Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ



῾Η προσέλευση τῶν Χριστιανῶν στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας συνιστᾶ τή μεγαλύτερη κατάφαση καί ἀποδοχή τοῦ γεγονότος τῆς ᾽Ενανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ Θεός μας ἦλθε μέν στόν κόσμο ὡς ἄνθρωπος ῾ὅτε ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου᾽, κατά τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου, θέλησε ὅμως νά διαιωνίσει τή σάρκωσή Του αὐτή μέ τήν ἵδρυση τῆς ᾽Εκκλησίας Του. ῾Η ᾽Εκκλησία, κατά τήν αὐγουστίνεια ἔκφραση, εἶναι ῾ὁ Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας᾽, ὁ ῾Οποῖος θέλησε νά ὑπάρχει στόν κόσμο καί μετά τήν ᾽Ανάληψή Του στούς οὐρανούς μέ ἄλλον τρόπο ἀπό ὅ,τι ἦταν στήν πρώτη Του παρουσία: ἐν Πνεύματι καί μάλιστα ὑπό τά εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου. Στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας  βλέπουμε αὐτό πού εἶναι ἡ ᾽Εκκλησία: ὁ ἴδιος ὁ Χριστός πού βρίσκεται μαζί μέ τούς πιστούς, οἱ ὁποῖοι καλοῦνται νά Τόν φᾶνε καί νά Τόν πιοῦνε, προκειμένου νά γίνουν ῞Ενα μ᾽ ᾽Εκεῖνον. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή καταλαβαίνει κανείς τήν ἐπιμονή τῆς ᾽Εκκλησίας γιά τή συμμετοχή τοῦ πιστοῦ στή Θεία Λειτουργία. Χωρίς τή συμμετοχή αὐτή ὁ χριστιανός ἀκυρώνει τήν πίστη του καί δέν ἐνεργοποιεῖ τό βάπτισμά του. Χριστιανός λοιπόν χωρίς ἑτοιμασία γιά Θεία Κοινωνία ἰδιαιτέρως τά Χριστούγεννα, ὅπως καί τίς ἄλλες μεγάλες ἑορτές τῆς Χριστιανοσύνης, δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει.

Ἡ παραπάνω ἀλήθεια καθιστᾶ φανερή τή σημασία τελικῶς τῶν Χριστουγέννων. ῎Αν ἡ σάρκωση τοῦ Χριστοῦ ἐκτείνεται μέσα στόν χρόνο εἶναι γιατί Αὐτός πού σαρκώθηκε δέν ἦταν ἕνα τυχαῖο ὄν, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Θεός πού ῾ἔκλινε οὐρανούς καί κατέβη᾽. Κατά τή μαρτυρία τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ ἤδη στήν ἀρχή τοῦ Εὐαγγελίου του ῾ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος καί ὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν καί Θεός ἦν ὁ Λόγος...Καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν᾽. Καί γιά ποιο σκοπό πραγματοποιήθηκε ἡ κάθοδος αὐτή; Κατέβηκε ὁ Θεός γιά νά ἀνέβη ὁ ἄνθρωπος. Σκοπός τῆς ᾽Ενανθρωπήσεως ἦταν ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἐπανασύνδεσή του δηλαδή μέ τόν Δημιουργό του, ἀπό τόν ῾Οποῖο εἶχε ξεπέσει λόγω τῆς ἁμαρτίας του. ῾Ο Χριστός ἔρχεται στόν κόσμο γιά νά καθαρίσει τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα στόν ἄνθρωπο καί νά τοῦ ἀνοίξει καί πάλι τή χαμένη του προοπτική, νά μοιάσει στόν Θεό.

Σέ ὅλο αὐτό τό μεγαλειῶδες σχέδιο τοῦ Θεοῦ πού ἡ ἀνθρώπινη λογική ἀδυνατεῖ νά κατανοήσει ἐπισημαίνουμε μεταξύ τῶν ἄλλων δύο καίριες ἀλήθειες: τό μέγεθος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρῶτον, τήν ἄπειρη ταπείνωσή Του δεύτερον.
