Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2015

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΒΟΥΚΟΛΟΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΜΥΡΝΗΣ (6 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ)


«Ο άγιος Βουκόλος από νεαρή ηλικία αγίασε τον εαυτό του και έγινε δοχείο του αγίου Πνεύματος. Αυτόν βρήκε δόκιμο και άξιο ο πανεύφημος και από τον Χριστό αγαπώμενος θείος Ιωάννης ο Θεολόγος, και τον χειροτόνησε Επίσκοπο και ποιμένα καλό της Εκκλησίας της Σμύρνης. Ο Βουκόλος, ο οποίος φωτιζόταν από το Άγιον Πνεύμα, οδηγεί στο φως της πίστεως του Χριστού τους ευρισκομένους στο σκοτάδι της πλάνης, και με το άγιο βάπτισμα τους κάνει υιούς ημέρας, σώζοντάς τους από μύρια ανήμερα θηρία. Αυτός λοιπόν, πριν  φύγει από τη ζωή αυτή, χειροτόνησε και έβαλε ποιμένα και Διδάσκαλο των λογικών προβάτων στην ίδια πόλη, τη Σμύρνη, τον μακάριο Πολύκαρπο, οπότε και εκοιμήθη εν Κυρίω. Όταν το τίμιο σώμα του το έθεσαν κάτω από τη γη, ο Θεός έκανε να ανατείλει φυτό, που παρέχει ιάσεις μέχρι σήμερα».

Δεν είναι πολύ γνωστός ο άγιος Βουκόλος στους περισσοτέρους από τους χριστιανούς μας, μολονότι ανήκει στους αποστολικούς Πατέρες που έλαμψαν με τη ζωή και το κήρυγμά τους. Ίσως διότι βρέθηκε ανάμεσα σε δύο σπουδαιότατους άνδρες, μεγάλους αστέρες της Εκκλησίας μας, που τον επισκίασαν με τη λάμψη τους: τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και τον άγιο Πολύκαρπο Σμύρνης. Κι από την άλλη: βρέθηκε να συνεορτάζει και με έναν άλλο αστέρα, οικουμενικό πατέρα και διδάσκαλο, ισαπόστολο και ομολογητή, μεγάλο ως προς τον χαρακτηρισμό του, τον άγιο Φώτιο, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Παρ’ όλα όμως τα φώτα των σπουδαίων και μεγάλων αυτών, ο άγιος Βουκόλος, κατά την Εκκλησία μας, δεν παύει «να αστράπτει με το φως των θεουργών αρετών του, ευρισκόμενος ως φως στη λυχνία της θείας Εκκλησίας και να καθιστά λαμπρή αυτή με τις ιερές διδασκαλίες του» («Φωτί των θεουργών αρετών αστράπτων, ιερώτατε, φως ετέθης εν λυχνία μυστικώς της θείας Εκκλησίας, λαμπρύνων ταύτην, Πάτερ, ταις ιεραίς διδασκαλίαις σου») (Στιχηρό εσπερινού). Είναι ο άνθρωπος, που, όπως σημειώνει ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος σε άλλο σημείο του κανόνα του, «έλαμψε σαν φως, σαν φέγγος, σαν μέγα ήλιος, σαν αστραπή στην Εκκλησία του Χριστού, και φώτισε τις διάνοιες των πιστών» («Ως φως, ως φέγγος, ως μέγας ήλιος, ως αστραπή Χριστού τη Εκκλησία εξέλαμψας, και πιστών διανοίας εφώτισας») (ωδή θ΄).

