Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2025

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΚΑΠΠΑΔΟΚΗΣ

Τον όσιο Αρσένιο τον Καππαδόκη, τον Χατζεφεντή, τον γνωρίσαμε κυρίως από το βιβλίο που έγραψε γι’  αυτόν ο άλλος όσιος της εποχής μας, Γέρων Παῒσιος αγιορείτης. Ήταν εκείνος που «γοήτευσε» τον όσιο Παῒσιο  από μικρό παιδί, ήδη από τον τόπο της κοινής καταγωγής τους, τα Φάρασα της Καππαδοκίας, και θέλησε γι’  αυτό να ακολουθήσει τα δικά του χνάρια ζωής και να γίνει καλόγερος, πλήρως αφιερωμένος στον Θεό. Κι ίσως η στροφή αυτή του Γέροντος Παϊσίου για την καλογερική ζωή, πλην της δικής του κλίσης, να οφείλετο σ’  ένα βαθμό και στη δύναμη προσευχής του αγίου Αρσενίου, ο οποίος στο πρόσωπο του μικρού Φαρασιώτη (μετέπειτα αγίου Παϊσίου, γιου του Προέδρου τότε των Φαράσων Πρόδρομου Εζνεπίδη), είδε τον δικό του διάδοχο, καθώς μάλιστα εξέφρασε τούτο και την ώρα της βάπτισης του παιδιού -  είναι γνωστό ότι την ώρα της ονοματοδοσίας «υποχρέωσε» τον νονό αντί του ονόματος Χρήστος να πει το δικό του όνομα Αρσένιος.  Ο πόθος του αγίου Παϊσίου να γράψει τον βίο του αγίου Αρσενίου σφηνώθηκε μέσα του από πολλά χρόνια πριν μέχρις ότου γίνει τούτο πραγματικότητα. Κι όταν είχε συλλέξει πια αρκετά στοιχεία – που με τον καιρό αυξάνονταν μετά από έρευνες δικές του και άλλων γνωστών του – και ολοκλήρωσε κατά κάποιον τρόπο το βιβλίο, ο άγιος Αρσένιος μετά από θαυμαστική παρουσία του «επικρότησε» το έργο του μαθητή και «διαδόχου» του.

Το γεγονός ότι ένας άγιος γράφει για έναν άλλον άγιο δείχνει τη σοβαρότητα του εγχειρήματος και δίνει την εσωτερική πληροφορία ότι αυτό που γράφεται είναι έγκυρο κι έχει τη σφραγίδα του Πνεύματος του Θεού. Αυτό δεν συμβαίνει διαχρονικά μάλιστα στην Εκκλησία μας; Πόσοι άγιοι έγραψαν για προγενεστέρους αυτών, όπως ο άγιος Αθανάσιος για παράδειγμα για τον όσιο Αντώνιο τον μεγάλο; Αναπαύεται λοιπόν η ψυχή μας, καθώς διεξερχόμαστε τον βίο του αγίου Χατζεφεντή, γινόμενοι μέτοχοι της χάρης που ζούσε ο βιογράφος του με την έκθεση των μαρτυριών που συνέλεξε. Δεν θέλουμε να επεκταθούμε ιδιαιτέρως στον βίο αυτό – είναι πολύ εύκολο να τον αναζητήσει κανείς και να τον εύρει, καθώς μάλιστα δεν έχει μεγάλη έκταση – όσο να σταθούμε σε κάποιο σημείο που θίγει ο άγιος Παῒσιος από τη ζωή του νεώτερου αυτού οσίου Καππαδόκου.

Το μόνο που θα θέλαμε ίσως να πούμε από τα βιογραφικά του είναι ότι γεννήθηκε το 1840 στα Φάρασα, από μικρός ένιωσε τη χάρη των αγίων που τον έστρεψαν στον πόθο του Θεού, σπούδασε γιατί είχε σπουδαίο χωρητικό νου, χειροτονήθηκε κληρικός και υπήρξε δάσκαλος στα παιδιά των χωριών της περιοχής του, επέδειξε ως κληρικός σπάνια θυσιαστική διάθεση έναντι του ποιμνίου του και όχι μόνο, χαριτώθηκε από τον Θεό με προορατικό και θαυματουργικό χάρισμα που το γεύονταν Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, είχε έντονο πατριωτισμό ώστε να πρωτοστατεί στη διακράτηση και καλλιέργεια του εθνικού αισθήματος των Ελλήνων που ήταν βουτηγμένοι μέσα στην Τουρκιά, ήταν ατρόμητος και θαρραλέος σαν λιοντάρι, κι όλα αυτά μέσα σε μια σκληρή ασκητικότητα ως προς τον εαυτό του που εκφραζόταν αδιάκοπα ως βαθιά ταπείνωση (αγωνιζόταν διακαώς να κρυφτεί με ένα είδος σαλότητας) και απέραντη αγάπη προς όλους. Το 1924 αναγκάστηκε κι αυτός μαζί με τους άλλους Φαρασιώτες να φύγει από την πατρίδα του και να καταφύγει στη Μεγάλη Πατρίδα, την Ελλάδα, όπου φτάνοντας στην Κέρκυρα, μετά από σαράντα ημέρες, όπως είχε προφητεύσει, παρέδωσε την αγιασμένη του ψυχή στα χέρια του Δημιουργού του. Το 1958 ο άγιος Παῒσιος έκανε την ανακομιδή των λειψάντων του και τα πήγε στην Κόνιτσα και έπειτα στη Θεσσαλονίκη, ενώ το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον Φεβρουάριο του 1986 τον ενέταξε επισήμως στις δέλτους των αγίων της Εκκλησίας.

Ποιο το σημείο που θέλουμε να σταθούμε; Σ’ αυτό που γράφει ο όσιος Γέρων Παῒσιος από την ποιμαντική δράση του αγίου Αρσενίου, όταν μετά κυρίως από τις θείες λειτουργίες μάζευε τους Φαρασιώτες και μάλιστα τους μεγαλυτέρους στην ηλικία, προκειμένου να τους μιλάει για θέματα του Ευαγγελίου, για βίους αγίων, για ιστορίες ακόμη και από την Παλαιά Διαθήκη. Ο τρόπος και η διαδικασία της ποιμαντικής του είναι αξιοπρόσεκτη, που αποκαλύπτει το ύψος της διάκρισής του και της αγιότητάς του.

«Όταν (ο άγιος Αρσένιος) έβλεπε μερικά γεροντάκια να ανησυχούν, όσες φορές η διήγηση ήταν μεγάλη, και ήθελαν να καπνίσουν, ο ίδιος σηκωνόταν και τους έφερνε καπνό και τους ανάπαυε σ’  αυτές τις περιπτώσεις∙ κι έτσι είχαν διάθεση να καθήσουν και να ακούν με προσοχή, για να τα διηγηθούν και αυτοί ύστερα ο καθένας στο σπίτι του ή στη γειτονιά του».

Θα έλεγε κανείς ότι ο άγιος θα θύμωνε που έβλεπε την ανησυχία των γερόντων προκειμένου να ικανοποιήσουν ένα πάθος τους. Κι ίσως δικαιολογημένα: κήρυττε τον λόγο του Θεού, επιχειρούσε να τους ανεβάσει σε ανώτερο πνευματικό επίπεδο, να τους κάνει δηλαδή μετόχους της χάρης του Θεού, ενώ εκείνοι κινούνταν σε επίπεδο «σαρκικό». Δεν προκαλεί έναν εργάτη του Θεού το επίπεδο αυτό; Διότι φανερώνει ότι η προτεραιότητα των ανθρώπων αυτών είναι τα υλικά και επίγεια, είναι τα πάθη τους και όχι ο Θεός και ο λόγος Του. Αλλά ο άγιος ήταν προσγειωμένος και κατανοούσε βαθιά την ανθρώπινη φύση. Ήξερε δηλαδή πως όταν κάποιος έχει υποχωρήσει σ’ ένα πάθος του, και μάλιστα επανειλημμένως, τότε το πάθος αυτό λόγω της συνήθειας αποκτά ένα βάθος μεγάλο στην ψυχή του ανθρώπου, βγάζει ρίζες και στερεώνεται τόσο που καθίσταται σχεδόν αδύνατο να εξαλειφθεί. Δεν είναι τυχαίο που οι πιο φιλόσοφοι της ζωής λένε πως το πάθος γίνεται δεύτερη φύση στον άνθρωπο – η εξάλειψή του μοιάζει με «θάνατο» του ανθρώπου και προκαλεί τη μέγιστη οδύνη. Ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος για παράδειγμα συχνά υπενθύμιζε ότι δεν πρέπει να συνηθίζουμε να υποχωρούμε στα πάθη μας, γιατί η συνήθεια αυτή καθίσταται δεύτερη φύση μας. «Μή συνήθιζε ἧτταν ἐν πολέμῳ. Ἡ γάρ συνήθεια δευτέρα φύσις ἐστίν». Οπότε, ο άγιος Αρσένιος κατανοούσε την οδύνη και την «ανησυχία» των εθισμένων στο τσιγάρο γερόντων.  Και να ήθελαν να το κόψουν, δεν μπορούσαν διαμιάς.

