Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2025

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Ο ΕΝ ΠΑΤΜΩ

«Μέγας μὲν Ἀντώνιος ἀρχὴ Πατέρων. Θεῖος δἐ Χριστόδουλος, ἕνθεον τἐλος» (Είναι μέγας μεν ο Αντώνιος, η αρχή των Πατέρων. Θείος δε ο Χριστόδουλος, το ένθεο τέλος).

«Ο Όσιος Χριστόδουλος γεννήθηκε σε μία κωμόπολη κοντά στη Νίκαια της Βιθυνίας γύρω στο 1020 (και εκοιμήθη το 1093). Το κοσμικό του όνομα ήταν Ιωάννης. Από πολύ νέος επιθύμησε να εγκαταλείψει τον κόσμο και ν΄ αφοσιωθεί στην μοναχική ζωή. Ξεκίνησε από κάποια Μονή στον Όλυμπο της Βιθυνίας, όπου μετά από λίγο καιρό εκάρη Μοναχός. Από εκεί μετέβη στους Αγίους Τόπους και για μικρό διάστημα μόνασε εκεί σε κάποιο ερημικό μέρος. Οι επιδρομές όμως των Σαρακηνών ανάγκασαν τους Μοναχούς να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να επανέλθουν στην Μικρά Ασία, οπότε και εγκαταστάθηκαν  στο Όρος Λάτρος της Μυσίας. Εκεί διέπρεψε σ΄ όλες τις αρετές και οι Μοναχοί τον εξέλεξαν πρώτον επιστάτη με το αξίωμα του Αρχιμανδρίτη, γεγονός που του έδωσε και το προσωνύμιο του Λατρηνού. Οι επιδρομές όμως των Μουσουλμάνων τον ανάγκασαν σε φυγή και από το Λάτρος.

Αναζητώντας τόπο ασκήσεως ο Όσιος έφτασε στη Στρόβιλο, μια θαλάσσια περιοχή στα παράλια της Μικράς Ασίας, όπου κι έμεινε για λίγο καιρό, γιατί μια νέα επιδρομή τον εξανάγκασε να διαφύγει τη φορά αυτή στη Λέρο και στη συνέχεια στην Κω, όπου ίδρυσε και Μονύδρια. Οι διαφορές όμως με τους εκεί κατοίκους τον κατέστησαν ανέστιο για άλλη μία φορά. Ύστερα από περιπλανήσεις στα γύρω νησιά έφτασε στην Πάτμο, από την οποία γοητεύεται λόγω της ησυχίας και της ηρεμίας της. Αμέσως έφυγε για την Κωνσταντινούπολη και ζήτησε από τον Αυτοκράτορα Αλέξιο Α' τον Κομνηνό την άδεια «ίνα φροντιστήριον των ψυχών καταστήση ταύτην». Ο Αυτοκράτορας με Χρυσόβουλλο του παραχωρεί την Πάτμο και τα γύρω νησιά μαζί με εργάτες και χρήματα. Με την εγκατάσταση του στην Πάτμο ο Όσιος ξεκινά το χτίσιμο Μοναστηριού τιμώμενο επ΄ ονόματι του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.

Οι επιδρομές όμως των Μουσουλμάνων δεν θα τον αφήσουν ήσυχο ούτε αυτή τη φορά. Ο Όσιος αφήνει την Πάτμο και καταφεύγει στην Εύβοια κατά το έτος 1092. Η διαμονή του Οσίου Χριστοδούλου στην Εύβοια ήταν, σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες, μικρής διάρκειας. Υπάρχει η πληροφορία ότι ένας ευσεβής και πλούσιος κάτοικος του Ευρίπου προσέφερε την πολυτελή οικία του στον Όσιο, ο οποίος την ανέδειξε σε μοναστήρι, αν και οι φροντίδες του Οσίου, εξαιτίας της μεγάλης περιουσίας του μοναστηριού στην Πάτμο, απαιτούσαν την παραμονή του όχι στην έρημο αλλά κοντά στον κόσμο. Εξάλλου, στην Εύβοια ανέκαθεν υπήρχε παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Όσιος Χριστόδουλος παρέμεινε ασκητεύοντας στο σπήλαιο στο δυτικό άκρο της κωμόπολης Λίμνη (Ελύμνιον). Ο Όσιος κατά την διαμονή του στον Εύριπο συνέταξε την «Διαθήκη» και τον «Κωδίκελλό» του (Μάρτιος 1093 λίγο πριν φύγει από τη ζωή). Τη Διαθήκη αυτή, για να έχει ισχύ, την υπέγραψαν επτά αξιωματούχοι της επισκοπικής αρχής και της πόλεως Ευρίπου (Χαλκίδος), ήτοι Λέων πρεσβύτερος και σακελλάριος της πόλεως Ευρίπου, Ιωάννης πρεσβύτερος και νοτάριος της καθέδρας Ευρίπου, Μιχαήλ.... της καθέδρας Ευρίπου, Βασίλειος ο ευτελής διάκονος.... και νοτάριος Ευρίπου κ.α. Το λείψανο του Οσίου φυλάσσεται ως σήμερα στο μικρό φερώνυμο Παρεκκλήσιο του Οσίου Χριστοδούλου, στη Νοτιοδυτική πλευρά του Καθολικού της Μονής Πάτμου» (Από το ιστολόγιο, «Ορθόδοξος Συναξαριστής»).

Ο σοφός υμνογράφος της ακολουθίας του οσίου Χριστοδούλου διδάσκαλος Ιάκωβος Αναστάσιος Πάτμιος διακρίνεται για τη βαθειά γνώση της πνευματικής ζωής της Εκκλησίας, που σημαίνει ότι μπορεί με άνεση να διακρίνει τα σημάδια της αγιότητας του οσίου και να μας τα προσφέρει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ισχύει γι’ αυτόν ο λόγος του αποστόλου Παύλου που λέει ότι «ο πνευματικός άνθρωπος που έχει το Πνεύμα του Θεού μπορεί να εξετάσει τα πάντα, ο ίδιος όμως δεν μπορεί να ελεγχθεί από οιονδήποτε που δεν έχει το Πνεύμα αυτό». Παρ’ όλα αυτά όμως, αισθανόμενος τη μικρότητά του, επικαλείται απαρχής, όπως γίνεται συνήθως με τους υμνογράφους, τον φωτισμό και τη χάρη του Θεού προκειμένου να υμνολογήσει σωστά τον άγιο και να μη διαστρεβλώσει την εικόνα του (ωδή α΄).

Όντως λοιπόν ο εκκλησιαστικός ποιητής παρουσιάζει τον άγιο σε όλη θα λέγαμε την έκταση της ζωής του, και της επίγειας και της επουράνιας. Και τι μας λέει σε γενικές γραμμές; Ότι ο άγιος, όπου κι αν πήγε, σε όποιον τόπο κι αν ασκήθηκε, στην Όλυμπο, στη Λάτρο, στην Πάτμο, στην Εύβοια, ένα πράγμα είχε κατά προτεραιότητα ενώπιόν του: πώς να ευαρεστήσει τον Κύριο, πώς να διακρατήσει ζωντανή τη σχέση του με τον Ιησού Χριστό, τον Κύριό του. Και αγωνιζόμενος βεβαίως γι’ αυτό αφενός απεμπλεκόταν από οτιδήποτε εμπαθές τον έδενε με τον κόσμο (στιχ. εσπ.), αφετέρου ένιωθε τη μεγάλη επιθυμία να καθοδηγήσει και τους άλλους συνανθρώπους του, όταν μάλιστα τους έβλεπε να βρίσκονται μέσα στο σκοτάδι της άγνοιας του Θεού. Διαπιστώνει μάλιστα ο ποιητής ότι ο όσιος μπορεί να παραβληθεί με τα μεγάλα αναστήματα των αγίων προφητών και πατριαρχών της Παλαιάς Διαθήκης, διότι η ζωή του οσίου Χριστοδούλου αντιστοιχεί με γνωρίσματα της δικής τους ζωής. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζει τον όσιο ως άλλον Σαμουήλ, ως νέο Μωυσή, ως δεύτερο Ιωάννη τον Πρόδρομο, ως επίσης προφήτη Ηλία, ως Δανιήλ κ.ο.κ. Για παράδειγμα: Είναι ένας άλλος Σαμουήλ ο όσιος, διότι κι αυτός «ἀπό βρέφους Θεῶ ἀνατέθη ὡς Σαμουήλ» (στιχ. εσπ.)˙ είναι δεύτερος Μωυσής, διότι «ἐκ σκοτασμοῦ ἀγνωσίας λαούς ὑπεξήγαγε καί Θεῷ προσενήνοχε» (στιχ. εσπ.)˙ είναι άλλος Πρόδρομος, διότι «ὑπεδείκνυε λαοῖς ὡς Ἰωάννης τό πρίν τήν ὁδόν Κυρίου τήν σωτήριον» (στ. εσπ.).

