Μπρός
στον άγιο Χρυσόστομο Σμύρνης!
(του φιλόλογου Στάθη Παππά)
Μπρός στην προτομή του
άγιου* έγειρα γονατιστός,
και στο βάθος της καρδιάς
μου* ήρθ’ ο λόγος του ζεστός:
«Δεκατέσσερα διαβήκαν* χρόνια – για να θυμηθώ!
του Τζαννή μεράκι ήταν* του Βασίλη μας θαρρώ! –
που με στήσατε δω πάνω* σά βιγλάτορα πιστό,
θύμησες πικρές να φέρνω* των προσφύγων τον καημό.
Τότε που της ξενιτιάς η
ανάγκη* από τούρκικο σπαθί,
μας ξερίζωσε τα σπλάχνα* -
Σμύρνη σύ, πατρώα γη.
Ράγισε τον βράχ’ ο πόνος* έπιασε τον οδυρμό,
τόν εμάζεψε η μάρτυς* που ‘χει σπίτι τον Σταυρό.
Με της προσφυγιάς το αίμα* κτίσθη τούτος ο Ναός,
γι’ αλησμόνητες πατρίδες* στήθη τούτος ο βωμός.
Τους ανθρώπους θωρώ τώρα* που περνάνε βιαστικά,
απ’ το πλάι με κοιτάζουν* ίσια βλέπω την καρδιά.
Χαίρομαι με τη χαρά τους* δόξα λέω στον Χριστό,
όπως και τη λύπη βλέπω* της καρδιάς τον στεναγμό.
Το χειρότερο απ’ όλα* που
μου καίει την ψυχή,
είναι των Ρωμιών η λήθη* μνήμη χέρσα κι αδειανή.
Για τη Ρωμιοσύνη πάψαν* να μιλάνε οι πολλοί,
για του Γένους μας τα πάθια*
- της Πατρίδας τη στολή.
Πώς το δέντρο θα υψώσει* τον κορμό του τον γερό,
αν τη ρίζα του την κόψεις* και ξεράνεις τον χυμό;
Όπως και καλά το λένε* για τα έθνη, τους λαούς,
αν τους πρόγονους ξεχάσουν*
παρομοιάζουν με νεκρούς.
Αδελφοί μου αγαπημένοι* κάνω έκκληση
ιερή,
τούτ’ η σύναξη ας γίνει* νύξη μνήμης, προσευχή».
Σαν να σιώπησε ο άγιος* κι είχε βλέμμα ιλαρό,
δύο δάκρυα τού βγήκαν* που ποτίζαν ‘να Σταυρό.