Τον θυμήθηκα αμέσως και βεβαιώθηκα απολύτως ότι ήταν
αυτός, όταν μου έδειξαν και κάποια φωτογραφία του. Μπορεί να είχαν περάσει
αρκετά χρόνια από τότε που τον είχα δει τελευταία φορά, αλλά ήταν ο ίδιος, έστω
και παραλλαγμένος λόγω της μακριάς λευκασμένης σε κάποια σημεία γενειάδας του,
λίγο σκυφτός και με βλέμμα σεμνό και χαρίεν, που απέπνεε την ειρήνη του
Χριστού. Μου έστελνε, είπε ο νεαρός άνδρας που είχε επισκεφτεί το Άγιον Όρος
και τον είχε συναντήσει, τα σεβάσματά του κι ότι είχε τις καλύτερες αναμνήσεις
από τις συναντήσεις μας στα νεανικά του χρόνια.
«Σας περιμένει, πάτερ, να πάτε στο Όρος με την πρώτη
ευκαιρία, γιατί εκείνος δεν βγαίνει καθόλου έξω στον κόσμο».
Ο ιερομόναχος
Νικόδημος τώρα, ο νέος φοιτητής της θεολογίας τότε, Ανδρέας στο όνομα, που τα
βήματά του τον είχαν οδηγήσει στον Ναό για να συζητήσουμε ένα θέμα, που ναι μεν
είχε πάρει τη γνώμη του πνευματικού του, αλλά εκείνος τον παρότρυνε να έλθει
και σ’ εμένα, «να δούμε τι θα σου πει και αυτός ο ιερέας που σχετίζεται με
πολλούς νέους» του είπε. Και ήλθε και συζητήσαμε, για να καταλήξουμε βεβαίως σε
ό,τι του είχε επισημάνει ο πνευματικός του, ένας φωτισμένος πράγματι άνθρωπος
με μεγάλη πείρα, γι’ αυτό και με παραξένεψε το γεγονός ότι τον έστειλε και στο
δικό μου πετραχήλι.
Ήλθε και άλλες φορές, όχι για εξομολόγηση, αλλά απλώς να
συζητήσουμε. Κι ήταν κάποια στιγμή που φορτισμένος καθώς ήταν - μάλλον το
μετάνιωσε αργότερα, γιατί μόνον στον πνευματικό του τα είχε πει - μου άνοιξε
την καρδιά του και μου φανέρωσε κάποιες εμπειρίες από την πνευματική του ζωή,
που με έκαναν να σταθώ μπροστά του με χαρά και με φόβο. Χαρά γιατί ένα τόσο νέο
παιδί, εικοσάχρονο περίπου, δέχτηκε από τον Κύριο πλούσιο το έλεος και τη χάρη
Του, μία πλάτυνση της καρδιάς του και έναν γλυκασμό της ψυχής του που δεν απαντάς
στην εποχή μας παρά πολύ σπάνια και μάλιστα μέσα στον κόσμο. Φόβο γιατί μία
μεγάλη χάρη που επισημαίνεις σε τόσο νεαρή ηλικία εγκυμονεί πνευματικές
παγίδες, δηλαδή να περιπέσει αυτός που την έχει δεχτεί σε μία κενοδοξία και σε
υπερήφανους λογισμούς, που είναι ό,τι χειρότερο στην πνευματική ζωή.
«Όταν διαβάζω την Αγία Γραφή ή τα πατερικά κείμενα, πάτερ»
είχε πει με συστολή ο Ανδρέας, «και μάλιστα τη Φιλοκαλία, αισθάνομαι τέτοια
χαρά, που πάει να σπάσει η καρδιά μου. Τίποτε εξωτερικό δεν με ελκύει, γεγονός
που κάνει τους γονείς μου να ανησυχούν λίγο. Είναι σαν να έχω βρει έναν
εσωτερικό Παράδεισο στα όρια της καρδιάς μου, που απλώνεται τόσο πολύ σαν να
περικλείεται μέσα σ’ αυτόν όλος ο κόσμος. Και κάποιες φορές, προσευχόμενος με
την ευχή του Ιησού αισθάνομαι τέτοια κύματα και παφλασμούς αγάπης που λίγο…
κλονίζομαι. Μία φορά σε τέτοια ένταση πνευματική ευρισκόμενος φοβήθηκα και…
σταμάτησα. Δεν ήταν μόνο η ψυχή μου, ήταν και το σώμα μου που μετείχε στη
μέθεξη αυτή, γι’ αυτό και έτρεξα στον πνευματικό μου να τον ρωτήσω, μήπως
τελικώς βρίσκομαι σε πλάνη, μήπως όλο αυτό το εξαίσιο για μένα είναι παγίδα που
θα μου δημιουργήσει κάποια πτώση!»