Κι εκείνο βεβαίως που αδιάκοπα τονίζει ο υμνογράφος ως κινητήρια δύναμη του αγίου και ερμηνευτικό κλειδί των όλων θαυμασίων της ζωής του είναι η αγάπη του προς τον Θεό, ο σφοδρός σαν φωτιά πόθος του γι’ Αυτόν, ο έρωτάς του κυριολεκτικά για τον Χριστό που πλήγωσε την καρδιά του με αποτέλεσμα να γίνει ο όσιος κατοικητήριο δικό Του – «ἐν ἑαυτῷ γάρ εἶχε τόν Κύριον» και «Χριστόν ἔχων ἐν ἑαυτῷ οἰκοῦντα» (λιτή) θα πει για παράδειγμα μεταξύ άλλων. Κι ένα μικρό δείγμα αυτής της θερμότητας που τον διακατείχε είναι και ο παρακάτω ύμνος από την πρώτη ωδή του κανόνα του: «Σοφίας τῷ ἔρωτι τρωθείς τῆς ὄντως τῷ φόβῳ τῷ κρείττονι νουνεχῶς ἐρρύθμισας νοός κινήματα˙ ὅθεν καί ἔτυχες σοφέ τῆς σῆς ἐφέσεως» (Επειδή πληγώθηκες από τον έρωτα της αληθινής σοφίας, δηλαδή του Χριστού, με τον ανώτερο και καλύτερο φόβο που υπάρχει ρύθμισες με σύνεση τα κινήματα του νου σου. Γι’ αυτό και πέτυχες, σοφέ, ό,τι ήταν η έφεση της καρδιάς σου).  

Ποιο είναι το εξόχως σημαντικό στον συγκεκριμένο ύμνο; Η ρύθμιση των κινημάτων του νου με τρόπο συνετό. Διότι είναι γνωστό ότι ο νους έχει «τρεπτότητα» τέτοια, δηλαδή κινητικότητα και εναλλαγή διαρκή, που είναι πολύ δύσκολο να τιθασευτεί. Κι αυτό συνιστά το κεντρικότερο πρόβλημα στην πνευματική ζωή ενός πιστού χριστιανού. Αγόμαστε και φερόμαστε με άλλα λόγια από τους λογισμούς του νου μας, που προέρχονται άλλοτε από τα πάθη μας κι άλλοτε από τον πονηρό διάβολο, με αποτέλεσμα ο νους να χαρακτηρίζεται ως «αλήτης» - αδιάκοπα περιπλανάται. Τι είναι εκείνο που μπορεί να τον θέσει υπό έλεγχο; Ο φόβος του Θεού, λέει ο υμνογράφος βλέποντας τη ζωή του οσίου Χριστοδούλου, φόβος που αποτελεί καρπό της πληγωμένης από αγάπη προς τον Χριστό καρδιάς του ανθρώπου. Και ο φόβος αυτός φανερώνεται στη χαρισματική της διάσταση, όταν βρίσκεται στον δρόμο τηρήσεως των αγίων εντολών του Χριστού. Αγαπά δηλαδή κανείς τον Χριστό, στέκεται με απόλυτο δέος και σεβασμό (φόβο) απέναντί Του – η αγάπη προς τον Θεό δεν εκτρέπεται σε «παιδιαρίσματα» και ελευθεριότητες – τηρεί τις εντολές Του, ρυθμίζει τα κινήματα του νου του ελέγχοντας τους λογισμούς του. Δεν είναι τυχαίο ότι και στην ακολουθία της μεταλήψεως αναφέρεται μεταξύ των άλλων η πολύ σοβαρή παράκληση του πιστού ο Κύριος με τη Θεία Κοινωνία να ρυθμίσει τη ζωή του. «Ἅγνιζε καί κάθαρε καί ρύθμιζέ με». Ο όσιος Χριστόδουλος ήταν έμπειρος στον πνευματικό αγώνα, ο νους του ήταν ρυθμισμένος με βάση τις εντολές του Χριστού, γι’ αυτό όχι με απλό βηματισμό αλλά με τεράστια άλματα έφτασε στο άκρως εφετό της ζωής του: τη θέα του Χριστού του!

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΛΑΡΙΩΝ Ο ΜΕΓΑΣ

«Ο όσιος Ιλαρίων έζησε επί της βασιλείας Κωνσταντίνου του μεγάλου. Γεννήθηκε και ανατράφηκε στην πόλη της Γάζας από γονείς ειδωλολάτρες. Από μεγάλη αγάπη προς τα γράμματα πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου μορφώθηκε, αλλά και δέχθηκε την πίστη του Χριστού. Έγινε ζηλωτής του Μεγάλου Αντωνίου, τον οποίο ακολούθησε, και έζησε μαζί του επ’  αρκετόν. Επέστρεψε κάποια στιγμή πίσω στην πατρίδα του, και όταν πέθαναν οι γονείς του, μοίρασε όλη την περιουσία που του άφησαν στους φτωχούς. Έπειτα απεσύρθη στην έρημο και αποδύθηκε στους πιο μεγάλους ασκητικούς αγώνες, με αποτέλεσμα ο Κύριος να τον χαριτώσει με το χάρισμα της θαυματουργίας, με το οποίο θεράπευσε πολλούς πάσχοντες από σωματικά και ψυχικά νοσήματα. Αργότερα, ανοίχτηκε προς τον κόσμο και αφού πέρασε από πολλές πόλεις και τόπους και χώρες, σε ηλικία ογδόντα ετών ετελεύτησε τον βίο του».

Ο εκκλησιαστικός ποιητής, μπροστά στο φαινόμενο «Ιλαρίων»  προσπαθεί να βρει λέξεις και εικόνες, προκειμένου να παραστήσει σωστά τη θέση του στην Εκκλησία, και όσο ζούσε στον κόσμο τούτο, αλλά και στη δόξα του ουρανού. Στον κόσμο τούτο τον βλέπει αφενός ως πρότυπο και στερέωμα των μοναστών, αφού υπήρξε εις άκρον ησυχαστής: «μοναζόντων εδραίωμα» τον χαρακτηρίζει μεταξύ άλλων, αφετέρου ως «ποδηγέτην των σωζομένων Θείω εν Πνεύματι», δηλαδή με το Πνεύμα του Θεού οδηγό και των εν κόσμω χριστιανών που επιθυμούν τη σωτηρία τους.  Από την άποψη αυτή ο όσιος Ιλαρίων υπήρξε για όλους τους χριστιανούς, μοναχούς και κοσμικούς, «θησαυρός ιαμάτων» και «Προφήτης Θεού», «στύλος ακράδαντος ουρανομήκης» και «πύργος ασάλευτος», κυριολεκτικά «άρμα πύρινον, το όνομα βαστάζων το του Κυρίου», ένας κυριολεκτικά «ήλιος…διασπείρων πάσι τας ακτίνας των θαυμάτων».  Στη δόξα του Θεού από την άλλη, ο υμνογράφος τον «βλέπει» «ως κέδρον υψίκομον, δι’ αρετής υψούμενον εν αυλαίς Θεού πεφυτευμένον∙ και ως κεκλεισμένον κήπον, ως ευθαλή Παράδεισον, ως πηγήν ιαμάτων». Δηλαδή όχι μόνον αποτελεί «κόσμημα» του Παραδείσου, ένας υψηλόκορμος κέδρος, φυτευμένος στις αυλές του Θεού, αλλά και ο ίδιος συνιστά ένα παράδεισο μόνος του, ένα κλεισμένο κήπο.

Ποια η αιτία των «υπερβολικών» θα λέγαμε αυτών χαρακτηρισμών; Πρώτον, ότι ο όσιος Ιλαρίων «Πνεύματος αγίου πλήρης εγένετο», διότι «ο ένθεος έρως κατέτρωσε (πλήγωσε) αυτόν» με αποτέλεσμα  «να καθυποτάξει με την εγκράτεια τα πάθη του σώματος στο νοερό της ψυχής» και «με τις ιερές αναβάσεις να ξεφύγει από τους κοσμικούς θορύβους». Με άλλη όμορφη εικόνα του υμνογράφου: «απέξεσε τω ξίφει της εγκρατείας  τους δερματίνους χιτώνας της νεκρώσεως και ύφανε ιμάτιον σωτηρίου». (Με το ξίφος της εγκράτειας έβγαλε από πάνω του τα αποτελέσματα της θανατηφόρας αμαρτίας και ντύθηκε τον Χριστό), συνεπώς «ιδών ο Χριστός το πράον και ησύχιον, μονήν πεποίηται εν αυτώ, και γέγονε οικητήριον θείον» (Επειδή είδε ο Χριστός την πραότητα και το ήσυχο της ψυχής του, κατοίκησε σ’  αυτόν και έγινε έτσι θείο κατοικητήριο).

