«Η αγία Μαρίνα καταγόταν από κάποια κώμη της Πισιδίας, στα μέρη της Αντιόχειας. ΄Ηταν μονογενής θυγατέρα του Αιδεσίου, ενός ιερέα των ειδώλων, ο οποίος, όταν πέθανε η γυναίκα του, παρέδωσε την κόρη του, ηλικίας τότε δώδεκα ετών, σε μία γυναίκα να την μεγαλώσει. Η Μαρίνα είχε διδαχτεί στην κώμη που ζούσε τη χριστιανική πίστη, και γι’ αυτό παρακαλούσε τον Θεό να αξιωθεί να γίνει χριστιανή, κάτι που πραγματοποιήθηκε, και μάλιστα σε σημείο που δεκαπέντε ετών ποθούσε να δώσει και τη ζωή της για τον Χριστό. Ο ηγεμόνας λοιπόν Ολύμβριος, που έμαθε για την πίστη της, έστειλε να τη συλλάβουν και την έβαλε στη φυλακή. Μετά από κάποιες ημέρες διέταξε να την βγάλουν και να την οδηγήσουν ενώπιον του βήματός του, ενώ όταν την είδε, έμεινε έκπληκτος από την ωραιότητά της. Ρώτησε λοιπόν το όνομά της και την καταγωγή της και η αγία «Μαρίνα, είπε, λέγομαι, γέννημα και θρέμμα της Πισιδίας και είμαι χριστιανή». Επειδή δεν δέχτηκε να αρνηθεί τον Χριστό, διέταξε ο ηγεμόνας να την ξαπλώσουν και να την δείρουν σκληρά με ραβδιά, τόσο που το αίμα της κοκκίνησε το χώμα. ΄Επειτα πρόσταξε να την ανασηκώσουν και να ξύσουν για πολύ το σώμα της, οπότε μετά οδηγήθηκε και πάλι στη φυλακή. Εκεί έγινε μεγάλος σεισμός, που τραντάχτηκε πολύ η φυλακή, και να, από κάπου φάνηκε ένας δράκοντας, με μεγάλο ήχο στο σύρσιμό του, που φαινόταν ότι θέλει να ρίξει φωτιά γύρω από τη μάρτυρα. Εκείνη φοβήθηκε πολύ κι έγινε έντρομη, γι’ αυτό παρακαλούσε τον Θεό να την βοηθήσει, με αποτέλεσμα το φοβερότατο εκείνο ερπετό να φαίνεται με τη μορφή ενός μαύρου σκυλιού. Η αγία τότε το άρπαξε από τις τρίχες κι αφού πήρε μια πέτρα, το κτύπησε στο κεφάλι και στην πλάτη, μέχρις ότου ψόφησε. Μετά από αυτό, οδηγείται σε νέα εξέταση, όπου την έβαλαν να καεί σε λαμπάδες φωτιάς κι έπειτα να ριχτεί σε σκεύος γεμάτο από νερό, που κάλυπτε το κεφάλι της. Διαφυλάχτηκε όμως αβλαβής από όλα αυτά, γεγονός που οδήγησε πολλούς στην πίστη του Χριστού, οι οποίοι δέχτηκαν τον δι’ αποτομής της κεφαλής τους θάνατο. Τότε οργίστηκε πολύ ο ηγεμόνας, ο οποίος διέταξε με ξίφος να κόψουν την τιμία κεφαλή της».
Πολλοί φόβοι και μάλιστα πολλές φοβίες, παράλογοι και επιτεταμένοι δηλαδή φόβοι, αναπτύσσονται στη ζωή μας, οι οποίοι μας ταλαιπωρούν και πάνε να διαλύσουν συχνά τον ιστό της ψυχοσωματικής μας υπόστασης. Πίσω από κάθε φόβο και φοβία, έχουν επισημάνει οι ασχολούμενοι με τον άνθρωπο και τον ψυχισμό του, υφίσταται κρυμμένος ο φόβος του θανάτου. Οι χριστιανοί όμως γνωρίζουμε ότι δεν παύει σ’ αυτές τις περιπτώσεις να δρα και το πονηρό στοιχείο, που χαρά του έχει ακριβώς την υποταγή και την καταστροφή του ανθρώπου. Μα τη λύση μάς τη δίνουν οι άγιοί μας, με την πείρα τους στην πνευματική ζωή: η αναφορά στον Θεό, η θεώρηση του εαυτού μας μέσα στην ιερή παρουσία Του. Κάθε τι που φαντάζει τεράστιο και αξεπέραστο ενώπιόν μας, και γι’ αυτό προκαλεί φόβο και τρόμο, γίνεται, εν Θεώ κοιταγμένο, μικρό και «κάτω» από εμάς, άρα αντιμετωπίσιμο. Το παράδειγμα της αγίας Μαρίνας με τον δράκοντα είναι εξαιρετικά ενδεικτικό, άρα θα πρέπει να μη φεύγει εύκολα από τη σκέψη μας.