Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2025

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ο ΥΔΡΑΙΟΣ



           «Αὐτός ὁ γενναιότατος νεομάρτυς Κωνσταντίνος ὑπῆρξε γέννημα καί θρέμμα τῆς νήσου ῞Υδρας, οἱ δέ γονεῖς του, Μιχαλάκης καί Μαρίνα, εὐσεβεῖς χριστιανοί, ἦταν ἁπλοί καί μέτριας κατάστασης ἄνθρωποι. ῞Οταν ὁ Κωνσταντίνος ἔγινε δεκαοκτώ ἐτῶν, πῆγε στήν Ρόδο καί ἐπισκεπτόταν συχνά τό κονάκι τοῦ ἡγεμόνα τῆς Ρόδου Χασάν Καπετάν. Αὐτό ὅμως ὁδήγησε σέ τραγωδία τόν Κωνσταντίνο, γιατί ὁ ἡγεμόνας βλέποντας τόν νέο προκομμένο καί ἔξυπνο ἔβαλε ὅλη τήν σπουδή του γιά νά διαστρέψει τήν γνώμη του καί νά τόν κάνει μουσουλμάνο. Καί πράγματι! Μέ διάφορες κολακεῖες καί μέ πολλά δῶρα ἔπεισε στό τέλος τόν ἁπαλό νέο καί ἀρνήθηκε δυστυχῶς τήν ἀληθινή πίστη τοῦ Χριστοῦ καί δέχτηκε τήν πλανεμένη θρησκεία τῶν ᾽Αγαρηνῶν. Τρία χρόνια βρισκόταν στήν πλάνη αὐτή ὁ Κωνσταντίνος ὑπηρετώντας τόν ἡγεμόνα καί ἀπολαμβάνοντας κάθε δόξα καί μεγάλη τιμή κοντά του.

Φαίνεται ὅμως πώς ὁ νέος αὐτός ἦταν ἀγαθῆς ψυχῆς, γι᾽ αὐτό καί δέν στάθηκε ἀναίσθητος μπροστά στό κακό πού ἔπραξε. Δέν ἔμεινε μέχρι τέλους στήν πτώση του, ἀλλά ἄρχισε ἀμέσως νά ἐλέγχεται ἀπό τήν συνείδησή του ἀκατάπαυστα, ἄρχισε νά λυπᾶται, νά ἀναστενάζει, νά κλαίει, νά θρηνεῖ γιά τό μέγα κακό πού ἔπαθε. Γι᾽ αὐτό καί ὅσα χρήματα τοῦ τύχαιναν, ὅλα τά μοίραζε ἐλεημοσύνη στούς πτωχούς. ᾽Αγαποῦσε μάλιστα περισσότερο τούς χριστιανούς καί τιμοῦσε τούς ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ μέ μεγάλη εὐλάβεια. Μία ἡμέρα δέ τόσο πολύ ἄναψε ἡ φωτιά τῆς θείας ἀγάπης μέσα του ὥστε ἀποφάσισε νά φανερωθεῖ καί νά ὁμολογήσει τήν πίστη πού ἀρνήθηκε, μπροστά στόν δικό του ἡγεμόνα. Κι ὄντως πρό πολλῶν χρόνων ὁ Κωνσταντίνος θά εἶχε λάβει τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ἄν ὁ πνευματικός του πατέρας - στόν ὁποῖο ἐξομολογήθηκε ὄλες τίς ἁμαρτίες του καί τοῦ ἀποκάλυψε τόν σκοπό του νά φανερωθεῖ - δέν τόν ἐμπόδιζε ἀπό τήν ἀπόφαση αὐτή, γιατί φοβήθηκε μήπως λόγω τοῦ νεαροῦ τῆς ἡλικίας του δειλιάσει μπροστά στά βάσανα καί ἀρνηθεῖ γιά δεύτερη φορά τόν Χριστό. ῞Ομως τόν προέτρεψε νά πάει σέ ἄλλον τόπο καί ὅταν ἀνδρωθεῖ στήν ἡλικία τότε νά προχωρήσει στόν ἀγώνα τοῦ μαρτυρίου.

῾Υπάκουσε ὁ υἱός τῆς ὑπακοῆς Κωνσταντίνος κι ἀφοῦ ἐγκατέλειψε ὅλες τίς δόξες καί τίς τιμές πῆγε πρῶτα ἐπί τρία ἔτη στό λεγόμενο Κρίμι, ζώντας φανερά ὡς χριστιανός, κι ἔπειτα στήν Κωνσταντινούπολη, ἐπί τῆς πατριαρχείας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ε´, ἐκζητώντας θερμά ἔμπειρο πνευματικό πρός θεραπεία τῆς πληγωμένης του ψυχῆς, κάτι πού τό ἐπέτυχε. Σ᾽ αὐτόν τόν πνευματικό λοιπόν ἐξομολογήθηκε μέ συντριμμένη καί κατανυγμένη καρδιά ὅλες τίς ἁμαρτίες του καί μάλιστα τήν πρός Χριστό ἄρνησή του, καί κλαίγοντας πικρά γιά τήν συμφορά του ζητάει διόρθωση. ῾Ο πνευματικός τόν ὁδήγησε στόν Πατριάρχη, ὁ ὁποῖος χάρηκε γιά τήν καλή του ἐπιστροφή, ἐνῶ νουθετώντας τον πατρικά νά μήν ἀπελπίζεται καί νά ἐλπίζει μόνο στήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ τόν ἀπέστειλε στό ῞Αγιον ῎Ορος γιά νά ἁρματωθεῖ μέ τίς εὐχές τῶν ἐκεῖ ὁσίων Πατέρων καί ἔτσι νά μπορέσει νά ἀντιπαλέψει καί νά νικήσει τόν διάβολο πού τόν εἶχε νικήσει προηγουμένως.

Στό ῞Αγιον ῎Ορος, στήν Μονή τῶν ᾽Ιβήρων συγκεκριμένα, ἔζησε ἐπί πέντε μῆνες, ὑπακούοντας στούς Πατέρες, ἐξομολογούμενος στούς πνευματικούς τῆς Μονῆς καί προστρέχοντας μέ κατάνυξη καί διάπυρη εὐλάβεια καθημερινά στήν Παναγία τήν Πορταΐτισσα, ἀπό τήν ὁποία ζητοῦσε νά τόν δυναμώσει καί νά ὑπομείνει ἀνδρείως ὑπέρ τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης τοῦ Υἱοῦ της τό μαρτύριο πού πρό πολλοῦ μελετοῦσε καί ποθοῦσε. Γιατί δέν μποροῦσε νά εἰρηνεύσει τήν συνείδησή του ἐνθυμούμενος τόν λόγο τοῦ Κυρίου ῾ὅστις μέ ἀρνήσεται ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι κἀγώ αὐτόν ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς᾽. ῾Ο λογισμός αὐτός τόν κατέτρωγε σάν σκουλήκι μέσα του καί τόν φλόγιζε νά πορευθεῖ στό μαρτύριο τόσο, ὥστε παρ᾽ ὅλες τίς ἐνστάσεις τῶν πνευματικῶν τῆς Μονῆς ἐκεῖνος εἶχε πάρει τήν ἀπόφαση λέγοντας: ῾ὅπου ἀρνήθηκα τόν Χριστόν μου, ἐκεῖ πάλι ἔχω νά τόν ὁμολογήσω᾽. Μέ τίς εὐχές τελικῶς τῶν πατέρων ἀνεχώρησε ἀπό τό ῎Ορος καί πῆγε κατευθεῖαν στήν Ρόδο.

