Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2019

Διάκριση καί φιλαδελφία ὡς τρόπος ζωῆς μέσα στήν ἐκκλησιαστική κοινότητα (Ρωμ. 14)


(Εἰσήγηση σέ ἱερατική σύναξη τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Δημητριάδος καί Ἁλμυροῦ την 22α Ὀκτωβρίου 2019)


Α.  Ἡ ἐκκλησιαστική κοινότητα, νοούμενη εἴτε ὡς ἐπισκοπή εἴτε ὡς ἐνορία, συνιστᾶ μία χαρισματική κατάσταση, διότι συμπλέκεται σ’ αὐτήν τό θεῖο καί τό ἀνθρώπινο στοιχεῖο. Ὅπως πολύ σωστά ἔχει εἰπωθεῖ, ἰδίως γιά τήν Ἐνορία, ἀποτελεῖ αὐτή «τόν Χριστόν ἐν μέσῳ ἡμῶν». Ὁ Χριστός, κατά τόν λόγο τῆς Γραφῆς, εἶναι ἡ κεφαλή τοῦ σώματος καί οἱ πιστοί εἶναι τά μέλη τοῦ Χριστοῦ, τά ὁποῖα ἀρθρώνονται καί δομοῦνται ἀπό τή χάρη Ἐκείνου, χάρη καλύτερα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, συνεπῶς ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ μία θεανθρώπινη κοινωνία, ἤ ἀλλιῶς, κατά Πατερική ἔκφραση, «εἶναι ὁ Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας». Ἡ δοσμένη ὅμως αὐτή χάρη τοῦ Θεοῦ στά μέλη τοῦ Χριστοῦ ἀπαιτεῖ, πρός ἐνεργοποίησή της, καί τή διαρκή ἐπιβεβαίωση ἀπό πλευρᾶς τῶν μελῶν. Τά μέλη καλοῦνται νά συνεργάζονται ἀδιάκοπα μέ τόν Χριστό, ὡς «συνεργοί Θεοῦ», γιατί διαφορετικά ἡ παροχή τῆς χάρης ἀρχίζει νά λειτουργεῖ κατά τρόπο ἀρνητικό, μέ τήν ἔννοια ὅτι μεταποιεῖται αὐτή στόν ἄνθρωπο ἀνάλογα μέ τό τί βρίσκει μέσα στήν καρδιά του. Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι ὁ πιστός ποτέ δέν μπορεῖ νά «ἡσυχάσει»: ἡ νήψη καί ἡ ἐγρήγορση εἶναι ὅ,τι ζητάει ὁ Κύριος στή σχέση Του μέ αὐτόν. Δυστυχῶς ὅμως συχνά ἡ νήψη αὐτή ἐλλείπει, ὁπότε ἀναφύονται τά διάφορα προβλήματα τῆς πνευματικῆς καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ἡ κεφαλή παραμένει πάντοτε ἡ Ἴδια· τά μέλη παρουσιάζουν διακυμάνσεις, διαβαθμιζόμενα στήν καλύτερη περίπτωση στά τρία ἐπίπεδα πού συχνά οἱ ἅγιοί μας τά παρουσιάζουν· τούς δούλους, τούς μισθωτούς, τούς υἱούς. Καί τά προβλήματα δυστυχῶς ἀναφύονται ὄχι μόνο στούς ἁπλούς πιστούς, ἀλλά συχνά, γιά νά μήν ποῦμε τίς περισσότερες φορές, στούς θεωρουμένους «προχωρημένους», τούς ἴδιους τούς κληρικούς τῆς ὅποιας βαθμίδας. Εἶναι τραγικό καί πολύ θλιβερό νά ἀκούει κανείς αὐτό πού ἔλεγε ὁ μεγάλος σύγχρονος Γέροντας τοῦ Ἁγίου Ὄρους π. Ἐφραίμ Κατουνακιώτης, γιά τούς ἴδιους τούς ἁγιορεῖτες, ἑπομένως γιά ἀνθρώπους πλήρως ἀφιερωμένους στόν Θεό: «Ἄν δέν ὑπῆρχε τό τυπικό καί ἡ τάξη στό Ἅγιον Ὄρος, θά εἴχαμε φαγωθεῖ οἱ καλόγεροι μεταξύ μας σάν τά σκυλιά!» Κι ἀλλοῦ ὁ ἴδιος: «Στίς οἰκογένειες στόν κόσμο, μπορεῖς νά βρεῖς εἰρήνη καί συνεννόηση· σέ δύο καλογέρους, σχεδόν ποτέ!»