Κι η κατανόησή του αυτή, καρπός όχι απλώς μιας παιδαγωγικής αρχής αλλά ενός «παροξυσμού αγάπης» κατά τον λόγο του αποστόλου «κατανοῶμεν ἀλλήλους εἰς παροξυσμόν ἀγάπης», τον έκανε όχι μόνο να ανέχεται την αδυναμία τους, αλλά να σπεύδει ο ίδιος να την ικανοποιήσει  – έφερνε τον καπνό τους. Γιατί; Διότι αφενός (ιδίως με τα δεδομένα της τότε εποχής) το τσιγάρο μπορεί να ήταν πάθος όχι όμως θανάσιμο – θεωρείτο μία απλή απόλαυση του ανθρώπου –, αφετέρου έβλεπε ότι ήταν καλοδιάθετοι άνθρωποι, με αγάπη προς τον Θεό, τόσο που όχι μόνο αποδέχονταν τις αγιωτικές ιστορίες του με προσοχή, αλλά μετέπειτα δρούσαν και ιεραποστολικά μεταφέροντάς τις και σε άλλους στην οικογένειά τους αλλά και ευρύτερα. Και το δεύτερο αυτό ασφαλώς θα έκανε τον άγιο να ελπίζει και για την υπέρβαση του συγκεκριμένου πάθους τους. Διότι όταν κανείς είναι προσανατολισμένος προς τον Θεό, τότε Εκείνος δίνει τη δύναμη σταδιακά να απεμπλέκεται από όποια αδυναμία του. Η πνευματική ζωή θέλει όπως λέμε «ρέγουλα». Τα πάθη «κόβονται» σιγά-σιγά, στον βαθμό που ο άνθρωπος κινείται προς τον Θεό. Και όπως όταν ξεκινάει κανείς να τρέχει, στην αρχή έχει μία μικρή ταχύτητα, η οποία σταδιακά αυξάνει, το ίδιο και στα πνευματικά: κάνει κάποιος κάποια μικρά δειλά βήματα και κατά την αναλογία της αγάπης του προς τον Θεό τα βήματα γίνονται άλματα, τα άλματα μπορεί να γίνουν τρέξιμο με φτερά. Υπάρχουν βεβαίως και οι εξαιρετικές περιπτώσεις που κάποιος πληγώνεται τόσο πολύ από την αγάπη του Χριστού, ώστε διαμιάς να φτάσει στο απόλυτο γι’ αυτόν δυνατό, σαν τον ευγνώμονα ληστή δίπλα στον Χριστό ή σαν την οσία Παϊσία που έφερε σε μετάνοια ο όσιος Ιωάννης ο Κολοβός (Γεροντικό). Αλλά μιλάμε για τις πιο συνηθισμένες περιπτώσεις και όχι για τις εξαιρέσεις, όπου «η μία ώρα της μετανοίας γίνεται δεκτή από τον Θεό περισσότερο από τη μετάνοια πολλών που επιμένουν πολύ καιρό σ’ αυτήν, γιατί δεν δείχνουν τη θερμότητα που πρέπει».

Ο άγιος Αρσένιος είναι μία δωρεά του Θεού στον σύγχρονο κόσμο. Η αγάπη του, η διάκρισή του, η συνεχής θαυματουργία του λόγω της «πεπαρρησιασμένης» ενώπιον του Θεού ψυχής του, αποτελούν ακτίνες της χάρης του Θεού που δρουν θεραπευτικά στον ταλαιπωρημένο από την αμαρτία κόσμο μας. Κι όπως γράφει ο όσιος Παῒσιος περί το τέλος του βιβλίου του για τον άγιο «τώρα πια ο Χατζεφεντής (Πατήρ Αρσένιος) δεν τρέχει με τα πόδια και δεν λαχανιάζει, για να προλαβαίνη τους αρρώστους, να τους διαβάζη την ανάλογη ευχή και να τους θεραπεύει, αλλά πετάει άνετα σαν Άγγελος από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη και μπορεί να προλαβαίνη όλους τους πιστούς, που τον επικαλούνται με ευλάβεια».  

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΟΡΕΣΤΗΣ

«Αυτός ο άγιος ήταν από την πόλη των Τυάνων της Καππαδοκίας. Επειδή ομολογούσε την πίστη του στον Χριστό, συνελήφθη από τον ηγεμόνα Μαξιμίνο, επί της βασιλείας του Διοκλητιανού. Επειδή δεν πείσθηκε να θυσιάσει στα είδωλα, αλλά με παρρησία ομολογούσε τον Χριστό ως Θεό, κτυπιέται με ράβδους τόσο δυνατά, ώστε τα έγκατα των σπλάγχνων του να αποσπασθούν και να φαίνονται από έξω. Μετά από αυτό οδηγήθηκε στον ναό των ειδώλων. Αυτός τότε με ένα απλό φύσημά του στα είδωλα τα έκανε να γίνουν αμέσως σαν σκόνη. Έπειτα παραδόθηκε στη φυλακή και μετά από επτά ημέρες παραστάθηκε στο βήμα του Μαξιμίνου. Και πάλι, επειδή αναγκάστηκε να θυσιάσει και δεν πείστηκε, του τρυπήσανε τους αστραγάλους με μεγάλα καρφιά και τον πρόσδεσαν με αλυσίδες σε άγριο άλογο, που έτρεχε με πολλή βία, κι αφού τον έσυρε εικοσιτέσσερα μίλια από την πόλη των Τυάνων, παρέδωσε το πνεύμα».

Η στερεότητα και η πνευματική δύναμη της ψυχής του αγίου μάρτυρα Ορέστη είναι εκείνο που κατεξοχήν τονίζεται στην ακολουθία του από τον εκκλησιαστικό ποιητή. Ο μάρτυρας, κατ’  αυτόν, έχει τέτοια και τόση ρώμη εσωτερική, ώστε ο θεωρούμενος πανίσχυρος τύραννος δεν τολμούσε ούτε να υπομείνει το φέγγος των λόγων του. «Ρημάτων σου αντιβλέψαι τω φέγγει ο τύραννος…ουκ ίσχυσεν».  Αιτία της δυνάμεως αυτής του αγίου βεβαίως δεν ήταν άλλο από τη δύναμη που του έδινε το άγιο Πνεύμα, ο ίδιος ο Χριστός, πάνω στην πέτρα της αγάπης του Οποίου είχε στηρίξει και την ύπαρξή του. Οι ύμνοι επ’  αυτού είναι υπέροχοι: «Οι χείμαρροι των βασάνων που σωρεύτηκαν  δεν μπόρεσαν να σείσουν τον πύργο της ψυχής σου, μακάριε μάρτυρα Ορέστη. Διότι είχε στηριχτεί πάνω στην πέτρα της αγάπης του Κυρίου, αξιοθαύμαστε».

Ο άγιος υμνογράφος βλέπει με πνευματικό τρόπο και το μαρτυρικό τέλος του αγίου. Ενώ σύρεται από το άλογο και παραδίδει έτσι δεινώς βασανιζόμενος την αγία ψυχή του, γίνεται λόγω της αιτίας του μαρτυρίου του – της αγάπης του προς τον Χριστό – ο ίδιος ένα άρμα: τρέχει στον αγώνα αυτό, φέροντας επάνω και μέσα στην καρδιά του τον ίδιο τον Χριστό, με αποτέλεσμα να φτάσει χαίροντας στο όριο της πνευματικής αυτής αρματοδρομίας, την βασιλεία του Θεού. «Έγινες άρμα του Λόγου του Θεού, του Χριστού, παμμακάριστε, και τον είχες να είναι σαν σε όχημα επάνω σου. Γι’  αυτό, αφού δέθηκες σε άλογα, από τους πονηρούς, από το βίαιο σύρσιμο εξέπνευσες και έφθασες με χαρά προς τη βασιλεία του Θεού».  Είναι η ίδια αλήθεια που τονίζει κάθε φορά η Εκκλησία μας, όταν αναφέρεται στα μαρτύρια των αγίων: ενώ φαίνονται οι ηττημένοι και οι εξαθλιωμένοι, στην πραγματικότητα είναι οι θριαμβευτές, εκείνοι που έχουν τον τελικό και απόλυτο λόγο.

Ένας ύμνος του κανόνα του αγίου δίνει και την εξήγηση του παράδοξου φαινομένου: πώς δηλαδή ο «αδύναμος» άγιος τελικώς κατισχύει των «δυνατών». «Ο θεϊκός πόθος για τον Χριστό – λέει - σε κατάκαψε, μάρτυς πανάριστε, και σε έκανε δυνατό, έτσι ώστε να καταφλέγεις την εύκολη να καεί ύλη της μανίας των ειδώλων». Σαν φωτιά  ο άγιος κατέκαψε το ξερόχορτο της ειδωλολατρίας. Η συγκεκριμένη εικόνα του αγίου υμνογράφου δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη. Διότι πέραν του γεγονότος ότι προβάλλει τη δύναμη πράγματι ενός μάρτυρα, δύναμη στην ουσία του ίδιου του Χριστού, επισημαίνει την παντελή αδυναμία της κοσμικής δύναμης. Η ειδωλομανία εν προκειμένω είναι η όποια κυριαρχική δύναμη στον κόσμο, που δεν λαμβάνει υπόψη της τον αληθινό Θεό. Συνεπώς δεν αναφέρεται μόνον στην εποχή εποχή, αλλά και σε κάθε εποχή, και στη δική μας. Όπου υπάρχουν δυνάμεις που φαίνονται ισχυρές και τεράστιες, αλλά δρουν χωρίς αγάπη, χωρίς δηλαδή την παρουσία του Θεού, η όποια θεωρούμενη δύναμή τους είναι μία σκιά, ένα κυριολεκτικά ξερόχορτο. Είναι αυτό που μαρτυρεί ο λόγος του Θεού, ότι δηλαδή ο κοσμοκράτορας διάβολος είναι ένας ηττημένος άρχοντας, ένας ήδη «τελειωμένος», που απλώς είναι θέμα ολίγου χρόνου μπροστά στον Χριστό να χαθεί με ένα απλό φύσημά Του, όπως ένας ιστός αράχνης.

Πόσες αυτοκρατορίες δεν υπήρξαν που θεωρούνταν κραταιές και «αιώνιες»; Πού είναι η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία; Χάθηκε. Πού είναι και η Βυζαντινή ακόμη αυτοκρατορία; Κι αυτή κατέπεσε, λόγω «των αμαρτιών» της. Κι ακόμη σύγχρονες αυτοκρατορίες κι αυτές εξαφανίστηκαν. Και επομένως: ποιος μπορεί να θεωρεί κραταιούς και τους σημερινούς ισχυρούς της γης, που κάνουν επίδειξη δυνάμεως στους αδύναμους; Ποιος μπορεί να τους λαβαίνει στα σοβαρά, όταν μάλιστα κριτήριό τους είναι η αδικία, με την έννοια ότι κοιτούν μόνον το συμφέρον τους, αδιαφορώντας για τα πάθη ολόκληρων λαών; Το θέμα είναι αυτοί οι αδύναμοι θεωρούμενοι λαοί να έχουν ανθρώπους με λίγη φλόγα στην καρδιά τους. Ο άγιας Ορέστης – κι όχι μόνον αυτός - με πυρακτωμένη την ψυχή από την αγάπη του Χριστού ντρόπιασε και κατάκαψε, όπως είπαμε, το ξερόχορτο της δύναμης του Μαξιμίνου και του Διοκλητιανού. Εμείς πού θα βρούμε λίγη από τη φλόγα του; Οι άλλοι είναι «ξερόχορτα». Εμείς όμως;

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2025

ΠΩΣ ΑΓΙΑΣΕ Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ

«Στα σαράντα τέσσερά μου χρόνια ο Θεός μου φανέρωσε αυτό, που θα με κράταγε μέχρι τέλους της ζωής μου σταθερό στη στενή και τεθλιμμένη οδό, που είχα επιλέξει:

Το της «ατιμίας πόμα καθάρσιον» (Το να σου προκαλούν ατιμία είναι πιοτό που σε καθαρίζει ψυχικά) που λέει και ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναḯτης. Από τότε μέχρι την τελευταία μου αναπνοή, ούτε στιγμή δε μ’ άφησε η συκοφαντία, η προσβολή, η περιφρόνηση. Δε θέλω να σου μιλήσω ούτε για περιστατικά, ούτε για πρόσωπα. Μπορεί να σε σκανδαλίσω με λογισμούς αγανάκτησης και κατάκρισης. Δεν θα μπορέσεις έτσι να καταλάβεις, ότι και τη συκοφαντία και την προσβολή και την περιφρόνηση έφτασα να τ’ αγαπήσω.  

