Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2025

Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Υ Γ Ε Ν Ν Α

 


Με τον χρωστήρα του ζωγράφου

και με τον κάλαμο του υμνογράφου

Μεγαλειώδης η θεολογία της βυζαντινής εικόνας της Γεννήσεως του Κυρίου Ιησού Χριστού. Όλα τονίζουν το βάθος των γεγονότων, όλα μηνύουν το ποιος είναι ο τεχθείς, ποια η θέση της Υπεραγίας Θεοτόκου ή  του αγίου Ιωσήφ του μνήστορος, ποια η στάση των αγγέλων και των ανθρώπων (των απλών ποιμένων της Βηθλεέμ αλλά και των αναζητητών της αλήθειας μάγων-αστρονόμων της μακρινής Περσίας), ποια η μετοχή στο υπερφυές γεγονός της ίδιας της φύσεως. Με κεντρικό σημείο βεβαίως την Παναγία: να στέκει, ανακλιμένη ή προσκυνούσα, και ν’ απορεί για το μυστήριο της άπειρης συγκατάβασης του Υιού και Λόγου του Θεού που έγινε δι’ Αυτής άνθρωπος, αδυνατώντας να αγγίξει τον επί λάρνακας κείμενο Υιό Της. Η εικόνα μάς διδάσκει ό,τι σαλπίζει ο παιάνας: «Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε∙ Χριστός ἐξ Οὐρανῶν, ἀπαντήσατε∙ Χριστός ἐπί γῆς ὑψώθητε..».  

Αλλά μεγαλειώδης και η υμνολογία (διά καλάμου αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου) της Εορτής, που ήδη προεορτίως μας καθοδηγεί στις μυστικές διαστάσεις της Γεννήσεως του Θεού ως ανθρώπου – κάποιες φορές διαφορετικά απ’ ό,τι ο χρωστήρας του αγιογράφου. Τι εννοούμε; Λίγο πλάι από το θείο βρέφος η Μάνα Παναγία (στην εικόνα). Μέσα στην αγκαλιά της Μάνας Παναγίας το θείο βρέφος (στους ύμνους), δεχόμενο τους κατασπασμούς της μητρικής στοργής. Ακούμε αίφνης στον οίκο του κοντακίου της 21ης Δεκεμβρίου: «Κρατώντας η Παρθένος μέσα στην αγκαλιά Της τον Υιό του Θεού και καταφιλώντας Τον με μητρικούς ασπασμούς έλεγε... Γι’  αυτό και χαίρομαι κρατώντας στην αγκαλιά τον Υιό του Θεού».

Ο χρωστήρας του ζωγράφου δεν αναιρεί βεβαίως τον κάλαμο του υμνογράφου κι ο κάλαμος του υμνογράφου δεν αναιρεί τον χρωστήρα του ζωγράφου. Απλά ο ένας συμπληρώνει τον άλλον. Πόσο όμως μεγαλείο κι αλήθεια κρύβει η «ανθρώπινη» προσέγγιση του αγίου υμνογράφου (του Ιωσήφ του συναισθηματικού και παρακλητικού, κατά τον αγαπημένο άγιο Πορφύριο) – η Μάνα Παναγία με τον Χριστό στην αγκαλιά Της, καθώς Τον «πνίγει» μέσα στα φιλιά της! Ο Κύριος της δόξας δέχτηκε όχι μόνο την πνευματική αγάπη του αγιότερου πλάσματός Του, της πάναγνης κόρης της Ναζαρέτ, με την απόλυτη υπακοή Της στο θέλημά Του, αλλά και την ανθρώπινη αγάπη της μάνας απέναντι στο βλαστάρι της! Το ανθρώπινο του Κυρίου τρέφεται πέρα από το γάλα της Μάνας και από τη στοργική αγκαλιά Της και τους κατασπασμούς Της.

Και μας συγκινεί ιδίως το δεύτερο, όχι για λόγους συναισθηματικούς πρώτιστα, αλλά για λόγους πνευματικούς. Διότι κατά την υπόσχεση του Κυρίου ο πιστός καλείται να στέκεται απέναντι στον Δημιουργό Του κι απέναντι στην άπειρη αγάπη Του όπως και η Παναγία, καλύτερα: να γίνεται και ο ίδιος μία Παναγία αν θέλει να είναι χριστιανός – να έχουμε τον Χριστό στην αγκαλιά μας και να μπορούμε να Τον κατασπαζόμαστε κάθε ώρα και κάθε στιγμή! Πώς; Τα ίδια τα λόγια του Κυρίου μάς καθοδηγούν: «ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἐν ἐμοί μένει κἀγώ ἐν Αὐτῶ», «ὁ τηρῶν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐν τῶ Θεῶ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῶ», ο ακόμη πιο άμεσος στον παραπάνω προβληματισμό λόγος Του «τίς ἐστιν μήτηρ μου καί ἀδελφός μου καί ἀδελφή μου; Πᾶς ὁ ἀκούων τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί τηρῶν αὐτόν ἐκεῖνος μήτηρ μου καί ἀδελφός μου καί ἀδελφή μού ἐστιν». Την ώρα που σπεύδουμε να τηρήσουμε τις εντολές του Κυρίου, κοινωνώντας διά της αγάπης, πνευματικά και μυστηριακά, Θεό και συνάνθρωπο, εκείνη την ώρα πραγματοποιούμε τη μεγαλειώδη υπόσχεση και προοπτική: σαρκώνουμε τον Κύριο μέσα στην ύπαρξή μας και γινόμαστε και εμείς Παναγίες. Τότε, όπως καταλαβαίνουμε δεν γιορτάζουμε απλώς Χριστούγεννα. Γινόμαστε οι ίδιοι Χριστούγεννα.

ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΞ ΟΥΡΑΝΩΝ, ΑΠΑΝΤΗΣΑΤΕ!

Η κάθοδος του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου είναι γεγονός. Εκείνος, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο Υιός και Λόγος του Θεού, «έκλινεν ουρανούς και κατέβη», φανερώνοντας την άπειρη αγάπη Του και την άβυσσο της ταπείνωσής Του. Δεν ζούμε πια την προσδοκία των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης – ό,τι εν Πνεύματι οραματίζονταν για τις μελλοντικές γενιές. Εμείς είμαστε οι μελλοντικές γενιές, από τη στιγμή που ήρθε ο ενανθρωπήσας Θεός, εμείς ζούμε στο εδώ και το τώρα, μέσα στο ζωντανό σώμα Του την Εκκλησία, το μυστήριο της παρουσίας Του, που θα πει την εύρεση του Παραδείσου ως εκ νέου ανοίγματος της Βασιλείας του Θεού. Κι αυτό θα πει ότι ζούμε, μπορούμε και ζούμε πια, τη θέρμη της αγκαλιάς του Θεού μας, την απειρία της αγάπης Του, αλλά με επίγνωση και συναίσθηση.

