«Τήν ἄμετρόν σου εὐσπλαγχνίαν, οἱ ταῖς τοῦ Ἅδου σειραῖς
συνεχόμενοι δεδορκότες, πρός τό φῶς ἠπείγοντο, Χριστέ, ἀγαλλομένῳ ποδί, Πάσχα
κροτοῦντες αἰώνιον» (ωδή ε΄ αναστασίμου κανόνος).
(Χριστέ, βλέποντας καθαρά την άπειρη ευσπλαχνία σου οι
αλυσοδεμένοι του Άδη, έσπευδαν με γρήγορη και χαρούμενη περπατησιά προς το φως
Σου, χτυπώντας τα χέρια από χαρά για το αιώνιο Πάσχα).
Ο «φακός» του μεγάλου Πατέρα και υμνογράφου της Εκκλησίας
αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού ρίχνει το φως του στον σκοτεινό χώρο του Άδη, εκεί
που θεωρείτο προχριστιανικά ότι ήταν ο χώρος των ψυχών. «Όπως πολλοί άλλοι
λαοί, ο Ισραήλ φαντάζεται την επιβίωση των νεκρών σαν μια σκιά υπάρξεως, χωρίς
αξία και χωρίς χαρά. Ο Άδης είναι ο τόπος που συγκεντρώνει αυτές τις σκιές…σαν
τάφος στα έγκατα της γης, όπου βασιλεύει απόλυτο σκοτάδι και όπου το ίδιο το
φως μοιάζει με τη ζοφερή νύχτα. Εκεί «κατέρχονται» όλοι οι ζώντες και δεν θα
ανέβουν πια επάνω ποτέ. Δεν μπορούν πια να αινούν τον Θεό, να ελπίζουν στη
δικαιοσύνη του ή στην πιστότητά του. Πρόκειται για μια ολοκληρωτική
εγκατάλειψη» (Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας).
Κι ο Κύριος, η πηγή της Ζωής, εισέρχεται στον χώρο αυτό
του σκότους και της εγκατάλειψης, με την ανθρώπινη ψυχή Του τη συνδεδεμένη με
τη θεότητά Του, για να τον γεμίσει με το φως Του, να Τον γεμίσει με την
παρουσία Του, να δώσει ελπίδα και προοπτική ζωής στους αλυσοδεμένους και
αιχμαλώτους του Άδη. Οι περισσότεροι αναστάσιμοι ύμνοι μιλούν γι’ αυτήν τη
συγκλονιστική είσοδο του Κυρίου και τις «πανικόβλητες» κινήσεις του Άδη που
βλέπει το βασίλειό του να διαλύεται. «Σήμερον ὁ Ἄδης στένων βοᾶ…». «Ὅτε κατῆλθες
πρός τόν θάνατον ἡ ζωή ἡ ἀθάνατος, τότε τόν Ἄδην ἐνέκρωσας τῇ ἀστραπῇ τῆς
θεότητος…». Κι ένα κύριο χαρακτηριστικό που επισημαίνει η Γραφή είναι
τούτο: «ο Ιησούς Χριστός κατέβηκε στον Άδη, ο καταδικασμένος πηγαίνει στην
κόλαση… Οι θύρες του Άδη όπου κατέβηκε ο Χριστός ανοίχτηκαν για να μπορέσουν να
διαφύγουν οι αιχμάλωτοί του, ενώ η κόλαση όπου κατεβαίνει ο κολασμένος
κλείνεται πίσω του για πάντα» (Λ. Β. Θ.).
Λοιπόν, «νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός καί γῆ
καί τά καταχθόνια». Δεν υπάρχει πια σκοτάδι, οπουδήποτε στον κόσμο (παρά
μόνον σ’ εκείνους που κρατούν ερμητικά κλειστές τις ψυχές τους). Γιατί ήλθε το
Φως που το διέλυσε. Και να πεθάνει πια κανείς ξέρει, εφόσον είναι πιστός, ότι
το φως του Χριστού θα συναντήσει – Εκείνον δηλαδή που θα τον δεχτεί μέσα στη
γεμάτη αγάπη αγκαλιά Του. «Ἐάν τε ζῶμεν ἐάν τε ἀποθνῄσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν».
Και τι σημειώνει ο άγιος Δαμασκηνός; Οι αλυσοδεμένοι του Άδη, οι πονεμένοι και
χωρίς ελπίδα μετανιωμένοι, βλέποντας το φως, αποδεχόμενοι δηλαδή εν πίστει τον
Κύριο της δόξας που ήλθε κι εκεί για να τους βρει – μη ξεχνάμε τον λόγο του
αποστόλου Πέτρου, που λέει πως ο Κύριος «ἐκήρυξεν καί τοῖς ἐν φυλακῇ
πνεύμασι» - «πέταξαν» από τη χαρά τους. Έβαλαν φτερά στα παιδιά τους,
και με αγαλλίαση και χειροκροτώντας, έσπευσαν προς το φως Του για να κάνουν
μαζί Του τη «διάβαση» από το σκοτάδι στο φως. Η ανάσταση των ανθρώπων ήταν και
είναι πια η κοινή «μοίρα» τους, λόγω της Αναστάσεως του ενσαρκωμένου Θεού.
Ανάσταση όμως φωτός και ζωής και όχι απλής αιώνιας επιβίωσης μέσα στο σκοτάδι
της αμετανοησίας.
Η εξαγγελία αυτή όμως του αγίου Δαμασκηνού ισχύει και για
τον κόσμο τούτο, χωρίς να έχει έλθει ακόμη ο σωματικός θάνατος. Γιατί υπάρχει
και λειτουργεί και ο πνευματικός δυστυχώς θάνατος. Κάθε φορά που αμαρτάνουμε,
κάθε φορά που η μετάνοια μπαίνει στο περιθώριο της ζωής μας, εισερχόμαστε μέσα
στον προσωπικό μας Άδη – ζούμε τον θάνατο πριν τον θάνατο! Και το παρήγορο ποιο
είναι; Ότι ο Κύριός μας, που η χαρά Του είναι να μας έχει όλους κοντά Του – «ὁ
Θεός πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» -
μας δίνει διαρκώς ευκαιρίες μετανοίας. Ευκαιρίες δηλαδή φωτός, εισερχόμενος
στον δικό μας Άδη, για να μας στρέψει σ’ Εκείνον. Κι ο καλοπροαίρετος άνθρωπος
που νιώθει πια την ακτίνα αυτή, που μπορεί να έλθει από το «πουθενά»: ακόμη και
την ώρα της αμαρτίας μας, ακόμη και μέσα από ένα ατύχημα, από μία απρόσμενη
συνάντηση με έναν άνθρωπο του Θεού, την «αρπάζει» ως την ευκαιρία που του δίνει
ο Θεός. Κι αρχίζει να χαίρεται, να τρέχει εκεί που είναι το φως Του, να
χειροκροτεί γιατί βλέπει τον δρόμο που θα τον οδηγήσει στην αιωνιότητα μέσα κι
απ’ αυτήν ήδη τη ζωή.
Να παρακαλούμε να μας ανοίγει τα μάτια ο Χριστός και να
βλέπουμε το φως Του. Και να κινητοποιούμε τον εαυτό μας, ολόκληρη την ύπαρξή
μας. Γιατί το φως Του υπάρχει παντού: σε όλη τη δημιουργία, στον κάθε
συνάνθρωπό μας, στον ίδιο μας τον εαυτό.