στην αγκάλη - «ίδιοι μ’ αυτό να γίνετε,
αν θέλετε τον Θεό σας» - είπε
και Του βραχήκαν οι οφθαλμοί.
Η τρυφερή ματιά Του σ’ άγγιξε
κι ήσουνα το χαμόγελό Του.
Σ’ έβλεπε πάντα ως Θεός μα τώρα
και ως άνθρωπος σε είδε.
Σου χάιδεψε λίγο τα μαλλιά
και το φιλί Του πάνω τους
άφησε έν’ άστρο φωτεινό.
Μια… χρυσοκόκκινη σκιά
σκοτείνιασε τη μορφή Του.
Νύχια που μπήχτηκαν βαθιά
σε γέρικο λιπόσαρκο πια σώμα
- κοίτα, όπως μια μάνα σε κρατεί.
Στο 'κανε το χατίρι κι άφησε
- πώς ν’ αρνηθεί τον πόθο σου; -
τον βασιλιά που 'μέρεψες
στα δόντια του να σ’ αλέσει.
Στάρι κι άρτος ηδύς εγίνηκες
κι ανατολή μπροστά Του στέκεις.
Αιώνια πίσω θεωρεί τα έσχατα σαν τώρα,
κι είσαι φωτιά που σου 'δωσε
η φλόγα η δικιά Του.
Πώς θα 'θελα λίγο κι εγώ
από τη ζέστα σου να θερμανθώ
κι Ιγνάτιος να γίνω· να φέρω
στάλα μια Θεό, Γέννα Χριστού να ζήσω.