Καί ὡς πρός τό πρῶτο. ῾Ο πιστός ἄνθρωπος στό γεγονός τῶν Χριστουγέννων ἀναγνωρίζει ὡς γενεσιουργό αἰτία τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Κανένας καί τίποτε δέν κίνησε τόν Θεό, παρά μόνον ἡ ἐλεύθερη ἀγάπη Του. ῾Οὔτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον – σημειώνει ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης ὁ Εὐαγγελιστής - ὥστε τόν Υἱόν Αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον᾽. Κι αὐτή ἡ ἀγάπη Του διαπιστώνεται ὄχι μόνο κατά τή συγκεκριμένη στιγμή τῆς ᾽Ενανθρωπήσεώς Του, ἀλλά καί κατά τήν προετοιμασία τοῦ ἐρχομοῦ Του, ὅπως καί στή συνέχεια μετά από αὐτήν. Τί ἐννοοῦμε;
῾Η προετοιμασία τοῦ ἐρχομοῦ Του γίνεται μέ τήν ἀποστολή τῶν προφητῶν τοῦ Θεοῦ τήν ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. ῾Η Π. Διαθήκη συνιστᾶ ἀκριβῶς τήν προετοιμασία, τήν ὑπόσχεση τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Θεοῦ. Αὐτό πού ὁ Θεός εἶχε ὑποσχεθῆ ἤδη ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἱστορίας τῶν Πρωτοπλάστων – τό λεγόμενο Πρωτευαγγέλιο: θά ἔρθει στόν κόσμο ὁ ἀπόγονος τῆς γυναίκας πού θά συντρίψει τόν διάβολο καί θά ἀποκαταστήσει τή χαλασμένη λόγω τῆς ἁμαρτίας σχέση τῶν ἀνθρώπων μέ τόν Θεό – αὐτό διαρκῶς ἀνανεωνόταν μέ τήν ἀποστολή τῶν διαφόρων προφητῶν. Οἱ προφῆτες τῆς Π. Διαθήκης ὡς ἔργο εἶχαν ἀκριβῶς νά κηρύσσουν τή μετάνοια στόν λαό τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐκεῖνος ἀπομακρυνόταν ἀπό τήν ὀρθή πορεία του, καί νά ἀνανεώνουν τήν ἀρχική ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ. ῎Ετσι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δέν ἄφηνε τόν κόσμο, κάτι πού ἰδιαιτέρως φάνηκε, ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα γιά νά ἔλθει ὄχι κάποιος ἁπλός ἀπεσταλμένος Του ἀλλά ὁ ῎Ιδιος ὁ Υἱός Του.
Ἡ γέννηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου λοιπόν ἀποτελεῖ κορυφαία ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο, ἀγάπης ὅμως πού συνεχίστηκε καί μετέπειτα, μέ ἀποκορύφωση τή σταυρική Του θυσία. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ θεολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας ἀπαρχῆς συνέδεσε τά δύο αὐτά γεγονότα, διότι ἀκριβῶς τά εἶδε κάτω ἀπό τήν ἴδια προοπτική τῆς ἀγάπης. Γέννηση καί Σταυρός συνυπάρχουν, γι᾽ αὐτό καί ὁ χρωστήρας τῶν θεολόγων ζωγράφων τῆς ᾽Εκκλησίας ἀποτύπωσε τή συνύπαρξη αὐτή  κ α ί  στήν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ - ὅταν στό σπήλαιο ὁ μικρός Χριστός κείτεται σπαργανωμένος πάνω σέ μία λάρνακα – κ α ί  στή γνωστή εἰκόνα τῆς Παναγιᾶς τοῦ χάρου, καθώς λέγεται, στήν ὁποία ἡ Παναγία κρατᾶ τόν μικρό Χριστό ὄχι στή συνηθισμένη Του μορφή, ἀλλ᾽ ὡς μικρό ἐσταυρωμένο. Τό ῾ἔδει παθεῖν τόν Χριστόν᾽ καί τό γεγονός ὅτι εἶναι ῾τό ἀρνίον τό ἐσφαγμένον ἀπό καταβολῆς κόσμου᾽ βρίσκουν στό σημεῖο αὐτό τήν ἀκριβή τους ἐκπλήρωση.