«Τι σου είπε;» ρώτησα σιγά. «Γιατί η γνώμη του
πνευματικού σε τέτοια θέματα είναι πολύ κρίσιμη».
«Μου είπε ότι δεν πρέπει να φοβάμαι, γιατί “φόβος ουκ
έστιν εν τη αγάπη”, αλλά να μη δίνω ιδιαίτερη σημασία στα συμβάντα αυτά και να
επικεντρώνω τη σκέψη και την όλη ενέργεια της ζωής μου στις εντολές του Κυρίου.
Διότι ναι μεν ο Κύριος έχει κάποιο σκοπό που επιτρέπει τέτοιες επισκέψεις της
χάρης Του, αλλά αυτό γίνεται για να με ενισχύσει στον πνευματικό μου αγώνα που
δεν είναι άλλος από την τήρηση του αγίου θελήματός Του. Κι επίσης να είμαι
έτοιμος ο Ίδιος που μου δίνει τα δώρα αυτά, ο Ίδιος και να τα άρει, όταν θα
κρίνει ότι δεν θα είναι προς το συμφέρον μου».
«Νομίζω πως έχει δίκιο ο πνευματικός σου» συμφώνησα κι
εγώ. «Διότι το ζητούμενο από τον χριστιανό δεν είναι τα δώρα του Θεού, κάτι που
Εκείνος κρίνει πότε θα τα δώσει σε κάποιον ή όχι, αλλά ο συντονισμός του με τον
Ίδιο, την πηγή κάθε αγαθού, κι αυτό περνάει μέσα από τις εντολές Του. Δεν
υπάρχει, Ανδρέα μου, όπως καλά γνωρίζεις, σημαντικότερο και σπουδαιότερο πράγμα
στη ζωή αυτή από τις άγιες εντολές του Χριστού μας, διότι αυτές είναι που
περικλείουν τον ίδιο τον Κύριο – είναι ο διακόπτης που πατάμε για να ανάψει το
φως Του μέσα στην ύπαρξή μας, την ψυχή και το σώμα μας. Οπότε, ναι! Ο Κύριος
σου δίνει τα δώρα Του μέσα στο βαθύ σχέδιό Του για σένα, λίγο νωρίς ίσως, αλλά
θα είναι πρόβλημα αν επικεντρώσεις μόνο σ’ αυτά».
«Ναι, πάτερ, το έχω υπ’ όψιν μου, μου το επισήμανε ο
πνευματικός μου, το βεβαιώνετε κι εσείς, γι’ αυτό και λίγο όπως είπα φοβάμαι».
Πέρασε αρκετός καιρός από τις συναντήσεις μας αυτές, δεν
ξαναείδα τον Ανδρέα, μέχρις ότου συνάντησα κάποια στιγμή τον πνευματικό του σε
κάποιο Θεολογικό Συνέδριο στην Αθήνα. Βρήκα την ευκαιρία και του είπα για τις συζητήσεις
μας, για το πόσο μου είχε κάνει εντύπωση η όλη πορεία του, το πνευματικό του
βάθος, οι εμπειρίες του. Κι ήταν η στιγμή που έμαθα ακόμη λίγα πράγματα και την
περαιτέρω εξέλιξή του.