Πριν από τον ερχομό του Θεού ως ανθρώπου στον κόσμο, ο άνθρωπος κείμενος εν τω Πονηρώ λόγω της ανταρσίας του απέναντι στον Δημιουργό του, είχε χάσει τη δυνατότητα ζωής με συνείδηση της αγάπης Του – ζούσε μέσα στην ενέργεια της αγάπης αυτής που τον διακρατούσε στην ύπαρξη αλλά χωρίς, όπως είπαμε, επίγνωση. Η ζωή του ήταν μία μη ζωή, μία πορεία μέσα στο σκότος, με αναλαμπές νοσταλγίας για κάτι βαθύ που του έλειπε και θα του έδινε αληθινό νόημα. Από τη στιγμή όμως που ήλθε το πλήρωμα του χρόνου και εξαπέστειλε ο Θεός τον Υιό Αυτού να γεννηθεί από μία γυναίκα ως άνθρωπος – όπως το είχε προαναγγείλει ήδη απαρχής της πτώσεως στους πρωτοπλάστους (πρωτευαγγέλιο) και το επανελάμβανε μέσω των προφητών Του στην πρώτη αποκάλυψή Του στον χώρο της Παλαιάς Διαθήκης – ο άνθρωπος και πάλι βρίσκει το αληθινό του πρόσωπο: ο Χριστός τον εντάσσει μέσα στον εαυτό Του, του καθαρίζει τη σκοτεινιασμένη εικόνα του Θεού, του ανοίγει και πάλι την οδό της υιοθεσίας του από τον Θεό. «Άνθρωπος γίνεται ο Θεός, για να κάνει τον άνθρωπο Θεό».

Οπότε, ανοίγονται και πάλι οι οφθαλμοί του ανθρώπου, τα μάτια του μπορούν να δουν και πάλι «τα μάτια» του Δημιουργού του, η ύπαρξή του μπορεί να αισθανθεί και να νιώσει τη θυσιαστική αγάπη του Πατέρα απέναντί του – οι κτύποι της δικής του καρδιάς συντονισμένοι με τους κτύπους της «καρδιάς» Εκείνου!  Αυτό δεν αποκαλύπτει ο ίδιος ο Κύριος;  «Όπως με αγάπησε ο Θεός Πατέρας σάς αγάπησα κι εγώ. Μείνατε μέσα στην αγάπη μου αυτή» - ο ερχομός Του, η γέννα Του, είναι η πιο δραστική παρουσία της αληθινής αγάπης στον κόσμο. Η εμπειρία επ’ αυτού του αποστόλου Παύλου είναι μοναδική: «Αυτό που τώρα ζω ως άνθρωπος είναι η πίστη μου στον Υιό του Θεού, ο Οποίος με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για χάρη μου».

Ο Χριστός λοιπόν ήλθε «εξ Ουρανών» φέρνοντας και ως άνθρωπος όλες τις ευλογίες του Θεού, τη θέωση του ανθρώπου! Μα σε όλα αυτά επίμονα έρχεται στο προσκήνιο η λέξη «απαντήσατε»! Ο Θεός προσφέρεται κατά τρόπο απόλυτο και χωρίς κρατούμενα. Μα είναι Θεός που ζητάει «συνεργούς» και όχι δουλικά ή μηχανές. Απαιτείται και η δική μας συγκατάθεση στην αποδοχή των δωρεών Του – η δική Του κίνηση θέτει σε κίνηση και τη δική μας ολιγωρία και ακηδία. Να κάνουμε τι; Να σπεύσουμε προς συνάντησή Του. Αν δεν υπάρξει η σπουδή αυτή από πλευράς μας, η δική Του αγάπη μένει «μετέωρη», ένα δώρο που δεν υπάρχει το χέρι για να το αποδεχτεί – η μεγαλύτερη «προσβολή» στον δωρεοδότη: η ίδια η βλασφημία του Αγίου Πνεύματος! Και το περιεχόμενο της «απαντήσεως» του Θεού, της συνάντησης στον ερχομό Του, τη δίνει ο Ίδιος και τη βλέπουμε και στην παραπάνω μαρτυρία του αποστόλου του: να αποδεχτούμε τον λόγο Του, να Τον πιστέψουμε, να επιμείνουμε και εμείς στην πίστη του Παύλου, να περπατάμε τη ζωή μας πάνω στις άγιες εντολές Του.

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2025

«ΠΗΡΑΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΣΤΑ ΣΟΒΑΡΑ!»

 «Έτυχε λίγο πριν από τον θάνατο του μακαριστού αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου, να βρεθώ παρέα με τον Αναστάσιο και μου λέει:

 “Πάρε τηλέφωνο τον Χρήστο (Γιανναρά)”.

Τον παίρνω και του λέω: “κ. Χρήστο, είναι στο τηλέφωνο ο μακαριώτατος και θέλει να σας μιλήσει”.

Βουτάει το τηλέφωνο και λέει: “Χρήστο, δεν είμαι ο μακαριώτατος, είμαι ο Τάσος”.

 Και είπανε δυο λόγια. Και στο τέλος λέει:

“Τουλάχιστον, Χρήστο μου, πήραμε τον Χριστό στα σοβαρά”.

 Και νομίζω η καθημερινότητα του μακαριστού Αναστασίου κάπως έτσι ήτανε». 

(π. Σπυρίδων Τσιμούρης, πρωτοπρεσβύτερος, θεολόγος – σε εκπομπή «Ενορία εν δράσει», αφιέρωμα στον μακαριστό αρχιεπίσκοπο Τυράννων και πάσης Αλβανίας Αναστάσιο, 21-12-2025).

 Για τον μακαριστό αρχιεπίσκοπο Αλβανίας κυρό Αναστάσιο (Γιαννουλάτο) έχουν πει, λέγονται και θα λέγονται πάρα πολλά, τόσο για το μεγάλο επιστημονικό έργο του, όσο βεβαίως και για την ιεραποστολική και ποιμαντική διακονία του όπου βρέθηκε και εργάστηκε είτε στην Ελλάδα είτε στην Αφρική είτε τέλος στην Αλβανία. Άνθρωπος διεθνούς εμβέλειας, καταξιωμένος από κάθε είδους επίσημο φορέα: επιστημονικό, εκκλησιαστικό, διαθρησκειακό, μία προσωπικότητα πράγματι χαρισματική, κι όχι μόνο με την έννοια την πνευματικά ορθόδοξη, που «ανάγκασε» και ανθρώπους που τον γνώρισαν αλλά δεν ήταν της ίδιας «συχνότητας» με αυτόν να υποκλιθούν μπροστά στο μεγαλείο του και να ομολογήσουν την ανυπέρβλητη ανθρωπίνως μεγαλοσύνη του. Και δεν θα ήθελα να προσθέσω κι εγώ κάτι άλλο, μολονότι ευλογήθηκα, όπως και πάμπολλοι μαζί με εμένα, να τον έχω καθηγητή στο Πανεπιστήμιο επί διετία, να βρεθώ κοντά του στο σπίτι του παρέα με μικρή ομάδα συμφοιτητών μου, να συμφάγουμε, να συζητήσουμε, να μας μοιράσει έπειτα στις στάσεις των λεωφορείων για την επιστροφή στο σπίτι μας με το δικό του παλιό αυτοκίνητο – μία μικρή μετοχή στην ακτινοβολία της χάρης που εξέπεμπε το φωτεινό του πρόσωπο και ο εμπνευσμένος κατά πάντα λόγος του.