Στήν Ρόδο βρῆκε πνευματικό καί ἐξομολογήθηκε τόν πόθο του. ᾽Αλλά παρ᾽ ὅλη τήν ἄρνηση τοῦ πνευματικοῦ, ὁ ὁποῖος κι αὐτός ὅπως οἱ ἄλλοι τοῦ ἔλεγε ὅτι ἀρκεῖ ἡ μετάνοιά του γιά τόν Κύριο, ἐκεῖνος τελικῶς μέ φλόγα στήν ψυχή του καί βαθύ ἔρωτα γιά τόν Χριστό προσευχήθηκε σ᾽ Αὐτόν, ζητώντας Του τήν βοήθεια γιά τήν πορεία στό μαρτύριο. Μπροστά πιά στόν ἡγεμόνα τῆς Ρόδου Χασάν Καπετάνου, τόν παλαιό κύριό του, ὁμολογεῖ τό ποιός εἶναι, καταθέτοντας τήν μαρτυρία του γιά τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό ὡς τόν ἀληθινό Θεό καί καλώντας τόν ἡγεμόνα νά μετανοήσει κι αὐτός γιά νά βρεῖ τήν σωτηρία του ἀπό τόν Κύριο. ῾Η ἀντίδραση τοῦ Χασάν Καπετάνου ἦταν ἡ ἀναμενόμενη: ἐνῶ στήν ἀρχή αἰφνιδιάζεται, γιατί δέν μπορεῖ νά ἀναγνωρίσει τόν παλαιό προστατευόμενο του πού φορᾶ τώρα καλογερικά ροῦχα, στήν συνέχεια τόν καλεῖ νά συνέλθει, τοῦ ὑπόσχεται καί πάλι τά παλαιά μεγαλεῖα του, ἐνῶ καταλήγει σέ ἀπειλές καί βασανιστήρια μπροστά στήν ἐπιμονή τοῦ Κωνσταντίνου.

Τά βασανιστήρια καί ὁ ἐγκλεισμός στήν φυλακή συνεχίζονται, ἐνῶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐμφανίζεται στόν ἅγιο μάρτυρα νά τοῦ θεραπεύσει ἐπανειλημμένως τίς πληγές, κάτι πού γίνεται ἀντιληπτό ἀπό πολλούς.  Στήν πρόσκληση μάλιστα πού ἀπευθύνει στό τέλος ὁ ἅγιος πρός τόν ἡγεμόνα, νά γίνει χριστιανός ἀκολουθώντας καί τούς δικούς του γονεῖς – γιατί προερχόταν ἀπό χριστιανική οἰκογένεια ὁ Χασάν - ἐκεῖνος μανιασμένος δίνει τήν ἐντολή τῆς ὁριστικῆς καταδίκης του: νά πεθάνει διά στραγγαλισμοῦ (ἀφοῦ προηγουμένως ὁ ἅγιος εἶχε ἀπορρίψει ὁποιαδήποτε προσπάθεια ἑλλήνων νά τόν ἀπελευθερώσουν). ῾Ο στραγγαλισμός του συνοδεύθηκε ἀπό τραγικό τέλος τῶν δημίων του, ἐνῶ ὁ ἡγεμόνας παρεχώρησε τό δικαίωμα νά παραλάβουν τό νεκρό καί βασανισμένο σῶμα του οἱ χριστιανοί ὥστε νά τό ἐνταφιάσουν κατά τά ἔθιμά τους.

Τά θαύματα πού ἔκτοτε ἔγιναν καί γίνονται εἴτε μέ τήν προσκύνηση τῶν ἁγίων λειψάνων του καί τῆς θήκης αὐτῶν εἴτε καί μέ τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός του εἶναι πάμπολλα. ῾Η μητέρα τοῦ ἁγίου ἐν τέλει προσερχόμενη στήν Ρόδο σάν ἐλάφι διψασμένο, γιατί ἔμαθε ὅτι ἐκεῖ ἐνταφιάστηκε ὁ ἅγιος υἱός της, ἔφερε τό ἅγιο λείψανό του στήν πατρίδα της καί πατρίδα τοῦ ἁγίου, κάτι πού συνεχίζεται μέχρι καί σήμερα».

῾Ο ἅγιος ἔνδοξος μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Κωνσταντίνος ἀνήκει στήν χορεία τῶν νεομαρτύρων, ἐκείνων δηλαδή τῶν μαρτύρων πού μαρτύρησαν κατά τά νεώτερα χρόνια, ἰδίως τῆς ἐποχῆς τῆς Τουρκοκρατίας, ἀπό τούς ᾽Αγαρηνούς κυριάρχους, χωρίς νά θεωροῦνται γι᾽ αὐτό λιγότερο ἅγιοι ἀπό ὅ,τι οἱ παλαιοί καί μεγάλοι μάρτυρες τῆς πρώτης ἐποχῆς τῆς ᾽Εκκλησίας.  Κι εἶναι ἀπό τά πρῶτα πού ἐπισημαίνει ὁ ὑμνογράφος τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἁγίου, μεγάλος νεώτερος κι αὐτός πατέρας τῆς ᾽Εκκλησίας ὅσιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης. «᾽Εμπρός ὁ μελισσώνας τῶν μαρτύρων προϋπαντῆστε μέ χαρά αὐτόν πού φάνηκε στά τελευταῖα χρόνια, ἀλλ᾽ εἶναι ἴσος μέ ἐσᾶς κατά τήν ἄθληση». Πρόκειται πράγματι γιά μία ἀλήθεια πού ἐπανειλημμένως τονίζει ὁ ὅσιος Νικόδημος, γεγονός πού ἀποδεικνύει τήν διαχρονική ταυτότητα τῆς ᾽Εκκλησίας μέ τόν ἁγιοπνευματικό χαρακτήρα της.