Γιατί τά λέμε αὐτά; Ἀκριβῶς γιά νά τονίσουμε τή σημασία τοῦ θέματος: ὅτι ἡ διάκριση καί ἡ φιλαδελφία μέσα στήν ἐκκλησιαστική κοινότητα δέν θεωροῦνται δυστυχῶς, ὡς ὤφειλε, δεδομένες καταστάσεις· ἀποτελοῦν διαρκῶς ζητούμενα, ὅπως τοῦτο καταφαίνεται ἤδη ἀπό τά σπάργανα τῆς Ἐκκλησίας, στίς πρῶτες ἐκκλησιαστικές κοινότητες πού ἵδρυσαν οἱ μαθητές τοῦ Κυρίου, καί ἐν προκειμένῳ στή Ρώμη πού τό πρόβλημα ἀποκαλύπτεται ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο στή ἐπιστολή του πρός τούς ἐκεῖ πιστούς. Ἰδίως στό δέκατο τέταρτο κεφάλαιο, διεκτραγωδεῖται ἡ «διαμάχη» μεταξύ τῶν ἀσθενῶν ἀδελφῶν καί τῶν θεωρουμένων «προχωρημένων» καί δυνατῶν. Τί συνέβαινε; Σ’ ἕνα λιγότερο ἤ περισσότερο ἁπλό ἀντικειμενικά θέμα, τό θέμα τοῦ φαγητοῦ τῶν εἰδωλοθύτων, δηλαδή τῶν κρεάτων ἀπό τίς εἰδωλολατρικές θυσίες, οἱ μέν ἀσθενεῖς στήν πίστη ἀπέφευγαν τά εἰδωλόθυτα, γιατί θεωροῦσαν ὅτι μολύνονται ἀπό τήν ἐνέργεια τῶν δαιμόνων, μέ ἀποτέλεσμα νά κατηγοροῦν τούς ἄλλους πιστούς πού δέν εἶχαν πρόβλημα νά τά φᾶνε· οἱ δέ «δυνατοί» στήν πίστη τά ἔτρωγαν χωρίς κανένα πρόβλημα, γιατί γνώριζαν ἀπό τό φῶς τῆς πίστης τους ὅτι δέν ὑπάρχουν ἄλλοι θεοί πλήν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας καί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, συνεπῶς τά φαγητά ὡς κτίση Θεοῦ τρώγονται μέ εὐχαριστία πρός Αὐτόν, μέ ἀποτέλεσμα οἱ δυνατοί αὐτοί νά κατηγοροῦν τούς ἀσθενεῖς, γιατί δέν εἶχαν τήν πίστη πού πρέπει. Καί τί ἔλεγε ὁ ἀπόστολος; Ὅτι πρέπει νά διέπονται ἀπό ἀγάπη μεταξύ τους, ὅτι πρέπει νά μποροῦν νά κινοῦνται μέ διάκριση, ὥστε οὔτε οἱ μέν οὔτε οἱ δέ νά κατακρίνουν καί νά ἀλληλοσπαράσσονται, ἀλλά νά ζοῦν μέ ἑνότητα καί ὁμόνοια, γιατί τό ζητούμενο πάντοτε εἶναι ἡ ἀγάπη, εἶναι ἡ φιλαδελφία, εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ συνοχή τους. Μέ ἄλλα λόγια, αὐτό πού σημείωνε στό ὄγδοο κεφάλαιο τῆς ἴδιας ἐπιστολῆς (35ἑξ), ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ συνιστᾶ τήν κινητήρια δύναμη τῶν πάντων καί τίποτε δέν μπορεῖ νά χωρίσει τόν πιστό ἀπό αὐτήν, αὐτό σημείωνε καί στό συγκεκριμένο πρόβλημα τῶν εἰδωλοθύτων. «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; …Πέπεισμαι γάρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωή οὔτε ἄγγελος οὔτε ἀρχαί οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν».
Διάκριση καί φιλαδελφία λοιπόν τά ζητούμενα.

Β. 1. Ποιά ἡ ἔννοια συγκεκριμένα τῆς διάκρισης καί τῆς φιλαδελφίας;

α. Καί γιά μέν τή φιλαδελφία δέν ὑπάρχει πρόβλημα ἐννοιολογικό· πρόκειται, ὅπως δηλώνει ἡ λέξη, γιά τήν ἀγάπη πρός τούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς, συνεπῶς γιά τήν ἐκπλήρωση τῆς βασικῆς καί κεντρικῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους». Ὁπότε ἡ φιλαδελφία δέν κατανοεῖται ἁπλῶς ὡς μία καλή διάθεση ἤ ἕνα τυπικό καθῆκον, ἀλλ’ ἐκεῖνο πού καθορίζει τήν ποιότητα τῆς χριστιανικῆς συνειδήσεως. Ὁ χριστιανός δηλαδή δέν μπορεῖ νά μήν εἶναι φιλάδελφος. Ἡ φιλαδελφία του ἀποτελεῖ ὀφειλή ὡς ἐφαρμογή ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως τό λέει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀλλοῦ: «μηδενί μηδέν ὀφείλετε εἰ μή τό ἀγαπᾶν ἀλλήλους» (Ρωμ. 13,8). Καί ἐπίσης: «ὀφείλομεν ἡμεῖς οἱ δυνατοί τά ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων βαστάζειν καί μή ἑαυτοῖς ἀρέσκειν» (Ρωμ. 15,1). Εἶναι ἡ καθ’ ὑπερβολήν ὁδός πού λέει ὁ ἴδιος στήν Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή του (12,31-13), ὅπως καί γιά τό ἀπόλυτο τῆς ἀγάπης πού μόλις προηγουμένως ἀναφέραμε ἀπό τό ὄγδοο κεφάλαιο τῆς πρός Ρωμαίους.