῾Ως πρός τό δεύτερο σημεῖο τῆς ταπείνωσης τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Θεός μας δέν διστάζει, κινούμενος ἀπό τήν ἀπειρία τῆς ἀγάπης Του, νά ἔλθει ὡς ἄνθρωπος, νά προσλάβει δηλαδή τήν ἀνθρώπινη φύση, σῶμα καί ψυχή, χωρίς νά ἀποστρέφεται τήν ῾ἀνοστιά᾽ αὐτῆς (ἱ. Χρυσόστομος). Δέν θεώρησε ὅτι ἦταν κάτι ὑποτιμητικό γιά τή μεγαλοσύνη Του τό γεγονός τοῦτο. Δέν θεώρησε ὅτι ὑποβαθμίστηκε. Κι αὐτό συμβαίνει γιατί ὁ Θεός μας - ἄς ἐπιτραπῆ ἡ προκλητική ἔκφραση – δέν εἶναι ῾κομπλεξικός᾽. ᾽Εμεῖς οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε κομπλεξικοί, γι᾽ αὐτό καί πιστεύουμε ὅτι δέν ἀξίζει νά ῾ρίχνουμε᾽ τόν ἑαυτό μας καί θά πρέπει νά τόν κρατᾶμε στό ῾ὕψος᾽ του. ῾Ο Θεός μας ὅμως εἶναι τέλειος καί δέν περιμένει ἀναγνώριση ἀπό κανέναν. Ἡ αὐτοσυνειδησία Του εἶναι ἀπόλυτη καί ὁ ῎Ιδιος εἶναι ὁ μόνος κριτής τοῦ ῾Εαυτοῦ Του. ῾Η μόνη ἀναγνώριση πού θέλει ὁ Θεός εἶναι ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου σέ Αὐτόν, διότι ἀπό αὐτήν ἐξαρτᾶται ἡ σωτηρία του. ῎Ετσι ὁ Θεός μας ἐπιλέγει νά ἔλθει ὡς ἄνθρωπος, ἀλλά καί πάλι μέ τρόπο πού προκαλεῖ τήν ἀνθρώπινη ῾χαλασμένη᾽ λογική: νά περικλεισθεῖ μέσα σέ ἕνα ῾μικρό κομμάτι κρέας καί ὑποκάτω εἰς τήν μωρίαν ἑνός ἀγνώστου καί ἀφώνου νηπίου᾽ ( ἅγιος Νικόδημος ἁγιορείτης), καί μάλιστα σέ μία περιοχή ἀπό τίς πιό ἄγνωστες τῆς γῆς: σ᾽ ἕνα χωριό τῆς ᾽Ιουδαίας! Τά χτυπήματα στή λογική τοῦ ἀνθρώπου εἶναι συνεχῆ καί ἀπανωτά! Δέν φτάνει δηλαδή τό γεγονός ὅτι γίνεται ἄνθρωπος, πράξη δηλαδή ἐντελῶς ὑποτιμητική γι᾽ Αὐτόν, ἔρχεται καί ὡς βρέφος καί μάλιστα ἄσημα καί ἄδοξα! Τουλάχιστον, θά σκεφτόταν κάποιος μέ ῾τετράγωνη᾽ λογική, ἄς ἐρχόταν ὡς πριγκηπόλουλο. Θεός εἶναι! Κι ὅμως! Δέν ἐπιλέγει οὔτε αὐτό, τό ἐντελῶς ἁπλό καί λογικό. Γιατί; Διότι θέλει νά μᾶς σώσει, δηλαδή νά κερδίσει ὄχι τόν θαυμασμό μας, ὄχι τήν ὑποταγή μας, ἀλλά τήν καρδιά μας. Γιά νά μήν ἀφήσει περιθώριο σέ κανέναν, ἀκόμη καί σ᾽ ἐκεῖνον πού θά ἔλεγε ὅτι ἔρχεται ῾ταξικά᾽, γι᾽ αὐτό καί ἐπιλέγει καί τήν πιό ταπεινή θέση. ῾Μυστήριον ξένον ὁρῶ καί παράδοξον, οὐρανόν τό σπήλαιον, θρόνον χερουβικόν τήν Παρθένον, τήν φάτνην χωρίον, ἐν ᾧ ἀνεκλίθη ὁ ἀχώρητος, Χριστός ὁ Θεός, ὅν ἀνυμνοῦντες μεγαλύνωμεν᾽! ῾Οὐ φέρει τό μυστήριον ἔρευναν. Πίστει μόνῃ τοῦτο πάντες δοξάζομεν᾽.