Τό ἰδιάζον μέ τόν ἅγιο Κωνσταντίνο τόν ῾Υδραῖο εἶναι ὅτι ἀνήκει μέν στούς νεομάρτυρες, ἀλλά στούς λεγόμενους ἀρνησίχριστους ἀπό αὐτούς, δηλαδή σ᾽ ἐκείνους πού ἀρνήθηκαν σέ κάποια φάση τῆς ζωῆς τους τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό, ἀλλά στήν συνέχεια μετανόησαν καί θέλησαν μέ τήν ζωή τους νά ξεπλύνουν τό μίασμα τῆς ἄρνησής τους. Κι ἐδῶ δημιουργήθηκε ἕνα διπλό ζήτημα. ᾽Αφενός τό ἄν ἡ ᾽Εκκλησία θά δεχόταν τήν «εἰσπήδησιν» στό μαρτύριο, τήν θεληματική δηλαδή καί αὐτόκλητη ἐπιδίωξη τοῦ μαρτυρίου, κάτι πού εἶχε καταδικαστεῖ στήν πρώτη ᾽Εκκλησία, ἀφετέρου τό ἄν μπορεῖ ἕνας ἀρνητής τοῦ Χριστοῦ, ἔστω καί μετανοημένος ἀργότερα, νά ἐνταχθεῖ στίς δέλτους τῶν ἁγίων τῆς ᾽Εκκλησίας καί νά τιμᾶται καί νά γεραίρεται ὅπως οἱ ἄλλοι γνωστοί μάρτυρες. ῾Ο ὅσιος Νικόδημος λοιπόν δίνει ἀπάντηση καί στά δύο.

Τό εἰσπηδητικό λεγόμενο μαρτύριο, καταδικασμένο μέν καταρχήν, γίνεται ἀποδεκτό στήν πράξη ἀπό τήν ᾽Εκκλησία, ἐφόσον συντρέχουν οἱ κατάλληλες συνθῆκες: ἔχει ὑπάρξει ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ ἀπό χριστιανό, ὑπάρχει ἔπειτα ἡ βαθειά μετάνοιά του καί ἡ βεβαιωμένη ἀπόφασή του νά ξεπλύνει τήν ἄρνηση μέ τό αἷμα του καί μάλιστα στόν τόπο πού ἀρνήθηκε τήν πίστη του, ἔχει προηγηθεῖ γι᾽ αὐτό ἡ κατάλληλη ἑτοιμασία του ἀπό συγκεκριμένους πνευματικούς, τούς λεγόμενους ῾ἀλεῖπτες᾽ (πνευματικούς γυμναστές καί καθοδηγητές), οἱ ὁποῖοι δυναμώνουν τόν ὑποψήφιο μάρτυρα μέ τήν καθοδήγησή τους ὥστε νά μή δειλιάσει καί ἀρνηθεῖ γιά δεύτερη φορά τόν Κύριο. ῾Ο ὅσιος Νικόδημος μάλιστα ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς μεγάλους αὐτούς ἀλεῖπτες  πού ἔγιναν μάρτυρες καί τῆς μετάνοιας καί τοῦ ἁγιοπνευματικοῦ πόθου τέτοιων ἀνθρώπων.

Κι ἀπό τήν ἄλλη: ὁ ἴδιος ὅσιος εἶναι ὁ κατεξοχήν ὑποστηρικτής τῆς ἁγιότητας αὐτῶν τῶν νεομαρτύρων, φέρνοντας τό κατεξοχήν  καί πιό ἰσχυρό ἐπιχείρημα πού ὑπάρχει: τήν ἐπιβεβαίωσή τους ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό. ῞Οπου ὁ Θεός ἐπιβραβεύει μέ τά θαύματα καί μέ τήν εὐωδία, λέει, ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού θά ἀρνηθεῖ; Γι᾽ αὐτό καί χρησιμοποιεῖ  πολύ σκληρή γλῶσσα γιά τούς ἀντιτιθέμενους στήν ἁγιότητα τῶν ἀρνησιχρίστων μαρτύρων, μιλώντας μέ τά παραδείγματα τῆς ἱστορίας: πρῶτος ἀρνησίχριστος ὑπῆρξε ὁ ἀπόστολος Πέτρος. Ποιός ἀρνεῖται τήν ἁγιότητα καί τήν ἀποστολικότητά του; Κι ἀκόμη τόν ἅγιο ᾽Ιάκωβο τόν Πέρση.  Ποιός ἐπίσης θά ἀρνηθεῖ τήν βεβαιωμένη ἁγιότητά του καί τήν παρρησία συνεπῶς πού ἔχει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ;

Εἶναι περιττό βεβαίως νά ὑπενθυμίσουμε δύο ἀκόμη πράγματα: πρῶτον, ὅτι ἡ δύναμη τῆς μετανοίας καί ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου ἦταν καρπός κυρίως τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ πού βρῆκε ἀνταπόκριση ἀπό τήν καλή διάθεση τοῦ ἁγίου. ῞Ο,τι μεγαλειῶδες συνέβη δηλαδή στόν ἅγιο Κωνσταντίνο μετά τήν πτώση τῆς ἄρνησής του ὀφείλετο πρώτιστα στήν δύναμη τοῦ Θεοῦ μας καί ὄχι σέ ἕνα περίσσευμα δικῶν του ἐνεργειῶν. Τί καλό ἄλλωστε μπορεῖ νά ἔχουμε οἱ ἄνθρωποι ἀπό  μόνοι μας; Κάθε τι καλό «ἄνωθεν ἐστί καταβαῖνον ἀπό τοῦ Πατρός τῶν Φώτων» (ἅγιος ᾽Ιάκωβος).  ῾Η μνήμη σου, δυνατέ Κωνσταντίνε φάνηκε σάν λαμπρός ἥλιος... καί μᾶς ξεσήκωσε νά δοξολογήσουμε Αὐτόν πού σοῦ ἔδωσε τήν δύναμη στούς ἄθλους σου» (κάθισμα ὄρθρου). Καί δεύτερον, ποιητικό αἴτιο τοῦ ὅλου μαρτυρίου – μετανοίας καί ἀπόφασης θανάτου – μέ τό δεδομένο τῆς ὑποκινούσης χάρης τοῦ Θεοῦ ἦταν ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ ἁγίου  πρός τόν Κύριο. ῎Οχι μόνο ἡ ἐκ Θεοῦ δύναμη, ἀλλά καί ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀπαραίτητη γιά νά ὑπάρξει ὅ,τι καλό στήν ἐπί γῆς πορεία του. Χωρίς τήν ἀγάπη ὡς ἀνταπόκριση στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τίποτε δέν ἔχει ἰδιαίτερο νόημα κι οὔτε ἀφήνει κάποιο σοβαρό στίγμα τῶν ἰχνῶν τοῦ ἀνθρώπου στόν κόσμο τοῦτο. ῾Ο ὅσιος ὑμνογράφος ἰδιαιτέρως τό τονίζει: Κοίτα ὁ δυνατός στήν ψυχή νέος, κοίτα ὁ ἔνδοξος μάρτυρας, κοίτα πῶς σάν πρόβατο ἡμερότατο ὁ Κωνσταντίνος παρέδωσε τόν ἑαυτό του γιά θάνατο λόγω τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ» (στιχηρό ἑσπερινοῦ).