Απορείς; Κι όμως, έμαθα να τα βλέπω σαν τα καρφιά του σταυρού μου. Αυτή ήταν η οδός της ανάστασής μου. Να ’ναι ευλογημένα. Με μάθανε ν’ αγαπώ, απαλλαγμένος από την αγωνία να αρέσω, να γοητεύω, να τιμώμαι. Με μάθανε να στρέφω το βλέμμα στους ταπεινούς και καταφρονεμένους, στους απλούς, καθημερινούς και ανώνυμους ανθρώπους, στο χρυσάφι της γης» (Από επιστολή του Αγίου Νεκταρίου επισκόπου Πενταπόλεως του θαυματουργού σε πνευματικό τέκνο του).

Τι είναι ο χριστιανός; «Μίμημα Χριστού κατά το δυνατόν ανθρώπω» (άγιος Ιωάννης Κλίμακος). Ένας άνθρωπος δηλαδή που οι σκέψεις του, τα λόγια του, οι διαθέσεις του, η όλη συμπεριφορά του απηχούν τη ζωή του Χριστού, προεκτείνουν δηλαδή τη ζωή Εκείνου μέσα από τη δική του προσωπική ζωή. Όπως συνηθίζουν και διδάσκουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας: ο χριστιανός είναι ο Χριστός «εν ετέρα μορφή». Βλέπεις τον χριστιανό, τον άγιο δηλαδή, και είναι σαν να βλέπεις ενσαρκωμένο το Ευαγγέλιο, τον Ίδιο τον Κύριο να συνεχίζει να περιπατεί στον κόσμο τούτο – ό,τι λέει και ο απόστολος Παύλος ακριβώς για τον πιστό: είναι μία «επιστολή Χριστού γινωσκομένη και αναγινωσκομένη».

Πώς είναι δυνατόν κάτι τέτοιο; Δεν είναι μία δυνατότητα του ανθρώπου που αποκτά μόνος του. Του δίνεται η δυνατότητα αυτή από τη στιγμή που ο άνθρωπος θα ανταποκριθεί στην κλήση του Θεού και θα ενσωματωθεί εν Εκκλησία στον Χριστό, θα γίνει μέλος Του διά του αγίου βαπτίσματος και του αγίου χρίσματος, τουτέστιν η χάρη του αγίου Πνεύματος με την ευδοκία του Θεού Πατέρα θα καταστήσει  έ ν α  τον άνθρωπο με τον Κύριο Ιησού Χριστό – η χάρη του Τριαδικού Θεού θα «εγκατασταθεί» στο βάθος της καρδιάς του ανθρώπου εξορίζοντας την κυριαρχία του Πονηρού, ο οποίος θα συνεχίζει να δρα, κατά παραχώρηση Κυρίου, στις «παρυφές» της καρδίας. Κι αρκεί αυτό; Βεβαίως όχι. Είμαστε κλημένοι ταυτοχρόνως να είμαστε «συνεργοί Θεού», οπότε η δωρεά που μας δόθηκε και μας δίνεται απαιτεί την απόλυτη, στο έπακρο, ενεργοποίηση και της θελήσεως του ανθρώπου – ο άνθρωπος να δείξει ότι θέλει τον Χριστό στη ζωή του. Και πώς το δείχνει, που θα πει πώς ανταποδίδει την προς αυτόν αγάπη του Θεού; Μόνο με τον τρόπο που καθόρισε ο ίδιος ο Κύριος: διά της τηρήσεως των αγίων Του εντολών. «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε».

(Ας επιτραπεί να υπενθυμίσουμε αυτό που βοά απαρχής μέχρι τέλους η Γραφή: «Καθώς ηγάπησέ με ο Πατήρ», είπε ο Κύριος στους μαθητές Του, «καγώ ηγάπησα υμάς. Μείνατε εν τη αγάπη τη εμή. Εάν τας εντολάς μου τηρήσητε, μενείτε εν τη αγάπη μου». Ζω μέσα σας και σεις μέσα μου, λέει ο Κύριος, διότι έτσι λειτουργεί η αγάπη του Θεού. Γι’ αυτό σας παρακαλώ να μείνετε σταθεροί στην αγάπη αυτή. Κι ο μόνος τρόπος; Να τηρείτε τις εντολές μου. Οπότε, την ώρα που ο χριστιανός, δηλαδή αυτός που έγινε μέλος Χριστού διά του αγίου βαπτίσματος,  τηρεί τις άγιες εντολές Εκείνου, την ίδια ώρα κοινωνεί μαζί Του, βρίσκεται μέσα σ’ Αυτόν και Εκείνος μέσα στον ίδιο. Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος στην Α΄ Καθολική του επιστολή το λέει και μ’ άλλον τρόπο: «Ο λέγων εν Αυτώ μένειν οφείλει καθώς Εκείνος περιεπάτησεν και αυτός ούτω περιπατείν» - αυτός που ισχυρίζεται ότι μένει ενωμένος με τον Χριστό, οφείλει όπως Εκείνος έζησε στον κόσμο τούτο και αυτός με τον ίδιο τρόπο να ζει).

Τι ζωή έζησε στον κόσμο τούτο ο Κύριος, ώστε αντιστοίχως την ίδια ζωή να ζει και ο πιστός του; Όχι ασφαλώς πλούσια και «χλιδάτη» ζωή, όχι στρωμένη με ροδοπέταλα που λέμε, αλλά μία ζωή που ο χαρακτηρισμός της είναι μονολεκτικός: «πάθος». Όλη η ζωή του Κυρίου ήταν απαρχής μέχρι τέλους ένα Πάθος – η Σταυρική Του θυσία ήταν η απλώς η αποκορύφωση. Πειρασμοί, προσβολές, συκοφαντίες, διώξεις, αμφισβητήσεις, φονικές διαθέσεις, ο ίδιος ο θάνατος τέλος με τη χειρότερη εκδοχή του ήταν ό,τι αντιμετώπισε κάθε στιγμή της ζωής Του. Και τι υποσχέθηκε έτσι στους μαθητές Του; Ό,τι εγώ υπέστην το ίδιο θα υποστείτε κι εσείς. «Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν». Η στενή και θλιμένη οδός Εκείνου απετέλεσε και αποτελεί έκτοτε τον μονόδρομο του κάθε χριστιανού. Το ξέρει ο εν επιγνώσει χριστιανός: από τη στιγμή που θέλει να ακολουθήσει τον Χριστό, τον περιμένουν τα μύρια πάθη και οι μύριες θλίψεις και δοκιμασίες. Όπως το εξέφρασαν οι Απόστολοι στο κήρυγμά τους: «Διά πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την Βασιλείαν των Ουρανών».

Γι’ αυτό και ο χριστιανός συνιστά ένα «παράδοξο» για τον κόσμο, τον πεσμένο στην αμαρτία. Ανατρέπει τα κριτήριά του και τις προσδοκίες του: αντί της φιληδονίας ζει την εγκράτειαˑ αντί της φιλαργυρίας ζει την πτωχεία και την προσφορά στον συνάνθρωποˑ αντί της φιλοδοξίας ζει την ταπείνωση, γι’ αυτό αντί του εγωισμού βιώνει την αληθινή αγάπη – εκεί που συντονίζεται με τον Ίδιο τον Θεό που είναι Αγάπη. Κι αυτό συνιστά τη λογική της θεωρουμένης «παραλογίας» του. Γιατί υπερβαίνοντας ό,τι κοσμικό και αμαρτωλό ανθρώπινο, ζει από τη ζωή αυτή την παρουσία του Αναστημένου Ιησού. Απλώς είναι ένας δρόμος που δεν φαίνεται εξωτερικάˑ πρέπει να τον βιώσεις για να σου φανερωθεί.

Το βίωμα του αποστόλου Παύλου φωτίζει με τρόπο μοναδικό τη μυστική αυτήν πραγματικότητα: «Χριστώ συνεσταύρωμαι» μαρτυρεί. «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη εν εμοί Χριστός». Είμαι ένα με τον Χριστό, το εγώ μου δεν υπάρχει – Εκείνος είναι η αυτοσυνειδησία μου, γιατί είμαι μέλος Του. Αλλά για να υφίσταται τούτο είμαι σταυρωμένος μαζί Του. Κι η συσταύρωση αυτή είναι ακριβώς η μέχρι θανάτου απόφαση του πιστού να ζει τις εντολές Εκείνου: τη θυσιαστική αγάπη, την ταπείνωση, την υπακοή – ό,τι συνιστά το φρόνημα του Κυρίου Ιησού. «Τούτο φρονείσθω εν υμίν, ο και εν Χριστώ Ιησού».