Δεν θα ήθελα λοιπόν να προσθέσω κάτι άλλο, άλλωστε καθένας που τον γνώρισε και τον έζησε, θα είχε πολλά να πει και να διηγηθεί. Ακόμα και για τις περιπτώσεις που δεχόταν την αρνητική κριτική, την εμπαθή δυστυχώς τις περισσότερες φορές, (γιατί κατανοεί κανείς ότι δεν είναι εύκολο να μην αναπτυχθεί η ζήλεια, το τόσο περιεκτικό αυτό πάθος, όταν γίνεται σύγκριση με τέτοιου είδους προσωπικότητα – νιώθεις τόσο νάνος μπροστά σ’ έναν γίγαντα), θα άκουγες την απάντηση: «Δεν πειράζει, είναι αναμενόμενο. Ο Θεός να τους ελεήσει. Εμείς θα κάνουμε αυτό που νομίζουμε σωστό». Θυμίζει – ας επιτραπεί η παρέκβαση – το περιστατικό όπου μία ομάδα προσκυνητών, προ αρκετών ετών, είχαμε βρεθεί στο Πατριαρχείο και ο Πατριάρχης μάς κράτησε για φαγητό στη δική του τράπεζα. Και σε κάποια στιγμή κάποιος από τους συνδαιτυμόνες του έθεσε το ερώτημα: «Παναγιώτατε, κάποιοι σας αμφισβητούν και λένε διάφορα εναντίον σας. Τι λέτε γι’ αυτό;». Και θαυμάσαμε όλοι τη στάση και την απάντηση του Πατριάρχη μας. Χωρίς καμία έκπληξη, χωρίς να χάσει την ηρεμία του, με γαλήνιο τρόπο απάντησε: «Δουλειά τους αυτοί, δουλειά μας εμείς». Η απάντηση δηλαδή του ανθρώπου που έχει πλήρη αυτοσυνειδησία για το τι είναι και τι κάνει και η πορεία του καθορίζεται από το όραμα που τρέφεται από τον Ουρανό!

Στο προκείμενο τώρα, τη συνομιλία του μακαριστού Αναστασίου με τον εξίσου μακαριστό Χρήστο Γιανναρά. Έχουμε την εντύπωση πως αυτό που απεκάλυψε ο γνωστός, συμπαθής και λίαν αξιόλογος και αξιοσέβαστος πρωτοπρεσβύτερος π. Σπυρίδων για το περιεχόμενο της συνομιλίας των δύο σπουδαίων αυτών ανδρών, αποτελεί το «στίγμα» της ζωής και της όλης βιοτής του μακαριστού αρχιεπισκόπου. Αν δηλαδή ήθελε κανείς με έναν λόγο να χαρακτηρίσει τον άνθρωπο, τον μεγάλο κατά πάντα Αναστάσιο, και να ερμηνεύσει την όλη πορεία του, είναι ακριβώς η φράση του – μία ομολογία πίστεως και αυτοσυνειδησίας: «Τουλάχιστον, πήραμε τον Χριστό στα σοβαρά!»

Τον Χριστό δηλαδή πίστευε ο μακαριστός, Αυτόν εμπιστευότανε σε κάθε επιμέρους διάσταση της ζωής του, Αυτός ήταν το κέντρο της ύπαρξής του, κάτω από το βλέμμα Του λειτουργούσε και δραστηριοποιείτο πάντοτε, Εκείνος νοηματοδοτούσε το οτιδήποτε, μικρό ή μεγάλο, έκανε. Ο Χριστός δεν ήταν το «περιθώριο» της ζωής του, δεν ήταν το διακοσμητικό στοιχείο του, έτσι να λέει ότι είναι χριστιανός – η πιο βροντερή φανέρωση της εκκοσμίκευσης ενός θεωρούμενου χριστιανού, δηλαδή της πρακτικής αθεΐας του! Η ομολογία του αυτή: «πήραμε τον Χριστό στα σοβαρά!»  συνιστά υπομνηματισμό της προτροπής του αποστόλου Παύλου «είτε εσθίετε είτε πίνετε είτε τι ποιείτε, πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε». Κι έτσι καταλαβαίνουμε ότι η προτεραιότητά του δεν ήταν απλώς να κάνει έργα, δεν ήταν να κηρύσσει κατά περίπτωση το Ευαγγέλιο, δεν ήταν να κτίζει Εκκλησιές, δεν ήταν να οικοδομεί φιλανθρωπικά ιδρύματα, δεν ήταν να πηγαίνει από δω κι από κει κάνοντας τον ιεραπόστολο˙ αλλά να βρίσκεται στο πιο οριακό σημείο που υπάρχει στον κόσμο: εκεί που είναι το θέλημα του Χριστού προκειμένου Αυτόν να διακρατεί στη ζωή του. «Εμοί το ζην Χριστός» δηλαδή θα έλεγε κανείς και για τον μακαριστό αρχιεπίσκοπο. Τον Χριστό «αεί ανέπνεε» κατά το πατερικό λόγιο, Εκείνον ήθελε στη ζωή του, γι’ αυτό και με το «κυνηγητό» αυτό «μετανάστευε» όπου έβλεπε ότι Τον καλεί Εκείνος – είτε στην Ελλάδα είτε στην Αφρική είτε στην Αλβανία. Οπότε χωρίς την επισήμανση αυτή, την πιο καίρια και σημαντική όλα τα υπόλοιπα στη ζωή του θα έμεναν μετέωρα. Γιατί έργο μπορεί να αφήσει κανείς, το ζητούμενο όμως πάντα είναι το κίνητρο, το ποιητικό αίτιο της κάθε ενέργειάς του – αυτό που θα ζητηθεί από τον Κύριο την ημέρα της κρίσεως.

Ο μακαριστός Αναστάσιος – το πιστεύουμε βαθύτατα – επειδή τον Χριστό είχε κέντρο της ζωής του, όπως είπαμε, είναι από εκείνους που αγάλλονται τώρα στη Βασιλεία του Θεού. Ο Κύριος που ήταν ο έρωτας της ζωής του όσο βρισκόταν στον κόσμο τούτο, ο Ίδιος πολλαπλασίως πιστεύουμε ότι είναι και τώρα και πάντα. Γιατί ένας τέτοιος άνθρωπος, βεβαιωμένα από τα στοιχεία της ζωής του, ζούσε έχοντας ξεπεράσει και τον ίδιο τον θάνατο. Θα ήταν παντελώς ακατανόητη η ζωή και η δράση του χωρίς την παράμετρο αυτή, η οποία συνιστά το πιο δομικό στοιχείο της ύπαρξης ενός χριστιανού. Διότι «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε». Και «εις τον θάνατον Αυτού εβαπτίσθημεν». Ο Αναστάσιος ήταν και είναι ένας από τους «συγγενείς» του Κυρίου μας.      

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΔΕΚΑ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΟΙ ΕΝ ΚΡΗΤΗ

«Οι άγιοι αυτοί άθλησαν επί Δεκίου βασιλέως, στη νήσο Κρήτη, προερχόμενοι από διαφορετικά μέρη αυτής και όχι από μία μόνο πόλη της. Πέντε ήταν από τη μητρόπολη Γορτύνης, ο Θεόδουλος, ο Σατορνίνος, ο Εύπορος, ο Γελάσιος και ο Ευνικιανός. Από την Κνωσό ήταν ο Ζωτικός. Από το Επίνειο Πανόρμου ο Αγαθόπους. Από την Κυδωνία ο Βασιλείδης και από το Ηράκλειο ο Ευάρεστος και ο Πόμπιος. Αυτοί παραδόθηκαν από τους απίστους στον άρχοντα της νήσου, ο οποίος επέτρεψε στον δήμιο να τους περιφέρει στους βωμούς των ειδώλων, κι αν δεν θυσιάζουν, να τους βασανίζει με παντός είδους βασανιστήρια. Τριάντα ημέρες λοιπόν γύριζαν συρόμενοι από τους άτακτες υβριστές, οι οποίοι τους κορόιδευαν  και τους έσερναν  κατά γης μέσα στις κοπριές, κι ύστερα, επειδή είδε ο δικαστής ότι είχαν αμετακίνητο και στέρεο  το φρόνημά τους, παρ’ όλα τα κτυπήματα και τους λιθοβολισμούς, τους στρέβλωσαν τα μέλη του σώματος, τους υπέβαλαν σε άλλα φοβερά μαρτύρια και τέλος τους έκοψαν το κεφάλι. Τελείται δε η σύναξή τους στο ναό του αγίου Στεφάνου, πλησίον των Πλακιδίων».  