Ἡ ἀγάπη του αὐτή μάλιστα γιά τόν Χριστό κάνει τόν ὅσιο Νικόδημο νά τόν παραλληλίζει μέ τόν ἅγιο τῆς παράδοσης, τόν θερμουργό στήν πίστη καί τόν ἔρωτα τοῦ Χριστοῦ ἅγιο ᾽Ιγνάτιο τόν θεοφόρο. ῾Ο λυρισμός τῶν ἐπιστολῶν τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου γίνεται λυρισμός καί τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου διά γραφίδος τοῦ ὁσίου ὑμνογράφου: «Μάρτυς Κωνσταντίνε, μιμούμενος τόν ἱερό καί θεοφόρο ᾽Ιγνάτιο, ἔγραφες καθώς ἤσουν στήν φυλακή γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ στούς συμπολίτες σου: μή μέ ἐμποδίσετε, ἀλλά ἀφῆστε με νά πεθάνω γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μου, Αὐτοῦ πού ὑπέμεινε γιά μένα τόν Σταυρό» (ὠδή δ´). Κι ἀκόμη ἐπί πλέον στό ἴδιο μῆκος κύματος: «Ποιό εἶναι γιά μένα τό χρυσάφι, ποιός εἶναι γιά μένα ὁ πλοῦτος, ἔδινες ὡς ἀπάντηση στούς τυράννους; Τί εἶναι γιά μένα τά φθαρτά ἀγαθά πού πλούσια μοῦ προτείνετε, πλάνοι, ἀπατεῶνες καί ἄφρονες; ῾Ο Χριστός εἶναι γιά μένα ἔναντι ὅλων ὁ ἔρωτάς μου, ὁ πιό μεγάλος καί ὡραῖος πόθος» (ὠδή δ´).

῾Ο ἅγιος Νικόδημος προβάλλει τόν νεομάρτυρα ὡς παράδειγμα ὅλων τῶν ἀρνησιχρίστων, λόγω τῆς μετανοίας πού ἐπέδειξε. «Μέ νόμιμο τρόπο ἔγινες παράδειγμα, πολύαθλε, κι ὁ βίος σου ἔγινε τύπος ὁλοκάρδιας μετάνοιας σέ ὅλους αὐτούς πού ἀρνήθηκαν τόν Χριστό. Διότι ὅπου ἀρνήθηκες τόν Χριστό, ἐκεῖ πάλι, ἅγιε, Τόν ὁμολόγησες μέ ἀνδρικό τρόπο» (ὠδή ε´). ᾽Αλλά ἀρνησίχριστοι δέν εἶναι μόνον αὐτοί πού ἀρνήθηκαν τόν Χριστό τήν ἐποχή τῶν ὅποιων διωγμῶν. ᾽Αρνησίχριστοι γινόμαστε κι ἐμεῖς, κάθε φορά πού ἀρνούμαστε νά ὑπακούσουμε στίς ἅγιες ἐντολές Του καί μάλιστα αὐτήν τῆς ἀγάπης. ῞Οταν γιά παράδειγμα δέν συγχωρῶ ἕναν συνάνθρωπό μου πού μέ ἀδίκησε, δέν γίνομαι κι ἐγώ ἀρνησίχριστος, ἀφοῦ ἀθετῶ τήν ἐντολή Του; Λοιπόν γιά ὅλους ἀνεξαιρέτως εἶναι παράδειγμα μετανοίας ὁ ἅγιος Κωνσταντίνος καί τόν γεραίρουμε καί τόν δοξολογοῦμε ὅπου γῆς κι ἄν βρισκόμαστε.

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΕΙΣ ΕΚ ΤΩΝ ΔΩΔΕΚΑ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

«Ο άγιος Φίλιππος ήταν από την πόλη της Βηθσαϊδά, συμπολίτης του Ανδρέου και του Πέτρου. Διακρινόταν για τη σύνεσή του και τη βαθειά προσήλωσή του στα βιβλία των Προφητών, ενώ ήταν γνωστός σε όλη τη ζωή του για την παρθενικότητά του. Τον βρήκε ο Χριστός μετά το Βάπτισμά Του στη Γαλιλαία και τον κάλεσε να Τον ακολουθήσει. Αυτός δε, μετά από αυτό, συνάντησε τον Ναθαναήλ και του είπε: Ευρήκαμεν Ιησούν τον Υιόν Ιωσήφ, τον από Ναζαρέτ. Και άλλα πολλά είναι δυνατόν να βρει κανείς στη Θεόπνευστη Γραφή, γραμμένα γι’  αυτόν. Αυτός λοιπόν αφού του έλαχε ο κλήρος του ευαγγελισμού της Ασιατικής γης, είχε συνακόλουθο και συνεργάτη του στο κήρυγμα τον Βαρθολομαίο. Ακολουθούσε δε αυτούς και τους διακονούσε και η κατά σάρκα αδελφή του αγίου Φιλίππου, η Μαριάμνη. Αφού πέρασαν τις πόλεις της Μυσίας και της Λυδίας, κηρύσσοντας το ευαγγέλιο, και υπέμειναν πολλούς πειρασμούς και θλίψεις από τους απίστους, δηλαδή μαστιγώσεις, ραβδισμούς, εγκλεισμούς στη φυλακή, λιθοβολισμούς, έφτασαν εκεί που ήταν ο αγαπημένος μαθητής του Χριστού και Θεολόγος Ιωάννης, που κήρυσσε στην Ασία τον Χριστό. Όταν και η γυναίκα του ανθυπάτου Νικάνορος πίστεψε, τότε  ο ανθύπατος με τον ειδωλολατρικό λαό  έβαλε φωτιά και κατέκαψε την οικία του αποστόλου Στάχυος. Ο Φίλιππος σύρθηκε στην πλατεία της Ιεραπόλεως, έπειτα τρυπήθηκε στους αστραγάλους και σταυρώθηκε πάνω σε ξύλο. Και έτσι, αφού προσευχήθηκε, παρέθεσε στον Θεό το πνεύμα του. Αμέσως τότε η γη, αφού  άρχισε να τρέμει και να βγάζει ήχο, σχίστηκε στα δύο και κατάπιε πολλούς από τους απίστους. Οι υπόλοιποι, τρομοκρατημένοι από αυτά που συνέβαιναν, πρόσπεσαν στον Βαρθολομαίο και στη Μαριάμνη, που ήταν και αυτοί κρεμασμένοι. Τους έλυσαν και προσήλθαν στην αληθινή πίστη. Έπειτα, όλοι μαζί μάζεψαν το λείψανο του αποστόλου Φιλίππου, κατέστησαν τον Στάχυ επίσκοπο στην πόλη, και έφυγαν για τη Λυκαονία».  