Αλλά όλα αυτά αποκαλύπτουν τον κόσμο του κάθε αγίου, τον κόσμο και του αγαπημένου αγίου Νεκταρίου του θαυματουργού. Όσα γράφει για τη ζωή του στην επιστολή του αποτελούν μ’ έναν φυσικό και απλό τρόπο υπομνηματισμό των λόγων του Κυρίου και της ζωής και του κηρύγματος των Αποστόλων. Νιώθει κι αυτός συσταυρωμένος με τον Χριστό, ακόλουθός Του, γιατί «αίρει» τον δικό του σταυρό υπομένοντας τις αδικίες, τις προσβολές, τους εξευτελισμούς, την περιφρόνηση. «Είναι τα καρφιά του σταυρού μου» σημειώνει. Αλλά αυτά σημαίνουν και «την οδό της  ανάστασής μου», οπότε «τα αγαπώ» - άλλος τρόπος εκφράσεως του «ζη εν εμοί Χριστός»! Και μαθαίνουμε έτσι και από τον μεγάλο σύγχρονο άγιο ότι το μυστικό της κατά Χριστόν ζωής δεν βρίσκεται στην όραση των προβλημάτων, σωματικών και ψυχικώνˑ βρίσκεται στην όραση Εκείνου, του αρχηγού της πίστεως, ο Οποίος μέσα από τα προβλήματα φέρνει την Ανάσταση και τη Ζωή!

 Προκαλεί εντύπωση όταν μελετά κανείς τα μαρτύρια πολλών αγίων μαρτύρων της πίστεως. Υπάρχει συχνά η επισήμανση ότι τα πάθη που υφίσταντο ήταν σαν να τα ζει κάποιος άλλος – «ως πάσχοντος ετέρου εν τω σώματι αυτού». Το ίδιο και με τον άγιο Νεκτάριο: τα προσδιορισμένα βάσανά του, ψυχικά και σωματικά, ενώ ήταν καρφιά δεν τον έκαμπταν, γιατί τα θεωρούσε γλυκασμό αναστάσιμο. Μέσα από αυτά φανερωνόταν στο ανώτερο δυνατό ο Ίδιος ο Κύριος – «όταν ασθενώ τότε δυνατός ειμι» κατά τον λόγο του αποστόλου. Κι η φράση που χρησιμοποιεί αποκαλύπτει το θεϊκό φρόνημά του: «να ’ναι ευλογημένα!» Φρόνημα δηλαδή ταπείνωσης με το κύριο γνώρισμα της υπακοής όπως συνέβη με τον Ιησού Χριστό.

Κι αυτό το βίωμα της ταπεινής υπακοής που τον κάνει να ζει ήδη στον κόσμο αυτόν έναν Παράδεισο, γιατί έμαθε «ν’ αγαπά», του μεταποιεί τα κριτήρια – βλέπει με τα μάτια του Κυρίου. Και τι βλέπει; Όχι ό,τι φαντάζει μεγάλο και σπουδαίο και «χρυσό» στον κόσμο, αλλά το αληθινό «χρυσάφι της γης», που δεν είναι άλλο από τους ανθρώπους που ελκύουν τη χάρη και το φως του Θεού, τους ταπεινούς και τους καταφρονεμένους, τους απλούς και ανώνυμους ανθρώπους - μία επανάληψη των λόγων του αποστόλου Παύλου, που μιλούσε για τους πραγματικά μεγάλους ανθρώπους, αυτούς που δεν φαίνονται, που δεν «λαμπυρίζουν», «τα ταπεινά και τα εξουθενημένα του κόσμου τούτου», «τα μη όντα», που ακριβώς λόγω της χάρης του Θεού «καταισχύνουν τα θεωρούμενα ισχυρά», μία συνέχεια του Σταυρού του Κυρίου. (Μοναδικό και συγκλονιστικό επ’ αυτού το σχόλιο του μακαριστού μεγάλου Γέροντος Βασιλείου Ιβηρίτου, με την ομιλία του για τον άγιο Πορφύριο Καυσοκαλυβίτη με τίτλο «Ωδή στον ανύπαρκτο!)

Μα υπάρχει κι ένα ακόμη παράδοξο: στα σαράντα τέσσερά του χρόνια ο άγιος Νεκτάριος, ο μέγιστος αυτός, μαθαίνει από φανέρωση του Θεού ότι η χριστιανική ζωή είναι ζωή θλιμμένη και στενή. Μα αυτό είναι το Α και το Ω που μαθαίνει κανείς απαρχής από το Ευαγγέλιο! Τι δεν ήξερε και έμαθε ο άγιος; Ασφαλώς αυτό που ήξερε και το  κήρυσσε και εν μέρει το ζούσε. Αλλά επέτρεψε ο Θεός αυτήν τη γνώση του να την καταστήσει μέσα από τα γεγονότα εμπειρία και βίωμα διαρκείας. Είχε προσανατολιστεί  εκ νεότητός του ο Νεκτάριος στον Χριστό και τη σταυρική ζωή Του. Κι η «φορά» αυτή της καρδιάς του, κατά το «ετοίμη η καρδία μου ο Θεός», έφερε και τη χάρη τη μεγάλη να μπορεί να αντέξει τα διαρκή και μεγάλα κύματα των πειρασμών ώστε έκτοτε να είναι παγιωμένος στα σταυρικά στοιχεία που οδηγούν σε μόνιμη ανάσταση ζωής. Θυμίζει αυτό που τόνιζε ο μεγάλος σύγχρονος άγιος Εφραίμ Κατουνακιώτης: «Πες μου τι πειρασμούς περνάς, για να σου πω σε τι κατάσταση πνευματική βρίσκεσαι», δηλαδή τι χάρη Θεού έχεις! Ο άγιος Νεκτάριος δέχτηκε μεγάλους πειρασμούς, για να μπορεί να πάρει και μεγαλύτερη χάρη. Και μαθαίνουμε: όσο μεγαλύτερη χάρη έχει ένας άγιος, ας φανταστούμε την Παναγία μας εδώ, τόσο και μεγαλύτερους από άλλους πειρασμούς έχει περάσει στη ζωή του. Ή με διαφορετική διατύπωση: όταν κανείς δέχεται πειρασμούς και μάλιστα θεωρούμενους μεγάλους, τόσο ο Θεός του ετοιμάζει και μεγάλη παροχή χάρης, τόσο τον ανεβάζει σε επίπεδο (όσιος Ισαάκ Σύρος).

Η εικόνα που μνημονεύει ο άγιος Νεκτάριος από τον όσιο Ιωάννη της Κλίμακος, ότι κάθε προσβολή και ατιμία είναι στην πραγματικότητα μία δωρεά του Θεού, ένα «ποτό» που καθαρίζει τον άνθρωπο από τις αμαρτίες του γιατί τον οδηγεί στην ταπείνωση, θα ήταν καλό να την έχουμε κι εμείς συχνά πυκνά ενώπιόν μας. Όταν μας προσβάλλουν, μας αμφισβητούν, μας περιφρονούν, μας συκοφαντούν, η αντίδρασή μας θα πρέπει να έχει πνευματικό χαρακτήρα. Μακάρι δηλαδή να θεωρούμε τις επιθέσεις αυτές ως «σφηνάκια» της χάρης του Κυρίου, που μας λειαίνουν την καρδιά για να βρει τόπο καταπαύσεως μέσα της. Διαφορετικά η επαναστατημένη αντίδρασή μας θα δείχνει το πνευματικό επίπεδό μας, που μάλλον θα είναι κάτω από τη βάση. 

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2025

Ο ΑΓΙΟΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ΟΤΑΝ ΠΗΓΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΟΣΙΟ ΔΑΥΙΔ ΤΟΝ ΕΝ ΕΥΒΟΙΑ

 

Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΟΣΙΟ ΙΑΚΩΒΟ ΤΟΝ ΤΣΑΛΙΚΗ

«Μία ημέρα που ήμασταν στην Αθήνα σ’ ένα μοναστήρι γυναικείο, εκεί η Γερόντισσα της Μονής, πάνω στην κουβέντα με τον Γέροντά μας (Ιωσήφ τον  Βατοπαιδινό),  μας ανάφερε τον άγιο Ιάκωβο και θαυμαστά γεγονότα από τον βίο του οσίου Δαυίδ του εν Ευβοία. Ο Γέροντας (Ιάκωβος) ζούσε τότε και ήταν ηγούμενος στη Μονή του οσίου Δαυίδ. Τότε και εμείς, επειδή είχαμε πολλούς πειρασμούς στο Βατοπαίδι, λόγω και της δικής μας απειρίας και λόγω του ιδιορρύθμου της Μονής, κι επειδή είχαμε κι έναν οδηγό που οδηγούσε το αυτοκίνητο και θα μας οδηγούσε στη Θεσσαλονίκη, επείσαμε τον Γέροντα να πάμε στη Μονή του οσίου Δαυίδ και να πάρουμε την ευχή του πατρός Ιακώβου και να μας βοηθήσει στον αγώνα που είχαμε στο Βατοπαίδι. Έτσι κι έγινε. Έδωσε ευλογία ο Γέροντας και πήγαμε στη Μονή του Οσίου Δαυίδ. Ακούγαμε πάρα πολλά για τον πατέρα Ιάκωβο, πολλά τα οποία ήταν και λίγο, έτσι, κωμικά. Ήταν πολύ απλός κι εγώ είχα στη φαντασία μου ότι θα δούμε ένα γεροντάκι, που θα είναι εύθυμος, θα λέει αστεία και θα είναι κάπως πιο χαλαρή η ατμόσφαιρα.

Όταν φτάσαμε στο Μοναστήρι και ζητήσαμε να δούμε τον Γέροντα, τότε μας οδήγησαν σ’ ένα παρεκκλήσι, του αγίου Χαραλάμπους, που εκεί εξομολογούσε ο πατήρ Ιάκωβος. Πρώτη φορά τον βλέπαμε, μπήκαμε μέσα, είδαμε έναν μεγαλοπρεπή  Γέροντα, με μεγάλη γενειάδα, το πετραχήλιό του φορεμένο έτσι όπως εξομολογούσε, ασκεπής, σαν Πατριάρχης ήτανε, πολύ επιβλητικός. Εγώ τον κοιτούσα έτσι, με πολύ δέος, και λέω, δεν είναι έτσι όπως τον περίμενα. Αλλά σε λίγο, μόλις άρχισε να μας μιλάει, κατάλαβα ότι ήταν πράγματι από τους απλούς και άκακος και νηπιόφρων κατά την καρδία.

Και ήταν πραγματικά σαν ένα μικρό παιδί. Άρχισε να μας ρωτά διάφορα πράγματα, μ’ έναν ωραίο τρόπο, και μας είπε τον λόγο για τον οποίο πήγαμε εκεί. Του λέει ο Γέροντας ότι είμαστε στη Μονή Βατοπαιδίου και έχουμε δυσκολίες, τα παιδιά είναι νέοι, είναι μικροί, και ασυνήθιστοι μ’ αυτήν την ατμόσφαιρα. Κι είναι ιδόρρυθμο το Μοναστήρι και μας κατάλαβε πολύ, γιατί είχε ζήσει κι αυτός σε ιδιόρρυθμο Μοναστήρι και ήξερε από τις δυσκολίες αυτές.  

