«Βλέψον ἱλέῳ ὄμματί Σου καί ἐπίσκεψαι τήν κάκωσιν ἥν ἔχω» (ζ΄ ὠδή
Μεγ. Παρακλητικοῦ Κανόνος).
(Ρίξε τό ἱλαρό βλέμμα
Σου ἐπάνω μου καί πρόσεξε τήν πληγή πού ἔχω).
Μέ τά δύο σταθερά καί
πάλι δεδομένα του κινεῖται ὁ αὐτοκράτωρ ποιητής, προκειμένου νά ἐκφράσει τό αἴτημά
του στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Μέ τό πρῶτο, τῆς ψυχοσωματικῆς ταλαιπωρίας πού
κατατρύχει συνήθως τόν ἄνθρωπο στόν κόσμο τοῦτο - ὁ ἴδιος ὡς γνωστόν ταλαιπωρεῖτο
ἀπό βαριά ἐπιληψία∙ καί μέ τό δεύτερο, τῆς βαθιᾶς πίστης τοῦ χριστιανοῦ ὡς πρός
τή θερμή ἀγάπη τῆς Παναγίας ἀπέναντί του.
Καί τά δύο δεδομένα
πράγματι ἐκφράζουν τήν ἀλήθεια πού ζεῖ ὁ χριστιανός. Διότι ποιός ἄνθρωπος, ὄχι
μόνο ὁ χριστιανός, στόν κόσμο τοῦτο δέν ταλαιπωρεῖται κατά καιρούς ἀπό τή θλίψη
καί τόν πόνο καί τούς διαφόρους πειρασμούς; Ὅπως ὁ Κύριος τόνιζε «διά πολλῶν θλίψεων δεῖ ὑμᾶς εἰσελθεῖν εἰς
τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν». Ἡ ζωή αὐτή πού ὁ Κύριος εὐδόκησε νά βρεθοῦμε ἄχρι
καιροῦ εἶναι μέν ζωή πού ἔχει τοῦ κόσμου τά καλά, μά ταυτοχρόνως εἶναι «κοιλάς πένθους καί δακρύων», λόγω τῆς ἁμαρτίας
τοῦ ἀνθρώπου, καί οὐαί στόν ἄνθρωπο πού θά νομίσει ὅτι αὐτός μόνος θά γλιτώσει ἀπό
τή «μοῖρα» αὐτή – πετάει κυριολεκτικά στά σύννεφα. Κανείς δέν ξέρει τό μέλλον
του καί συνεπῶς κανείς δέν ξέρει τί τοῦ ἐπιφυλάσσει τό αὔριο: ἐκεῖ πού λές ὅτι ὅλα
πᾶνε καλά, ἐκεῖ αἰφνίδια ἔρχεται ἡ ἀνατροπή∙ κι ἐκεῖ πού νομίζεις ὅτι ὅλα πᾶνε
στραβά καί ἀνάποδα, ἐκεῖ ἔρχεται τό χαμόγελο τοῦ οὐρανοῦ. Δέν εἶναι τυχαῖο πού
πολλοί ἀπό τούς Πατέρες μας, ὅπως βεβαίως καί ἡ ἀνθρώπινη ἐμπειρία ἐπιβεβαιώνει,
σημειώνουν ὅτι ἡ ζωή στόν κόσμο τοῦτο μοιάζει μέ τίς ἐναλλαγές τοῦ καιροῦ∙ πότε
ἔχει λιακάδα καί πότε ἔχει συννεφιά καί κακοκαιρία. Γι’ αὐτό προτείνουν νά μή
χαίρεται κανείς ὑπέρμετρα στή λιακάδα, ὅπως καί νά μή λυπᾶται ὑπέρμετρα στήν
κακοκαιρία.
Ἄν ὅμως τό πρῶτο
δεδομένο εἶναι τοῖς πᾶσι ἀποδεκτό, τό δεύτερο ἀπαιτεῖ τή χάρη τῆς πίστης στόν
Κύριο, τήν Παναγία καί τούς ἁγίους μας. Κι αὐτό εἶναι τό προτέρημα καί τό
προέχον τοῦ χριστιανοῦ ἔναντι τῶν ἄλλων συνανθρώπων του. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ὁ
χριστιανός ἐνῶ βρίσκεται μέσα στό καμίνι συχνά τῶν θλίψεων καί τοῦ πόνου καί τῶν
δοκιμασιῶν, ὅμως δέν καταβάλλεται – πλήν ἴσως προσωρινά – γιατί ἔχει τήν ἐλπίδα
σ’ Ἐκεῖνον πού εἶναι ὁ Παντοκράτωρ Κύριος, «ὁ
διδούς πᾶσι ζωήν καί πνοήν καί τά πάντα», μέσα στήν παρουσία τοῦ Ὁποίου «ζεῖ καί κινεῖται καί ἐστί». Καί μπορεῖ
νά ὑπάρχουν καί ἄλλες θρησκεῖες καί πεποιθήσεις, πού προϋποθέτουν στή ζωή μία ἀνώτερη
ἤ πολλές ἀνώτερες δυνάμεις, προκειμένου νά δώσουν ἀντοχή στήν ταλαιπωρία τῆς ὕπαρξης,
ὅμως στή χριστιανική πίστη κατά τήν ἀποκάλυψη τοῦ Κυρίου ὑφίσταται ὁ Θεός ὡς
πρόσωπο, «ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν» - καλύτερα: ὡς
τριαδική κοινωνία ὑποστάσεων - ὁ Ὁποῖος ἐνδιαφέρεται καί μεριμνᾶ γιά τόν κόσμο
Του, ἰδιαιτέρως δέ γιά τόν «κατ’ εἰκόνα
καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ» δημιουργημένο ἄνθρωπο.