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας είναι φυσικό να τονίζουν, εφόσον πρόκειται για απόστολο του Χριστού, και μάλιστα από τους δώδεκα, «τους θεμελίους της Εκκλησίας», την εκλογή του από τον Κύριο – «τω χορώ των μαθητών σε Χριστός ενέταξε» -  τη μετοχή του στη φλόγα του Αγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής, ώστε «γεμάτος από τη φλόγα αυτή να δώσει ζωή με τη θέρμη της πίστεως σ’ αυτούς που είχαν παγώσει από την αθεΐα», την παρουσία του γενικώς στον κόσμο ως «θείον άλας, προκειμένου να αποξηράνει τη φοβερή σαπίλα της φθαρμένης από τα πάθη ανθρωπότητας», και βεβαίως τη δοξασμένη θέση του στη βασιλεία του Θεού, στην οποία «βλέπει όχι αινιγματικά, αλλά σαφώς πρόσωπον προς πρόσωπον τον ίδιο τον Χριστό».

Ο εκκλησιαστικός υμνογράφος όμως, ο άγιος Θεοφάνης, πέραν των πολλών εγκωμίων που γράφει για τον άγιο απόστολο, επισημαίνει δύο σημεία που αξίζουν, νομίζουμε, ιδιαιτέρας προσοχής. Πρώτον, το γεγονός ότι ο Κύριος εκλέγει τον Φίλιππο ως μαθητή Του – μη ξεχνάμε ότι ο Κύριος είχε την απόλυτη πρωτοβουλία εκλογής των μαθητών: «ουχ υμείς με εξελέξασθε, αλλ’  εγώ εξελεξάμην υμάς» είπε – σημαίνει ότι καλεί κάποιον του οποίου τις αρετές έχει προβλέψει, ως παντογνώστης Θεός, και συνεπώς έχει εκτιμήσει  τις δυνατότητές του για την ανάληψη ενός τέτοιου τιτάνιου κυριολεκτικά έργου, δηλαδή της μαρτυρίας Του στον κόσμο ως του ενανθρωπήσαντος Θεού. «Φίλιππε, τω χορώ των μαθητών σε Χριστός ενέταξε, την σην προγινώσκων αρετήν, θεομακάριστε». Κι είναι τούτο ένα σημαντικό στοιχείο, που αποκαλύπτει ότι ο Χριστός καλεί τον άνθρωπο να αναλάβει κάποια διακονία, εφόσον αυτός έχει τα προαπαιτούμενα προσόντα για τη διακονία αυτή. Δηλαδή, δεν αρκεί μόνον η καλή διάθεση ενός ανθρώπου για να διακονήσει την Εκκλησία, αλλά απαιτείται να έχει και τις φυσικές προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο. Μεγάλο μάθημα τούτο και για εμάς, οι οποίοι πολλές φορές αναθέτουμε διακονήματα σε καλούς μεν ανθρώπους, αλλά μη δυναμένους λόγω αδυναμίας φυσικών προτερημάτων τους να ανταποκριθούν.

Εκεί όμως που επιμένει καθ’  υπερβολήν, θα έλεγε κανείς,  ο άγιος υμνογράφος, προϋποθέτοντας τη γνώση του περιστατικού από το ευαγγέλιο, κατά το οποίο ο  Φίλιππος εξέφρασε το παράπονό του  κάποια φορά στον Κύριο: «Κύριε, μας μιλάς διαρκώς για τον Θεόν Πατέρα. Δείξον ημίν τον Πατέρα, και αρκεί ημίν», είναι ακριβώς η ερμηνεία του λόγου αυτού του Φιλίππου. Θεωρεί ότι ο λόγος – παράπονο αυτός έδωσε στον Κύριο την αφορμή να μιλήσει στους μαθητές Του για την ισοτιμία Του με τον Θεό Πατέρα. «Τον Πατέρα των φώτων εν Υιώ ζητήσας εύρες∙ εν τω φωτί το φως γαρ ευρίσκεται∙ και γαρ ούτος σφραγίς ισότυπος, δηλών το αρχέτυπον». (Ζήτησες και βρήκες στον Υιό, δηλαδή τον Χριστό, τον Πατέρα των φώτων. Διότι το φως, ο Θεός Πατέρας, βρίσκεται στο φως, τον Χριστό. Κι αυτό γιατί  ο Χριστός είναι η ισότυπη σφραγίδα, που φανερώνει το αρχέτυπο, τον Θεό Πατέρα). Ο άγιος Φίλιππος λοιπόν με την ερώτησή του έγινε η αφορμή να έχουμε μία από τις πιο άμεσες αποκαλύψεις του Κυρίου περί της Θεότητάς Του.

Το ίδιο γεγονός όμως, την ερώτηση του Φιλίππου, το βλέπει ο άγιος Θεοφάνης και από άλλη οπτική γωνία: ως αποκαλυπτική των ίδιων των διαθέσεων του αποστόλου. Ο άγιος Φίλιππος, δηλαδή, κατά τον υμνογράφο, αναζητώντας τον Θεό Πατέρα διά του Χριστού, δείχνει τον ένθεο πόθο του για τον Θεό, την επιθυμία του να διαβεί πέρα από την πράξη στη θεωρία, γενόμενος ένας δεύτερος Μωυσής. Όπως ο Μωυσής δίψασε να δει τον Θεό, και αφού ανέβηκε στο όρος Σινά, καλεσμένος από τον Ίδιο για να λάβει τις πλάκες του Νόμου, είδε «τα οπίσθια του Θεού», δηλαδή την ενέργεια και τη δόξα Του, κατά τον ίδιο τρόπο, σύμφωνα με τον υμνογράφο, ο Φίλιππος: κι αυτός πόθησε να δει τον Θεό, του Οποίου την εικόνα είδε με τρόπο γνωστό στο πρόσωπο του Χριστού. Διότι ο Υιός αποτελεί τη σύντομη γνώση και την απόδειξη του Πατέρα.  «Θείας αναβάσεσι, διαπαντός κεχρημένος, ως Μωσής  το πρότερον, τον Θεόν θεάσασθαι επεπόθησας∙ και γνωστώς είδες δε, την αυτού εικόνα, δεδεγμένος προς εμφέρειαν∙ Πατρός γαρ σύντομος γνώσις ο Υιός και απόδειξις».