«Και, πάτερ Ιωσήφ, να πάμε στον όσιο Δαυίδ, να του πούμε και να τον παρακαλέσουμε να σας βοηθήσει». Εμείς νομίσαμε ότι θα πάει να κάνει κάποια παράκληση. Κατεβήκαμε κάτω στην Εκκλησία, πήγαμε μπροστά στην εικόνα του αγίου και περιμέναμε να αρχίσει η παράκληση. Και λέει ο πατήρ Ιάκωβος: «Άγιε Δαυίδ, εδώ είναι ο πατήρ Ιωσήφ και ο πατήρ Αθανάσιος από το Βατοπαίδι. Ήλθαν να τους βοηθήσεις. Έχουν προβλήματα οι άνθρωποι. Σε παρακαλώ μη μας κάνεις ρεζίλι».

Εγώ σφιγγόμουνα μη γελάσω, γιατί αντί της παρακλήσεως έγινε αυτή η σύσταση. Ο Γέροντας (Ιωσήφ) με αγριοκοίταξε, έτσι μια στιγμή, για να μη χάσουμε την ατμόσφαιρα που ήτανε εκεί. Μας λέει: «Κι εδώ, πάτερ Ιωσήφ, που είμαστε, κάποια παιδάκια ήλθαν προχθές και παίζανε μπίλιες μέσα στην Εκκλησία. Κι εγώ τα μάλωσα. Τους είπα «δεν κάνει να παίζετε μπίλιες μέσα στην Εκκλησία». Και του είπαν «γιατί δεν κάνει;» Λέει «θυμώνει ο άγιος». «Όχι, δεν θυμώνει». «Θυμώνει. Να τον ρωτήσουμε». Και τα έφερα μπροστά στην εικόνα του Αγίου και του είπα: «Σου αρέσει που παίζουνε τα παιδάκια μπίλιες μέσα στην Εκκλησία;» Κι έφερε το χέρι του (ο όσιος) στο στόμα του κι έκανε «Σσστ, σιωπή!» στα παιδάκια αυστηρά. Τα παιδάκια μπήκανε σε λογαριασμό, μπήκανε σε σειρά». Μας το διηγήθηκε αυτό το γεγονός με τόση φυσικότητα.

Μετά πήγαμε να βγούμε έξω από το Ναό, μας έβγαλε τα λείψανα να προσκυνήσουμε. Ήτανε έκδηλη η χάρις πάνω του. Καταλάβαμε ότι ήταν ένας άνθρωπος άκακος σαν μικρό παιδάκι, απλούς και αγαθός τη καρδία, αλλά και χαριτωμένος. Όταν ήταν να βγούμε έξω, με τράβηξε πίσω εμένα και μου λέει: «έλα να σε ευλογήσω». Έβγαλα τον σκούφο μου κι έσκυψα να με ευλογήσει και μου είπε διάφορα πράγματα, και πνευματικά και ας πούμε και προφητικά.

 Πήγαμε έξω στην αυλή και λέει του Γέροντα: «Πάτερ Ιωσήφ, να σου πω και κάτι που μου συνέβη εδώ που στεκόμαστε τώρα. Πριν μερικές μέρες εξομολογούσα και ήμουν πολύ κουρασμένος. Και βγήκα εδώ έξω στην αυλή να πάρω λίγο αέρα, να ξεκουραστώ λίγο. Και μόλις βγήκα έξω ήρθαν δύο πούλμαν γεμάτα προσκυνητές. Κι εγώ δεν μπορούσα να τους δω, ήμουν πολύ κουρασμένος. Και παρεκάλεσα τον άγιο Δαυίδ να με σκεπάσει να μη με δουν. Κι ενώ ήμουνα εδώ - του λέει - κι ήμουνα στη μέση της αυλής και καθόμουνα στον πάγκο, όλοι μ’ έψαχναν και δεν με έβρισκαν. Κι εγώ γελούσα. Κι ο π. Κύριλλος που ήταν κι αυτός εκεί, μ’ έψαχνε κι έλεγε: «εδώ ήτανε τώρα, πού πήγε;» Δεν μ’ έβλεπαν», του λέει. «Αυτό δεν ήταν από τον άγιο Δαυίδ»; Λέει ο Γέροντας: «Βέβαια, Γέροντα, αλλοίμονο». Τέλος πάντων. Λέω, «Γέροντα, να βγάλουμε μία φωτογραφία;» - του είπα εγώ του Γέροντα, του αγίου Ιακώβου. Λέει: «ευχαρίστως». Σταθήκαμε να βγάλουμε μία φωτογραφία. Μας είπε πολύ ωραία πράγματα εκεί, πνευματικά, χαριτωμένα, γεμίσαμε χαρά κι ελπίδα και φύγαμε για το Άγιον Όρος».

Ποια η διαπίστωση του Μητροπολίτου Λεμεσού κ. Αθανασίου, όταν νεαρός διάκονος και καλόγερος ακόμη, περί τα τέλη της δεκαετίας του 1980,  έρχεται σ’ επαφή με τον όσιο Γέροντα Ιάκωβο (Τσαλίκη); Ότι η εικόνα που είχε σχηματίσει στο μυαλό του για τον μεγάλο Γέροντα της Ευβοίας δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Τι είκόνα είχε, από ό,τι είχε ακούσει από κάποιους Κύπριους φοιτητές που γνώριζαν τον άγιο ηγούμενο της Μονής Δαυίδ; Ότι ήταν ένα γεροντάκι που δημιουργούσε γύρω του μία χαλαρή ατμόσφαιρα, γιατί ήταν εύθυμος και έλεγε αστεία! Και η πραγματικότητα τον… προσγειώνει: βλέπει έναν Γέροντα, επιβλητικό σαν τους Πατριάρχες της Παλαιάς Διαθήκης, μπροστά στον οποίο το μόνο συναίσθημα που τον καταλαμβάνει είναι το δέος.  Θυμίζει η περίπτωσή του λίγο αυτό που σημειώνουν οι οίκοι της Ακολουθίας των Χαιρετισμών της Παναγίας, όταν αναφέρουν τους βοσκούς τη βραδιά που γεννήθηκε ο Θεός ως άνθρωπος στη γη, αλλά και τους μάγους της μακρινής Ανατολής. Ήλθαν να προσκυνήσουν οι βοσκοί Εκείνον που άγγελοι δοξολογούσαν και αντί να βρουν έναν Μεγάλο Ποιμένα, όπως υπέθετε η φαντασία τους, συναντούν ένα μικρό βρέφος σαν ένα μικρό προβατάκι στην αγκαλιά της μάνας Του˙ όπως και οι μάγοι: καθοδηγούνται από λαμπρό αστέρι για να καταθέσουν τα δώρα τους σ’ έναν «κραταιόν άνακτα», έναν ισχυρό βασιλιά, και έρχονται αντιμέτωποι με ό,τι πιο άσημο και ταπεινό υπάρχει. Ένα μικρό παιδάκι μέσα σε μία φάτνη αλόγων ζώων! Ο «ανατρεπτικός» Θεός μας, αλλά και οι «ανατρεπτικοί» άγιοί μας ως εικόνες ενός υπέρλογου Θεού.

Η μεγαλοπρέπεια όμως του αγίου ηγουμένου και η αίσθηση δέους που δημιουργεί σε λίγο προσλαμβάνει, για τον νεαρό ιεραδιάκονο, τις ορθές κατά Χριστόν διαστάσεις του: ο Γέροντας είναι μεγάλος γιατί είναι… μικρός! Μικρός όχι κατά την ηλικία ούτε κατά τις ανθρώπινες μικρότητες. Είναι μικρός, γιατί ανήκει σ’ εκείνους που ο ίδιος ο Κύριος χαρακτήρισε ως πολίτες του Ουρανού. «Εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την Βασιλείαν των Ουρανών». Ο νεαρός τότε άγιος Λεμεσού αρχίζει, σταδιακά είναι αλήθεια, να καταλαβαίνει ότι η μεγαλωσύνη ενός αγίου έγκειται στο ταπεινό και «άτυφον» και απλό, όχι απλοϊκό, της καρδιάς του – αυτό που και ο απόστολος Παύλος προέτρεπε: «τη κακία νηπιάζετε, ταις δε φρεσίν τέλειοι γίνεσθε»!

Ο άγιος Γέροντας Ιάκωβος είναι ακριβώς ο πολίτης του Ουρανού που τα «υπερφυσικά» για έναν κοινό άνθρωπο κινούνται στο επίπεδο του εντελώς φυσικού και φυσιολογικού. Διαπιστώνει, μπροστά κυριολεκτικά στα μάτια του, τι σημαίνει αυτό που ο απόστολος Παύλος και πάλι έλεγε: «Διά πίστεως περιπατούμεν, ου δι’ είδους». Και: «ου σκοπούμεν τα βλεπόμενα, αλλά τα μη βλεπόμενα. Τα γαρ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τα δε μη βλεπόμενα αιώνια». Ο όσιος Ιάκωβος ήταν ακριβώς από αυτούς τους ανθρώπους, τους αγίους, που η πίστη στον Χριστό ήταν αληθινή και βεβαία όραση – η πίστη του ήταν χειροπιαστή, βίωμα σε βαθμό που έλεγε ότι δεν πρόκειται να λάβει μισθό πίστεως, γιατί εκείνος βλέπει και ακούει και αιαθάνεται τα πιστευόμενα και ελπιζόμενα. Το «ζη Κύριος ο Θεός» που ήταν η επωδός κάθε λόγου του απηχούσε την πραγματικότητα της ζωής του. Ο Θεός φανερωνόταν μέσα από αυτόν, αποτελούσε ένα ενσαρκωμένο ευαγγέλιο – τον έβλεπες και άνοιγαν τα μάτια σου για να «δεις» τον Θεό. Μάλλον κάτι παρόμοιο που βίωσε και ο άγιος Νέστωρ, όταν ένιωσε και «είδε» και αυτός τον Χριστό ως Θεό στο πρόσωπο του αγίου Δημητρίου, του κατηχητή του. «Ο Θεός Δημητρίου, βοήθει μοι»!

