«Χαῖρε τῶν Ἀγγέλων τόν βίον ἐμφαίνουσα»
(Χαίρε Παναγία που
φανερώνεις με τη ζωή σου τον βίο των Αγγέλων).
Ακούγεται
λίγο παράδοξος ο συγκεκριμένος χαιρετισμός, ο οποίος
χαρακτηρίζει τη ζωή της Παναγίας ως ζωή αγγελική. Κι όχι γιατί άνθρωπος Εκείνη μπόρεσε κι έζησε σαν τους
Αγγέλους – πολλοί άγιοι και κυρίως όσιοι ασκητές χαρακτηρίζονται επίσης ως
ένσαρκοι άγγελοι ή αλλιώς επουράνιοι άνθρωποι, αλλά γιατί η Παναγία υπέρκειται
όχι μόνο των Αγγέλων αλλά και των Υψηλοτέρων από αυτούς, ως «ἡ τιμιωτέρα τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως
τῶν Σεραφείμ»! Μία γυναίκα, ένας απλός θεωρούμενος άνθρωπος που έφθασε σε
ύψη που ανθρώπινος νους δεν μπορεί όχι να φανταστεί αλλ’ ούτε να υποψιαστεί. Κι
όμως ο χαιρετισμός επιμένει: η Παναγία φανέρωσε με τη ζωή της τη ζωή των
Αγγέλων – ζούσε ως άγγελος επί της γης, τους οποίους υπερέβη κατά πολύ!
1. Υπάρχει βεβαίως η δυνατότητα πράγματι ένας άνθρωπος να ζήσει ως
άγγελος! Ένα ον που η διάνοιά του «ἐκ
νεότητος ρέπει ἐπί τα πονηρά ἐπιμελῶς», να φτάσει να πορεύεται στον κόσμο
τούτο «τον απατεώνα» ως άσαρκος, απαλλαγμένος δηλαδή από τη βαρύτητα και την
παχύτητα του σώματος. Πώς; Μα ασφαλώς λόγω της δύναμης που δίνει ο Ιησούς
Χριστός, ο Οποίος ήρθε στον κόσμο, προσέλαβε τον άνθρωπο, καθάρισε τη ζοφωμένη
εικόνα Του μέσα σ’ αυτόν, του άνοιξε και πάλι συνεπώς την προοπτική να είναι
ένας Θεός μέσα στον κόσμο! Κι αυτό σημαίνει ότι αγγελική ζωή δεν μπορεί να
ζήσει ένας μη βαπτισμένος και εκτός της Εκκλησίας ευρισκόμενος άνθρωπος – η αμαρτία
τον ωθεί αναγκαστικά στις πονηρές επιλογές και στις ασωτείες του κόσμου, όπως
το βλέπουμε στο παράδειγμα του ασώτου υιού της παραβολής, ο οποίος «παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί
ὡμοιώθη αὐτοῖς». Ο βαπτισμένος όμως, ο πιστός χριστιανός, λόγω της ενδύσεώς
του από τον Χριστό και της ενίσχυσής του από Εκείνον, κατορθώνει το αδύνατο και
το καθιστά δυνατό. «Τά ἀδύνατα παρά ἀνθρώποις
δυνατά παρά τῷ Θεῷ ἐστι». «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ», όπως
σημειώνει ο μέγας του Χριστού απόστολος Παύλος.
2. Οπότε εν Χριστώ όχι
μόνο μπορεί να γίνει άγγελος ο άνθρωπος, αλλά να τους υπερκεράσει, να γίνει όπως
είπαμε ένας Θεός επί της γης! Αυτή ήταν η απαρχής προοπτική του ανθρώπου («καθ’ ὁμοίωσιν») με τις δοσμένες από τον
Θεό σ’ αυτόν δυνάμεις («κατ’ εἰκόνα»).
Κι αυτό κατορθώθηκε αφότου ο Χριστός ήλθε στον κόσμο και επανένταξε εν Αυτώ τον άνθρωπο και πάλι στην κανονική τροχιά του.
Ο χριστιανός μη ξεχνάμε, όταν βρίσκεται στην πορεία του αληθινού προορισμού
του, είναι ον που έχει «άπειρες» διαστάσεις. Εικονίζει τον Χριστό και με τη
βοήθεια Εκείνου γίνεται κι αυτός ένας άλλος Χριστός. Μία ιδέα της «απειρίας»
αυτής μάς δίνει ο απόστολος Παύλος, όταν μαρτυρεί ότι κάθε χριστιανός ως
προέκταση του Χριστού – «ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος
ὑμεῖς τά κλήματα» - περικλείει τους πάντες και τα πάντα στην ύπαρξή του.