Από την άποψη αυτή, ο θείος υμνογράφος κατανοεί τον άγιο Φίλιππο και ως πρότυπο του θεωρητικού χριστιανού, θεωρητικού όχι με την έννοια του ασχολουμένου με θεωρίες του μυαλού, αλλά με την έννοια του θεατή του Θεού, του μετέχοντος στο φως και τη δόξα Εκείνου. Και προϋπόθεση γι’  αυτό είναι η πράξη των αρετών. Ο άγιος Φίλιππος ευρισκόμενος σε μία διαρκή ανάβαση λόγω της εξασκήσεων των αρετών, της πράξεως, θέλησε να ανεβεί και στη θεωρία. Το πατερικό λόγιο «πράξίς εστιν θεωρίας επίβασις», η πράξη, η άσκηση των αρετών, είναι το σκαλοπάτι για την ανάβαση στη θεωρία, στη θέα του Θεού, το εφαρμόζει με απόλυτο τρόπο ο υμνογράφος στον άγιο απόστολο. Είναι μία διάσταση που διαφεύγει της προσοχής των περισσοτέρων χριστιανών. Ο άγιος Φίλιππος είναι, μαζί με τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, μαζί με τον απόστολο Παύλο, η βάση των νηπτικών αργότερα Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι κατέγραψαν τις θεοπτικές εμπειρίες τους, κινούμενοι σ’  έναν χώρο πιο εσωτερικό, πιο ένδον στην καρδιά του ανθρώπου. «Πράξιν μεν επίβασιν ειλικρινούς θεωρίας, θεωρίαν τέλος δε φιλοθέου πράξεως, μάκαρ, θέμενος, τον Χριστόν ηξίωσας του Πατρός την δόξαν υποδείξαί σοι την άφραστον». (Βάζοντας, μακάριε, την πράξη ως σκαλοπάτι της αληθινής θεωρίας, και τη θεωρία ως τέλος της φιλόθεης πράξης, αξίωσες από τον Χριστό να σου υποδείξει την μη δυναμένη να εκφραστεί με λόγια δόξα του Θεού Πατέρα).

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2025

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΚΑΠΠΑΔΟΚΗΣ

Τον όσιο Αρσένιο τον Καππαδόκη, τον Χατζεφεντή, τον γνωρίσαμε κυρίως από το βιβλίο που έγραψε γι’  αυτόν ο άλλος όσιος της εποχής μας, Γέρων Παῒσιος αγιορείτης. Ήταν εκείνος που «γοήτευσε» τον όσιο Παῒσιο  από μικρό παιδί, ήδη από τον τόπο της κοινής καταγωγής τους, τα Φάρασα της Καππαδοκίας, και θέλησε γι’  αυτό να ακολουθήσει τα δικά του χνάρια ζωής και να γίνει καλόγερος, πλήρως αφιερωμένος στον Θεό. Κι ίσως η στροφή αυτή του Γέροντος Παϊσίου για την καλογερική ζωή, πλην της δικής του κλίσης, να οφείλετο σ’  ένα βαθμό και στη δύναμη προσευχής του αγίου Αρσενίου, ο οποίος στο πρόσωπο του μικρού Φαρασιώτη (μετέπειτα αγίου Παϊσίου, γιου του Προέδρου τότε των Φαράσων Πρόδρομου Εζνεπίδη), είδε τον δικό του διάδοχο, καθώς μάλιστα εξέφρασε τούτο και την ώρα της βάπτισης του παιδιού -  είναι γνωστό ότι την ώρα της ονοματοδοσίας «υποχρέωσε» τον νονό αντί του ονόματος Χρήστος να πει το δικό του όνομα Αρσένιος.  Ο πόθος του αγίου Παϊσίου να γράψει τον βίο του αγίου Αρσενίου σφηνώθηκε μέσα του από πολλά χρόνια πριν μέχρις ότου γίνει τούτο πραγματικότητα. Κι όταν είχε συλλέξει πια αρκετά στοιχεία – που με τον καιρό αυξάνονταν μετά από έρευνες δικές του και άλλων γνωστών του – και ολοκλήρωσε κατά κάποιον τρόπο το βιβλίο, ο άγιος Αρσένιος μετά από θαυμαστική παρουσία του «επικρότησε» το έργο του μαθητή και «διαδόχου» του.

Το γεγονός ότι ένας άγιος γράφει για έναν άλλον άγιο δείχνει τη σοβαρότητα του εγχειρήματος και δίνει την εσωτερική πληροφορία ότι αυτό που γράφεται είναι έγκυρο κι έχει τη σφραγίδα του Πνεύματος του Θεού. Αυτό δεν συμβαίνει διαχρονικά μάλιστα στην Εκκλησία μας; Πόσοι άγιοι έγραψαν για προγενεστέρους αυτών, όπως ο άγιος Αθανάσιος για παράδειγμα για τον όσιο Αντώνιο τον μεγάλο; Αναπαύεται λοιπόν η ψυχή μας, καθώς διεξερχόμαστε τον βίο του αγίου Χατζεφεντή, γινόμενοι μέτοχοι της χάρης που ζούσε ο βιογράφος του με την έκθεση των μαρτυριών που συνέλεξε. Δεν θέλουμε να επεκταθούμε ιδιαιτέρως στον βίο αυτό – είναι πολύ εύκολο να τον αναζητήσει κανείς και να τον εύρει, καθώς μάλιστα δεν έχει μεγάλη έκταση – όσο να σταθούμε σε κάποιο σημείο που θίγει ο άγιος Παῒσιος από τη ζωή του νεώτερου αυτού οσίου Καππαδόκου.

Το μόνο που θα θέλαμε ίσως να πούμε από τα βιογραφικά του είναι ότι γεννήθηκε το 1840 στα Φάρασα, από μικρός ένιωσε τη χάρη των αγίων που τον έστρεψαν στον πόθο του Θεού, σπούδασε γιατί είχε σπουδαίο χωρητικό νου, χειροτονήθηκε κληρικός και υπήρξε δάσκαλος στα παιδιά των χωριών της περιοχής του, επέδειξε ως κληρικός σπάνια θυσιαστική διάθεση έναντι του ποιμνίου του και όχι μόνο, χαριτώθηκε από τον Θεό με προορατικό και θαυματουργικό χάρισμα που το γεύονταν Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, είχε έντονο πατριωτισμό ώστε να πρωτοστατεί στη διακράτηση και καλλιέργεια του εθνικού αισθήματος των Ελλήνων που ήταν βουτηγμένοι μέσα στην Τουρκιά, ήταν ατρόμητος και θαρραλέος σαν λιοντάρι, κι όλα αυτά μέσα σε μια σκληρή ασκητικότητα ως προς τον εαυτό του που εκφραζόταν αδιάκοπα ως βαθιά ταπείνωση (αγωνιζόταν διακαώς να κρυφτεί με ένα είδος σαλότητας) και απέραντη αγάπη προς όλους. Το 1924 αναγκάστηκε κι αυτός μαζί με τους άλλους Φαρασιώτες να φύγει από την πατρίδα του και να καταφύγει στη Μεγάλη Πατρίδα, την Ελλάδα, όπου φτάνοντας στην Κέρκυρα, μετά από σαράντα ημέρες, όπως είχε προφητεύσει, παρέδωσε την αγιασμένη του ψυχή στα χέρια του Δημιουργού του. Το 1958 ο άγιος Παῒσιος έκανε την ανακομιδή των λειψάντων του και τα πήγε στην Κόνιτσα και έπειτα στη Θεσσαλονίκη, ενώ το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον Φεβρουάριο του 1986 τον ενέταξε επισήμως στις δέλτους των αγίων της Εκκλησίας.