Κι εἶναι ἡ φιλαδελφία ἡ χαρισματική ἐκείνη κατάσταση, ἡ ὁποία μᾶς ἀνάγει στό ἐπίπεδο τῆς υἱότητας πρός τόν Θεό, τῆς ἀλληλοπεριχώρησής μας μέ τόν ἴδιο τόν Κύριο, ὅπως τό ἀψευδές στόμα Του τό ὑποσχέθηκε: «ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με. Ὁ δέ ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπό τοῦ Πατρός μου καί ἐγώ ἀγαπήσω αὐτόν καί ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν» (Ἰωάν. 14,21).

Κύριο γνώρισμα τῆς φιλαδελφίας ἀπό τήν ἄποψη αὐτή εἶναι τό στοιχεῖο τῆς θυσίας. Ἀφήνει ὁ ἀγαπῶν κατά μέρος τό δικό του θέλημα, προκειμένου νά ἐπιτελέσει τό θέλημα τοῦ ἄλλου: «ἵνα τις τήν ψυχήν αὐτοῦ θῇ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ἰωάν.15,13). «Ἕκαστος ἡμῶν τῷ πλησίον ἀρεσκέτω εἰς τό ἀγαθόν πρός οἰκοδομήν» (Ρωμ. 15,2).

β. Τά πράγματα λίγο περιπλέκονται στό θέμα τῆς διάκρισης. Ἐνῶ ἡ διάκριση θεωρεῖται ὡς μία ἀπό τίς κρισιμότερες ἀρετές – γιά ὁρισμένους πατέρες θεωρεῖται ἡ σημαντικότερη, ὡς ἐκείνη πού δίνει τόν τόνο καί σέ ὅλες τίς ἄλλες – στό συγκεκριμένο κεφάλαιο τῆς ἐπιστολῆς τοῦ ἀπ. Παύλου κατανοεῖται ἔτσι ἀπό τά συμφραζόμενα καί τήν ὅλη ἀτμόσφαιρα, γιατί τήν ἀναφέρει ὀνομαστικά μέ ἀρνητικό περιεχόμενο: ὡς σύγχυση πού δημιουργεῖται στίς ψυχές ἀπό τούς λογισμούς. «Τόν δέ ἀσθενοῦντα ἀδελφόν προσλαμβάνεσθε μή εἰς διακρίσεις διαλογισμῶν» (Ρωμ. 14, 1).

Εἶναι εὐνόητο ὅμως ὅτι στήν εἰσήγησή μας τήν κατανοοῦμε πρωτίστως μέ τή θετική της διάσταση, ἔστω κι ἄν δέν ὀνοματίζεται: ὡς χάρη τοῦ Θεοῦ πού γεννᾶται στήν καρδιά τοῦ πιστοῦ μετά τόν ἔντονο ἀγώνα του κατά τῆς ἁμαρτίας. Καί μέ τήν ἔννοια αὐτή λειτουργεῖ ὡς ὁ ρυθμιστικός παράγων πού συντονίζει τίς διάφορες ἐνέργειες τῆς ψυχῆς, προκειμένου νά διακρατεῖται αὐτή σ’ ἐκεῖνο τό ἐπίπεδο πού μπορεῖ νά δέχεται ἀπρόσκοπτα τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Διότι ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε ἐκεῖνο πού εἶναι τό μόνιμο σημεῖο ἀναφορᾶς μας, ἐκεῖνο στό ὁποῖο κατατείνουμε καί πάντοτε ζητοῦμε εἶναι ἡ ζωντανή παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα μας.

Ἔτσι δέν ζητᾶμε ἤ τή διάκριση ἤ τή φιλαδελφία, ἀλλά τή φιλάδελφη διάκριση καί τή διακριτική φιλαδελφία - ὅ,τι νομίζουμε πώς εἶναι τό πνεῦμα τοῦ ἀποστόλου. Γιατί μεμονωμένες οἱ ἀρετές αὐτές χάνουν τήν ὅποια χριστιανική ἀξία τους καί μπορεῖ νά ἐκτραποῦν ἀκόμη καί σέ μή χριστιανικές καταστάσεις. Καί δέν πρέπει νά παραξενευόμαστε· γιατί ἡ διάκριση πολλές φορές μόνη της ὁδηγεῖ στήν πονηρία καί τήν καχυποψία – τό λέει καί ὁ ἀπόστολος -, ἐνῶ ἡ φιλαδελφία χωρίς τή διάκριση μπορεῖ νά καταντήσει σέ τυραννία πρός τούς ἄλλους ὡς διαρκή ἐπέμβαση στή ζωή τους, ἤ στήν καλύτερη(;) περίπτωση σέ ἕναν διαλυτικό ὑπερπροστατευτισμό - ἄς δοῦμε τέτοιες περιπτώσεις στήν ἀγάπη(;) γονιῶν πρός τά παιδιά τους! 

2. Ἡ διάκριση καί ἡ φιλαδελφία ὡς τρόπος ζωῆς.