 Δεύτερον, ότι ο όσιος υπήρξε μαθητής του μεγάλου οσίου Αντωνίου, ένα από τους μεγαλύτερους αγίους της Εκκλησίας μας, του οποίου την ένθεη ζωή μιμήθηκε στο έπακρο και αφομοίωσε τις αρετές του. «Τον βίον ζηλώσας του θείου Αντωνίου, τοις ίσοις μέτροις της αρετής αφομοιούμενος». «Αντωνίου του θείου εζηλωκώς τον ενάρετον βίον πνευματικώς». Ο νοερός «φακός» του υμνογράφου επικεντρώνει ακόμη περισσότερο στο θέμα αυτό: Πλησίασες τον Θεό, θεοφόρε, γιατί σε έφεραν σ’  αυτόν οι παλάμες του θεόφρονος Αντωνίου. «Θεώ προσαγόμενος, θεοφόρε, παλάμαις του θεόφρονος Αντωνίου». Με ποιον άλλον τρόπο θα μπορούσε ο ποιητής να δείξει τη στενότατη σχέση του Ιλαρίωνα με τον Γέροντά του Αντώνιο; Και επιμένουμε στη σχέση αυτή, διότι δεν είναι δυνατόν να θυμηθεί κάποιος τον άγιο Αντώνιο και να μη συγκινηθεί, να μη κατανυχθεί καλύτερα, αφού με τον τρισμέγιστο αυτόν άγιο βρίσκεται στα «άγια των αγίων» του Παραδείσου. Έτσι με τον όσιο Ιλαρίωνα, μαθητή του Αντωνίου, αναπνέουμε την ατμόσφαιρα του Διδασκάλου του, συναναστρεφόμαστε επίσης τον άλλο μεγάλο μαθητή του άγιο Αθανάσιο, μας αγγίζει πράγματι η ενέργεια του ίδιου του Θεού. Σε τι αγία ατμόσφαιρα πράγματι μάς μεταφέρουν οι ύμνοι της Εκκλησίας μας! Γίνονται κυριολεκτικά τα παράθυρα, για να «δούμε» λίγο το άγιο βάθος του ουρανού!

Παρ’  όλη τη στενή, στενότατη σχέση των οσίων Αντωνίου και Ιλαρίωνα, διαπιστώνει κανείς και τη διαφορά των χαρακτήρων τους. Ενώ εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι κινούνται ως χαρακτήρες στο ίδιο μήκος κύματος, όμως διαφέρουν.  Πώς φαίνεται αυτό; Ο όσιος Αντώνιος υπήρξε μέγας ησυχαστής: Αν και κατά καιρούς, όταν έκρινε ότι τον χρειάζεται το πλήρωμα της Εκκλησίας, άφηνε την ησυχία και κατέβαινε στον κόσμο, όμως η διαρκής επιλογή του ήταν η πλήρης αφιέρωση στον Θεό, «μόνος μόνω Θεώ»,  ζώντας στην έρημο και επιδιώκοντας πάντοτε την ησυχία της μονώσεως.  Ο όσιος Ιλαρίων, ο μαθητής και ακόλουθος, υπήρξε και αυτός ησυχαστής, αλλά και με ιεραποστολική φλόγα ταυτόχρονα. Και απομονώθηκε, αλλά και προσέγγισε αισθητά τον κόσμο. Δεν είναι τυχαίο ότι άφησε κάποια στιγμή, όπως είπαμε, τον Αντώνιο και επέστρεψε στην πατρίδα του. Κι αργότερα: μετά την έξοδό του στην έρημο, γύρισε στον κόσμο, δρώντας σε διάφορες πόλεις και χώρες ιεραποστολικά και ιώμενος τους ανθρώπους. Το επισημαίνει έξοχα ο υμνογράφος: «Ρημάτων ο φθόγγος σου και των θαυμάτων η χάρις η ένθεος εις πάσαν εξελήλυθε την γην, πάτερ όσιε». (Ο λόγος σου και η ένθεη χάρη των θαυμάτων σου φάνηκαν σε όλη τη γη, πάτερ όσιε).

Η παραπάνω επισήμανση αξίζει ιδιαίτερης προσοχής. Διότι μας δείχνει ότι αφενός ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός, αλλά η διαφορετικότητα δεν εμποδίζει, αλλά αντιθέτως πολλαπλασιάζει τη δυνατότητα αγιασμού, αφετέρου ο Θεός ενισχύει και θέτει σε λειτουργία αυτό που βλέπει ως χάρισμα του κάθε ανθρώπου. Με άλλα λόγια η αγιότητα δεν «καλουπάρει», όπως λέμε, τον άνθρωπο, δεν τον θέτει σε ένα συγκεκριμένο εξωτερικό πλαίσιο, σε μία ομοιομορφία, αλλά αναδεικνύει την ιδιαιτερότητα, θέτοντάς την απλώς στην υπηρεσία του θελήματος του Θεού. Ο Θεός μ’  έναν λόγο δεν αλλοιώνει αυτό που είναι ο χαρακτήρας του ανθρώπου. Αλλοιώνει αυτό που αποτελεί διαστρέβλωση του χαρακτήρα, την αμαρτία, ώστε μέσα από τον καθένα να εκχύνεται η λαμπηδόνα της παρουσίας Του. Τι ελευθερία! Τι ομορφιά της πίστεώς μας! Τι αγάπη του ίδιου του Θεού μας!

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2025

ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΜΙΑΝ ΑΝΑΣΑ Ο ΑΡΡΩΣΤΟΣ…

«Είπε ο όσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης: “Όταν υπέφερα απ’ το πρώτο εγκεφαλικό, ήρθε ένας γιατρός από το Σωτηρία. Μου είπε:

- Γέροντα, και τα μάτια σου και το χέρι σου θα επανέλθουν.

Μεγάλη παρηγοριά μου έδωσε. Η αγάπη δεν εκδηλώνεται μόνο με το να δώσεις χρήματα. Πες στον άρρωστο έναν λόγο παρηγορητικό, να πάρει μιαν ανάσα…”» (Από το βιβλίο του Μητρ. Αργολίδος Νεκταρίου, «Θα ’μαστε μαζί», Συντροφιά με τον άγιο Εφραίμ τον Κατουνακιώτη).

Ο μεγάλος σύγχρονος όσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης, που και μόνο η μορφή και τα μάτια του προκαλούσαν ελέγχους συνειδήσεως και διάθεση μετανοίας, θίγει με τον προσωπικό και βιωματικό αυτόν λόγο του ένα πολύ κρίσιμο θέμα, που άπτεται της σχέσεως ιατρού και ασθενούς. Κι αξίζει ιδιαιτέρως να προσεχτούν τα λόγια του, διότι επρόκειτο περί ανθρώπου με ασυνήθιστη ευαισθησία στον πόνο και τη θλίψη, αφού όλη τη ζωή του σχεδόν την πέρασε μέσα στις δοκιμασίες, τον πόνο και τα βάσανα, με κατά καιρούς διαστήματα μεγάλης επισκέψεως του Θεού διά παρηγορίας και παρακλήσεως, ή καλύτερα: ζούσε την παρηγορία και την παράκληση της Χάρης του Θεού μέσα από τις θλίψεις αυτές. Γράφει εν προκειμένω ο γνωστός σοφός και άγιος Γέροντας, Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος, που ευλογήθηκε από τον Κύριο να γνωρίσει και να συναναστραφεί επί πολλά χρόνια τον όσιο Κατουνακιώτη: «Πέρασε ο Γέροντας πολλές αρρώστιες και ταλαιπωρίες, ήταν συνεχώς στο κρεβάτι. Ήταν το 1976, που τον γνώρισα. Αλλά συνήθως ήτανε στο κρεβάτι, έτσι τον θυμάμαι. Μια φορά, μάλιστα, τον έπιασε απελπισία. Μου είπε: - Τόσα χρόνια στο κρεβάτι… Άμα σηκωθώ να κάνω ένα βήμα, ανοίγουν συνέχεια πληγές. Όταν με πλησίασε το πνεύμα της απογνώσεως, άκουσα τη φωνή της Παναγίας να μου λέει: “- Έτσι σε θέλεις ο Θεός”. Αυτό ήταν!» Κι ακόμη άλλος επί χρόνια υποτακτικός του (π. Γ. Αθανασάκης) σημειώνει: «Όλη του η ζωή ήταν μαρτυρική. Περισσότερο ήταν το μαρτύριο, παρά οι παρακλήσεις από τον Θεό. Είχε μεγάλες καταστάσεις Χάριτος, αλλά περνούσε και πνευματικές δυσκολίες».

