«Ἐγώ ἐλθών θεραπεύσω αὐτόν» (Ματθ. 8, 7)
Ο Κύριος ανταποκρίνεται αμέσως στο αίτημα του Ρωμαίου εκατοντάρχου για την ίαση του δούλου του. Δεν επρόκειτο για τον ίδιο ούτε για κάποιο μέλος της οικογενείας του, ώστε να δικαιολογείται τέτοια αγωνία και τόσο ενδιαφέρον. Ο δούλος του ήταν, αλλά προφανώς είχε τέτοια καλά στοιχεία ο άνθρωπος αυτός, ώστε να αντιμετωπίζεται από τον κύριό του ως οικογένειά του. Η στάση του εκατοντάρχου, ανθρώπου που ανήκε στον χώρο της ειδωλολατρίας, γίνεται ακόμη πιο παράδοξη, αν σκεφτεί κανείς ότι την εποχή εκείνη οι δούλοι δεν θεωρούνταν άνθρωποι ισότιμοι με τους ελεύθερους. Κι όμως για έναν τέτοιο άνθρωπο ο Ρωμαίος αξιωματικός ταπεινώνεται και έρχεται εκλιπαρώντας τον Κύριο. Ο καρδιογνώστης Κύριος πρέπει να συγκινήθηκε ιδιαίτερα για τη «σάρκινη» καρδιά του σκληρού κατά τα άλλα θεωρουμένου Ρωμαίου.
Η συγκίνηση του Κυρίου όμως πρέπει κατεξοχήν να επιτάθηκε όχι μόνο γιατί επέδειξε ενδιαφέρον για έναν «παρακατιανό» ο αξιωματικός, αλλά γιατί το ενδιαφέρον του ήταν όπως λέμε «έμπονο». Προσπίπτει στον Κύριο ο Ρωμαίος προσφέροντας με πόνο τον πόνο του δούλου του. «Κύριε, βασανίζεται φοβερά ο δούλος μου. Κάνε τον καλά». Τι να θαυμάσει κανείς; Την πίστη του εκατοντάρχου στη δύναμη του Κυρίου; Την ταπείνωσή του, όπως φανερώθηκε στη συνέχεια που αρνήθηκε λόγω αναξιότητάς του την προσωπική παρουσία στο σπίτι του του Κυρίου; Την αγάπη του για τον δούλο του; Ο ίδιος ο ευαγγελικός λόγος το επιβεβαιώνει: «Θαύμασε» ο Ιησούς την πίστη του αιτουμένου ανθρώπου, ομολογώντας ότι τέτοια πίστη δεν συνάντησε πουθενά στον Ισραηλιτικό λαό. Γι’ αυτό και πραγματοποιεί αμέσως το αίτημα του ανθρώπου μακρόθεν, μόνο με ένα νεύμα Του, με μία σκέψη Του, με έναν λόγο Του.
Κι είναι το σημείο που επιμένει ο λόγος του Θεού και σύνολη η Πατερική παράδοση της Εκκλησίας: ο Θεός εισακούει αμέσως τα αιτήματα των ανθρώπων, όταν είναι βγαλμένα μέσα από την καρδιά τους, με πόνο αλλά και με ταπείνωση. Χωρίς πόνο, χωρίς αίσθηση δηλαδή, και χωρίς ταπεινή διάθεση εκεί δεν φαίνεται να υπάρχει ανταπόκριση του Θεού. Κι αυτό όχι γιατί Εκείνος δεν θέλει να ανταποκριθεί – πώς είναι δυνατό να συμβαίνει τούτο από Αυτόν που «έκλινεν ουρανούς και κατέβη» προς χάριν του ανθρώπου και είναι έτοιμος να του δώσει τα πάντα; - αλλά γιατί ο ίδιος ο άνθρωπος δεν δείχνει να ενδιαφέρεται για τα δικά του αιτήματα! «Αν εσύ ο ίδιος δεν ακούς τι ζητάς από τον Θεό, πώς θα σε ακούσει ο Θεός;» διερωτώνται οι αββάδες του Γεροντικού. Θυμάται κανείς εν προκειμένω αυτό που ζητούσε κάθε φορά και ο άγιος Παΐσιος ο αγιορείτης, όταν του έλεγαν να μνημονεύει κάποιον με προβλήματα. «Πες μου κάτι γι’ αυτόν για να τον πονέσω» - για τον άγνωστό του άνθρωπο ήθελε να κάνει προσευχή όχι ως απλή μνημόνευση αλλά σαν να έχει το πρόβλημα ο ίδιος.