Η εμπνευσμένη σκέψη του Ιωσήφ του υμνογράφου, να συνδέει τις εορτές των αγίων με τα προεόρτια των Χριστουγέννων, συνεχίζεται. Ό,τι είδαμε και με την αγία Αναστασία την φαρμακολύτρια, να προβάλλεται δηλαδή από τον υμνογράφο ως φως που φωτίζει την Γέννηση του Κυρίου, το ίδιο βλέπουμε και εδώ με τους αγίους δέκα μάρτυρες τους εν Κρήτη: «έφτασε η μνήμη των Μαρτύρων, που κηρύσσει τη Γέννηση του Σωτήρος. Και η Δεσποτική εορτή κάνει την εμφάνισή της σε εμάς  με την άθλησή τους». Με ποιον τρόπο οι άγιοι μας παραπέμπουν στα Χριστούγεννα; Με την προσφορά των δώρων τους στον εκ Παρθένου γεννηθέντα: τη θυσία του εαυτού τους. «Οι μάγοι σού πρόσφεραν τα δώρα, οι δε μάρτυρες τα αίματα του μαρτυρίου τους, σε Σένα που γεννήθηκες επί γης από Παρθένο κόρη στην πόλη του Δαυίδ». Κατά τον άγιο Ιωσήφ το μαρτύριο των δέκα μαρτύρων λειτουργεί ως τύπος της Γέννησης του Κυρίου: είναι το νέο αστέρι, που κηρύσσει στους πιστούς Αυτόν που η Παρθένος εκύησε. «Ο αστέρας παλαιά φανερώθηκε στους μάγους, οδηγώντας τους στη Βηθλεέμ, την πόλη Ιούδα. Αυτοί δε κηρύσσουν σε εμάς με τα βάσανά τους Αυτόν που η Παρθένος κύησε χωρίς συνάφεια ανδρός».

Η καταγωγή των δέκα μαρτύρων από την Κρήτη δεν μένει αναξιοποίητη από τον άγιο υμνογράφο. Παίρνει αφορμή να θυμηθεί τον μεγάλο απόστολο Παύλο και τους μαθητές του, οι οποίοι πέρασαν από την Κρήτη και ίδρυσαν την τοπική Εκκλησία. Στο πρόσωπο των δέκα αυτών ο Ιωσήφ βλέπει την προέκταση  του αποστόλου των εθνών, τα κλήματα που ανήκουν στη φυτεία εκείνου. «Φανήκατε, μάρτυρες, κλήματα του Τίτου και του Κάρπου σαν να βλαστήσατε από τη φυτεία του Παύλου, αφού προσφέρατε από τα χείλη σας στον Χριστό τους καρπούς της ομολογίας σας». Η επισήμανση του αγίου υμνογράφου είναι ιδιαιτέρως σημαντική: γνήσιος συνεχιστής της παράδοσης των αποστόλων θεωρείται εκείνος που έμπρακτα, και μάλιστα με τη θυσία της ζωής του, φανερώνει την πίστη που αυτοί παρέδωσαν. Μία αλήθεια που πρέπει πάντοτε να έχουμε κατά νου, δεδομένου ότι συχνά οι νεώτεροι  καυχιόμαστε για τους πατέρες μας, χωρίς καμία προσπάθεια συντονισμού μας με τη ζωή εκείνων.

Η αποστολικής καταγωγής πίστη στον Χριστό των αγίων μαρτύρων προβάλλεται από τους ύμνους της ακολουθίας τους και με μία εξαίσια εικόνα: μοιάζει η πίστη τους με πλοίο ευρισκόμενο σε απάνεμο λιμάνι, και γι’ αυτό προφυλαγμένο από τα άγρια κύματα της θάλασσας. Η πίστη στον Χριστό δηλαδή ήταν εκείνη που έδινε τη δύναμη στους μάρτυρες να ξεπερνούν όλα τα κτυπήματα των αθέων, που σαν κύματα έρχονταν εναντίον τους. «Σαν κύμα της θάλασσας ήταν η τυραννίδα του εχθρού που κτυπούσε την ομολογία του Χριστού. Οι αθλητές όμως φάνηκαν  όλοι  σαν απάνεμα λιμάνια, κρατώντας την πίστη τους σαν πλοίο». Όλη η ιστορία της Εκκλησίας και της ανθρωπότητας αδιάκοπα επιβεβαιώνει ότι πράγματι η μεγαλύτερη δύναμη στον κόσμο, αυτή που έκαμψε σιδηρόφρακτες αυτοκρατορίες και υπερίσχυσε θεωρουμένων πανίσχυρων αυτοκρατόρων και βασιλέων, είναι η πίστη στον Χριστό. Όταν βεβαίως αυτή δεν εξαντλείται στα λόγια – τούτο συνιστά βλασφημία – αλλά φανερώνεται ως ζωή. Και δικαίως: είναι η πίστη που συνιστά τη δίοδο της παρουσίας του ίδιου του Θεού μέσα στον κόσμο.

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2025

ΥΠΟΔΕΞΑΙ ΒΗΘΛΕΕΜ


Προεόρτιο ἰδιόμελο. Ἦχος πλ. δ΄.

«Ὑπόδεξαι Βηθλεέμ, τήν τοῦ Θεοῦ Μητρόπολιν. Φῶς γάρ τό ἄδυτον ἐπί σέ γεννῆσαι ἥκει. Ἄγγελοι θαυμάσατε ἐν οὐρανῶ, ἄνθρωποι δοξάσατε ἐπί τῆς γῆς, Μάγοι ἐκ Περσίδος, τό τρισόκλεον δῶρον προσκομίσατε. Ποιμένες ἀγραυλοῦντες, τόν τρισάγιον ὕμνον μελῳδήσατε. Πᾶσα πνοή αἰνεσάτω τόν Παντουργέτην».

(Υποδέξου Βηθλεέμ τη Μητέρα του Θεού. Διότι έχει έλθει να γεννήσει το αιώνιο φως πάνω στα χώματά σου. Άγγελοι θαυμάστε στον Ουρανό, άνθρωποι δοξάστε πάνω στη γη, Μάγοι από την Περσία φέρτε το τρισένδοξο δώρο. Ποιμένες που είστε στους αγρούς μελωδήστε τον τρισάγιο ύμνο. Κάθε τι που ανασαίνει ας αινέσει τον Δημιουργό του παντός).