Εἶναι αὐτονόητο ὅτι ἡ διάκριση καί ἡ φιλαδελφία δέν μποροῦν νά κατανοηθοῦν σέ θεωρητικό ἐπίπεδο. Μόνον ὡς τρόπος ζωῆς, συνεπῶς στό ἐπίπεδο τῶν σχέσεων, φανερώνουν τή χαρισματική τους ἐνέργεια, καί μάλιστα ὡς ἀδιάκοπο κίνητρο κάθε ἐνεργείας. Κι αὐτό τό ἀδιάκοπο τό ἐννοοῦμε κυριολεκτικά: ὁ χριστιανός δέν εἶναι χριστιανός μέ διακοπές καί περιστασιακά, a la carte πού λέμε. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἠχεῖ μέ ἀπόλυτο τρόπο: «ὁ μή ὤν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι∙ καί ὁ μή συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει» (Ματθ. 12,30). Λοιπόν, ὁ χριστιανός, καί μάλιστα ὁ κληρικός, προσπαθεῖ νά ἔχει ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ τῆς πνευματικῆς του ζωῆς τό δίπολο αὐτό τῶν συγκεκριμένων ἀρετῶν, πού ἀνοίγουν τόν δρόμο γιά νά σκηνώσουν μέσα του βεβαίως καί ὅλες οἱ ἄλλες ἀρετές – συνεπῶς νά ἐπαναπαύεται μέσα του ὁ Κύριος. Σέ ποιές λοιπόν ἐπιμέρους σχέσεις καλεῖται ὁ κληρικός νά φανερώνει τή διάκριση καί τή φιλαδελφία του;

- Στή σχέση του πρωτίστως μέ τούς ἄλλους συναδέλφους του κληρικούς.

- Στή σχέση του μέ τούς λαϊκούς ἀδελφούς του, εἴτε τούς συνεργάτες του στόν Ναό (ἐπιτρόπους, νεωκόρους, φιλόπτωχο κλπ.) εἴτε τούς ἐνορίτες του μέ τή στενή καί τήν εὐρεῖα ἔννοια.

- Στή σχέση του μέ τήν κατ’ οἶκον λεγόμενη ἐκκλησία, τήν οἰκογένειά του.

- Στή ὅποια κοινωνική σχέση πού ἀναπτύσσει ὡς ἄνθρωπος εὑρισκόμενος στόν κόσμο.

- Άλλά καί στή σχέση του μέ τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό. Ἡ σχέση αὐτή μάλιστα εἶναι ἐκείνη πού ἀποτελεῖ τό κριτήριο τοῦ ἄν καί οἱ ὑπόλοιπες σχέσεις του ἔχουν τήν ἐν Κυρίῳ γνησιότητα ἤ ὄχι. Διότι ὁ πρῶτος πλησίον, ἀπέναντι στόν ὁποῖο πρέπει νά λειτουργοῦμε μέ διάκριση καί ἀγάπη εἶναι ἀκριβῶς ὁ ἴδιος ὁ ἐαυτός μας.  Τό πῶς στεκόμαστε ἀπέναντι σέ μᾶς τούς ἴδιους δείχνει καί τή στάση ἀπέναντι σέ ὁποιονδήποτε ἄλλον. Κι ἐννοοῦμε βεβαίως ἀπέναντι στόν χαρισματικό ἑαυτό μας, τόν ἐν Χριστῷ κτισμένο, αὐτόν πού μᾶς δωρήθηκε ἀπό Ἐκεῖνον τήν ὥρα τοῦ βαπτίσματός μας. «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» (Γαλ. 3, 27). Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ἄν δέν μποροῦμε νά δοῦμε τόν Χριστό σέ μᾶς τούς ἴδιους, τότε εἶναι ἀδύνατο νά Τόν δοῦμε καί στά πρόσωπα τῶν ἀδελφῶν μας καί τῶν λοιπῶν συνανθρώπων μας. Διάκριση καί ἀγάπη λοιπόν ἀπέναντι καί σέ μᾶς τούς ἴδιους. Πόσες φορές οἱ ἄγιοι Πατέρες μας δέν καταδικάζουν τήν ἀδιάκριτη γιά παράδειγμα ἄσκηση, ἡ ὁποία ὅταν ἀκριβῶς εἶναι ἀδιάκριτη, χωρίς μέτρο δηλαδή, ἀποβαίνει εἰς βάρος τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς; Γι’ αὐτό καί ἀδιάκοπα τονίζουν τήν ἀνάγκη πνευματικῆς καθοδήγησής μας καί ὑπακοῆς μας στόν Πνευματικό καί Γέροντά μας. Κληρικός πού δέν ἔχει τήν ἀναφορά του στόν Πνευματικό του, δύσκολα ἄν ὄχι ἀδύνατα θά πορευτεῖ μέ διάκριση καί φιλαδελφία, μέ ἀποτέλεσμα νά προκαλεῖ σκανδαλισμό καί τραύματα στούς ἐνορίτες του, πότε κινούμενος μέ ὑπερβολική αὐστηρότητα καί πότε κινούμενος μέ ὑπερβολική ἐπιείκεια. 