Ποιο το σημείο που θέλουμε να σταθούμε; Σ’ αυτό που γράφει ο όσιος Γέρων Παῒσιος από την ποιμαντική δράση του αγίου Αρσενίου, όταν μετά κυρίως από τις θείες λειτουργίες μάζευε τους Φαρασιώτες και μάλιστα τους μεγαλυτέρους στην ηλικία, προκειμένου να τους μιλάει για θέματα του Ευαγγελίου, για βίους αγίων, για ιστορίες ακόμη και από την Παλαιά Διαθήκη. Ο τρόπος και η διαδικασία της ποιμαντικής του είναι αξιοπρόσεκτη, που αποκαλύπτει το ύψος της διάκρισής του και της αγιότητάς του.

«Όταν (ο άγιος Αρσένιος) έβλεπε μερικά γεροντάκια να ανησυχούν, όσες φορές η διήγηση ήταν μεγάλη, και ήθελαν να καπνίσουν, ο ίδιος σηκωνόταν και τους έφερνε καπνό και τους ανάπαυε σ’  αυτές τις περιπτώσεις∙ κι έτσι είχαν διάθεση να καθήσουν και να ακούν με προσοχή, για να τα διηγηθούν και αυτοί ύστερα ο καθένας στο σπίτι του ή στη γειτονιά του».

Θα έλεγε κανείς ότι ο άγιος θα θύμωνε που έβλεπε την ανησυχία των γερόντων προκειμένου να ικανοποιήσουν ένα πάθος τους. Κι ίσως δικαιολογημένα: κήρυττε τον λόγο του Θεού, επιχειρούσε να τους ανεβάσει σε ανώτερο πνευματικό επίπεδο, να τους κάνει δηλαδή μετόχους της χάρης του Θεού, ενώ εκείνοι κινούνταν σε επίπεδο «σαρκικό». Δεν προκαλεί έναν εργάτη του Θεού το επίπεδο αυτό; Διότι φανερώνει ότι η προτεραιότητα των ανθρώπων αυτών είναι τα υλικά και επίγεια, είναι τα πάθη τους και όχι ο Θεός και ο λόγος Του. Αλλά ο άγιος ήταν προσγειωμένος και κατανοούσε βαθιά την ανθρώπινη φύση. Ήξερε δηλαδή πως όταν κάποιος έχει υποχωρήσει σ’ ένα πάθος του, και μάλιστα επανειλημμένως, τότε το πάθος αυτό λόγω της συνήθειας αποκτά ένα βάθος μεγάλο στην ψυχή του ανθρώπου, βγάζει ρίζες και στερεώνεται τόσο που καθίσταται σχεδόν αδύνατο να εξαλειφθεί. Δεν είναι τυχαίο που οι πιο φιλόσοφοι της ζωής λένε πως το πάθος γίνεται δεύτερη φύση στον άνθρωπο – η εξάλειψή του μοιάζει με «θάνατο» του ανθρώπου και προκαλεί τη μέγιστη οδύνη. Ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος για παράδειγμα συχνά υπενθύμιζε ότι δεν πρέπει να συνηθίζουμε να υποχωρούμε στα πάθη μας, γιατί η συνήθεια αυτή καθίσταται δεύτερη φύση μας. «Μή συνήθιζε ἧτταν ἐν πολέμῳ. Ἡ γάρ συνήθεια δευτέρα φύσις ἐστίν». Οπότε, ο άγιος Αρσένιος κατανοούσε την οδύνη και την «ανησυχία» των εθισμένων στο τσιγάρο γερόντων.  Και να ήθελαν να το κόψουν, δεν μπορούσαν διαμιάς.

Κι η κατανόησή του αυτή, καρπός όχι απλώς μιας παιδαγωγικής αρχής αλλά ενός «παροξυσμού αγάπης» κατά τον λόγο του αποστόλου «κατανοῶμεν ἀλλήλους εἰς παροξυσμόν ἀγάπης», τον έκανε όχι μόνο να ανέχεται την αδυναμία τους, αλλά να σπεύδει ο ίδιος να την ικανοποιήσει  – έφερνε τον καπνό τους. Γιατί; Διότι αφενός (ιδίως με τα δεδομένα της τότε εποχής) το τσιγάρο μπορεί να ήταν πάθος όχι όμως θανάσιμο – θεωρείτο μία απλή απόλαυση του ανθρώπου –, αφετέρου έβλεπε ότι ήταν καλοδιάθετοι άνθρωποι, με αγάπη προς τον Θεό, τόσο που όχι μόνο αποδέχονταν τις αγιωτικές ιστορίες του με προσοχή, αλλά μετέπειτα δρούσαν και ιεραποστολικά μεταφέροντάς τις και σε άλλους στην οικογένειά τους αλλά και ευρύτερα. Και το δεύτερο αυτό ασφαλώς θα έκανε τον άγιο να ελπίζει και για την υπέρβαση του συγκεκριμένου πάθους τους. Διότι όταν κανείς είναι προσανατολισμένος προς τον Θεό, τότε Εκείνος δίνει τη δύναμη σταδιακά να απεμπλέκεται από όποια αδυναμία του. Η πνευματική ζωή θέλει όπως λέμε «ρέγουλα». Τα πάθη «κόβονται» σιγά-σιγά, στον βαθμό που ο άνθρωπος κινείται προς τον Θεό. Και όπως όταν ξεκινάει κανείς να τρέχει, στην αρχή έχει μία μικρή ταχύτητα, η οποία σταδιακά αυξάνει, το ίδιο και στα πνευματικά: κάνει κάποιος κάποια μικρά δειλά βήματα και κατά την αναλογία της αγάπης του προς τον Θεό τα βήματα γίνονται άλματα, τα άλματα μπορεί να γίνουν τρέξιμο με φτερά. Υπάρχουν βεβαίως και οι εξαιρετικές περιπτώσεις που κάποιος πληγώνεται τόσο πολύ από την αγάπη του Χριστού, ώστε διαμιάς να φτάσει στο απόλυτο γι’ αυτόν δυνατό, σαν τον ευγνώμονα ληστή δίπλα στον Χριστό ή σαν την οσία Παϊσία που έφερε σε μετάνοια ο όσιος Ιωάννης ο Κολοβός (Γεροντικό). Αλλά μιλάμε για τις πιο συνηθισμένες περιπτώσεις και όχι για τις εξαιρέσεις, όπου «η μία ώρα της μετανοίας γίνεται δεκτή από τον Θεό περισσότερο από τη μετάνοια πολλών που επιμένουν πολύ καιρό σ’ αυτήν, γιατί δεν δείχνουν τη θερμότητα που πρέπει».