Αρκεί να έχει ο ίδιος «περικλειστεί» στον Χριστό. «Πάντα ὑμῶν ἐστι», λέει, εἴτε
Παῦλος εἴτε Ἀπολλώς εἴτε Κηφᾶς εἴτε κόσμος εἴτε ζωή εἴτε θάνατος εἴτε ἐνεστῶτα
εἴτε μέλλοντα, πάντα ὑμῶν ἐστι, ὑμεῖς δέ Χριστοῦ, Χριστός δέ Θεοῦ». Η ανθρωπολογική
παγκόσμια εικόνα που δημιουργείται είναι ασύλληπτη, αλλά είναι η πραγματικότητα
που βιώνεται από τους αγίους μας, πρωτίστως από την Παναγία μας. Γι’ αυτό και η
Παναγία θεωρείται, ως «πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν»,
η έχουσα την πληρότητα της «βασιλικής ιερωσύνης», δηλαδή της δύναμης να
προσεύχεται για όλον τον κόσμο σαν να είναι ο ίδιος της ο εαυτός. Πώς λοιπόν
Εκείνη που «λειτουργεί» σαν τον Υιό και Θεό Της να μην είναι υπεράνω και των
αγίων αγγέλων και αρχαγγέλων;
3. Και ποια στοιχεία
καθορίζουν την αγγελική ζωή που θεωρείται για τον άνθρωπο προϋπόθεση υπέρβασης και
της ίδιας της αγγελικής ζωής; Η απόλυτη υπακοή στο θέλημα του Τριαδικού Θεού
πρώτον, η διαρκής δοξολογία του αγίου
Ονόματός Του δεύτερον. Αυτό δεν βλέπουμε στη ζωή της Θεοτόκου, αλλά και στη ζωή
όλων των αγίων της Εκκλησίας; Το «γενηθήτω
τό θέλημά Σου» ή «ἰδού ἡ δούλη
Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά Σου», και το «δόξα τῷ Θεῷ» ήταν η ζωή και η αναπνοή τους. Είτε παλαιός είτε
νεώτερος άγιος μ’ αυτά τα δύο πορευόταν τη ζωή του, όχι κάποιες στιγμές ή
κάποιες περιόδους αυτής της ζωής, αλλά συνεχώς και αδιάλειπτα. Κι αξίζει να
σημειώσουμε ότι το ένα κατ’ ανάγκην παραπέμπει στο άλλο. Την ώρα δηλαδή που
υπακούει κανείς στο θέλημα του Θεού, εκείνη την ώρα ανοίγονται τα χείλη του
προς δοξολογία του αγίου Ονόματός Του. Γιατί η υπακοή σημαίνει την ταπείνωση
και η ταπείνωση σημαίνει τη δημιουργία «χώρου» στην καρδιά για να αναπαυτεί ο
Θεός – μικραίνεις για να ανοιχτείς και να υψωθείς!
4. Κι είναι περιττό να
υπενθυμίσουμε ότι η ταπείνωση αυτή αλλά και η δοξολογική θεώρηση του Θεού, σε όρια
όμως που υπερβαίνουν κάθε ανθρώπινη έννοιά τους, επισημαίνονται στον ίδιο τον
Κύριο Ιησού Χριστό, τον Θεό μας. Θέλουμε να πούμε ότι και οι άγιοι άγγελοι και
η Παναγία και όλοι οι άγιοι αποκαλύπτουν με τη ζωή τους το ήθος του ενανθρωπήσαντος
Θεού μας. Και ποιο είναι αυτό πέραν του ήθους της απόλυτης ταπείνωσης ως
απόλυτης υπακοής στον Θεό Πατέρα; Που σημαίνει: στους αγγέλους και σε όλους
τους αγίους τον Χριστό βλέπουμε και αναγνωρίζουμε! Ο απόστολος Παύλος το
τονίζει ως το στοιχείο που «σφραγίζει» τον Κύριο. Ο Κύριος «άδειασε τον εαυτό
του και έγινε άνθρωπος. Και ταπείνωσε τον εαυτό Του καθώς έγινε υπάκουος στον
Πατέρα Του μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού». Υπάκουος ο Δημιουργός, υπάκουοι
οι άγιοι άγγελοι, υπάκουοι όλοι οι άγιοι.
Η
υπακοή – που δεν έχει καμία σχέση βεβαίως με την έννοια της
δουλικότητας και της καταπίεσης – και η συνδεδεμένη με αυτήν δοξολογία του Θεού
είναι το μυστήριο που αποκαλύπτει τον Χριστό, που φανερώνει τη ζωή των Αγγέλων
και της Παναγίας μας, που ανοίγει ενώπιόν μας την καρδιά των αγίων, δηλαδή όλων
των αληθινά πιστών. Ο παραπάνω Χαιρετισμός από την άποψη αυτή ακούγεται ίσως ως
ωραίο ποιητικό σχήμα, αλλά μάλλον μοιάζει με δίκοπο μαχαίρι στα χέρια μας.
Γιατί μας δείχνει τον μόνο δρόμο της σωτηρίας μας και τη θέαση του «μέλλοντος αἰῶνος» μας.