῾Η ἱστορία τῆς Θείας Οἰκονομία, ἤδη ἀπό τήν πρώτη φάση της μέ τήν Παλαιά Διαθήκη, μᾶς ἔχει προσανατολίσει στόν τρόπο αὐτῆς τῆς ταπεινῆς ἐμφάνισης τοῦ Θεοῦ. ᾽Ενδεικτικά καί μόνον νά μνημονεύσουμε τό γνωστό καί πάντα συγκινητικό περιστατικό τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στόν προφήτη ᾽Ηλία. ῾Ο προφήτης διωγμένος καί ἐξόριστος βρίσκεται μόνος καί ἀπελπισμένος. Κατά τή γνώμη του ὅλοι εἶχαν ἀλλαξοπιστήσει στόν ᾽Ισραήλ. Καί προσφεύγει στόν Θεό, ὁ ῾Οποῖος τοῦ ὑπόσχεται ὅτι τήν ἑπομένη τῆς προσευχῆς του θά τοῦ φανερωθεῖ. ῾Ετοιμάζεται ὁ προφήτης καί τήν ἑπομένη πράγματι βγαίνει ἀπό τό σπήλαιό του γιά νά ὑποδεχθεῖ τόν Δημιουργό του. Τά γεγονότα εἶναι ὄντως συγκλονιστικά: βίαιος ἄνεμος ἀρχίζει καί σαρώνει τά πάντα στό πέρασμά του. ῾῾Ο Θεός!᾽, σκέφτεται ὁ προφήτης κι ἑτοιμάζεται νά προσκυνήσει. ᾽Αλλά ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ μέσα του εἶναι σαφής: δέν εἶναι ὁ Θεός στόν δυνατό καί βίαιο ἄνεμο! ῞Υστερα μέγας σεισμός συγκλονίζει τόν τόπο πού βρίσκεται ὁ προφήτης. Καί στή σκέψη του πάλι ὅτι ἦλθε ὁ Θεός παίρνει τήν ἀπάντηση: δέν εἶναι στόν σεισμό ὁ Θεός! ῎Επειτα δυνατή φλόγα ἀρχίζει καί καίει τόν ὅλο χῶρο. ᾽Αλλά γι᾽ ἀκόμη μία φορά ἀκούει ὁ προφήτης: δέν εἶναι στή φλόγα ὁ Θεός. Καί τέλος, ἕνα ἁπλό καί δροσερό ἀεράκι ἀρχίζει νά φυσάει, μία αὔρα πού ἔνιωθε ὁ προφήτης ὅτι τόν ἀναζωογονεῖ καί τόν παρηγορεῖ. Κι ἀκούει πιά τή φωνή: ἐδῶ εἶναι ὁ Θεός! Στό περιστατικό μαθαίνει ὁ προφήτης τόν τρόπο ἐμφάνισης τοῦ Θεοῦ. ῞Οσο ὁ κόσμος αὐτός βρίσκεται στήν κατάσταση πού εἶναι, ὅσο ἀκόμη δέν ἔρχεται ἡ γενική κρίση τῶν ἀνθρώπων καί τοῦ κόσμου, ὁ Θεός μας θά ἐπιλέγει τήν ἁπαλή παρουσία, τήν ταπεινή ἐμφάνεια, αὐτό πού κατεξοχήν εἴδαμε μέ τήν ᾽Ενανθρώπή Του ἐν Βηθλεέμ τῆς ᾽Ιουδαίας.

Κι αὐτό τό γεγονός βεβαίως καθορίζει καί τήν πορεία ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων: ὄχι μόνο καλούμαστε νά ζοῦμε τήν ᾽Ενανθρώπηση μέ τήν κοινωνία τοῦ σώματος και τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ στή Θεία Κοινωνία, ἀλλά καί μέ τήν ἀγάπη καί τήν ταπείνωση πού πρέπει νά ἔχουμε στή ζωή μας. Οἱ ἅγιοί μας ἄν ἔχουν τή μεγάλη σημασία πού ἔχουν στήν ᾽Εκκλησία μας εἶναι διότι καί μετεῖχαν πάντα στά μυστήρια τῆς ᾽Εκκλησίας καί μάλιστα στή Θεία Εὐχαριστία, ἀλλά καί ἐπέλεγαν διαρκῶς στήν ὅλη συμπεριφορά τους τήν ἀγάπη καί τήν ταπείνωση τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ μας! ῾Η διπλή αὐτή ἐπιλογή – συμμετοχή στά μυστήρια καί ζωή ταπείνωσης καί ἀγάπης – κάνει τελικῶς τόν ἄνθρωπο νά μορφώνει μέσα του τόν Χριστό, νά παίρνει δηλαδή ᾽Εκεῖνος μορφή μέσα μας. ᾽Αλλά αὐτό συνιστᾶ καί τόν σκοπό μας ὡς ἀνθρώπων πάνω σ᾽ αὐτή τή γῆ πού βρεθήκαμε: νά γίνουμε Χριστός. Καί γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς ἦλθε ὁ Χριστός στόν κόσμο.