἀγάπη Tης γιὰ μᾶς. Χωρὶς τὴν εὐσπλαγχνία Tης ἡ ψυχὴ θὰ εἶχε χαθῆ ἀπὸ πολὺν καιρό. Ἐκείνη ὅμως εὐδόκησε νὰ μ᾿ ἐπισκεφθῇ καὶ νὰ μὲ νουθετήσῃ, γιὰ νὰ μὴν ἁμαρτάνω. Μοῦ εἶπε: «Δὲν μ᾿ ἀρέσει νὰ βλέπω τὰ ἔργα σου». Τὰ λόγια Της ἦταν εὐχάριστα, ἤρεμα, μὲ πραότητα καὶ συγκίνησαν τὴν ψυχή. Πέρασαν πάνω ἀπὸ σαράντα χρόνια, μὰ ἡ ψυχή μου δὲν μπορεῖ νὰ λησμονήσῃ ἐκείνη τὴ γλυκειὰ φωνὴ καὶ δὲν ξέρω πῶς νὰ εὐχαριστήσω τὴν ἀγαθὴ καὶ σπλαγχνικὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ...

Κι Αὐτὴ τὴν Ἄχραντη Μητέρα Του ὁ Κύριος τὴν ἔδωσε σ᾿ ἐμᾶς. Αὐτὴ εἶναι ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἐλπίδα μας. Αὐτὴ εἶναι ἡ πνευματική μας Μητέρα καὶ βρίσκεται κοντά μας κατὰ τὴ φύση σὰν ἄνθρωπος καὶ κάθε χριστιανικὴ ψυχὴ ἑλκύεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς Αὐτήν» (Άγιος Σιλουανός του Άθω).

Πολλά κείμενα γράφτηκαν, γράφονται και θα γράφονται για την Υπεραγία Μητέρα του Κυρίου και δική μας, των πιστών, Μητέρα. Κείμενα δοξολογικά, παρακλητικά, θεολογικά. Γιατί δεν μπορεί ο ορθόδοξος πιστός να σταθεί σωστά έναντι του Ιησού Χριστού του Κυρίου του χωρίς αντίστοιχη στάση έναντι της Παναγίας Μητρός Του – παραθεώρηση της Παναγίας από έναν χριστιανό σημαίνει έλλειμμα πίστεως προς τον Χριστό, μάλλον δεν μπορεί να υπάρχει πίστη σ’ Εκείνον. Όπως πολλάκις έχει τονιστεί: κριτήριο της ορθόδοξης πίστεως κάποιου είναι το πώς τοποθετείται απέναντι στην Υπεραγία Θεοτόκο. Η πρακτική, νομίζουμε, των αγιορειτών πατέρων εν προκειμένω εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την αλήθεια αυτή. «Ευλογείτε» λες στον αγιορείτη, «ο Κύριος» απαντά. «Την ευχή σας» του λες, «Την ευχή της Παναγίας» ανταποδίδει. Χριστός και Παναγία πάντοτε συνυπάρχουν – η Παναγία δείχνει προς τον Υιό της, ο Χριστός χαίρεται να «υπακούει» στη Μητέρα Του! 

Όμως κείμενα για τη Θεομήτορα όπως των αγίων Πατέρων μας κι όπως το παραπάνω απόσπασμα του αγίου Σιλουανού, του γλυκύτατου αυτού νεώτερου αγίου της Εκκλησίας μας, είναι μοναδικά. Σου προκαλούν συγκίνηση και δάκρυα, σε κάνουν να νιώθεις έντονα την παρουσία της Παναγίας Μητέρας, σε θέτουν κάτω από το άγρυπνο πλήρες αγάπης και στοργής απέναντί σου βλέμμα της. Γιατί σου μεταγγίζουν τη βαθειά συγκίνηση του συντάκτη και την προσωπική εμπειρία του. Ο άγιος Σιλουανός από τη νεότητά του αισθάνθηκε την επέμβαση της Μεγάλης Μάνας στη ζωή του, πολύ περισσότερο όταν ανδρώθηκε και ασκήθηκε μέσα στο Μοναστήρι του στον άγιο Παντελεήμονα του Αγίου Όρους. Κι η καταγραφή της εμπειρίας του και του φωτισμού του Θεού που δέχτηκε γι’  αυτήν καθοδηγεί έκτοτε τον κάθε πιστό και τον προσανατολίζει στην ορθή θέση της εν Ουρανώ και επί γης. Αφηνόμαστε στη χάρη των λόγων του. «Πίνουμε» την κάθε λέξη του ως το ακριβότερο ποτό. Κι έτσι γίνεται η ανάγνωση του κειμένου του μία εκ βάθους προσευχή προς Αυτήν που είναι η Πρώτη και Μοναδική.

ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ ΚΑΙ ΜΕΓΑ ΜΥΣΤΗΡΙΟ!

Ποιο είναι αυτό το παράδοξο και μεγάλο μυστήριο που ακατάπαυστα εξαγγέλλει η υμνολογία της Εκκλησίας τα Χριστούγεννα και όχι μόνο; Μα τι άλλο από αυτό που ομολογεί έκθαμβος ο μέγας απόστολος Παύλος: «ὁμολογουμένως μέγα ἐστί τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον∙ Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί!», πραγματικά είναι μεγάλο το μυστήριο της πίστεώς μας: ο Θεός έγινε άνθρωπος. Κι έρχεται λοιπόν η εκκλησιαστική υμνολογία προκειμένου αυτό να αναπαραγάγει σε όλους τους τόνους και σε όλες τις φωνές, όλο το διάστημα της ετοιμασίας για το υπερφυές γεγονός του ερχομού του Θεού στον κόσμο, κατεξοχήν δε την τελευταία εβδομάδα με αποκορύφωση την ημέρα των Χριστουγέννων και όλες τις ημέρες που συνιστούν τον ευλογημένο απόηχό τους! «Παράδοξο μυστήριο οικονομείται σήμερα! Ο Θεός γίνεται άνθρωπος. Παρέμεινε σταθερά σε ό,τι ήταν, Θεός δηλαδή, κι αυτό που δεν ήταν, ανθρώπινο δημιούργημά Του δηλαδή, το προσέλαβε, χωρίς να υποστεί καμία ανάμειξη και καμία διαίρεση». Κι αλλού: «Πώς να διηγηθώ το μεγάλο μυστήριο; Ο άσαρκος σαρκώνεται και ο Λόγος αποκτά ύλη. Ο αόρατος βλέπεται κι αυτός που δεν μπορούσε κανείς να τον αγγίξει ψηλαφάται. Ο άναρχος αποκτά αρχή. Ο Υιός του Θεού γίνεται υιός ανθρώπου, ο Ιησούς Χριστός, Αυτός που είναι χθες και σήμερα και ο ίδιος σε όλους τους αιώνες».

Μέγα και παράδοξο λοιπόν το μυστήριο, το οποίο μπορεί να «κατανοηθεί» με τη μόνη δύναμη που ο Δημιουργός έχει δώσει στον άνθρωπο για τέτοια υπερφυή γεγονότα: την πίστη από μία καρδιά που πάσχει και αγωνιά για την αλήθεια. Δεν είναι η λογική που έχει τον έλεγχο και αποτελεί το κριτήριο – μετά την πτώση στην αμαρτία ο αμαρτωλός πια άνθρωπος είναι διασπασμένος και ξένος από τον χώρο που φανερώνεται ο Θεός, την ίδια την «καρδιά» του. Πρέπει να κινητοποιηθεί αυτή, να διψάσει τον Θεό για να μπορέσει να προκαλέσει κάποια ρωγμή στην πώρωσή της ώστε η ακτίνα του Ήλιου της Δικαιοσύνης να βρει τρόπο να διεισδύσει μέσα της, φωτίζοντας τη σκοτεινιά της. Κι όταν συμβεί τούτο, τότε τα πάντα αλλοιώνονται. Αλλά επί τα βελτίω: ο άνθρωπος προκαλείται σε μετάνοια και το εσωτερικό δάκρυ του φέρνει την κάθαρση από τη βρομιά των παθών του – ο νοερός οφθαλμός του με την ακτίνα του θεϊκού Πνεύματος αρχίζει να διακρίνει λίγο την πραγματικότητα! «Μακάριοι οἱ καθαροί τῆ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν  ὄψονται». Και τα θεόπνευστα λόγια του ποιητή συνοψίζουν: «Οὐ φέρει τό μυστήριον ἔρευναν∙ πίστει μόνῃ τοῦτο πάντες δοξάζομεν» (Δεν ερευνάται με τη λογική το μυστήριο. Με μόνη τη φωτισμένη από τον Θεό πίστη το δοξολογούμε).