Ο υμνογράφος επέχει θέση προφήτη. Όπως οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης σταλμένοι από τον Θεό με φωτισμό Εκείνου καλούσαν τον λαό του Θεού να μετανοήσει κάθε φορά που απομακρυνόταν από το άγιο θέλημά Του και να είναι έτοιμος προκειμένου να υποδεχτεί τον Μεσσία που θα έστελνε ο Θεός, έτσι και ο άγιος υμνογράφος στο χώρο της Εκκλησίας, του ζωντανού σώματος του Χριστού. Λειτουργεί ως στόμα αυτής, που εξαγγέλλει το χαρμόσυνο μήνυμα της ενανθρώπησης του Θεού στον κόσμο, της σάρκωσης του Υιού και Λόγου του Θεού. «Και ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν». Η σωτηρία ως εύρεση του Θεού μετά την απώλειά Του λόγω της πτώσεως στην αμαρτία και ζωντανή σχέση με Εκείνον είναι πια γεγονός και απτή πραγματικότητα. Δεν προσδοκούμε κάτι άλλο πέρα από την πίστη στον Χριστό και την εν μετανοία ένταξή μας στο σώμα Του την Εκκλησία. Τα έσχατα δηλαδή είναι ήδη παρόντα. Κι αυτό, καταλαβαίνουμε, συνιστά το μεγαλύτερο μυστήριο που ακούστηκε και υπήρξε ποτέ στον κόσμο. «Ομολογουμένως μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριον˙ Θεός εφανερώθη εν σαρκί».

Με επίγνωση ο υμνογράφος του προφητικού έργου του ως στόμα της Εκκλησίας κινείται λοιπόν σε υπέρ τα απλά αισθητά και γήινα επίπεδα. Σαν να ευρίσκεται στην κορυφή του κόσμου, απευθυνόμενος σε κάθε κτίσμα του Θεού, πνευματικό και υλικό, έμψυχο και άψυχο, με αίσθηση του βάρους ευθύνης του - κατά το αντίστοιχο μεγαλειώδες της Παλαιάς Διαθήκης: «Άκουε ουρανέ και ενωτίζου η γη» - καλεί την πόλη της Βηθλεέμ να συνειδητοποιήσει το τι συνέβη με τη Γέννηση του μικρού βρέφους Ιησού. Μπορεί τότε οι άνθρωποι να μην είχαν καμία επίγνωση, αφού «ουκ ευρέθη αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι», όμως η «τύφλωση» αυτή πρέπει πια να ξεπεραστεί. Διότι ήλθε στα χώματα της περιοχής αυτής η Μάνα του Θεού που γέννησε Αυτόν που είναι το φως του κόσμου. Ένα φως που δεν έχει καμία σχέση με τα ουράνια αστέρια ή με τα τεχνητά φώτα των ανθρώπων. Γιατί είναι το φως του Θεού, ο ίδιος ο Θεός που είναι Φως «ανέσπερον και άδυτον». «Εγώ ειμι το φως του κόσμου». «Εγώ φως εις τον κόσμον ελήλυθα».

 Η ανθρώπινη λογική σιγά και ιλιγγιά. «Ου φέρει το μυστήριον έρευναν. Πίστει μόνη (με μόνη την πίστη) τούτο πάντες δοξάζομεν».

Αλλά ο προφήτης-υμνογράφος επιτελώντας το υπερφυές έργο του απευθύνεται και στον αγγελικό κόσμο: «Άγγελοι, κι εσείς, θαυμάστε». Γιατί ό,τι συνέβη υπερέβη και εκείνων τον νου. Το μυστήριο της ενανθρωπήσεως ήταν κρυμμένο και στους νοερούς νόες.

Για να στραφεί και στους έκπληκτους μετόχους του μοναδικού Γεγονότος: τους ποιμένες και τους μάγους εκ Περσίδος. Ελάτε λοιπόν μάγοι: φέρτε τα δώρα σας. Ελάτε λοιπόν ποιμένες: μελωδήστε κι εσείς τον τρισάγιο ύμνο ενώνοντας τις φωνές σας με τις αγγελικές φωνές.

 Για ν’ απλωθεί τέλος η ματιά του σε ολόκληρη την πλάση, γιατί η πλάση είναι του Θεού και κάθε τι που αναπνέει δεν μπορεί να μένει αδιάφορο στην κίνηση του Δημιουργού του˙ αφορά ουσιαστικά κι εκείνο: όλοι μαζί αινέσατε τον Δημιουργό. 

Η Βηθλεέμ άπαξ διαπαντός έγινε το κέντρο διαχρονικά του σύμπαντος κόσμου. Γεννήθηκε εκεί ο Δημιουργός ως άνθρωπος κι ανοίχτηκε η κλεισμένη θύρα του Παραδείσου – «ετοιμάζου Βηθλεέμ, ήνοικται πάσι η Εδέμ». Κι ένας άλλος προεόρτιος ύμνος αιτιολογεί με μοναδικό τρόπο την αλήθεια αυτή: «Εκύκλουν ως θρόνον χερουβικόν Άγγελοι την φάτνην˙ το γαρ Σπήλαιον ουρανόν εώρων, κειμένου εν Αυτώ του Δεσπότου, και Δόξα εν υψίστοις Θεώ εκραύγαζον» (ωδή θ΄ Τριωδίου Αποδείπνου). (Κύκλωναν Άγγελοι τη φάτνη σαν να ήταν θρόνος χερουβικός. Διότι έβλεπαν το Σπήλαιο ως Ουρανό, αφού μέσα σ’ αυτό έκειτο ο Δεσπότης Κύριος. Γι’ αυτό και Δόξα στον Ύψιστο Θεό κραυγάζανε).

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Η ΦΑΡΜΑΚΟΛΥΤΡΙΑ

«Η αγία και γενναιότατη μάρτυς  Αναστασία έζησε επί Διοκλητιανού του βασιλέως, στην πόλη των Ρωμαίων. Ήταν κόρη κάποιου ειδωλολάτρη ονόματι Πρεπέξαστου, ενώ η μητέρα της λεγόταν Φαύστα. Η μητέρα της την οδήγησε στον Χρυσόγονο, θεόπνευστο και ευσεβή άνδρα, από τον οποίο εκπαιδεύθηκε τα ιερά γράμματα, ενώ την πίστη στον Χριστό την έμαθε από την μητέρα της. Συζεύχθηκε με έναν ειδωλολάτρη, τον Πούπλιο, με τον οποίο όμως δεν ήθελε να έχει συζυγικές σχέσεις, προφασιζομένη πάντοτε κάποια αρρώστια της, λόγω της απιστίας του. Ντυνόταν όμως φτωχά και απέριττα και, με τη βοήθεια μιας μόνο υπηρέτριας που την ακολουθούσε, επισκεπτόταν  τις γυναίκες που βρίσκονταν σε ένδεια, ενώ κρυφά υπηρετούσε και τους μάρτυρες του Χριστού, εισερχομένη στις φυλακές που τους κρατούσαν, με το να τους λύνει τα δεσμά, να τους αλείφει με λάδι και να τους καθαρίζει τις πληγές, φέρνοντάς τους και τις κατάλληλες τροφές που χρειάζονταν. Ο σύζυγός της που έμαθε τι έκανε, καταρχάς την έβαλε υπό επιτήρηση. Όταν όμως εκείνος σε κάποιο ταξίδι του με τρικυμιώδη θάλασσα πνίγηκε, βρήκε την ευκαιρία, ελεύθερη πια, να μοιράσει όλη την περιουσία της στους πτωχούς, ενώ χωρίς καμιά πίεση συνέχισε να υπηρετεί τους αθλητές του Χριστού, να μαζεύει τα λείψανά τους μετά το μαρτύριό τους και να τα ενταφιάζει οσίως. Καθοδήγησε και ενίσχυσε  πολλούς  προς το μαρτύριο του Χριστού, κι όταν ήλθε η ώρα και η ίδια να εξετασθεί από διαφόρους ηγεμόνες, ομολόγησε την πίστη της, οπότε την έριξαν στη θάλασσα μαζί με άλλες γυναίκες,  ενώ τέλος αφού την έδεσαν σε πασσάλους και την έβαλαν σε φωτιά, δέχτηκε το στεφάνι του μαρτυρίου. Τελείται δε η σύναξή της στον ναό που οικοδομήθηκε στον τόπο του μαρτυρίου της, που βρίσκεται κοντά στα έμβολα του Δομνίνου».