Τι άλλο μπορεί να σημαίνουν αυτά που λέει ο άγιος Λεμεσού, όταν γίνεται μέτοχος της χαρισματικής υπάρξεως του οσίου Ιακώβου, ο οποίος μιλάει στον άγιο Δαυίδ σαν σε φίλο του, τον «φοβερίζει» «να μη γίνουν ρεζίλι στο μοναστήρι», τον «υποχρεώνει» να κινηθεί και να απευθυνθεί στα παιδάκια που έπαιζαν στην Εκκλησία, τον παρακαλεί να τον «σκεπάσει» για να μη γίνει ορατός από τους προσκυνητές λόγω εξαντλήσεώς του! Κι ακόμη: τον «κρατάει πίσω» για να του πει τινά «πνευματικά αλλά και προφητικά!» Και γίνεται έτσι ο ιεροδιάκονος, και μαζί μ’ αυτόν κι εμείς, μέτοχος και της αγιότητας του ηγουμένου τότε Ιακώβου, αλλά και μέτοχος της παρρησίας ενώπιον του Θεού και του ίδιου του αγίου Δαυίδ – πράγματι «δύο σε ένα»! Με τον άγιο Ιάκωβο, όπως αντιστοίχως και με τους άλλους αγίους, βλέπουμε πώς επιβεβαιώνεται αυτό που ο Ίδιος ο Κύριος υποσχέθηκε στους μαθητές Του όλων των αιώνων, ότι εφόσον Τον πιστέψουν, θα δουν να γίνονται μέσω αυτών ακόμη περισσότερα κι από όσα ο Ίδιος επιτέλεσε στον κόσμο τούτο! Γι’ αυτό και επιμένει η Εκκλησία μας να μας «ανοίγει» τα μάτια και να μας λέει ότι ο (συνεπής) χριστιανός αποτελεί μία πραγματικότητα που υπέρκειται όλων των κριτηρίων που έχει ο κόσμος αυτός. Κατά αλήθεια, ο χριστιανός είναι ένας άλλος Χριστός επί της γης, Εκείνος «εν ετέρα μορφή».

Και καταλαβαίνουμε έτσι ότι η απλότητα και η «νηπιοφροσύνη» του αγίου Ιακώβου «κρύβουν» από πίσω τους έναν τιτάνιο αγώνα υπερβάσεως των ψεκτών παθών που ταλαιπωρούν κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο. Αγώνα που κατανοείται μόνον από το γεγονός ότι ο άνθρωπος, εφόσον κινηθεί καλοπροαίρετα, αγάπησε τον Χριστό και θέλησε να εκφράσει την αγάπη του αυτή με τον μοναδικό και απόλυτο τρόπο που αποδεικνύεται αυτή: την τήρηση των αγίων Του εντολών. «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε». Ο άγιος Ιάκωβος αποτελεί την ορατή απόδειξη του ανθρώπου που αγάπησε τον Χριστό μέχρι τέλους. Και γι’ αυτό έγινε «κατοικητήριον» όλης της αγίας Τριάδος, ώστε οι δυνάμεις Αυτής να ενεργούν σε κάθε απλή αλλά ίσως και «απλοϊκή» θεωρούμενη διάσταση της ζωής του. Τι προκαλεί η συνάντηση με έναν τέτοιο χαριτωμένο άνθρωπο; Ό,τι αποκόμισαν εν αισθήσει ο νεαρός τότε ιεροδιάκονος Αθανάσιος και ο άγιος Γέροντάς του Ιωσήφ Βατοπαιδινός και όλοι που τους ακολουθούσαν: «γεμίσαμε χαρά και ελπίδα»!      

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΔΑΥΙΔ Ο ΕΝ ΕΥΒΟΙΑ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

«Από μικρό παιδί ο Όσιος είχε την ευλογία του Θεού και την προστασία του ίδιου του Τιμίου Προδρόμου! Δεν ήταν λοιπόν δυνατό να τραβήξει άλλο δρόμο παρά εκείνον της Μοναχικής Πολιτείας.

Περνώντας από έξοχους δασκάλους, στα μοναστήρια και τα ασκητήρια της περιοχής, συναντά τον γέροντα που ανέλαβε την πνευματική του τελειοποίηση, το σκαρφάλωμα προς την κορυφή της αρετής. Μαζί του θα περάσει πολλά χρόνια σε διάφορα πνευματικά ασκητήρια (Όσσα στη Μαγνησία, Μεγίστη Λαύρα στο Άγιο Όρος) που γέμιζαν χαρά και Χάρη τον νεαρό Όσιο στην ηλικία, αλλά «γέροντα» -όπως τον αποκαλούσαν όλοι- στη σοφία, τη σύνεση και την ταπείνωση!

Όταν δε ο γέροντάς του Οσίου Δαβίδ, ο Ακάκιος, χειροτονείται Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άρτης, τον παίρνει κοντά του και του αναθέτει την ηγουμενία σε ένα δύσκολο τόπο, γεμάτο «αγκάθια» κακίας και «πέτρες» εγωισμού αμετακίνητες. Όμως και αυτά με την υπομονή, την προσευχή και την αυτοθυσία του ο Άγιος θα καταφέρει να τα αλλάξει. Τα αγκάθια σε λουλούδια του μοναχισμού και τις πέτρες σε μεταμελημένη γη επαγγελίας…

 Όμως όσο και αν κάνει προσπάθεια να κρύψει τη Χάρη του Θεού που τον ξεχειλίζει, μια ημέρα, επιτρέπει ο Θεός να μαρτυρηθεί η αγιοσύνη του Οσίου Του! Εκείνες τις ημέρες έμενε εκεί στο μοναστήρι της Βαρνάκοβας ο Πατριάρχης Ιερεμίας. Ήταν χάραμα όταν ο Εκκλησιαστικός Ρήτορας Εμμανουήλ, που ήταν στη συνοδεία του Πατριάρχη, μπαίνοντας στο Ναό για την ετοιμασία της Θείας Λειτουργίας και καθώς σήκωνε το κεφάλι του από τον ασπασμό της εικόνας του Χριστού, βλέπει τότε τον ηγούμενο Δαβίδ μπροστά στην Πρόθεση, με το πρόσωπό να λάμπει σαν τον ήλιο και τα πόδια του να μην πατάνε καν στο δάπεδο!!!

 Αργότερα, όταν είχε ιδρύσει ο Άγιος ένα μικρό μοναστήρι στο όρος Στείρι, έγινε και δραπέτευσαν μερικά ελληνόπουλα που τα είχε σκλάβους ο Τούρκος Πασάς στη Λιβαδειά. Τότε συκοφαντήθηκε ως ένοχος ο Όσιος Δαβίδ!

Αμέσως, Τούρκοι στρατιώτες, όρμησαν και τον έσυραν μπροστά στα πόδια του πασά, ξυλοκοπώντας τον απάνθρωπα και βασανίζοντάς τον τόσο, που τον άφησαν μισοπεθαμένο! Μετά μάλιστα από μερικές ημέρες, καταπληγωμένο καθώς τον είχαν, τον κρέμασαν από τα χέρια, έτσι που αργότερα, όταν θα προσέτρεχαν οι Χριστιανοί με μαζεμένα μπόλικα χρήματα για να τον ελευθερώσουν, δεν θα μπορούσαν να του τα κατεβάσουν!..

 Ελεύθερος πια από τον τύραννο, αποφάσισε να στραφεί σε άλλη κατεύθυνση και να τραβήξει κατά τα μέρη του Ευβοϊκού.

Όταν λοιπόν έφτασε στην παραλία της Αταλάντης, παρακάλεσε ένα βαρκάρη να τον περάσει απέναντι στην Βόρειο Εύβοια. Ο βαρκάρης όμως βλέποντάς τον με το τριμμένο φτωχικό του ρασάκι, του αρνήθηκε, περιφρονώντας τον απόλυτα! Ο Όσιος του Θεού, χωρίς να γογγύσει καθόλου από τη συμπεριφορά του βαρκάρη, έβγαλε το τριμμένο ρασάκι του, το άπλωσε πάνω στο νερό της θάλασσας, έκαμε το σημείο του Σταυρού, προσευχήθηκε στον Κύριο των πάντων, ανέβηκε πάνω στο ρασάκι του και άρχισε, ω του Θείου θαύματος, να ταξιδεύει!!!

 Το «ταχύπλοο ρασάκι», μπροστά στα συγκλονισμένα και μετανοημένα μάτια του βαρκάρη, έβγαλε τον Όσιο Δαβίδ στην παραλία των Ροβιών. Και τα βήματά του τον οδήγησαν μέσα στο ανέπαφο τότε εκπληκτικό δάσος, πάνω από τις Ροβιές της Εύβοιας! Εκεί ασκήτεψε σε μια σπηλιά που τη βλέπει και τώρα ο προσκυνητής.

Και εκεί, στα απάτητα ψηλόκορφα, η Αγιοσύνη του δεν άργησε να γίνει γνωστή, πρώτα στους απλοϊκούς βοσκούς των βουνών και ύστερα σε όλα τα γύρω χωριά! Μάλιστα κάποιοι από αυτούς τους βοσκούς θα αποτελούσαν και τον πρώτο πυρήνα του νέου μοναστηριού. Άνθρωποι αγνοί, καθαροί, με απλότητα όπως τους έπλασε ο καλός Θεός

 Για να γινόταν όμως το νέο μοναστήρι, που θα 'ταν το καταφύγιο των σκλάβων, χρειαζόταν πρώτα πρώτα αρκετά χρήματα για να χτιστεί. Ο Όσιος έδειξε σε όλους το μέρος που θα χτιζόταν, στην κορυφή του βουνού, τους ζήτησε να ετοιμάζουν τεχνίτες και υλικά και εκείνος θα γύριζε τον κόσμο να μαζέψει χρήματα.

Έτσι και έγινε και ο Όσιος έφτασε ως απάνω στη Ρωσία, που ήταν γεμάτη Έλληνες και γενικότερα Ορθοδόξους Χριστιανούς, που του πρόσφεραν πολλά χρήματα και πολύτιμα δώρα για τη Μονή, τόσα, θησαυρός ολάκερος, που ήταν αδύνατο να τον μεταφέρει ο Όσιος από τη Ρωσία πίσω στην Εύβοια! Αλλά να τι τον φώτισε ο Θεός να κάνει.