Την παραδοξότητα όμως του μυστηρίου της σάρκωσης ως ανθρώπου του Θεού την επισημαίνουμε και στο μυστήριο της ίδιας της Υπεραγίας Θεοτόκου, αλλά κατ’ επέκταση και σε κάθε πια πιστό άνθρωπο, ιδίως τον αληθινά πιστό, τον άγιο! Τι εννοούμε; Η Παναγία Μητέρα του Κυρίου ζει μέσα στο μυστήριο, αφού ήταν εκείνη που πρόσφερε το «υλικό», την ίδια τη σάρκα της στον Υιό και Θεό της ώστε να έρθει αυτός στον κόσμο ως άνθρωπος, όμοιος καθ’ όλα με εμάς πλην της αμαρτίας – η αμαρτία δεν αποτελεί φυσιολογικό στοιχείο στον πλασμένο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού άνθρωπο. Αλλά επίσης ζει το μυστήριο που οι άγιοι υμνογράφοι το θέτουν διατυπωμένο στα χείλη της: πώς «άνανδρος» αυτή τίκτει κανονικά παραμένοντας όμως Παρθένος; «Βλέπω ακατάλυτη τη σφραγίδα της παρθενίας μου, γι’ αυτό και σε κηρύττω Λόγο Θεού που δεν αλλοιώθηκε αλλά απέκτησε σάρκα. Δεν γνωρίζω ανδρική σπορά, σε γνωρίζω όμως ως εκείνο που έλυσες τη φθορά. Διότι είμαι αγνή, ενώ εσύ προήλθες από εμένα. Όπως βρήκες τη μήτρα μου έτσι και την άφησες».

Κι αυτή τη διπλή διάσταση του μυστηρίου, και Παρθένος και Μητέρα, όπως ο ίδιος ο Κύριος είναι και Θεός και άνθρωπος, τη διαπιστώνουμε είπαμε και σε κάθε πιστό που θέλει να έχει ενεργοποιημένη την πίστη του. Διότι ο κάθε πιστός στον Χριστό πώς κινείται και πώς ζει; Όπως λέει ο απόστολος Παύλος: «διά πίστεως περιπατοῦμεν, οὐ δι’ εἴδους», με τα μάτια της πίστεως πορευόμαστε στη ζωή αυτή, όχι με ό,τι μας προσφέρουν μόνο οι σωματικές μας αισθήσεις. Το εξαγγέλλει και αλλού ο μέγας αυτός άνθρωπος: «Δεν είμαστε προσηλωμένοι κυρίως στα βλεπόμενα με τα σωματικά μας μάτια, αλλά στα μη βλεπόμενα. Διότι τα βλεπόμενα είναι φθαρτά, ενώ τα μη βλεπόμενα αιώνια». Και τι είναι αιώνιο; Η παντοδύναμη χάρη του Κυρίου που διακρατεί και διαπερνά τα σύμπαντα. Λοιπόν, ο πιστός ζει διαρκώς την παρουσία του Κυρίου, οι οφθαλμοί του αδιάκοπα ενατενίζουν σ’ Αυτόν, ταυτοχρόνως όμως και ως άνθρωπος της ζωής αυτής προσβλέπει και στα υλικά. Αυτό δεν συνιστά το μυστήριο του κάθε αγίου; Πατάει στη γη αυτή αλλά ζει στον Ουρανό! Και δεν μπορεί και δεν πρέπει να χάσει τη διπλότητα αυτή. Γιατί την ώρα που θα τη χάσει θα αρχίσει η τρεπτότητα της κοσμικής ζωής να τον συμφύρει στη ζάλη και στους ταραγμένους κλυδωνισμούς της.