Λοιπόν, η γνώμη ενός τέτοιου έμπειρου στον πόνο και τις δοκιμασίες ανθρώπου αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα. Και τι λέει; Ότι γενικώς οι άνθρωποι, εξαιρέτως όμως ο γιατρός, λόγω και επαγγέλματος/λειτουργήματος, πρέπει να στέκει στο πλευρό του ασθενούς με τέτοια λεπτότητα και σεβασμό, που ο λόγος και η όλη στάση του να δημιουργεί κλίμα παρηγοριάς σ’ αυτόν, πράγματι στάση που όπως αφήνει να εννοήσουμε αποτελεί για τον άρρωστο το «φιλί της ζωής». Και δεν είναι υπερβολή: «Να πάρει μια ανάσα» σημειώνει. Γιατί; Διότι ένας αναγκεμένος άνθρωπος, είτε σωματικά είτε ψυχικά – αυτά τα δύο πάνε πάντοτε «παρέα» - βρίσκεται μπροστά στο φάσμα του θανάτου, χαρακτηρίζει ως «πνιγμό» σχεδόν την κατάστασή του. Ακόμη και για πιο ήπιες περιπτώσεις ασθένειας ο λογισμός της απώλειας της ζωής έρχεται υπόγεια στον νου του αρρώστου. Οπότε στην περίπτωση αυτή που βιώνεται μία υπαρξιακή στην ουσία κρίση, εκεί που ο άνθρωπος νιώθει να ταλαντεύεται στο μεταίχμιο των δύο κόσμων ή στην αίσθηση απώλειας της μέχρι τώρα πορείας του, εκεί χρειάζεται η υποστήριξη και η παρηγοριά. Κάποιος να του τονώσει το ηθικό, να του πει ότι δεν είναι μόνος, να του προσφέρει ένα αίσθημα ασφάλειας, μία όντως αγκαλιά. Κι αυτός – κι εδώ αναδεικνύεται το μεγαλείο του ως του πιο εγγύτερου προς τον ανθρώπινο πόνο – είναι ακριβώς ο γιατρός.

Ποιος δεν έχει ζήσει παρόμοιες καταστάσεις, όπως ο όσιος Γέροντας; Να κείτεσαι στο κρεβάτι του πόνου ή να αντιμετωπίζεις έστω μία απρόσμενη αρρώστια και ο γιατρός να έρχεται να σου δίνει ελπίδα. Ο λόγος του να γίνεται βάλσαμο στην καρδιά σου κι ίσως λιγότερο στο σώμα σου. Διότι διαρκώς επιβεβαιώνεται ότι ο ψυχολογικός παράγοντας είναι ό,τι ανώτερο και ισχυρότερο στη θεραπεία ενός ασθενούς. Ακόμη και στις περιπτώσεις των πασχόντων από καρκίνο, οι γιατροί το πρώτο που τονίζουν είναι η σημασία του ψυχολογικού παράγοντα. Διακεκριμένη πανεπιστημιακή ιατρός έλεγε προ ολίγο μόλις καιρού ότι ο ψυχολογικός παράγοντας υπερβαίνει κατά πολύ το πενήντα τοις εκατό για την ίαση των παθήσεων. Ποιος λοιπόν μπορεί να «συναγωνιστεί» έναν γιατρό, που εκ των πραγμάτων είναι ο ειδικός και έχεις εμπιστοσύνη στην εκτίμησή του;

Αλλά και αντιστρόφως δυστυχώς. Αρκετοί ασθενείς έχουν «εισπράξει» απόρριψη από τον γιατρό, ακόμη και στο… ιατρείο τους, λόγω της αποτομίας του χαρακτήρα του, λόγω της σκληρότητας του λόγου του – υπάρχουν κι εκείνοι που επιλέγουν το «σπαθί» για να μιλήσουν στον ασθενή – λόγω της όποιας πράγματι κούρασής του που τον κάνει να μη λαβαίνει υπ’ όψιν του τον ψυχολογικό παράγοντα και όσα παραπάνω αναφέραμε. Και ποιο το αποτέλεσμα; Η καταρράκωση του ασθενή, το σβήσιμο ίσως της ελπίδας μέσα του, ένα «πάγωμα» της καρδιάς του που του δίνει συντριπτικό κτύπημα για να βουλιάξει μέσα στην απόγνωσή του – το καλύτερο «φάρμακο» για να τελειώσεις τον ασθενή. Ποιος θα ήθελε να έχει έναν τέτοιο «γιατρό»; Πάντως όχι ο άγιος Εφραίμ αλλ’ ούτε και ο άγιος Πορφύριος που τόνιζε την ίδια αλήθεια: ότι η στάση του γιατρού επηρεάζει τα μέγιστα την κατάσταση και την πορεία του όποιου ασθενούς.

Και τι συμπληρώνει καίρια ο όσιος Γέροντας ως όρο για να λειτουργούν με τον σωστό τρόπο και ο γιατρός ασφαλώς αλλά και όλοι μας; Η αγάπη. Η αγάπη είναι η βάση που θα σε κάνει να δεις τον συνάνθρωπό σου, κατεξοχήν τον εν ανάγκαις ευρισκόμενο, ως άνθρωπο, ως… Χριστό! Ο ίδιος ο Κύριος έτσι δεν χαρακτήρισε ιδίως τον ελάχιστο συνάνθρωπο, που ψυχολογικά και σωματικά, είναι ο ασθενής; Ως τον Ίδιο! «Ό,τι κάνατε σ’ έναν από αυτούς τους ελαχίστους, σ’ εμένα το κάνατε». Κι ο απόστολος Παύλος θα το πει κι αλλιώς: «Αμαρτάνοντας στους αδελφούς και τραυματίζοντας τη συνείδησή του, στον Χριστό αμαρτάνετε!» Αλλά… πρέπει να είσαι έστω και λίγο χριστιανός!

Λόγος παρηγορητικός. Μια ανάσα! Ό,τι χρειαζόμαστε όλοι μας! Ό,τι πρέπει να κάνουμε όλοι μας!  

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2025

Ο ΑΓΙΟΣ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΕΝ ΤΗ ΚΡΙΣΕΙ

«Ο μακάριος Πατέρας μας Ανδρέας, γέννημα και θρέμμα της Κρήτης, υπήρξε τέκνο ευσεβών και φιλαρέτων γονέων, γι’ αυτό και ο ίδιος ζούσε έντονα τη χριστιανική ζωή τηρώντας με πόθο τις εντολές του Θεού. Επί της βασιλείας Κωνσταντίνου του Κοπρωνύμου (741-775), βλέποντας τους χριστιανούς να ταλαιπωρούνται και να διώκονται από τους αιρετικούς εικονομάχους ήλθε στην Κωνσταντινούπολη ομολογώντας με θάρρος την αλήθεια της πίστεως στον Χριστό και ελέγχοντας τον αυτοκράτορα για την ασέβειά του. Ο αυτοκράτορας μη υποφέροντας το θάρρος της ομολογίας του τον σταμάτησε αμέσως όταν μιλούσε κι έδωσε εντολή στους στρατιώτες του να τον συλλάβουν. Αυτοί του επιτέθηκαν αμέσως με φονική διάθεση, άλλοι τραβώντας του το κεφάλι, άλλοι τα χέρια, άλλοι τα ενδύματα, με σκοπό να γίνουν αρεστοί στον βασιλιά, οπότε και τον έριξαν κάτω στη γη, αυτόν που τον νου του τον είχε στον Θεό. Και δεν σταμάτησαν να τον τραβολογούν βίαια από δω κι από κει, μέχρις ότου ο βασιλιάς θεωρώντας ότι τιμώρησε την αυθάδειά του διέταξε να τον φέρουν μπροστά του να απολογηθεί.

Ο άγιος μίλησε αρκετά για τις άγιες εικόνες και πρόσθεσε στο τέλος: «αν, βασιλιά, δέχονται τις πιο μεγάλες τιμωρίες αυτοί που σαν τρελοί εξυβρίζουν τις βασιλικές στήλες, σκέψου πόση θεϊκή τιμωρία θα δεχτούν αυτοί που καθυβρίζουν την εικόνα του Θεού;» Εξοργισμένος τότε από τα λόγια του αγίου ο τύραννος βασιλιάς έδωσε εντολή να τον ξεγυμνώσουν και να τον μαστιγώσουν με σφοδρότητα, με αποτέλεσμα το έδαφος να γίνει κατακόκκινο από το αίμα του.

Όταν τον σήκωσαν και είδαν ότι δεν υποχωρεί ο γενναίος ούτε με δώρα ούτε με απειλές, και πάλι συνέχισαν να τον βασανίζουν με μεγάλη ωμότητα, ανοίγοντάς του τα πλευρά, σπάζοντάς του τα δόντια με πέτρες και ρίχνοντάς τον τέλος στη φυλακή. Επειδή όμως και στη φυλακή συνέχισε να μένει σταθερός και να γίνεται μάλιστα και γενναιότερος, καταξέσκισαν τις σάρκες του που έπεφταν κάτω, μέχρις ότου του έδεσαν με σχοινιά τα πόδια κι άρχισαν να τον σέρνουν στους δρόμους, επειγόμενοι να τον ρίξουν στον τόπο των κακούργων.