Τι ήταν εκείνο που τον έκανε και αυτόν δεύτερο φως μετά το πρώτο, τον Χριστό, και «ιερόν κειμήλιον» Αυτού; Ο άγιος υμνογράφος απαντά: «Το ωραίον της ψυχής και η καθαρότης του νοός» (ωδή δ΄), αποτέλεσμα των πνευματικών του ασκήσεων προς υπέρβαση των αμαρτωλών παθών: «Κυριεύσας δι’ ασκήσεως του σώματος, των παθημάτων, ένδοξε» (ωδή ζ΄). Γι’ αυτό και όλες οι αρετές του Θεού εγκατοίκησαν σ’ αυτόν και τον κατέστησαν κατοικητήριο Εκείνου. «Ο ένδοξος Βουκόλος αναδείχθηκε σε κατοικητήριο της αγίας Τριάδος, διότι απέκτησε την ταπείνωση που υψώνει, την καθαρότητα του νου, την ανυπόκριτη αγάπη, την ειλικρινή πίστη και ελπίδα» («Υψούσαν ταπείνωσιν, καθαρότητα νοός, αγάπην ανυπόκριτον, πίστιν, ελπίδα έχων ειλικρινή, Βουκόλος ο ένδοξος της Τριάδος εδείχθη καταγώγιον») (ωδή ς΄).

Είπαμε όμως ότι η αγιότητά του αυτή, λόγω και της υπεύθυνης θέσης του: να είναι επίσκοπος, έπαιρνε μορφή ιεραποστολική. Ο άγιος Βουκόλος κήρυττε αδιάκοπα τον λόγο του Θεού, «κηρύσσοντας τη μία ουσία της Τριάδος με ευσεβή τρόπο, ώστε να ξεριζώνει την πολύθεη πλάνη» («Κηρύττων μίαν ευσεβώς της Τριάδος ουσίαν, την πολύθεον πλάνην εξερρίζωσας εκ γης ως ιεράρχης σεπτός») (ωδή γ΄), πάντοτε βεβαίως προβάλλοντας το διαρκές κήρυγμα του διδασκάλου και πνευματικού του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, δηλαδή την πραγματικότητα της σάρκωσης του Υιού και Λόγου του Θεού. «Έγιναν ωραία, παμμακάριε, τα σαγόνια σου, γιατί κήρυσσαν τη σάρκωση αυτού που έλαμψε σε εμάς από την άφατη ευσπλαχνία του» («Ωραιώθησαν, παμμάκαρ, σιαγόνες σου, την σάρκωσιν κηρύττουσαι του δι’ άφατον ευσπλαγχνίαν λάμψαντος ημίν») (ωδή ζ΄). «Θεολόγησες τον Λόγο του Θεού που σαρκώθηκε, και έσωσες πολλούς λαούς από την αλογία της πλάνης, γιατί έγινες θείος μαθητής εκείνου που έλαμψε για τις θεολογικές διδασκαλίες του, τον άγιο Ιωάννη δηλαδή, κήρυκα Βουκόλε» («Σαρκωθέντα τον Λόγον εθεολόγησας και πολλούς αλογίας λαούς διέσωσας, θείος γεγονώς μαθητής του εκλάμψαντος εν θεολογίαις, Βουκόλε κήρυξ») (ωδή η΄).

Ο άγιος Ιωσήφ δεν αφήνει ασχολίαστο το γεγονός ότι στον τάφο του οσίου φύτρωσε φυτό που παρείχε ιάσεις στους προστρέχοντες. Θεωρεί  ότι το θαυμαστό αυτό γεγονός συνιστά μαρτυρία από τον Θεό της δικαίωσης του αγίου, και για τη δράση του ως ποιμένα και για την κατάστασή του στους ουρανούς. «Βλάστησες σαν φοίνικας στις αυλές του Θεού, γι’ αυτό και εκοιμήθης όπως πρέπει στους δικαίους. Και τώρα φέρεις φυτό στο θείο σου μνήμα, που αποτελεί θαύμα σ’ αυτούς που το βλέπουν, θεοκήρυκα Βουκόλε» («Εκβλαστήσας ως φοίνιξ εν ταις αυλαίς του Θεού, οφειλόμενον ύπνον δικαίοις ύπνωσας φέρεις δε φυτόν προς του θείου σου μνήματος, θαύμα τοις ορώσι, Βουκόλε θεοκήρυξ») (ωδή η΄). Ο άγιος Βουκόλος: ένας φωτεινός αποστολικός πατέρας που παραπέμπει στον κατά πολύ νεώτερό του, συνεορτάζοντα με αυτόν, άλλον φωτεινό, και λόγω ονόματος, άγιο Φώτιο, τον «ομότροπον των αποστόλων»,  τον οικουμενικό πατέρα και μέγαν εν διδασκάλοις.