Θά θέλαμε νά κάνουμε τρεῖς παρατηρήσεις στό σημεῖο αὐτό:

1) Τό πολύ σημαντικό καί καταλυτικό θά λέγαμε στίς παραπάνω ἐπιμέρους σχέσεις, πέραν τῆς σχέσης ὅπως εἴπαμε μέ τόν ἑαυτό μας, εἶναι τό πρῶτο: ἡ σχέση τῶν κληρικῶν μεταξύ τους. Διότι ἀνάλογα μέ τήν ποιότητα τῆς σχέσης αὐτῆς  καθορίζεται ἐν πολλοῖς καί ἡ ποιότητα τῆς σχέσης καί μέ τούς λαϊκούς. Ὁ λαϊκός δηλαδή συνήθως παραδειγματίζεται ἀπό τόν κληρικό του. Κι ὅ,τι βλέπει σ’ αὐτόν εἴτε τόν βοηθάει στή σωτηρία του εἴτε τόν ἀποπροσανατολίζει. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ ἅγιος Πορφύριος τόνιζε ὅτι ὁ κληρικός δέν χρειάζεται στήν οὐσία νά κάνει πολλά πράγματα. Ἄν προτεραιότητά του εἶναι ὁ ἁγιασμός του - καί ἁγιάζεται βεβαίως ὅταν βρίσκεται στόν ἀγώνα τῆς φιλαδελφίας καί τῆς φωτισμένης διάκρισης -, τότε κατά φυσικό τρόπο οἱ καλοπροαίρετοι τουλάχιστον χριστιανοί του θά ἁγιασθοῦν καί αὐτοί εὔκολα. Ἄν μέ ἄλλα λόγια ἰσχύει ἡ παροιμία ὅτι «τό ψάρι βρωμάει ἀπό τό κεφάλι», πολύ περισσότερο τοῦτο ἰσχύει μέσα στήν ἐκκλησιαστική κοινότητα μέ τούς ποιμένες ὡς κεφαλή τοῦ ποιμνίου.

2) Κριτήριο γνησιότητας αὐτῆς τῆς παραπάνω σχέσης ἀποτελεῖ ἡ σχέση τοῦ ποιμένα μέ τήν ἴδια του τήν οἰκογένεια. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι δέν εἶναι δυνατόν ἕνας κληρικός νά λειτουργεῖ ἰσορροπημένα στήν ἐνορία του, δηλαδή κατά τό θέμα μας: φιλάδελφα καί διακριτικά, ἄν πρώτιστα δέν λειτουργεῖ ἔτσι μέσα στό ἄμεσα οἰκεῖο του προσωπικό περιβάλλον. Πρῶτα τό διακριτικό καί τό φιλάδελφο βιώνεται μέσα στήν κατ’ οἶκον ἐκκλησία καί ἔπειτα στή μεγαλύτερη οἰκογένεια τῆς ἐνορίας. Διότι ἐκεῖ, στό σπίτι του, φανερώνεται συνήθως ὁ ἀληθινός χαρακτήρας τοῦ ἀνθρώπου. Στό σπίτι του δέν μπορεῖ κανείς νά κρυφτεῖ: αὐτό πού εἶναι αὐτό καί φανερώνει στήν καθημερινότητά του. Τό σπιτικό τοῦ καθενός ἀποτελεῖ τό ξεγύμνωμα τοῦ βάθους του. Ὁπότε, ὅσο καλή εἰκόνα κι ἄν παρουσιάζει ἕνας ἱερέας στό ποίμνιό του, αὐτή ἡ εἰκόνα εἶναι ὑποκριτική καί συνιστᾶ ἕνα προσωπεῖο, ἄν δέν εἶναι ἡ ἴδια καλή εἰκόνα του καί στήν οἰκογένειά του. Σ’ αὐτήν τήν περίπτωση πολύ γρήγορα θά πέσει ἡ μάσκα καί θά ἀποκαλυφθεῖ ἡ ψυχική γύμνια του. Καί τότε ἡ πτώση δυστυχῶς θά εἶναι μεγάλη· κι ὄχι μόνο γιά τόν ἴδιο, ἀλλά δυστυχῶς, πολύ χειρότερα, καί γιά πολλούς ἤ λίγους ἀπό τό ποίμνιό του. Δέν εἶναι τυχαῖο, νομίζουμε, πού ὁ ἀπόστολος Παῦλος θεωρεῖ ὅτι ὁ πιστός πού ἐνδιαφέρεται γιά τούς ἄλλους ἀλλά παραμελεῖ τούς δικούς του «γέγονε ἀπίστου χείρων» (πρβλ. Α΄Τιμ.5,8). Καί παρομοίως δέν εἶναι ἄνευ σημασίας πού ἡ Ἐκκλησία μας ὡς καίριο κριτήριο γιά τήν εἴσοδο κάποιου στήν ἱερωσύνη ἤ καί φανέρωση τῆς καλῆς του ἱερατικῆς πορείας εἶναι τό πῶς λειτουργεῖ ἡ οἰκογένειά του (πρβλ. π.χ. Α΄ Τιμ. 3, 1ἑξ.).