Κι ακόμη εκείνο που μας συγκινεί εξίσου ιδιαίτερα πέρα από την αμεσότητα ανταπόκρισης του Κυρίου είναι αυτό το «εγώ ελθών θεραπεύσω αυτόν». Δεν θα πω απλώς έναν λόγο – μολονότι και ο κάθε λόγος Του συνιστά μία δική Του προσωπική ενέργεια: Εκείνος βρίσκεται μέσα σ’ αυτόν, κάτι που φάνηκε στην επόμενη φάση – ούτε θα νεύσω μόνον, αλλά θα έλθω ο Ίδιος να τον επισκεφτώ και να του δώσω την ίαση. Όπου δηλαδή υπάρχει πρόβλημα πραγματικό και αίτημα από την καρδιά του ανθρώπου εκεί έχουμε μία επίσκεψή Του – Εκείνος έρχεται ενώπιος ενωπίω στον καθένα μας. Κι αυτή η προσωπική παρουσία Του που μας αντιμετωπίζει ως τους πιο πολύτιμους και γνωστούς φίλους Του αποκορυφώνεται στον άνθρωπο που έχει βαπτιστεί και χριστεί στο όνομά Του, στον χριστιανό πιστό. Διότι ο χριστιανός έχει καταστεί με τη χάρη Του μέλος δικό Του, προέκταση δική Του, μία άλλη δική Του παρουσία, που σημαίνει ότι το «εγώ ελθών» για τον χριστιανό ηχεί ως η φωνή του εαυτού του στα έγκατα της ψυχής αλλά και στα κύτταρα του σώματός του – δεν υπάρχει τίποτε εγγύτερο για έναν χριστιανό από τον Ίδιο τον Κύριο. «Ζω ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» μαρτυρεί ο απόστολος Παύλος, για να δηλώσει ακριβώς την εν χάριτι ταυτότητά του με τον Κύριο.
Στα διάφορα προβλήματα που μας ταλανίζουν στην καθημερινότητά μας, προβλήματα προσωπικά, οικογενειακά, επαγγελματικά, οτιδήποτε, ας μη μας διαφεύγει το διπλό αυτό στοιχείο: να τα ρίχνουμε με πόνο στα πόδια του Κυρίου, της Παναγίας μας, των αγίων, αλλά και να πιστεύουμε ότι Εκείνος αμέσως ανταποκρίνεται, όταν μάλιστα βλέπει ότι Τον θέλουμε γενικότερα στη ζωή μας. Όχι μία δύναμη θολή και αόριστη, αλλά ο Ίδιος προσωπικά, «Εγώ ελθών», ενεργεί στην ύπαρξή μας, γιατί δεν του είμαστε αδιάφοροι. Η χαρά του Θεού μας είναι ακριβώς να μας φροντίζει με αγάπη, αρκεί να Του αφήνουμε λίγο χώρο για να δρα. Ο λίγος αυτός χώρος όπως καταλαβαίνουμε είναι ο περιορισμός του εγώ μας, δηλαδή η κίνησή μας να μπορούμε κι εμείς να αγαπάμε. Ο απόστολος Παύλος πριν πει το «ζω ουκέτι εγώ, ζη εν εμοί Χριστός» είπε το συγκλονιστικό «Χριστώ συνεσταύρωμαι».