«Ο Ανδρέας τελείωσε τη Θεολογική Σχολή, αδελφέ μου, πήγε
στον Στρατό, πήρε απολυτήριο κι ήλθε η ώρα η κρίσιμη για την κατεύθυνση της ζωής
του. Οι γονείς του, άνθρωποι της Εκκλησίας βεβαίως, αγωνιούσαν μη γίνει
καλόγερος και τον χάσουν – ήταν και γι’ αυτούς πράγματι κάτι μοναδικό στην όλη
οικογένεια: πάντοτε χαρούμενος, πρόθυμος σε όποια εξυπηρέτηση, μία διαρκής
υπόμνηση της κατά Χριστόν ζωής. Εκείνο που αποτελούσε το «αγκάθι» τους από τη
ζωή του ήταν η αυστηρή ασκητική ζωή του, σχεδόν καλογερική, η αδιάκοπη παρουσία
του στον Ναό της ενορίας του, είτε για όρθρο και λειτουργία είτε για εσπερινό,
το μηδαμινό ενδιαφέρον του γι’ αυτό που λέμε κοινωνική ζωή, η άρνησή του να
θέλει να δει έστω και λίγο τηλεόραση. Κι ακόμη, κάτι που έκανε και εμένα ως
πνευματικό του να του βάζω «επιτίμιο»: η σχεδόν απόλυτη σιωπή του. Ο Ανδρέας,
αδελφέ μου, ασκούσε έντονα την αρετή της σιωπής. Όταν του μιλούσαν βεβαίως
απαντούσε και μάλιστα ευχάριστα. Αλλά πέραν τούτου… ουδέν! Οπότε, για να τον
προφυλάξω, κι αυτόν και τους συγγενείς του, από πιθανόν πειρασμούς, του έδινα «εντολή»
να… μιλάει! Αλλά βλέπετε, πάτερ, το αποτέλεσμα: πράγματι ο Ανδρέας ζούσε
καταστάσεις υπέρ φύσιν. Ο Χριστός του προσφερόταν κατά την αναλογία της δικής
του αγάπης και προσφοράς».
Η αγωνία μου αποκορυφώθηκε. «Τώρα, τι κάνει; Πού είναι;»
«Ναι, έχεις δίκιο ίσως να αγωνιάς. Γιατί τέτοια παιδιά τα
βάζει στόχο ο Πονηρός και αγωνίζεται να τα παρασύρει με δόλιους και πάμπολλους
τρόπους. Δυστυχώς…η εξέλιξή του…» άφησε τη φράση του να αιωρείται κι ένα
αδιόρατο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του, «δυστυχώς… η εξέλιξή του…»
επανέλαβε «ήταν η χειρότερη δυνατή για τους… γονείς του!»
«Δηλαδή; Έγινε… καλόγερος;» έσπευσα αμέσως να απαντήσω.
«Ναι, αδελφέ μου. Ένας τέτοιος νέος που θα μπορούσε
βεβαίως λόγω της φιλοτιμίας του παντού να προκόψει, έκανε την επιλογή που
θεωρούσε μονόδρομο της ζωής του. Δεν γινόταν, μου είπε λίγο πριν φύγει για το
Άγιον Όρος, αυτά που έζησα να μη τα συνεχίσω στον μόνο δρόμο που βλέπω για
εμένα: τον μοναχισμό. Συνήργησε ασφαλώς γι’ αυτό και το γεγονός ότι στη Σχολή
του γνώρισε και συνδέθηκε με νέους που είχαν επαφές με σπουδαίο Γέροντα του
Αγίου Όρους, ο οποίος είχε υπάρξει Πανεπιστημιακός και είχε αφήσει όνομα που
σφράγισε τη Σχολή. Τον γνώρισε κι εκείνος, θέλχθηκε από τη μορφή του, μορφή
αληθινά αγία, από τον πλούτο των θεολογικών του γνώσεων, κυρίως όμως από την
αγία του βιοτή. Κι η απόφασή του για τον δρόμο της ζωής του έκτοτε έγινε, όπως είπαμε,
μονόδρομος. Καλογέρεψε – είχα πάει στην κουρά του που ήταν για μένα μοναδικό
πνευματικό γεγονός – κι ύστερα από κάποιο διάστημα χειροτονήθηκε και ιερέας. Κι
είναι λοιπόν σήμερα ο ιερομόναχος Νικόδημος».
Επανήλθα! Ξανακοίταξα τη φωτογραφία που μου είχε δώσει ο
νεαρός προσκυνητής του Όρους – δάκρυα πήραν να κυλάνε στα μάτια μου, που δεν
θέλησα να σκουπίσω. Γιατί ήταν δάκρυα χαράς για εκείνον, λύπης για εμένα. Ο
πάτερ Νικόδημος με το βλέμμα του με έλεγχε μέσα στην αγάπη του και μου έδειχνε
πόσο λίγο και μικρός ήμουν. Κι ήταν σημάδι αυτό της αγιασμένης πορείας του:
όταν ο άλλος σε προκαλεί σε μετάνοια και σε στροφή προς τον εαυτό σου σημαίνει
ότι είναι αληθινά άνθρωπος του Θεού.
«Θα έρθω με την πρώτη ευκαιρία να σε βρω» του υποσχέθηκα
νοερά βλέποντάς τον στη φωτογραφία. «Θα πάω να τον βρω με την πρώτη ευκαιρία»
είπα στον νεαρό με σπασμένη φωνή και σε ευχαριστώ για το δώρο που μου έκανες!