3) Κι ἐκεῖνο πού ἐπίσης χρειάζεται νά τονιστεῖ ἰδιαίτερα εἶναι τό γεγονός ὅτι ὁ πιό προχωρημένος χριστιανός, ὁ «δυνατός» πού τόν χαρακτηρίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, εἶναι ἐκεῖνος πού λειτουργεῖ πάντοτε, χωρίς ἐκπτώσεις, μέ τή διακριτική φιλαδελφία καί τή φιλάδελφη διάκριση. Καί ἀντικειμενικά «δυνατοί» πρέπει νά θεωροῦνται ἀκριβῶς οἱ κληρικοί, ὡς τύποι τοῦ ποιμνίου τους. Ἐννοοῦμε ὅτι εἶναι πολύ ὀδυνηρό γιά τούς ποιμένες νά παρουσιάζονται κατώτεροι ἀπό πλευρᾶς πνευματικῆς τῶν λαϊκῶν ἐνοριτῶν τους. Γιά παράδειγμα: ἐνῶ οἱ ποιμένες εἶναι ἐκεῖνοι πού θά πρέπει νά βαστάζουν τά ἀσθενήματα καί τίς ἀδυναμίες τῶν λαϊκῶν, ὄχι σπάνια λαϊκοί σπεύδουν νά «καλμάρουν» κατά τό κοινῶς λεγόμενο τούς ἔξαλλους κληρικούς, γιατί παρουσιάστηκε ἕνα πρόβλημα: κάποιο παιδί πού κλαίει ἤ κάποια «ἀταξία» πού συνέβη ἀπό κάποιον γέροντα ἤ γερόντισσα. Μέ πολλή θλίψη ὁμολογῶ ὅτι κάποτε παραβρέθηκα σέ ἐκδήλωση ἐνορίας καί ἄκουσα μέ τά αὐτιά μου κάποιες κυρίες πού βοηθοῦσαν στό ὅλο ἔργο νά συζητοῦν μεταξύ τους μέ ἔκδηλη τήν ἀγωνία ὄχι ἄν εἶναι εὐχαριστημένοι οἱ ἄνθρωποι πού βρίσκονταν ἐκεῖ, ἀλλά ἄν ὁ «παππούλης» εἶναι εὐχαριστημένος καί ἄν χαμογελᾶ. Προφανῶς, ὁ παππούλης τους ἦταν ὁ νευρικός καί ἀδύναμος «κρίκος» στή συγκεκριμένη ἐκκλησιαστική κοινότητα.

Πόσο θυμᾶται κανείς τά λόγια τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, πού σέ κάποιον ἀπό τούς λόγους του ἐπισημαίνει ὅτι ὑπάρχουν ἀδελφοί, καί μιλάει γιά καλογέρους, πού γέρασαν στό μοναστήρι καί στή θεωρούμενη πνευματική ζωή, καί ὅμως ἀκόμη δέν ἔχουν πάει στό Δημοτικό Σχολεῖο! (βλ. λόγ. 26, 14). Κι αἰτία γιά τήν ἀρνητική καί ὀδυνηρή, ὅπως χαρακτηρίσαμε, αὐτήν κατάσταση εἶναι ἡ ἔλλειψη προτεραιότητας σ’ αὐτό πού πράγματι εἶναι πρῶτο: τήν καλλιέργεια τῆς ἀγάπης καί τῆς διάκρισης. Ποῦ εἶναι αὐτό πού φωνάζουν καί πάλι οἱ ἅγιοι Πατέρες μας περί τῶν κληρικῶν, ὅτι δηλαδή ὁ μέν διάκονος πρέπει νά βρίσκεται στό ἐπίπεδο τῆς καθάρσεως, ὁ πρεσβύτερος στό ἐπίπεδο τοῦ φωτισμοῦ, ὁ δέ ἐπίσκοπος στό ἐπίπεδο τῆς θέωσης;

Χωρίς τόν ἀγώνα λοιπόν γιά διάκριση καί ἀγάπη καί φιλαδελφία, πού φανερώνεται στήν καθημερινότητα τοῦ χριστιανοῦ, καί κυρίως τοῦ κληρικοῦ, Πνεῦμα Θεοῦ δέν ὑφίσταται∙ μέ τήν ἔννοια βεβαίως ὅτι δέν ἐγγίζει τήν καρδιά τοῦ ἱερέα. Καί τότε τί μένει; Ἕνας ἐπαγγελματισμός πού ἴσως καλύτερα νά μήν ὑφίστατο, γιατί τό μόνο πού πετυχαίνει εἶναι νά ἀπομακρύνει τόν κόσμο ἀπό τήν Ἐκκλησία. «Δι’ ὑμᾶς βλασφημεῖται τό ὄνομά μου ἐν τοῖς ἔθνεσι» (πρβλ. Ρωμ. 2, 24), ἀκούγεται δραματικά ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Κυριολεκτικά παγώνει κανείς ὅταν ἀκούει τή γνώμη τῶν ἁγίων μας γι’ αὐτές τίς περιπτώσεις. Σάν τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος διαπιστώνει ὅτι «πάντας μέν ὁ Θεός οὐ χειροτονεῖ, διά πάντων δέ Αὐτός ἐνεργεῖ»∙ ἤ σάν τοῦ ὁσίου Παϊσίου τοῦ ἁγιορείτου, ὁ ὁποῖος ἔλεγε ὅτι κατ’ αὐτόν, καί μιλᾶμε γιά ἕναν διορατικό καί προορατικό ἄνθρωπο τοῦ καιροῦ μας, τό εἴκοσι τοῖς ἑκατό τῶν κληρικῶν εἶναι ἀληθινοί κληρικοί. Ὁ ἴδιος μάλιστα ἔλεγε ὅτι εἶναι πολύ καλύτερο ἕνα χωριό νά μήν ἔχει παπά καί τό χωριό νά λειτουργεῖται μία φορά τόν μήνα, παρά νά ἔχει παπά, ὁ ὁποῖος ὅμως νά μήν ἔχει τήν ὀρθόδοξη εὐσέβεια. Μέ τά ἴδια τά λόγια του μάλιστα, ὅπως τά διέσωσε ὁ τότε ἀρχιμανδρίτης, νῦν δέ Μητροπολίτης Ἀργολίδος Νεκτάριος Ἀντωνόπουλος στό ἐξαιρετικό πόνημά του «Ἁγίων Ὄρος, τό Ὄρος πού λίγο γνώρισα καί πολύ ἀγάπησα»: «Ἄν ἕνα χωριό δέν ἔχει παπά, τότε τό χωριό, (ἐννοεῖται μέ τούς ὑπάρχοντες πιστούς καί εὐσεβεῖς λαϊκούς ἀνθρώπους του), τό κατευθύνει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός∙ ἄν ἔχει παπά, κι ὁ παπάς δέν εἶναι ὅπως πρέπει, τότε τό χωριό τό κατευθύνει ὁ διάβολος».