Δεν διαφεύγει της προσοχής του αγίου υμνογράφου Ιωσήφ ότι η μνήμη της αγίας μεγαλομάρτυρος βρίσκεται λίγες μόνον ημέρες προ της μητροπόλεως των εορτών, της Γεννήσεως του Κυρίου μας («Η προεόρτια εορτή της ενανθρωπήσεως του Χριστού του Θεού έλαμψε μαζί με την εορτή της μάρτυρος Αναστασίας»). Και μολονότι δεν υπάρχει καμία ιστορική και πραγματιστική σχέση μεταξύ των δύο αυτών εορτών, έχει την διαρκή έγνοια να τις συνδέσει μεταξύ τους, γι’ αυτό και οι πρώτοι ύμνοι της κάθε ωδής για την αγία είναι προς τιμήν του ερχομού του Κυρίου. Στο εξαποστειλάριο όμως της ακολουθίας, προς το τέλος πια του όρθρου, στην προεόρτια αναφορά του για τα Χριστούγεννα, προβαίνει στη σύνδεση από πλευράς συμβολικής και νοηματικής: η μνήμη της αγίας Αναστασίας λειτουργεί ως προκήρυξη της Γεννήσεως, ως καθοδηγητικό αστέρι για τους εκ Περσίδος μάγους και τους απλούς βοσκούς, δεδομένου ότι εκείνη πρόσφερε αντί χρυσάφι και λιβάνι και σμύρνα τον ίδιο της τον εαυτό στον Δεσπότη Χριστό. «Η φωτοφόρα μνήμη σου, μάρτυς Αναστασία, προκηρύσσει την εκ Παρθένου Γέννηση του Χριστού, καθώς συγκαλεί στη Βηθλεέμ τους εκ Περσίας μάγους, μαζί με τα δώρα, και τους Ποιμένες μαζί με τους αγγέλους για υμνολογία. Διότι εσύ με το μαρτύριό σου, θεόφρον, πρόσφερες στον Δεσπότη σου, σαν χρυσάφι και λιβάνι και σαν σμύρνα, τον ίδιο τον εαυτό σου».

Η ολοκληρωτική προσφορά της αγίας στον Χριστό, απόδειξη της αγάπης της προς Εκείνον, την έκανε να αποκτήσει και τη δύναμη Εκείνου. Ο υμνογράφος της την παρομοιάζει με ξίφος που έκανε κομμάτια όλη τη δύναμη των δαιμόνων. «Ατσάλωσες το φρόνημά σου από την αγάπη του Θεού, αληθινά μεγαλώνυμη μάρτυς, και φάνηκες έτσι σαν ξίφος, που κατακόβει τις φάλαγγες των δαιμόνων, με πίστη στον Θεό». Την παντοδυναμία αυτή εξάλλου, λόγω της παρουσίας του Χριστού στην ύπαρξή της, προβάλλει ο άγιος Ιωσήφ και μέσω του ονόματός της: εικονίζει η αγία την Ανάσταση του Χριστού, γιατί όπως η Ανάσταση Εκείνου συνέτριψε τον διάβολο, έτσι και η αγία συνέτριψε με δύναμη τους εχθρούς δαίμονες. «Εικονίζεις με το όνομά σου την Ανάσταση του Χριστού, πανεύφημε, καθώς σύντριψες τους αόρατους εχθρούς».

Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που την εκ Χριστού δύναμή της η αγία την προσφέρει σε κάθε πιστό που προσέρχεται εν πίστει σε αυτήν και την επικαλείται («Και τώρα με τη χάρη του Θεού, ανακουφίζεις κάθε πόνο, πανεύφημε, από τις ψυχές και τα σώματά μας, εμάς που τιμούμε τους αγώνες και τα προτερήματά σου»). Το όνομά της μάλιστα ο άγιος υμνογράφος το χρησιμοποιεί και με αυτήν την έννοια: ως ανάσταση μέσω των προσευχών της και για τις πτώσεις στις αμαρτίες μας («Έχοντας το ίδιο όνομα με την Ανάσταση του Κυρίου, ανάστησε και εμένα τώρα που είμαι πεσμένος στην αμαρτία, με τις πρεσβείες σου»), αφού βεβαίως προηγουμένως το ίδιο, το όνομά της, λειτούργησε αναγεννητικά και για την ίδια («Απέκτησες την επωνυμία της αναστάσεως του Χριστού και γι’ αυτό ακολούθησες τρόπο ζωής σύμφωνο με το όνομά σου»).  

Η ετοιμότητα της αγίας Αναστασίας να απαλαίνει τις πληγές που υφιστάμεθα από την αμαρτία και τον διάβολο δικαιολογείται από το ιδιαίτερο χάρισμα που της είχε δώσει ο Θεός: να υπηρετεί τους μάρτυρες και μάλιστα να περιποιείται τις πληγές τους. Είμαστε βέβαιοι: όπως τότε έτρεχε στην περιποίηση αυτών των πληγών, το ίδιο – κι ίσως περισσότερο – τρέχει και σε εμάς. Το χάρισμά της αυτό λειτουργεί τώρα απείρως αυξημένο και άκρως πιο αποτελεσματικό. Αρκεί να αναγνωρίζουμε βεβαίως ότι η αμαρτία αποτελεί τραύμα στην ψυχή μας και να προσερχόμαστε εν μετανοία στον Κύριο.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ – ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ

«Καί οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διά τῆς πίστεως...» (῾Εβρ. 11, 39)

᾽Εποποιΐα τῆς πίστεως ἔχει χαρακτηρισθεῖ τό συγκεκριμένο ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἀπό τήν πρός ῾Εβραίους ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου, πού ἀκούγεται κάθε φορά τήν Κυριακή πρό τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως. ᾽Εποποιΐα γιατί φανερώνει μέσα ἀπό τήν ἱστορία τῆς Θείας Οἰκονομίας ὅτι ἡ πίστη ἀποτελεῖ τό ἀκαταμάχητο ὅπλο μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ὑπερβαίνει ὅλες τίς δυσκολίες  καί ὅλα τά ἐμπόδια τῆς ζωῆς αὐτῆς καί ἐξέρχεται νικητής. ῾Μεγάλα τά τῆς πίστεως κατορθώματα᾽. Θά μποροῦσε κανείς νά ἔβαζε ὡς τίτλο τοῦ ἀποσπάσματος τή φράση τῆς ᾽Αποκάλυψης τοῦ ᾽Ιωάννου ῾αὕτη ἡ πίστις ἡ νικήσασα τόν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν᾽. ῾Ο ἀπόστολος εἶναι σαφής: ἄν ὁ ᾽Αβραάμ καί οἱ μετά ἀπό αὐτόν Πατριάρχες τοῦ ᾽Ισραήλ μεγαλούργησαν, ἄν οἱ Κριτές καί οἱ Βασιλεῖς τοῦ ᾽Ισραήλ ἐξῆλθαν νικητές στούς διαφόρους πολέμους, ἄν τελικῶς οἱ Προφῆτες ἔστω καί μέ τόν θάνατό τους παρέμειναν ζωντανοί στή μνήμη καί τή ζωή τοῦ λαοῦ, ἦταν ἀκριβῶς γιατί κινητήρια δύναμή τους εἶχαν τήν πίστη τους στόν Θεό, ἡ ὁποία τούς ἔκανε νά ζοῦν τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ καί νά εἶναι ἔτσι τά διαχρονικά πρότυπα γιά ὅλους τούς πιστούς. ῾Καί οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διά τῆς πίστεως...᾽. ῞Ολοι αὐτοί ἔδωσαν καλή μαρτυρία γιά τήν πίστη τους.