Την ώρα όμως που έσερναν τον μάρτυρα, κάποιος ψαράς που μόλις είχε βγάλει την ψαριά από τη θάλασσα, άφησε στην αγορά το εμπόρευμά του, άρπαξε ένα μεγάλο μαχαίρι και σαν δαιμονισμένος επέπεσε πάνω στον μάρτυρα κόβοντας από το ιερό σώμα του το ένα από τα πόδια του, οπότε έτσι τελείωσε  ο μάρτυρας τον δρόμο της αθλήσεώς του μετατιθέμενος στις αιώνιες Μονές. Το τίμιο λείψανό του απορρίφτηκε τελικά στον τόπο των κακούργων, αναμιγμένο με τα εκεί υπάρχοντα σώματα για αρκετό διάστημα.  

Τι συνέβη όμως; Δώδεκα άνδρες που κατέχονταν από δαιμόνια και προέρχονταν από διάφορες περιοχές της πόλεως εκείνης, σαν να τους δόθηκε ένα σύνθημα, βρέθηκαν στον συγκεκριμένο τόπο που κείτουνταν το ιερό λείψανο του αγίου, αφρόντιστο και χωρίς καμία τιμή, αυτό που ήταν παντελώς τίμιο. Κι εκείνοι μόλις το ακούμπησαν αμέσως θεραπεύτηκαν από τα δαιμόνια, παίρνοντας ως μισθό κατά κάποιο τρόπο για την εύρεση του αγίου την ίασή τους. Οι ίδιοι σήκωσαν το σώμα του αγίου και τον έθαψαν σε ιερό τόπο που λέγεται «Κρίσις», προς δόξαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Αμήν

Την εποχή της εικονομαχίας δρα ο οσιομάρτυς Ανδρέας, τότε που ο Πονηρός δαίμων βρήκε την ευκαιρία να πολεμήσει με «δεξιά» όπλα τη χριστιανική πίστη. Διότι με το πρόσχημα ότι αγωνίζονται υπέρ Χριστού(!) οι αιρετικοί, αρνούμενοι στην πραγματικότητα τη φανέρωση του Θεού ως ανθρώπου στον κόσμο, στράφηκαν κατά των αληθινών χριστιανών, οι οποίοι μέσα από τις εικόνες διατράνωναν την πίστη ότι όντως ο Θεός έγινε άνθρωπος, άρα περιγραπτός κατά το ανθρώπινό Του, και δεν ήλθε ως «φάντασμα» και ως σχήμα εγκεφαλικό. Να υπενθυμίσουμε μάλιστα ότι για την πρώτη Εκκλησία, συνεπώς και για όλη την πορεία της, η πραγματικότητα της ενανθρώπησης του Θεού εν προσώπω Χριστού ήταν το απόλυτο κριτήριο για τη βεβαίωσης της γνήσιας πίστης. «Παν πνεύμα ο ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα εκ του Θεού εστι» θα σημειώσει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, όπως και το αντίστροφο.

 Τη διαστρέβλωση αυτή των διωκτών της αληθινής πίστεως δεν ανέχτηκε το τέκνο του Θεού και της Εκκλησίας μοναχός Ανδρέας, γι’ αυτό και θέλησε να την υπερασπιστεί με την ίδια τη ζωή του. «Τίμησες την όραση του σαρκωθέντος Θεού μέσα από τα ιερά σύμβολα και τα σεπτά μορφώματά Του», μέσα δηλαδή από τις εικόνες Του, τονίζει ο μέγας υμνογράφος άγιος Ιωσήφ. Και οι αγώνες του που κατέληξαν στο άγιο μαρτύριό του βοήθησαν μαζί με τον αγώνα και των άλλων παρομοίων με αυτόν μαρτύρων στην υπέρβαση της κρίσεως, η οποία πραγματοποιήθηκε σε πρώτη φάση από την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο (787), σε δεύτερη δε και οριστική φάση το 843 επί αυτοκράτειρας Θεοδώρας της Αυγούστας, οπότε και διακηρύχθηκε η νίκη της Ορθοδοξίας απέναντι και στους εικονομάχους αλλά και σε όλους τους εχθρούς της πίστεως. «Νίκησες ολοσχερώς και τον αυτοκράτορα, τον Κοπρώνυμο επονομαζόμενο, οσιομάρτυς Ανδρέα, με το ξίφος της πίστεως».

Ο υμνογράφος βεβαίως, ως εμπνευσμένος άνθρωπος, «βλέπει» και πέραν της νίκης αυτής: της υπέρβασης της αίρεσης και της επικράτησης της αλήθειας. «Βλέπει» κι ένα βάθος που λειτουργεί σε πνευματικό επίπεδο, τη νίκη με άλλον τρόπο των δαιμόνων και των οργάνων του, και που βοηθάει τους απλούς πιστούς για να μένουν σταθεροί στον δρόμο της Βασιλείας του Θεού. «Την ώρα που κυλιόσουνα, ένδοξε, πάνω στη γη αιμόφυρτος, εκείνη την ώρα εξομάλυνες την οδό της πίστεως κάνοντάς την για τους ανθρώπους ευκολοδιάβατη» - μία επισήμανση που παραπέμπει στο Σταυρικό Πάθος του Ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού, όπου ο θάνατός Του σηματοδοτούσε τη νίκη απέναντι στον θάνατο, την αμαρτία, τον Διάβολο. Δεν είναι τυχαίο γι’ αυτό που κάθε μαρτύριο αγίου για την Εκκλησία μας θεωρείται ως συμμετοχή σ’ αυτό το Πρώτο Πάθος, συσταύρωση μ’ Εκείνον τον αρχηγό της Πίστεως.

Είναι περιττό ασφαλώς να επισημάνει κανείς ό,τι τονίζουν οι άγιοι υμνογράφοι μας για κάθε άγιο είτε μάρτυρα είτε οποιασδήποτε άλλης τάξεως: την αγάπη και τον σφοδρό έρωτα του αγίου για τον Κύριο Ιησού Χριστό. Χωρίς την αγάπη αυτή το μαρτύριο και η αγία ζωή τους είναι άνευ περιεχομένου, άνευ λόγου και αιτίας. «Δεσμεύτηκες από τον πόθο του Χριστού, Πάτερ, από τη νεότητά σου σηκώνοντας τον σταυρό σου κι έτσι ακολούθησες με χαρά Εκείνον» σημειώνει μεταξύ πολλών άλλων ο υμνογράφος. Κι αλλού ενδεικτικά: «Στήριξες τις βάσεις του νου σου, πάτερ, πάνω στην πέτρα της αγάπης του Χριστού κι έτσι δεν σαλεύτηκες καθόλου από τις ενάντιες δυνάμεις». Και τι ήταν εκείνο, κατά τον άγιο ποιητή Ιωσήφ, που έκανε τον οσιομάρτυρα Ανδρέα να αποκτήσει αυτήν την αγάπη; Ποιος ήταν ο χώρος που κινήθηκε, ώστε όντως να κοινωνήσει την αγάπη του Χριστού μέχρι βαθμού θυσίας; Αυτό που διαλαλεί αδιάκοπα η Εκκλησία και που συνιστά το θεμέλιό της: την Αποστολική και την Πατερική παράδοση. «Θρεμμένος με τα δόγματα των Αποστόλων, μακάριε, και με τα διδάγματα των ένθεων Πατέρων, τίμησες την εικόνα του Χριστού». Οπότε κατανοούμε αμέσως την εκτίμηση του αγίου υμνογράφου: Ο άγιος Ανδρέας, «ο επώνυμος της ανδρείας και ομώνυμος του Πρωτοκλήτου», είναι «θησαυρός μέγας και φωστήρας της Ορθοδοξίας».  