Κούφωσε ένα μεγάλο κούτσουρο, σφράγισε μέσα σε αυτό τα χρήματα και τα δώρα, έκανε το σημείο του Σταυρού, έριξε το κούτσουρο με το θησαυρό σ' ένα ποτάμι της Ρωσίας, προσευχήθηκε και στο τέλος είπε:

«Έως ότου φθάσω στο νησί της Εύβοιας, να φθάσει και το κούτσουρο με το θησαυρό στην παραλία των Ροβιών».

 Πράγματι, όταν μετά από καιρό ο Όσιος Δαβίδ επέστρεψε από τη Ρωσία και έφθασε στις Ροβιές, είδε το κούτσουρο με το θησαυρό να τον περιμένει στην παραλία!

Μάλιστα οι κάτοικοι των Ροβιών, που πρώτη τους φορά έβλεπαν τέτοιο ξύλο, προσπαθούσαν με τα τσεκούρια τους να τ' ανοίξουν. Μάταια όμως, γιατί τα τσεκούρια τους στράβωναν ή έσπαγαν και το ξύλο ούτε άνοιγε!!!

 Σαν έφτασε τελικά με το θησαυρό απάνω στο βουνό ο Όσιος, είδε ότι είχαν αρχίσει ήδη να χτίζουν το μοναστήρι, αλλά όχι εκεί που τους είχε υποδείξει, αλλά παρακάτω, όπου είναι και σήμερα, επειδή στην κορυφή πίστευαν οι μοναχοί και οι τεχνίτες ότι δεν θα έβρισκαν νερό.

Τότε ο Άγιος σκαρφάλωσε εκεί πάνω στο δασωμένο βράχο, έκανε ολόθερμη προσευχή στο Θεό να ανοίξει μια πηγή κι ύστερα χτύπησε με το ραβδί του την πέτρα! Την άλλη μέρα όταν την μετακίνησε, πετάχτηκε τόσο νερό που τον έβρεξε!!! Ο Θεός είχε κάνει και πάλι το θαύμα του με την προσευχή τού Αγίου!

Μάλιστα ακόμη και σήμερα στο μοναστήρι, μπορεί να πιει κανείς από το άφθονο αυτό και ευλογημένο, ιαματικό νερό, από το Αγιονέρι όπως το λένε, το οποίο τρέχει σε βρύση μέσα στη Μονή Οσίου Δαβίδ του γέροντος!» 

(Από το ιστολόγιο «Ο.Ο.Δ.Ε.» - Ορθόδοξη ομάδα Δογματικής έρευνας).

«Σφραγισμένος» από τον Θεό εκ βρέφους ο όσιος Δαυίδ ακολουθεί μία πορεία θαυμαστή που παραπέμπει στην κατά Χριστόν πολιτεία όλων των μεγάλων αγίων και οσίων της Εκκλησίας μας. Ο όσιος Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, ο συνθέτης του κανόνα του οσίου, επανειλημμένως τονίζει την αλήθεια αυτή και μάλιστα εν σμικρώ χαράζει την οσιακή πορεία του. «Πάτερ Δαβὶδ παμμακάριστε, αφού ανέθεσες τον εαυτό σου από παιδί στον Θεό, με τρόπο που θέλει ο Θεός απέρριψες κάθε εμπαθή προσκόλληση προς τα κοσμικά πράγματα. Κι αφού σήκωσες τον σταυρό σου, φάνηκες με τον τρόπο της ζωής σου ίδιος με τους αγγέλους» (αίνοι). «Φάνηκε (ο Δαυίδ) ομόζηλος των παλαιών οσίων και ίδιος στον τρόπο της ζωής τους και συμμέτοχος στην άσκησή τους και έχοντας ίση δόξα μ’ αυτούς καθώς κοινώνησε τη δόξα και τις χάρες τους» (οίκος συναξαρίου).

Αξίζει να τονίσει κανείς αυτό που επισημαίνει πολλαπλώς ο άγιος υμνογράφος για τον όσιο: την ξεχωριστή επίβλεψη του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου ενόσω ακόμη ήταν παιδί και τη γι’ αυτόν τον λόγο ολοκληρωτική στη συνέχεια αφιέρωσή του στον Κύριο, εν αγνοία μάλιστα των γονέων του. «Όταν ο Βαπτιστής του Κυρίου σού φανερώθηκε με καθαρότητα καλώντας σε στον ένθεο βίο, τότε με χαρά πήρες τον δρόμο αυτόν. Και διαμένοντας με θερμότητα ψυχής στον ναό εκείνου προτύπωσες σε όλους τη λαμπρότητά σου» (στιχ. εσπ.). Και τι συνέβη; Ο πατέρας του άρχισε να τον αναζητά, οπότε και τον βρήκε μέσα στον ναό του Προδρόμου, γονατισμένο μπρος στην αγία εικόνα του. Αλλά δεν μπόρεσε να πει τίποτε, γιατί έμεινε έκθαμβος μπρος στο θέαμα που αντίκρυσε: έλαμπε ο γιος του από το φως του Θεού! «Ο πατέρας σου σε βρήκε, αλλά έμεινε κατάπληκτος από τη φανερή ενέργεια της ουράνιας κλήσης» (στιχ. εσπ.), «όταν σε είδε μέσα στον άγιο ναό να εξαστράπτεις ολόκληρος μπροστά στην εικόνα του μεγάλου Ιωάννου. Τότε άνοιξαν τα μάτια του από το άγιον Πνεύμα για να κατανοήσει τη μελλοντική δόξα σου» (ωδή α΄). Κι είναι ευνόητο για τον άγιο υμνογράφο, παρακολουθώντας και τα σημεία της ασκητικής διαγωγής του οσίου Δαυίδ, ότι ο όσιος προσπάθησε να ζήσει γνήσια τη ζωή του Χριστού με το να μιμηθεί τη ζωή του μεγάλου Προφήτη και Βαπτιστού. «Αφιερώθηκες από παιδί στον Σωτήρα Χριστό και με την άσκησή σου Αυτόν ακολούθησες, Δαυίδ θεόσοφε. Διότι αφού αξώθηκες να δεις τη θεία όψη του Προδρόμου της χάριτος, ζήλεψες τον βίο του, φτερωμένος από τη θεία αγάπη και στολισμένος από τον πλούτο της φρόνησης» (λιτή).

Ο όσιος Δαυίδ με τους πνευματικούς του αγώνες αύξησε στο έπακρο την αρχική χάρη με την οποία κλήθηκε από τον Θεό -  «την κλήση που σου δόθηκε την έδειξες λαμπρότερη με τα έργα σου» (δόξα εσπ.) – αλλ’ όμως την αύξηση αυτή την επέτυχε γιατί αθλήθηκε νόμιμα. Και νόμιμη άθληση είναι αυτή που ακολουθεί τα χνάρια της πατερικής παραδόσεως, μακριά από κάθε μονομέρεια και «θεληματάρικη» διάθεση. Τι εννοούμε; Ενώ η κλήση του ήταν θαυμαστή μέσω του αγίου Προδρόμου κι η κλήση της καρδιάς του προς τον Θεό εξίσου θαυμαστότερη, όμως δεν εμπιστεύτηκε τον εαυτό του. Αποδεικνύοντας τη γνησιότητα της θεϊκής ενέργειας, υποτάσσεται σε διακριτικό γέροντα, τον Ακάκιο, κάνοντάς του αδιάκριτη υπακοή, που θα πει αγωνιζόμενος να αποκτήσει τη μεγαλύτερη εξ όλων των αρετών, την ταπείνωση. Κι ακόμη: ρίχνεται στη μελέτη των αγίων κειμένων της Εκκλησίας, όπως και στη μίμηση και κάθε άλλου αγωνιστή της ευσέβειας προκειμένου να εμπλουτίσει την ύπαρξή του.

Οι επισημάνσεις του οσίου Γερασίμου είναι σαφέστατες: «Ακολουθώντας ολοπρόθυμα, όσιε, την ουράνια θεϊκή κλήση, βρήκες τον σοφό Ακάκιο, με την πρόνοια του Θεού, να σε κατευθύνει σωστά προς τον δρόμο της ουράνιας πορείας» (ωδή γ΄). Κι επίσης: «Κατεχόμενος από θείο πόθο, με χαρά υποτάχτηκες, Δαβίδ μακάριε, στον θεόφρονα Ακάκιο, διακρινόμενος για την ταπεινοφροσύνη σου» (ωδή γ΄). Και ποια ήταν η αίσθηση του Δαβίδ που υπήκουε στον γέροντά του; Ότι υπακούει στο θείο θέλημα! «Σε όλα φάνηκες υπόδειγμα ενάρετης ζωής, γιατί υπήκουες στον διδάσκαλό σου ολοκληρωτικά ως υπήκοος θείου θελήματος» (ωδή ε΄). Αλλά εξίσου, όπως είπαμε: πότιζε καθημερινά την ψυχή του από τα θεϊκά λόγια, της Γραφής και των αγίων Πατέρων, έστω και πολύ νέος – αυτή ήταν η κατεξοχήν τροφή του! – όπως και προσέβλεπε στο παράδειγμα εναρέτων πάντοτε ανδρών. «Ποτιζόσουν από τα ρείθρα των Γραφών, όσιε, και τρεφόσουν από τα θεόπνευστα λόγια πάντοτε ενώ ήσουν νέος, γι’ αυτό και το φρόνημά σου ήταν θεϊκό, γεμάτο, άγιε, από πολλή σύνεση» (ωδή γ΄). «Ως μοναχός με έμπνευση Θεού, Πάτερ, πήγες στο Άγιον Όρος για να μαζέψεις κι από κει από τον θείο σου έρωτα ό,τι πέτυχαν οι εκεί όσιοι» (ωδή δ΄).