1. Δέν μιλᾶμε λοιπόν γιά τήν πίστη ἡ ὁποία χαρακτηρίζει κάθε ἄνθρωπο πού ἔρχεται στόν κόσμο καί τόν παρακολουθεῖ σέ ὅλες τίς φάσεις τῆς ζωῆς του, τόσο πού νά ὁρίζεται αὐτός ὡς τό κατεξοχήν πιστεῦον ὄν. Γιά τήν πίστη-ἐμπιστοσύνη δηλαδή  πού φανερώνει ἤδη ἀπό μικρό παιδάκι μέχρι τά γηρατειά του σέ κάθε ἐπίπεδο ζωῆς προκειμένου νά διακρατηθεῖ στή ζωή, ὅπως ὅτι οἱ γονεῖς του εἶναι πράγματι γονεῖς του, ὅτι γιά νά σταθεῖ ὄρθιος στά πόδια του πρέπει ἀκριβῶς νά τό πιστέψει, ὅτι γιά νά κυκλοφορήσει ἔξω στόν κόσμο – καί σ᾽ ἕνα λεωφορεῖο νά ἀνέβει – μέ τήν προϋπόθεση τῆς πίστεως θά τό κατορθώσει.

Κι οὔτε μιλᾶμε βεβαίως γιά τήν πίστη γενικά καί ἀόριστα σέ θεό ἤ θεούς, διότι τέτοια πίστη ὑπάρχει καί ἀπαντᾶται σέ ὅλες τίς θρησκεῖες καί σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους - ἔστω καί τούς θεωρουμένους ἀθέους - ἡ ὁποία ὅμως δέν ὁδηγεῖ σέ σωτηρία τόν ἄνθρωπο μέ τήν ἔννοια τῆς εὑρέσεως τοῦ ζωντανοῦ καί ἀληθινοῦ Θεοῦ καί συνεπῶς τῆς πραγματώσεως τοῦ ἀληθινοῦ του προσώπου. Χωρίς δηλαδή νά ἀμφισβητεῖται ἡ πραγματικότητα τῆς πίστεως σέ Θεό, ἐκεῖνο πού ἀμφισβητεῖται εἶναι τό ῾ἀντικείμενο᾽ τῆς πίστεως: ποιός Θεός λατρεύεται. Διότι κατά τή χριστιανική μας πίστη οἱ ἐκτός Χριστοῦ λατρευόμενοι ῾θεοί᾽ εἶναι ἤ τό τίποτε: τά εἴδωλα τοῦ σκοτισμένου λόγω τῆς ἁμαρτίας νοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἤ τά πονηρά πνεύματα. ῾Μή παντί πνεύματι πιστεύετε᾽ φωνάζει ἐν προκειμένῳ ὅ ἄγιος ᾽Ιωάννης ὁ Θεολόγος.

2. ῾Η πίστη γιά τήν ὁποία κάνει λόγο ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία στηρίζεται στήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ τόσο στήν πρώτη φάση της τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅσο καί στή δεύτερη τῆς Καινῆς. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἔδειξαν πίστη οἱ δίκαιοι καταρχάς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, διότι ἀκριβῶς στόν ὑπό τό σκότος τῆς ἄγνοιας καί τῆς ἁμαρτίας εὑρισκόμενο ἄνθρωπο φανερώθηκε ὁ ἴδιος ὁ Θεός. ᾽Επειδή δηλαδή ἡ ἁμαρτία διάβρωσε τόν ἄνθρωπο καί ἔχασε τήν ἐπαφή του μέ τόν Δημιουργό του Θεό – καμία ῾σκάλα᾽ δέν μποροῦσε νά στηθεῖ ἀπό πλευρᾶς τοῦ ἀνθρώπου γιά νά βρεῖ τόν Θεό – γι᾽ αὐτό καί ᾽Εκεῖνος κινούμενος ἀπό τήν ἄπειρη ἀγάπη Του πρός τά πλάσματά Του ἀποκαλύπτεται, μέ ἀποκορύφωση τόν ἐρχομό Του στόν κόσμο ὡς ἀνθρώπου. ῎Ετσι ὁ ᾽Αβραάμ, οἱ Πατριάρχες τοῦ ᾽Ισραήλ, οἱ Κριτές, οἱ Προφῆτες ἀνταποκρίνονται σέ συγκεκριμένη κλήση τοῦ Θεοῦ. ῾Η πίστη τους ἦταν τό ῾ναί᾽ πού ψέλλισε ἡ καρδιά τους, ὅταν ἐκείνη ἐνύγη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ μεγάλου Πατέρα.

Κι ἐκεῖ πού ἡ πίστη βρῆκε τή μεγαλύτερη καθαρότητά της ἦταν ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Θεός στό πρόσωπο τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ ἔγινε ἄνθρωπος σάν κι ἐμᾶς, προκειμένου νά μᾶς φανερώσει στό ἀπόλυτο δυνατό τό ἀληθινό Του πρόσωπο καί νά μᾶς ὁδηγήσει σέ ὅ,τι ἀδυνατοῦσε καί ἀδυνατεῖ νά συλλάβει τό ἀνθρώπινο μυαλό: τήν ἐνσωμάτωση στόν ἑαυτό Του, δηλαδή  νά εἴμαστε ἕνα μέ ᾽Εκεῖνον. ῾Η πίστη στόν Χριστό πιά λόγω τῆς ἐξαίρετης χαρισματικῆς καταστάσεώς της προϋπέθετε καί προϋποθέτει τήν πιό οὐσιαστική βοήθεια τοῦ ῎Ιδιου: νά μᾶς τήν προσφέρει ᾽Εκεῖνος, ἀρκεῖ νά δεῖ τήν καλή δική μας διάθεση. Μέ ἄλλα λόγια, ἀπαιτεῖται ἡ καλή προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος νιώθει νά στρέφεται πρός τόν Χριστό καθώς ὁ Θεός ἀσκεῖ ἑλκτική δύναμη σ᾽ αὐτόν - ἕνα εἶδος πρώτης πίστεως - κι ἔπειτα ὅταν ὁ ἄνθρωπος μέ τήν πρώτη αὐτήν πίστη ζητήσει τόν Χριστό, τήν ἀποκτᾶ στήν ὁλοκληρία της καθώς βαπτίζεται στό ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί γίνεται μέλος τῆς ᾽Εκκλησίας ὡς τοῦ ζωντανοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Κατά τόν λόγο τῆς Γραφῆς: ῾οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ Πατήρ μου ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν᾽. Καί: ῾ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται᾽.

3. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ πίστη στόν ἀποκαλυμμένο Θεό δέν εἶναι ἀδράνεια καί ἐπανάπαυση. Θέτει τόν ἄνθρωπο σέ ἐνέργεια τέτοια πού φθάνει στό βαθμό τῆς θυσίας: ὁ Θεός ὁδηγεῖ πιά τόν ἄνθρωπο σ᾽ ὅ,τι συνιστᾶ τό ἅγιο θέλημά Του, πού σημαίνει ὅτι κύριο γνώρισμα τῆς πίστης αὐτῆς εἶναι ἡ ὑπακοή σ᾽ ᾽Εκεῖνον. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ ᾽Εκκλησία μας θέτει ὡς διαχρονικό πρότυπο ἀληθινῆς πίστεως τόν ᾽Αβραάμ. Τόν γίγαντα αὐτόν πού ὑπακούει στήν κλήση τοῦ Θεοῦ νά ἐγκαταλείψει τή χώρα καί τήν οἰκογένειά του, πού καλεῖται νά πιστέψει - ὅπως καί πίστεψε -  ὅτι ἡ γερόντισσα γυναίκα του Σάρρα θά γεννήσει τόν γιό του, πού δέχεται ἐν πίστει νά θυσιάσει ἔπειτα τόν μονάκριβο ἀπό τήν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ υἱό του, ἄσχετα ὅτι τελικῶς μέ τήν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ δέν πραγματοποιεῖ τή θυσία αὐτή. ῾Η πίστη ὡς ὑπακοή στόν Θεό μέ ἄλλα λόγια δέν ἀφήνει τόν ἄνθρωπο σέ ἡσυχία. ῾Ο ἄνθρωπος τῆς πίστης στόν ἀληθινό Θεό βρίσκεται ἀδιάκοπα σέ κατάσταση ἐγρήγορσης: νά βρίσκεται ἐκεῖ πού κάθε φορά, ὅπως εἴπαμε, τόν καλεῖ ὁ Θεός.

4. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή κατανοοῦμε ἀφενός αὐτό πού λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί πάλι γιά τήν πίστη, ὅτι δηλαδή πρόκειται γιά μία ὅραση τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ: ὁ ἄνθρωπος περπατᾶ στή ζωή αὐτή ὄχι ἁπλῶς μέ τά σωματικά του μάτια, ἀλλά μέ τά μετασκευασμένα ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ - ῾διά πίστεως περιπατοῦμεν, οὐ δι᾽ εἴδους᾽ καί: ῾πίστις ἐστίν ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων᾽ - ἀφετέρου αὐτό πού ἐπισημαίνει ἀλλοῦ ὁ ἴδιος, ὅτι δηλαδή ἡ παραπάνω πίστη βιώνεται στό ἑκάστοτε παρόν ὡς ἀγάπη: ῾πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη᾽. Κι εἶναι πολύ σημαντική ἡ τελευταία ἐπισήμανση τοῦ ἀποστόλου, διότι μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ πίστη εἶναι ζωντανή καί ἀληθινή ὅταν μᾶς συνδέει διαρκῶς μέ τόν Θεό, ὁ ῾Οποῖος ῾ἀγάπη ἐστί᾽. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι τό ζητούμενο στήν πίστη μας εἶναι νά εἴμαστε ἐν Θεῷ, νά κρατᾶμε στήν ὕπαρξή μας αὐτό πού ᾽Εκεῖνος μᾶς ἔδωσε, δηλαδή τόν ἴδιο τόν ῾Εαυτό Του, κι ἀφοῦ ᾽Εκεῖνος εἶναι ἀγάπη, ἄλλος δρόμος ἀνταπόκρισης τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντί Του, ἄλλος δρόμος πίστης δηλαδή, πέραν τῆς ἀγάπης δέν ὑπάρχει. Πιστεύω θά πεῖ τελικῶς ἀγαπῶ.

Γι᾽ αὐτό καί οἱ ἅγιοί μας διδάσκουν μέσα ἀπό τήν ἐμπειρική βίωση τῆς πίστης τους ὅτι ἄν κανείς θέλει νά στέκεται στήν πίστη καί νά τήν αὐξάνει, πρέπει νά εἶναι ἀνοικτός ἐν ἀγάπῃ πρός τόν συνάνθρωπό του, νά μή τοῦ κρατάει κακία, νά τοῦ δίνει πλούσια τή συγγνώμη του, ὅπως καί τό νά ἔχει κανείς πίστη στόν Θεό, ἔστω καί στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, δέν σημαίνει τίποτε χωρίς αὐτήν τήν ἀγάπη. Κι ἀκόμη περισσότερο, ὅτι τήν ὅποια νομιζόμενη πίστη του θά τή χάσει σύντομα, γιά νά μή ποῦμε ὅτι στήν περίπτωση αὐτή τῆς χωρίς ἀγάπη πίστης κινεῖται στό ἴδιο μῆκος κύματος μέ τόν Πονηρό διάβολο. Διότι καί ῾τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίσσουσι᾽.

Μία ἀνάσα πρίν τά Χριστούγεννα ἡ ᾽Εκκλησία μας ἔρχεται φιλάνθρωπα νά μᾶς ὑπενθυμίσει: ἄν δέν ἐνεργοποιήσουμε τήν πίστη μας μέ τόν τρόπο τῆς ἀγάπης πού φανέρωσε ὁ Χριστός, δυστυχῶς τά Χριστούγεννα θά παραμείνουν γιά μία ἀκόμη φορά ἄπιαστο ὄνειρο. Τά Χριστούγεννα δέν εἶναι δῶρα καί ξενύχτια καί λαμπιόνια στά δέντρα. Βιώνονται στό μυστικό βάθος τῆς καρδιᾶς μας, ἐκεῖ πού μπορεῖ νά ἀνατείλει καί ἡ ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο. ῎Αν ἡ καρδιά μας εἶναι γεμάτη ἀπό τά ῾μπάζα᾽ τῶν παθῶν καί τῶν κακιῶν μας, ἡ καλύτερη ὥρα γιά νά τά ἀποτινάξουμε εἶναι τώρα, ἐνόψει τῆς ῾Μητροπόλεως τῶν ἑορτῶν᾽. Τώρα μποροῦμε ἐν μετανοίᾳ νά στραφοῦμε πρός τόν Κύριο καί νά Τόν παρακαλέσουμε νά καθαρίσει τόν στάβλο τῆς καρδιᾶς μας αὐτῆς. ῎Ας θυμηθοῦμε τόν ἅγιο ῾Ιερώνυμο πού ἤθελε νά ζήσει ἀληθινά τή Γέννηση τοῦ Κυρίου καί Τόν παρακαλοῦσε νά τοῦ πεῖ τί δῶρο νά Τοῦ προσφέρει γιά τόν ἐρχομό Του στόν κόσμο! Κι ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου ἦταν αὐτή πού λέει καί σέ ἐμᾶς σήμερα καί πάντα: ῾δῶσε μου, ῾Ιερώνυμε, τίς ἁμαρτίες σου γιά νά τίς καθαρίσω᾽! ῾Η μετάνοιά μας πού φανερώνει τήν πίστη μας, συνιστᾶ τή χαρά τοῦ Κυρίου μας, γιατί Τοῦ ἀφήνει χῶρο μέσα μας νά γεννηθεῖ κι ἐκεῖ.