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2025

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΚΟΣΜΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΑΪΟΥΜΑ, Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ ΜΕΛΩΔΟΣ

«Ο άγιος Κοσμάς (685-περ.750), γεννημένος μάλλον στη Δαμασκό, επειδή έμεινε ορφανός από μικρός, υιοθετήθηκε από τον πατέρα του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού Σέργιο, ο οποίος ήταν πλούσιος και με κοσμική δόξα, ως υπουργός οικονομικών του χαλίφη των Αράβων. Βλέποντας ο Σέργιος την κλίση και των δύο παιδιών στα γράμματα, προσέλαβε κάποιον άνδρα πολυμαθή και σοφό, Κοσμά και αυτόν στο όνομα, από την Καλαβρία, προκειμένου να τα διδάξει κάθε σοφία, θεία και ανθρώπινη. Πράγματι, οι δύο νέοι, ο Ιωάννης και ο Κοσμάς, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα διδάχτηκαν από τον Κοσμά τον δάσκαλό τους γραμματική και φιλοσοφία, αστρονομία και γεωμετρία, όπως και ποίηση και μουσική, και έγιναν αξιοσέβαστοι από όλους. Όποιος μάλιστα θέλει να μάθει την τελειότητα αυτών σε όλα, δεν έχει παρά να την γνωρίσει ακριβώς από τα συγγράμματα που εκπονήθηκαν από αυτούς. Μετά από τις σπουδές τους, πήγαν στη Λαύρα του αγίου Σάββα και έγιναν μοναχοί. Και ο μεν μακάριος Ιωάννης χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων, ο δε αξιοσέβαστος Κοσμάς, αφού παρακλήθηκε πολύ από όλη τη Σύνοδο των επισκόπων, προχειρίστηκε επίσκοπος της πόλεως Μαϊουμά. Αφού πολιτεύτηκε λοιπόν καλώς και οδήγησε το ποίμνιό του στους σωτήριους δρόμους της πίστεως, έφθασε σε βαθιά γεράματα, οπότε και αναπαύτηκε εν Κυρίω».

Δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για τον άγιο Κοσμά τον ποιητή και μελωδό (συνέθετε όχι μόνον ύμνους, αλλά και τους μελοποιούσε) με πεζό λόγο. Διότι πώς «την κιθάραν του Πνεύματος, την λύραν την ένθεον», «την θεόβρυτον πηγήν» θα μπορέσει να υμνήσει αξίως η πεζότητα του λόγου; Όταν μάλιστα αυτά που μελώδησε ο άγιος Κοσμάς αναφέρονταν στην Αγία Τριάδα, τις μεγάλες Δεσποτικές εορτές του Κυρίου μας, την Υπεραγία Θεοτόκο; Ας θυμηθούμε ότι ο κανόνας των Χριστουγέννων: «Χριστός γεννάται δοξάσατε», ο κανόνας των Θεοφανείων: «Βυθού ανεκάλυψε πυθμένα», ο κανόνας του Πάσχα: «Κύματι θαλάσσης» είναι δικά του πονήματα. 

Ο υμνογράφος του δεν ξέρει πώς να εξυμνήσει όχι μόνον τα ποιήματά του, αλλά και την ίδια την αγία βιοτή του. Μέσα στην απορία του βρίσκει καταφύγιο στις μεγάλες προσωπικότητες της Παλαιάς Διαθήκης, τους μεγάλους Πατριάρχες της: τον Αβραάμ, τον Ισαάκ, τον Ιακώβ, τον Μωυσή, ακόμη δε και τον δίκαιο Άβελ! Δεν πρέπει να αφήσουμε ασχολίαστη τη σύγκριση του αγίου Κοσμά με τον Άβελ. Η επισήμανση του υμνογράφου, ότι και ο άγιος πρόσφερε τις απαρχές των λόγων του στον Θεό, όπως ο Άβελ τα καλύτερα ζώα του, σημαίνει αφενός τη βαθειά αγάπη του αγίου προς Εκείνον – ο Θεός ήταν η προτεραιότητά του – και αφετέρου ότι η εκκλησιαστική ποίηση και υμνωδία για τον άγιο δεν ήταν πάρεργο. Πέρα από τα ποιμαντικά καθήκοντά του, αφιέρωνε αρκετό χρόνο για να υμνολογήσει με ωραίο τρόπο τα πάθη του Κυρίου, τα θαύματά Του, τις συμπεριφορές των αγίων και μάλιστα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Και τούτο γιατί γνώριζε ο άγιος ότι δεν αρκεί μόνον να εξαγγείλει την πίστη του Χριστού, αλλά να την εξαγγείλει και με τρόπο, που θα γίνει περισσότερο αποδεκτή από τους πιστούς. Αυτός άλλωστε ήταν και ο λόγος που η Εκκλησία μας εισήγαγε στη λατρεία της την ποίηση και την υμνωδία. Οι λόγοι ήταν καθαρώς ποιμαντικοί και όχι βεβαίως πρώτιστα αισθητικοί. Ώστε και το περιεχόμενο, αλλά και η μορφή παίζει ρόλο στην προσφορά του ευαγγελίου. 

Ας κάνουμε τον παραλληλισμό: ο γνωστός και μεγάλος ποιητής Γιάννης Ρίτσος είχε αναφέρει σε παλαιά εκπομπή στην τηλεόραση ότι ένας από τους λόγους που ο νομπελίστας ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης πήρε ακριβώς το νόμπελ λογοτεχνίας, ήταν και το γεγονός ότι οι Σουηδοί, όπως και οι άλλοι Ευρωπαίοι, είχαν γνωρίσει την ποίησή του από τη μελοποίηση σπουδαίων έργων του, π.χ. το «Άξιόν εστι», από τον μεγαλοφυή βεβαίως ως προς το μουσικό του χάρισμα Μίκη Θεοδωράκη. Η μουσική δηλαδή έγινε γέφυρα επικοινωνίας του μεγάλου πλήθους του κόσμου προς την ίδια την ποίηση.

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΠΟΡΕΩΣ)

 

«Τίς εἴη ἡ παραβολή αὕτη (Λουκ. 8, 9)

Η παραβολή του καλού σπορέως είναι μία από τις γνωστότερες και σπουδαιότερες παραβολές του Κυρίου. Εμπνευσμένη από την αγροτική ζωή της Παλαιστίνης – κατά την οποία η σπορά προηγείτο του οργώματος – αναφέρεται στον γεωργό, ο οποίος ρίχνει τον σπόρο στο έδαφος, αλλ’  ενώ εκείνος είναι ο ίδιος, όπως και ο σπόρος, η καρποφορία ποικίλλει: αλλού ο σπόρος δεν καρποφορεί καθόλου, λόγω του πατημένου εδάφους, αλλού καρποφορεί ελάχιστα για να χαθεί έπειτα εντελώς, αλλού πολύ πλούσια, σαν το καλό έδαφος,  κάτι που είναι ευνόητο ότι τονίζει τον ρόλο και την «ευθύνη» του εδάφους. Η παραβολή δεν φαίνεται ότι κατανοήθηκε από τους ακροατές του Κυρίου. Απαιτήθηκε η ερμηνεία της από Εκείνον, μετά μάλιστα από την ερώτηση και των ίδιων των μαθητών Του: Κύριε, τι σημαίνει η παραβολή αυτή; «Τις είη η παραβολή αύτη

1. Θα πρέπει καταρχάς να υπενθυμίσουμε ότι η εντύπωση που συνήθως υπάρχει για τις παραβολές του Κυρίου, ότι δηλαδή είναι απλές ιστορίες από την καθημερινή ζωή προς μεγαλύτερη κατανόηση της διδασκαλίας Του, δεν είναι ακριβής. Θα έλεγε κανείς ότι αρκετές  λειτουργούν μάλλον ως πρόκληση-αφορμή για να φανερωθεί η γνησιότητα ή όχι  της διάθεσης του ανθρώπου απέναντι στον Θεό, παρά ως μία απλή διευκόλυνσή του, που θα πει ότι οι γνήσιοι αναζητητές της αλήθειας και καλοπροαίρετοι φωτίζονταν από τον Κύριο που τους μυούσε στα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού, ενώ οι μη αναζητητές, οι προσκολλημένοι μόνον στον κόσμο, συνεπώς περιστασιακοί και από περιέργεια ή κακή διάθεση ακροατές Του, σκοτίζονταν περισσότερο, σαν αυτούς που βλέπουν κάτι χωρίς να το βλέπουν, ή σαν αυτούς που ακούνε κάτι χωρίς τελικώς να το ακούνε.

2.  Η συγκεκριμένη παραβολή έχει ένα βαθύ νόημα, το οποίο ο Κύριος απεκάλυψε στους μαθητές Του, όψεις του οποίου είναι και τα παρακάτω:

(α) «Ο σπόρος εστίν ο λόγος του Θεού». Αυτό σημαίνει ότι ο λόγος αυτός περικλείει μέσα του τεράστια δύναμη, την οποία υποδηλώνει η αντιστοιχία με τον σπόρο. Όπως ο σπόρος, ενώ φαίνεται εξωτερικά μικρός και αδύναμος, έχει μέσα του δυνάμεις, ώστε να γίνει και δέντρο, το ίδιο και ο λόγος του Θεού: φαίνεται πολλές φορές «αδύναμος», εξωτερικά ίδιος με τους άλλους ανθρώπινους λόγους, όμως περικλείει τέτοιες δυνάμεις, που μπορούν να μεταμορφώσουν τη ζωή ενός ανθρώπου. «Ατομική βόμβα» τον έχουν χαρακτηρίσει και όχι άδικα. Κι είναι γνωστό ότι ο Κύριος πολλές φορές  μίλησε για τη δύναμη και την αξία του λόγου του Θεού. Μαγιά που μπορεί να ζυμώσει πολλά κιλά αλεύρου είπε ότι είναι η Βασιλεία Του που φανερώνεται με τον Ίδιο και τον λόγο Του, κρυμμένος θησαυρός και πολύτιμος μαργαρίτης που υπερβαίνει την αξία όλων των επιγείων πραγμάτων, σημείωσε αλλού για το ίδιο. Ο απόστολος Παύλος ήταν εκείνος που κατεξοχήν πρόβαλε τη δύναμη αυτού του λόγου: Συνιστά τη «δύναμιν του Θεού εις σωτηρίαν παντί τω πιστεύοντι», είπε. Κι αλλού: «Ζων ο λόγος του Θεού και ενεργής και τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν δίστομον και διϊκνούμενος άχρι μερισμού ψυχής τε και πνεύματος, αρμών τε και μυελών και κριτικός ενθυμήσεων και εννοιών καρδίας» (Εβρ. 4, 12).