3. Συγκεκριμένες περιπτώσεις ἀρνητικές καί θετικές στό θέμα μας.

Θά μοῦ ἐπιτρέψετε νά ἀναφέρω ἐλάχιστα παραδείγματα πού δείχνουν πρῶτα τήν ἔλλειψη τῆς διάκρισης καί τῆς φιλαδελφίας, κι ἔπειτα τήν ὕπαρξη τοῦ ἀρώματός τους.

(1) Παραλείποντας περιπτώσεις σύγχρονες πού μᾶς στενοχωροῦν, ὅπως γιά παράδειγμα τήν περίπτωση κληρικοῦ πού «περιέπαιζε» ἐνώπιον τῶν ἐνοριτῶν(!) τόν συμπρεσβύτερό του, τήν ὥρα πού ἐκεῖνος ἔκανε διάφορες ἀνακοινώσεις στό ἐκκλησίασμα, ἤ τήν περίπτωση νεαροῦ κληρικοῦ, ὁ ὁποῖος ἐν ὥρᾳ ἐξομολόγησης μιᾶς γερόντισσας, ἄρχισε νά ὠρύεται ἐναντίον της, γιατί πίστευε πώς τόν κορόϊδευε, ἄς θυμηθοῦμε παλαιότερο παράδειγμα ἀπό τό Γεροντικό, κατά τό ὁποῖο νεαρός καλόγερος ἐξομολογήθηκε τούς σαρκικούς πειρασμούς του σέ ἀδιάκριτο Γέροντα. Καί τί ἔκανε ἐκεῖνος; Ἀντί νά στηρίξει τόν νεαρό, ἄρχισε νά τόν κατακρίνει, λέγοντας ὅτι εἶναι ἀνάξιος νά φέρει τό μοναχικό σχῆμα· μέ ἀποτέλεσμα ἐκεῖνος νά ἀπελπιστεῖ καί νά θέλει νά ἀρνηθεῖ τήν κλήση του, μέχρις ὅτου ὁ Θεός εὐδόκησε νά συναντήσει ἕναν ὅσιο διακριτικό Γέροντα, πού τόν στήριξε καί τόν ἔστειλε μετανοημένο καί παρηγορημένο στόν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του. Κι ἔλεγε ὁ ὅσιος αὐτός ὅτι τέτοιες ἀδιάκριτες συμπεριφορές σάν τοῦ πρώτου Γέροντα, ὄχι μόνον δέν βοηθοῦν τούς ἀνθρώπους, ἀλλά τούς δίνουν στό πρόβλημά τους ἕνα ἐπιπλέον κτύπημα γιά νά βουλιάξουν περισσότερο.