Δεν παραξενεύει λοιπόν το γεγονός ότι ένας τέτοιος άγιος, τόσο μεγάλου βεληνεκούς, γίνεται ιερέας που λειτουργεί μέσα στο άκτιστο φως (ωδή ε΄), ιδρύει κατά προτροπή θεία ιερό μοναστήρι για να καθοδηγούνται προς τη βασιλεία του Θεού εκείνοι που διψούν για Θεό (ωδή στ΄) – στο μοναστήρι αυτό πολύ αργότερα βεβαίως ασκήθηκε με πόθο Θεού ακολουθώντας τα παλαίσματα του οσίου και ο μεγάλος σύγχρονος εξίσου όσιος Ιάκωβος (Τσαλίκης) -, αφήνει τα άγια λείψανά του στο μοναστήρι, και μάλιστα την αγία κάρα του, ώστε να ενισχύονται και να χαριτώνονται ανά τους αιώνες όλοι οι πιστοί που προστρέχουν σ’ αυτόν (ωδή θ΄).

Είναι μεγάλη ευλογία και για εμάς να ξέρουμε ότι έχουμε έναν τέτοιο συμπαραστάτη και πρεσβευτή ενώπιον του Κυρίου με τέτοια δύναμη προσευχής. Όπως το σημειώνουν και οι στίχοι του συναξαρίου του: «Δαβίδ κατέβαλε τω λίθω˙ Δαβίδ προσευχή κατέβαλε τα πάθη» - ο (προφητάναξ) Δαυίδ νίκησε τον Γολιάθ με τον λίθο, ενώ ο όσιος Δαυίδ νίκησε τα πάθη με την προσευχή του! 

ΑΓΙΟΣ ΕΥΜΕΝΙΟΣ: "ΒΛΕΠΩ ΤΟΤΕ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΑΝΑΡΓΥΡΟΥΣ..."

Κάποιο απόγευμα, ο πατήρ Ευμένιος αισθάνθηκε ένα αφόρητο πόνο στο στομάχι του, σε βαθμό απελπιστικό. Το πως θεραπεύτηκε, μου το διηγήθηκε ο ίδιος: «Δεν ήξερα τι να κάνω. Εμένα το στομάχι μου δεν με είχε πονέσει ποτέ.

Πήγα κι εγώ μέσα στον Ναό, μπροστά στην εικόνα των Αγίων Αναργύρων και άρχισα να σταυρώνω το στομάχι μου και να παρακαλώ τους Αγίους Αναργύρους να με κάνουν καλά. Σταυρωνόμουν για πάνω από τέσσερες ώρες.

Μετά κάθισα λίγο να ξεκουραστώ, και με πήρε ο ύπνος. Βλέπω τότε τους Αγίους Αναργύρους με λευκές μπλούζες, σαν γιατρούς, να μου κάνουν εγχείρηση. Μου έβγαλαν έξω το στομάχι και μου το έδειχναν. Αμέσως μετά ξύπνησα και ήμουν μια χαρά. Από τότε δεν με ξαναπόνεσε καθόλου».

(Από το βιβλίο του μοναχού Σίμωνα, "Πατήρ Ευμένιος, ο Ποιμήν ο Καλός και Θαυματουργός"). 

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ ΚΟΣΜΑΣ ΚΑΙ ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΤΗΡ ΑΥΤΩΝ ΘΕΟΔΟΤΗ

«Οι άγιοι αυτοί κατάγονταν από την ασιατική γη, με πατέρα ειδωλολάτρη και μάνα Χριστιανή, η οποία λεγόταν Θεοδότη. Όταν έμεινε χήρα, βρήκε την ευκαιρία να εκπαιδεύσει τα παιδιά της με κάθε αρετή. Τα παιδιά της, αφού απέκτησαν πείρα από κάθε επιστήμη, τις έκαναν πέρα όλες, για να ακολουθήσουν την ιατρεία των ψυχών και των σωμάτων, θεραπεύοντας κάθε νόσο και κάθε ασθένεια και φροντίζοντας όχι μόνο τους ανθρώπους, αλλά και τα ζώα. Ονομάστηκαν Ανάργυροι, διότι δεν ανέχονταν να λάβουν τίποτε και από κανένα, παρέχοντας πάντοτε την ιατρεία δωρεάν και αμισθί. Αφού πέρασαν λοιπόν με τον τρόπο αυτό τη ζωή τους, τελειώθηκαν εν ειρήνη. Τα τίμια λείψανά τους κατατέθηκαν σε τόπο που ονομαζόταν Φερεμάν».

Μολονότι οι σήμερα εορταζόμενοι άγιοι Ανάργυροι, Κοσμάς και Δαμιανός, είναι άλλοι από τους ομώνυμούς τους επίσης Αναργύρους που εορτάζονται την 1η Ιουλίου, η ακολουθία τους είναι ακριβώς η ίδια με εκείνων. Τονίζει δε  το κατεξοχήν στοιχείο της αγιότητας και των δύο ζευγών, το ανάργυρο της δράσεως και βιωτής τους, την παροχή δηλαδή των υπηρεσιών τους, όπως σημειώνει και το συναξάρι τους, δωρεάν και αμισθί. Αυτό σημαίνει ότι οι άγιοι υπήρξαν παντελώς αφιλάργυροι – «της φιλαργυρίας την νόσον αποτεμόντες», σημειώνει ο υμνογράφος – δείγμα της ανυψώσεως της διάνοιάς τους υπέρ τα υλικά πράγματα – «υπέρτερον τον νουν των ενύλων δεικνύντες». Πότε όμως μπορεί κανείς και απεμπλέκεται από τα υλικά αγαθά; Μόνον όταν «εμπλέκεται» με κάτι ανώτερο και υψηλότερο. Κι αυτό δεν είναι άλλο από την αγάπη προς τον Θεό και Χριστό. Μόνον όποιος έχει ζωντανή σχέση με Εκείνον, μόνον όποιος Τον έχει ενεργούντα στην καρδιά του, μπορεί πράγματι να δει με καθαρό, δηλαδή γεμάτο αγάπη, μάτι τους συνανθρώπους του και τον κόσμο όλο. Κι αυτό ακριβώς συνέβη με τους αγίους Αναργύρους:  αγάπησαν τον Χριστό και γι’  αυτό αγάπησαν και τον κάθε συνάνθρωπό τους, και το κάθε πλάσμα του Θεού. «Πάντοτε έχοντες Χριστόν ενεργούντα εν υμίν, άγιοι Ανάργυροι, θαυματουργείτε εν κόσμω, ασθενούντας θεραπεύοντες».

Όλοι ζητάνε μία παρόμοια στάση και από τους σημερινούς ιατρούς: να μην είναι φιλάργυροι∙ να μη ζητάνε υπέρογκα ποσά για την ιατρική τους βοήθεια∙ να μη ζητάνε «φακελάκι». Λογικό και νόμιμο αίτημα. Το υπέρογκο ποσό και το «φακελάκι» φανερώνουν ακριβώς «την νόσον της φιλαργυρίας», συνεπώς μία παθολογική κατάσταση που ακυρώνει τον κοινωνικό ρόλο της ιατρικής επιστήμης. Άλλο όμως η καταδίκη του κακού αυτού φαινομένου – όπου βεβαίως παρουσιάζεται: έχουμε ιατρούς οι οποίοι αρνούνται και τα «νόμιμα» πολλές φορές – και άλλο η άρνηση της αμοιβής τους για την παροχή των υπηρεσιών τους. Κι είναι ορισμένοι που ξεπερνούν τη λογική επ’  αυτού, θεωρώντας ότι όλοι οι ιατροί είναι σαν τους αγίους Αναργύρους. Αλλά εκείνοι δρούσαν και συμπεριφέρονταν μέσα στα πλαίσια της χάρης του Θεού: «ου τέχνη ανθρωπίνη, εν θεία δε χάριτι αποκαθαίρετε νόσους των ανθρώπων».  Η ενοίκηση σ’ αυτούς της αγίας Τριάδος, ο ενεργών, όπως είπαμε, στην καρδιά τους Χριστός, ήταν εκείνο που τους έδινε τη δύναμη της υπέρβασης από οποιαδήποτε υλική δέσμευση. Χωρίς να αρνούμαστε και την ύπαρξη παρόμοιων χαρισματικών και σήμερα φαινομένων – η χάρη του Θεού συνεχίζει να δρα παντού – πρέπει να έχουμε τον νου να καταλαβαίνουμε ότι και οι ιατροί είναι εργαζόμενοι, οι οποίοι περιμένουν να ζήσουν από την άσκηση της εργασίας τους. Και μάλιστα αξιοπρεπώς.

Η Εκκλησία μας όμως σήμερα, με την εορτή των αγίων Αναργύρων,  μας προσανατολίζει και πέραν της ιατρικής ανθρώπινης επιστήμης. Ενώ τονίζει, και μάλιστα με τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, την καταφυγή στους ιατρούς, όταν παρουσιάζεται στη ζωή μας πρόβλημα υγείας – είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε το ανθρώπινο πρωτίστως – μας ανοίγει παράλληλα και την αληθινά παρήγορη προοπτική της καταφυγής μας και στους «άλλους» μεγάλους ιατρούς, τους ίδιους τους αγίους μας, στην πραγματικότητα την καταφυγή μας σε Εκείνον που αρέσκεται να δρα μέσω των αγίων Του.  Οι άγιοί μας, κατεξοχήν οι άγιοι Ανάργυροι, Κοσμάς και Δαμιανός, χαριτώθηκαν από τον Θεό με το χάρισμα της ιατρείας των παθών των ψυχών και των σωμάτων. Και όσοι προσέρχονται στο ιατρείο τους, λαμβάνουν την ίαση, χωρίς να δώσουν απολύτως τίποτε. Διότι η χάρη είναι ακριβώς δωρεά. «Αχρύσως τας ιάσεις τοις νοσούσι παρέχετε». Και το ακόμη πιο παρήγορο: η χάρη της δωρεάς της ίασης από αυτούς δεν εξαντλείται ποτέ. Είναι οι άγιοι σαν μία πηγή ανεξάντλητη, από την οποία όσο κανείς αντλεί, τόσο και βγάζει και περισσότερα νάματα, όσο παίρνει, τόσο και περισσεύει. «Το ιατρείον υμών πηγή υπάρχει ανεξάντλητος∙ αντλουμένη δε μάλλον υπερεκβλύζει, και χεομένη περισσεύεται». Σ’  αυτούς τους ιατρούς μπορούμε να καταφεύγουμε πάντοτε, οποιαδήποτε ώρα και στιγμή, γιατί ξέρουμε ότι εκτός από τη δύναμη που έχουν, έχουν και την αγάπη τους προς εμάς. Είναι κρίμα να είναι δίπλα μας η πηγή και εμείς να μένουμε διψασμένοι.