Αιτία γι’  αυτό είναι το γεγονός ότι ο λόγος του Θεού αποτελεί ενέργεια Εκείνου και συνεπώς προσωπική Του παρουσία. Στον Θεό δηλαδή δεν υπάρχουν απρόσωπες και ανεξάρτητες από τις υποστάσεις Του δυνάμεις. Κάθε δύναμή Του, κάθε ενέργειά Του είναι στην πραγματικότητα προσωπική παρουσία δική Του. Έτσι και ο λόγος του Θεού: έχει τεράστια δύναμη, γιατί πρόκειται για τον ίδιο τον Θεό. Ο Κύριος πολλές φορές είχε τονίσει και αυτήν τη διάσταση, δηλαδή ότι αποδοχή του λόγου Του σημαίνει αποδοχή του Ίδιου μέσα στην ύπαρξη του ανθρώπου. Γι’  αυτό και οι άγιοι Πατέρες συχνά τόνιζαν ότι «ο Κύριος περικλείεται μέσα στις εντολές Του». Από την άποψη αυτή δίνεται με σαφήνεια απάντηση και στο ερώτημα πολλών «πώς μπορώ να δω και να συναντήσω τον Θεό;» Μόνο με την αποδοχή και την τήρηση των λόγων και των εντολών του Κυρίου, γεγονός που σημαίνει ότι η σχέση με τον Θεό δεν έχει θεωρητικό ή νοησιαρχικό χαρακτήρα, αλλά καθαρώς εμπειρικό. Την ώρα που ένας άνθρωπος θα τηρήσει τον λόγο του Θεού, εκείνην την ώρα θα δει την παρουσία του Θεού ενεργούσα μέσα σε όλη την ύπαρξή του. Αυτό συνιστά και την προϋπόθεση, προκειμένου να ενεργοποιείται η χάρη του Κυρίου μέσα από τα μυστήρια και μάλιστα της Θείας Ευχαριστίας.

(β) Ενώ όμως έχει τέτοια δύναμη ο σπόρος, ο λόγος του Θεού, εξαρτάται η ενέργειά του από το έδαφος στο οποίο θα πέσει, δηλαδή από το τι ψυχή θα συναντήσει. Όπως συχνά τονίζεται, ο παντοδύναμος Θεός αυτοπεριορίζεται, διότι ακριβώς σέβεται τη δοσμένη από Αυτόν στον άνθρωπο ελευθερία του. Η παραβολή του σπορέως αποτελεί  εναργή  απόδειξη της αλήθειας αυτής. Με άλλα λόγια, χωρίς τη συγκατάθεση του ανθρώπου ο λόγος του Θεού παραμένει ανενέργητος και «κενός». Όπως το σημειώνει και ο απόστολος Παύλος, ο οποίος παρακαλεί τους μαθητές του «μη εις κενόν δέξασθαι την χάριν του Θεού», να μην πάει χαμένη η χάρη του Θεού. Κι είναι δραματική και η εξής επισήμανση: πάει χαμένη η χάρη του Θεού, όταν ο άνθρωπος όχι μόνον την απορρίπτει, αλλά κι όταν μπορεί να την έχει αποδεχθεί! Εννοούμε ότι όχι μόνον το πατημένο έδαφος – ο άνθρωπος που έχει πλήρως αποστρέψει το πρόσωπό του από τον Θεό – αλλά και το πετρώδες και το ακανθώδες έδαφος, δηλαδή οι άνθρωποι που έχουν ανταποκριθεί σε πρώτη φάση στην κλήση του Θεού, αλλά δεν πρόσεξαν και δεν επέμειναν σ’ αυτήν, έχασαν τον Θεό.

 (γ) Εκτός από τον παράγοντα άνθρωπο με την ελευθερία του υπάρχει και κάποιος άλλος που παρεμβάλλεται στη διαδικασία της σποράς, της αποδοχής του λόγου του Θεού στην ψυχή του ανθρώπου: ο «εχθρός άνθρωπος» που λέει άλλη παραβολή, δηλαδή ο διάβολος. Είναι γνωστό: ο διάβολος προσπαθεί παντοιοτρόπως να εμποδίσει τον άνθρωπο από το άκουσμα του λόγου του Θεού, πολύ περισσότερο από την εφαρμογή του. Διότι ακριβώς γνωρίζει ότι ο λόγος του Θεού, αν γίνει αποδεκτός,  αποτελεί τη σωτηρία του ανθρώπου. Αξίζει να υπενθυμίσουμε το περιστατικό από την ασκητική παράδοση της Εκκλησίας, κατά το οποίο ηγούμενος μοναστηριού που ενώ δίδασκε τους μοναχούς του, έβλεπε ότι αυτοί αποκοιμώντο  με συνέργεια του διαβόλου, σταμάτησε τη διδασκαλία και άρχισε το «κουτσομπολιό». Αμέσως ξύπνησαν όλοι. Και βρήκε ευκαιρία ο καλός ηγούμενος να τους διδάξει αυτήν την αλήθεια: στον λόγο του Θεού  ο διάβολος προκαλεί τον ύπνο, στο «κουτσομπολιό» ξυπνάει τους πάντες.

(δ) Το καλό έδαφος είναι η προϋπόθεση της επιτυχίας της σποράς. Πρόκειται για τους καλοπροαίρετους, όπως είπαμε, ανθρώπους, οι οποίοι ανταποκρίνονται στον λόγο του Θεού «εν καρδία καλή και αγαθή», επιμένουν σ’  αυτόν, παρ’  όλες τις δυσκολίες, εξωτερικές ή εσωτερικές, κάνουν υπομονή για να δουν το αποτέλεσμα. Το «κατέχουσιν και καρποφορούσιν εν υπομονή» που λέει ο Κύριος, αποτελεί το μυστικό για την ύπαρξη του καλού εδάφους. Διότι η υπομονή φανερώνει την αλήθεια της πίστεως και της ταπεινώσεως του ανθρώπου, της εμπιστοσύνης του ότι, έστω κι αν δεν βλέπει άμεσα και ορατά αποτελέσματα, η χάρη του Θεού ενεργεί στον κόσμο. Ο Κύριος επανειλημμένως τόνιζε ότι «εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών». Κανείς δεν μπορεί να κερδίσει τη σωτηρία του, χωρίς την υπομονή. Κι οι άγιοι Πατέρες, εξηγώντας τον λόγο του Κυρίου, σημείωναν ότι η υπομονή συνιστά το υλικό, με το οποίο κτίζεται κάθε αρετή. Δεν είναι δηλαδή η υπομονή μία απλή αρετή, αλλά το συνοδευτικό κάθε αρετής.

Η παραβολή του καλού σπορέως, ενώ φαίνεται απαισιόδοξη,  είναι μία πολύ παρήγορη και αισιόδοξη παραβολή. Ο Κύριος μάς προσανατολίζει στην καρποφορία του καλού εδάφους, την πλουσιοπάροχη δηλαδή χάρη Του, η οποία δεν προσφέρεται «εκ μέτρου», όταν συναντήσει άνθρωπο που αγαπά την αλήθεια. Από την άλλη όμως, με την αναφορά στα άλλα εδάφη, τα μη καρποφόρα, μας επισημαίνει την ευθύνη μας: ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του. Θα πρέπει κάθε φορά να θέτουμε στον εαυτό μας το ερώτημα: τι έδαφος είμαι εγώ; Κι η απάντηση βεβαίως θα έρχεται στο βαθμό που θα υπάρχει ή όχι η παρουσία των καρπών. «Ο δε καρπός του Πνεύματός εστιν αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, αγαθωσύνη, χρηστότης, πίστις, πραότης, εγκράτεια». Αν δεν επισημαίνουμε τους καρπούς αυτούς στη ζωή μας, μάλλον θα πρέπει να αρχίσουμε να βάζουμε ερωτηματικό και στον χριστιανισμό μας. Αλλά στην περίπτωση αυτή τα λόγια του Κυρίου ακούγονται φοβερά: «Παν κλήμα εν εμοί μη φέρον καρπόν αίρεται και εις πυρ βάλλεται». Κάθε κλήμα που είναι ενωμένο με Εμένα, αλλά δεν φέρει καρπό, ο Ουράνιος Γεωργός το κόβει και το πετάει στη φωτιά.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Ζ΄ ΕΝ ΝΙΚΑΙΑ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ (Δ΄ ΛΟΥΚΑ)