(2) Καί ἐκτός ἀπό τή φιλάδελφη διάκριση τοῦ ὁσίου πού ἔσωσε τόν νεαρό καλόγερο, ἔχουμε ἄπειρες καταγραφές παρομοίων διακριτικῶν στάσεων στήν ἀσκητική καί ὄχι μόνο παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως γιά παράδειγμα μέ τόν ἡγούμενο ἐκεῖνο πού θέλησε διακριτικά νά καλύψει τά πορνικά ἀτοπήματα ἑνός καλογέρου του, ὁ ὁποῖος ἀντιμετώπιζε τή μήνη τῶν συνασκητῶν του. Καί θυμόμαστε ὅτι μπαίνοντας στό κελί του κάθισε πάνω σ’ ἕνα πιθάρι πού ἦταν κρυμμένη ἡ γυναίκα πού εἶχε φέρει ὁ καλόγερος, ὁπότε δέν ἐπέτρεψε νά ρεζιλευτεῖ καί νά κακοποιηθεῖ ἴσως ὁ καλόγερος αὐτός ἀπό τούς ἄλλους, τόν ὁποῖο ὅμως ὁδήγησε ἔπειτα σέ συναίσθηση καί σέ μετάνοια, ὅταν βρέθηκαν κατ’ ἰδίαν οἱ δυό τους. Θά μοῦ ἐπιτρέψετε ὅμως νά ἀναφέρω συγκινητικό περιστατικό, πού φανερώνει τή φιλάδελφη διάκριση ἤ τή διακριτική φιλαδελφία ἑνός σύγχρονου Μητροπολίτου τῶν τελευταίων ἐτῶν ἀπέναντι σέ κάποιον κληρικό τῆς Μητροπόλεώς του. Σᾶς τό μεταφέρω, ὅπως τό ἄκουσα κι ἐγώ νά μοῦ τό διηγεῖται γνωστός ἡγούμενος κυκλαδίτικου νησιοῦ μας γιά τόν Μητροπολίτη αὐτόν, τόν ὁποῖο ἔζησε ἀπό κοντά πολλά χρόνια. Ὁ Μητροπολίτης, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη σχετικά λίγα χρόνια πρίν, ἀποφάσισε νά ἐπισκεφτεῖ, χωρίς νά εἰδοποιήσει, ἕνα ἀπό τά νησιά πού ἀνῆκαν στήν περιφέρειά του. Ἔφτασε πολύ πρωί τῆς Κυριακῆς καί πῆγε στόν συγκεκριμένο μοναδικό Ναό τοῦ μεγάλου χωριοῦ. Μέ ἔκπληξη διαπίστωσε ὅτι ὁ Ναός ἦταν κλειστός, γιατί ὅπως τοῦ εἶπαν οἱ κάτοικοι, ὁ ἱερέας, χωρίς νά ἔχει πάρει ὁποιαδήποτε ἄδεια, ἔλειπε στήν Ἀθήνα. Βρῆκαν βεβαίως τήν εὐκαιρία ὁρισμένοι νά ἀρχίσουν νά καταφέρονται ἐναντίον του, φέρνοντας ἀκριβῶς καί τό ἐπιχείρημα ὅτι «νά, εἶστε κι ἐσεῖς μάρτυρας, Σεβασμιώτατε, τῆς ἀπουσίας του». Τί ἔκανε λοιπόν ὁ πλήρης ἀγάπης καί διάκρισης Ἐπίσκοπος; Ἀρνήθηκε τίς κατηγορίες γιά τόν κληρικό του, λέγοντας ὅτι ἐκεῖνος τοῦ εἶχε δώσει ἄδεια νά λείψει καί ὅτι γιά τόν σκοπό αὐτόν εἶχε μεταβεῖ στό νησί του. «Ἦρθα στή θέση του, γιά νά μή σᾶς λείψει ἡ Λειτουργία», τούς εἶπε καί ὅλων τά ἐπικριτικά στόματα ἔκλεισαν.

Γ.  Τό θέμα εἶναι πολύ μεγάλο, ἀλλά δέν θέλουμε νά τελειώσουμε χωρίς νά τονίσουμε τήν ἀνάγκη ὕπαρξης μιᾶς ἀρετῆς, τῆς ἀρετῆς τῆς ὑπομονῆς, πού χωρίς αὐτήν εἶναι ἀδύνατο νά βρεθοῦν καί οἱ ἄλλες ἀρετές τῆς διάκρισης καί τῆς φιλαδελφίας. Γιατί γιά νά ἀποκτήσει κανείς τήν ἀγάπη καί τή διάκριση, ἀπαιτεῖται συστηματικός καί ἀδιάκοπος πνευματικός ἀγώνας, ἀπαιτεῖται ὀδυνηρή ὑπομονή, ἡ ὁποία, κατά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἐκείνη πού μᾶς ὁδηγεῖ στήν τελειότητα καί μᾶς φέρνει τήν παρουσία τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ μέσα στήν ὕπαρξή μας. Ἡ ὑπομονή, μή ξεχνᾶμε, εἶναι ἐκείνη ἡ ἀρετή μέ τήν ὁποία κτίζεται κάθε ἄλλη καλή κατάσταση στήν ψυχή μας, εἶναι τό ὑλικό τό ὁποῖο συνοδεύει τά πάντα στόν πνευματικό καταρτισμό μας. «Ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τάς ψυχάς ὑμῶν», πού εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος (Λουκ. 21,19). Δέν θά ξεχάσω τήν πρώτη μου συνάντηση μέ τόν ἅγιο Ἰάκωβο Τσαλίκη στό μοναστήρι του στήν Εὔβοια, τό 1989. Μέ εἶδε, πρόσπεσε ἀμέσως γιά νά μοῦ φιλήσει τό χέρι, ὀνοματίζοντάς με, καί κρατώντας μου τό μπράτσο μέ ρώτησε γιά τό πόσοι ἱερεῖς εἴμαστε στόν Ναό πού ὑπηρετοῦσα. «Ἕξι, Γέροντα», τοῦ ἀπάντησα. Κι ἡ διακριτική προτροπή τοῦ ὁσίου πού ἀκούω ἀκόμη στά αὐτιά μου ἦταν: «Ὑπομονή, παιδάκι μου, ὑπομονή».