Γιατί βλέπουμε στους βίους των αγίων μας να βρίσκονται αυτοί σε μία ψύχραιμη κατάσταση, έστω κι αν τα ανθρωπόμορφα θεριά των εχθρών της πίστεως επιπίπτουν με μανία εναντίον τους; Διότι ακριβώς όπως είπαμε ενατενίζουν πάντοτε στον Σωτήρα Χριστό. Κι έχοντας τους νοερούς όφθαλμούς τους προς Αυτόν, που θα πει αγωνιζόμενοι να «μένουν μέσα σ’ Εκείνον και Εκείνος μέσα σ’ αυτούς», έχοντάς Τον δηλαδή ως οίκο και κατάπαυσή τους, μπορούν με επίγνωση να αγκαλιάζουν με αγάπη και τους εχθρούς τους, πολύ περισσότερο κάθε πλάσμα του Θεού, τρόπον τινά ως προέκταση Εκείνου. Κι ίσως είναι αυτό που έλεγε ο μεγάλος όσιος της εποχής μας, λογιότατος Σωφρόνιος Αθωνίτης, ο εν τω Έσσεξ Αγγλίας αναπαυόμενος: ο χριστιανός ζει ένα είδος ορθόδοξης «σχιζοφρένειας». Διαρκώς με τον Χριστό αλλά και διαρκώς με τους ανθρώπους. Με πόθο και αγάπη και έρωτα προς τον Χριστό, που εκφράζεται όμως προς ό,τι είναι του Χριστού, είτε είναι κυρίως ο άνθρωπος είτε όλη η φυσική δημιουργία. Ευνόητο ότι μιλάμε για τη βίωση του μυστηρίου του βαπτίσματος που ενσωματώνει τον πιστό στον Χριστό και τον κάνει όπως είπαμε πράγματι μία Εκείνου προέκταση. Οπότε η διπλότητα αυτή του πιστού δεν αποτελεί μία «φαντασιακή» εικόνα του, αλλά μία οντολογική πνευματική πραγματικότητά του.

Μακάρι ο Κύριος να μας δίνει το δώρο αυτό της χάρης Του αφότου ήλθε στον κόσμο: να έχουμε αίσθηση ότι Του ανήκουμε, ώστε ταυτοχρόνως να έχουμε αίσθηση ότι και όλος ο κόσμος αποτελεί κομμάτι του εαυτού μας. «Όλα σας ανήκουν, είτε άνθρωποι είτε ο κόσμος είτε η ζωή είτε ο θάνατος είτε τα παρόντα είτε τα μελλούμενα. Έσείς όμως ανήκετε στον Χριστό κι ο Χριστός στον Θεό» (απόστολος Παύλος).

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΦΑΤΝΗ...

 


Τα χέρια τέντωσα πολύ τη φάτνη να αγγίξω

μα μες σε σύννεφο αχλής χανόταν και ονείρου.

Μπροστά μου στέκονταν βουνά τα δώρα,

τα λαμπιόνια, τα φαγητά λαχταριστά

γλέντια πολλά, ξενύχτια - «μπάζα» της ύλης

και παθών των κακιών των μαύρων.

Με κόπο άδραξα γερά τη λασπωμένη άκρη

χιτώνα που σερνότανε του Μελχιόρ του μάγου

που μ’ άλλους δυο σφιχτά κρατούσε ’να λυχνάρι

παράδοξα κρεμάμενο απ’ τ’ ουρανού τα ύψη.

Μ’ έμπασε σ’ ένα σπήλαιο που κείτονταν ο Ήλιος

με τη Σελήνη δίπλα Του παρέα με αγγέλους.

Το χέρι άπλωσα δειλά τον Ήλιο ν’ ακουμπήσω

κι ένιωσα σαν να ψηλαφώ το βάθος της ψυχής μου.