Ὁ ἀληθινός καί μόνος Θεός
δηλαδή ὑπάρχει πάντοτε ἐν θερμῇ ἀγάπῃ πρός τόν κόσμο, χωρίς νά παραιτεῖται ποτέ
ἀπό τή δημιουργία Του, ἐργαζόμενος ἀδιάκοπα γιά τή σωτηρία αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ὅπως
μᾶς τό βεβαίωσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «ὁ
Πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγώ ἐργάζομαι». Κι ἡ ἐργασία Του αὐτή εἶναι
πέραν τῆς δημιουργίας, ἡ πρόνοια γιά τόν κόσμο, ἰδίως γιά τόν ἄνθρωπο καί
μάλιστα τόν πιστό ἄνθρωπο, καί ἡ διακυβέρνηση αὐτοῦ τοῦ κόσμου μέχρις ὅτου ἐπιτευχθεῖ
ἡ σφοδρή ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ: ὁ ἄνθρωπος νά πιστέψει σ’ Αὐτόν καί νά ἀποκτήσει ἀληθινή
ἐπίγνωση Αὐτοῦ μέ τήν ὑπακοή καί τήν ἀνταπόκρισή του στή δική Του ἀγάπη. «Ὁ Θεός πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς
ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν».
Τήν ἀγάπη αὐτή τοῦ Θεοῦ
πρός τόν κόσμο καί μάλιστα τόν ἄνθρωπο τήν ἔχουν καί οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας
μας, ὡς μέλη ἀγαπημένα τοῦ Χριστοῦ, κατεξοχήν δέ ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου, ἡ
ὁποία στέκει πάντοτε μέ στοργή καί ἱλαρότητα ἀπέναντι στά παιδιά της, κατά τό
πρότυπο τοῦ ἴδιου τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της. Αὐτή ἡ ἀγάπη τῆς Παναγίας, τήν ὁποία ἄλλωστε
ἐπικαλεῖται ὁ ὑμνογράφος, εἶναι τό δεύτερο λοιπόν δεδομένο του, τό ὁποῖο διατυπώνει μέ τήν ἐκφραστική
ὄμορφη εἰκόνα τοῦ ἱλαροῦ βλέμματός Της. Γιά τόν ὑμνογράφο ἡ Παναγία ζεῖ τήν ἀγάπη
τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό καί τό βλέμμα Της, ἀποτύπωση τοῦ ψυχικοῦ καί πνευματικοῦ της
κόσμου, δέν μπορεῖ νά εἶναι διαφορετικό ἀπό ὅ,τι Ἐκείνου. Τό βλέμμα τοῦ Θεοῦ, ὅπως
στήν ἀνθρώπινη διάστασή Του τό εἴδαμε στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀποτελεῖ τήν
ἐνίσχυση καί τήν παρηγοριά τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ τήν ἴδια τήν πρόκληση τῆς ζωῆς
του, εἶναι ἡ ἀνόρθωση καί ἡ ἀνάστασή Του, ἀλλά καί συνιστᾶ καί τόν ἔλεγχο τῆς ἁμαρτίας
του ἤ καί τή βίωση τῆς ὀργῆς Του γιά τόν ἀμετανόητο – τό ἱλαρό βλέμμα τοῦ
Χριστοῦ πού ἀναπαύει καί εἰρηνεύει τήν
ψυχή τοῦ καλοπροαίρετου ἀνθρώπου, ἀλλά προκαλεῖ ἀναστάτωση καί φλόγα στήν ψυχή
τοῦ κακοπροαίρετου ἀντιστοίχως.
Τό ἱλαρό βλέμμα τῆς
Παναγίας ἐπικαλεῖται ὁ ὑμνογράφος∙ γιατί ξέρει ὅτι αὐτό θά σημάνει καί τήν ἀπαρχή
τῆς λύσης τῆς ὅποιας πληγῆς του καί τοῦ ὅποιου πόνου του. Ἄς κοιτάξουμε τίς
μεγαλομάτες Παναγιές πολλῶν γνωστῶν εἰκόνων: κυριολεκτικά σταλάζουνε τόν Οὐρανό,
προκαλώντας μας μετάνοια καί κατάνυξη!