 

«Η αγία και οικουμενική εβδόμη Σύνοδος έγινε στη Νίκαια της Βιθυνίας (787 μ.Χ.), για δεύτερη φορά (η πρώτη έγινε το 325 μ.Χ. όταν συνήλθαν οι Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου), επί Κωνσταντίνου βασιλέως και της μητέρας του Ειρήνης, και επί Αδριανού πάπα Ρώμης, Ταρασίου Κωνσταντινουπόλεως, Πολιτιανού Αλεξανδρείας, Θεοδωρήτου Αντιοχείας και Ηλία Ιεροσολύμων. Οι πατέρες που συναθροίστηκαν τότε ήταν τριακόσιοι εξήντα πέντε. Αυτοί όλοι συνήλθαν  κατά των εικονομάχων και αναθεμάτισαν εγγράφως κάθε αίρεση, όπως και τους αρχηγούς των αιρέσεων, έπειτα και όλους τους εικονομάχους. Εγγράφως εξέθεσαν και κατέγραψαν ότι όποιος δεν προσκυνά τις άγιες εικόνες είναι ξένος προς την πίστη των ορθοδόξων, ότι η τιμή της εικόνας διαβαίνει προς το πρωτότυπο και ότι αυτός που προσκυνά και τιμά την εικόνα προσκυνά σ’ αυτήν, την υπόσταση του εικονιζομένου. Κι αφού διέταξαν τα πράγματα με αυτόν τον τρόπο και ισχυροποίησαν την ορθόδοξη πίστη, ο καθένας απήλθε στη δική του επισκοπή».

Θα πρέπει καταρχάς να υπενθυμίσουμε ότι οι Οικουμενικές Σύνοδοι αποτελούν το ανώτερο και σπουδαιότερο όργανο που διαθέτει η Εκκλησία του Χριστού, προκειμένου να εκφράζει και να διατυπώνει  την πίστη και τη ζωή της, να καταδικάζει κάθε προσπάθεια αλλοίωσης της πίστης και της ζωής αυτής, δηλαδή την αίρεση, όπως βεβαίως και να καθορίζει τα πρακτικά πλαίσια πορείας της. Η έκφραση της πίστεως, όταν βεβαίως δίνεται η αφορμή με την εμφάνιση μίας αίρεσης, οπότε τότε διακυβεύεται η πίστη – κάτι που αποκαλύπτει ότι η οικουμενική σύνοδος, μολονότι θεσμικά κατοχυρωμένη,  συνιστά έκτακτο και χαρισματικό γεγονός –  γίνεται με τους όρους ή τα δόγματα, ενώ  ο καθορισμός των πρακτικών πλαισίων ζωής γίνεται με τους κανόνες. Με απλά λόγια μία οικουμενική  σύνοδος συνιστά το στόμα της Εκκλησίας, γι’ αυτό και οι αποφάσεις της είναι απολύτως υποχρεωτικές για κάθε μέλος αυτής, που σημαίνει ότι με την υπακοή του μέλους  διακρατείται ζωντανή η κοινωνία του με την Εκκλησία, άρα περαιτέρω διακρατείται ζωντανή η κοινωνία με τον ίδιο τον Χριστό και τους αγίους αποστόλους Του. Διότι βεβαίως ο αγώνας των Πατέρων που συγκροτούν την οικουμενική σύνοδο είναι πώς να παρουσιάσουν ό,τι η Εκκλησία ζει: τον Χριστό και το Πνεύμα Του. Εκεί μάλιστα που ο πιστός λαός, κληρικοί και λαϊκοί, διαγιγνώσκει ότι η Σύνοδος δεν εξέφρασε ό,τι οι απόστολοι κήρυξαν, εκεί διαμαρτύρεται και αρνείται την υπακοή, και με την έννοια αυτή ο πιστός λαός θεωρείται τελικώς ως ο φύλακας της ορθόδοξης πίστης.

Ο υμνογράφος  καταγράφει την παραπάνω αλήθεια και για τους Πατέρες της εβδόμης Οικουμενικής Συνόδου. «Αποστολικών παραδόσεων ακριβείς φύλακες γεγόνατε Άγιοι Πατέρες». Ο αγώνας τους ήταν πώς να μείνουν στην ακρίβεια της παράδοσης των Αποστόλων και των προ αυτών Πατέρων. Και γι’  αυτό, το πρώτο που έκαναν στη σύνοδο ήταν να καταδικάσουν πρώτα και αυτοί τον Άρειο, τον Μακεδόνιο, τον Νεστόριο, τον Ευτυχή και τους άλλους προγενέστερους αιρεσιάρχες. «Της γαρ αγίας Τριάδος το ομοούσιον ορθοδόξως δογματίσαντες, Αρείου το βλάσφημον συνοδικώς κατεβάλετε. Μεθ’  όν και Μακεδόνιον Πνευματομάχον απελέγξαντες, κατεκρίνατε Νεστόριον, Ευτυχέα και Διόσκορον, Σαβέλλιόν τε και Σεβήρον, τον Ακέφαλον». Πόσο άμεσα φαίνεται τούτο από το γεγονός ότι ορισμένοι ύμνοι είναι ακριβείς επαναλήψεις της ακολουθίας των Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου! Νομίζει κανείς σε πρώτο άκουσμα ότι έγινε κάποιο λάθος: «Όλην συγκροτήσαντες την της ψυχής επιστήμην, και τω θείω Πνεύματι συνδιασκεψάμενοι, το ουράνιον και σεπτόν Σύμβολον οι σεπτοί Πατέρες θεογράφως διεχάραξαν». Κι όμως! Είναι τέτοια η πεποίθηση ότι οι της Ζ΄ Συνόδου Πατέρες βρίσκονται στην ίδια πορεία με τους της Α΄ Συνόδου, ώστε σαν να «σβήνεται» το παρόν και να ακούγεται το παρελθόν ως παρόν. Η ταυτότητα της πίστεως όλων των Πατέρων στο απόγειό τους.

Ποια η αίρεση την οποία κατεδίκασε η Ζ΄  Οικουμενική Σύνοδος και η οποία συνόψιζε τις προγενέστερες αιρέσεις; Η εικονομαχία, η εναντίωση στις εικόνες, η άρνηση δηλαδή της δυνατότητας εξεικονισμού του Χριστού. Διότι η άρνηση αυτή σήμαινε ότι ο Χριστός δεν ήταν πραγματικός και αληθινός άνθρωπος, φάνηκε ως άνθρωπος, συνεπώς η εικονομαχία συνέχιζε και διαιώνιζε με άλλον τρόπο τον μονοφυσιτισμό, ή από άλλη όψη τον νεστοριανιασμό. Στο βάθος της δηλαδή η εικονομαχία συνιστούσε χριστολογική αίρεση. Έτσι ενώ φαινόταν «λογική» η πολεμική κατά των εικόνων: να μην ξεπέσουμε σε ειδωλολατρία, στην ουσία ήταν άρνηση του Χριστού, που σημαίνει ότι η αποδοχή των εικόνων του Χριστού αποτελούσε το πιο κραυγαλέο κήρυγμα πίστεως στην ενανθρώπησή Του. «Διά τούτο την αληθινήν πίστιν κρατούσα η Εκκλησία, ασπάζεται την εικόνα της Χριστού ενανθρωπήσεως». Και βεβαίως εννοείται ότι ο εξεικονισμός του Χριστού αναφερόταν στο περιγραπτό της ανθρώπινης φύσεώς Του και όχι της θεϊκής. Το θείο πράγματι δεν εξεικονίζεται, γι’  αυτό και όποια προσπάθεια ζωγραφικής αποδόσεως της αγίας Τριάδος δεν βρίσκεται μέσα σε ορθόδοξα πλαίσια. Η αγία Σύνοδος μάλιστα μνημόνευε και τον λόγο του Μεγάλου Βασιλείου, τον οποία χρησιμοποίησε και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο θεολόγος των εικόνων, ότι «η τιμή της εικόνος επί το πρωτότυπον διαβαίνει», για να τονίσει δηλαδή ότι δεν τιμάται το ξύλο ή το χρώμα της εικόνας, αλλά το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται. Κι εννοείται τέλος ότι οι εικόνες της Παναγίας και των αγίων γίνονταν αποδεκτές, διότι οι άγιοι είναι οι κατεξοχήν φίλοι του Χριστού, συνεπώς τιμώντας αυτούς τον Χριστό τελικώς τιμάμε.