Ο άγιος Αρσένιος είναι μία δωρεά του Θεού στον σύγχρονο κόσμο. Η αγάπη του, η διάκρισή του, η συνεχής θαυματουργία του λόγω της «πεπαρρησιασμένης» ενώπιον του Θεού ψυχής του, αποτελούν ακτίνες της χάρης του Θεού που δρουν θεραπευτικά στον ταλαιπωρημένο από την αμαρτία κόσμο μας. Κι όπως γράφει ο όσιος Παῒσιος περί το τέλος του βιβλίου του για τον άγιο «τώρα πια ο Χατζεφεντής (Πατήρ Αρσένιος) δεν τρέχει με τα πόδια και δεν λαχανιάζει, για να προλαβαίνη τους αρρώστους, να τους διαβάζη την ανάλογη ευχή και να τους θεραπεύει, αλλά πετάει άνετα σαν Άγγελος από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη και μπορεί να προλαβαίνη όλους τους πιστούς, που τον επικαλούνται με ευλάβεια».  

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΟΡΕΣΤΗΣ

«Αυτός ο άγιος ήταν από την πόλη των Τυάνων της Καππαδοκίας. Επειδή ομολογούσε την πίστη του στον Χριστό, συνελήφθη από τον ηγεμόνα Μαξιμίνο, επί της βασιλείας του Διοκλητιανού. Επειδή δεν πείσθηκε να θυσιάσει στα είδωλα, αλλά με παρρησία ομολογούσε τον Χριστό ως Θεό, κτυπιέται με ράβδους τόσο δυνατά, ώστε τα έγκατα των σπλάγχνων του να αποσπασθούν και να φαίνονται από έξω. Μετά από αυτό οδηγήθηκε στον ναό των ειδώλων. Αυτός τότε με ένα απλό φύσημά του στα είδωλα τα έκανε να γίνουν αμέσως σαν σκόνη. Έπειτα παραδόθηκε στη φυλακή και μετά από επτά ημέρες παραστάθηκε στο βήμα του Μαξιμίνου. Και πάλι, επειδή αναγκάστηκε να θυσιάσει και δεν πείστηκε, του τρυπήσανε τους αστραγάλους με μεγάλα καρφιά και τον πρόσδεσαν με αλυσίδες σε άγριο άλογο, που έτρεχε με πολλή βία, κι αφού τον έσυρε εικοσιτέσσερα μίλια από την πόλη των Τυάνων, παρέδωσε το πνεύμα».

Η στερεότητα και η πνευματική δύναμη της ψυχής του αγίου μάρτυρα Ορέστη είναι εκείνο που κατεξοχήν τονίζεται στην ακολουθία του από τον εκκλησιαστικό ποιητή. Ο μάρτυρας, κατ’  αυτόν, έχει τέτοια και τόση ρώμη εσωτερική, ώστε ο θεωρούμενος πανίσχυρος τύραννος δεν τολμούσε ούτε να υπομείνει το φέγγος των λόγων του. «Ρημάτων σου αντιβλέψαι τω φέγγει ο τύραννος…ουκ ίσχυσεν».  Αιτία της δυνάμεως αυτής του αγίου βεβαίως δεν ήταν άλλο από τη δύναμη που του έδινε το άγιο Πνεύμα, ο ίδιος ο Χριστός, πάνω στην πέτρα της αγάπης του Οποίου είχε στηρίξει και την ύπαρξή του. Οι ύμνοι επ’  αυτού είναι υπέροχοι: «Οι χείμαρροι των βασάνων που σωρεύτηκαν  δεν μπόρεσαν να σείσουν τον πύργο της ψυχής σου, μακάριε μάρτυρα Ορέστη. Διότι είχε στηριχτεί πάνω στην πέτρα της αγάπης του Κυρίου, αξιοθαύμαστε».

Ο άγιος υμνογράφος βλέπει με πνευματικό τρόπο και το μαρτυρικό τέλος του αγίου. Ενώ σύρεται από το άλογο και παραδίδει έτσι δεινώς βασανιζόμενος την αγία ψυχή του, γίνεται λόγω της αιτίας του μαρτυρίου του – της αγάπης του προς τον Χριστό – ο ίδιος ένα άρμα: τρέχει στον αγώνα αυτό, φέροντας επάνω και μέσα στην καρδιά του τον ίδιο τον Χριστό, με αποτέλεσμα να φτάσει χαίροντας στο όριο της πνευματικής αυτής αρματοδρομίας, την βασιλεία του Θεού. «Έγινες άρμα του Λόγου του Θεού, του Χριστού, παμμακάριστε, και τον είχες να είναι σαν σε όχημα επάνω σου. Γι’  αυτό, αφού δέθηκες σε άλογα, από τους πονηρούς, από το βίαιο σύρσιμο εξέπνευσες και έφθασες με χαρά προς τη βασιλεία του Θεού».  Είναι η ίδια αλήθεια που τονίζει κάθε φορά η Εκκλησία μας, όταν αναφέρεται στα μαρτύρια των αγίων: ενώ φαίνονται οι ηττημένοι και οι εξαθλιωμένοι, στην πραγματικότητα είναι οι θριαμβευτές, εκείνοι που έχουν τον τελικό και απόλυτο λόγο.

Ένας ύμνος του κανόνα του αγίου δίνει και την εξήγηση του παράδοξου φαινομένου: πώς δηλαδή ο «αδύναμος» άγιος τελικώς κατισχύει των «δυνατών». «Ο θεϊκός πόθος για τον Χριστό – λέει - σε κατάκαψε, μάρτυς πανάριστε, και σε έκανε δυνατό, έτσι ώστε να καταφλέγεις την εύκολη να καεί ύλη της μανίας των ειδώλων». Σαν φωτιά  ο άγιος κατέκαψε το ξερόχορτο της ειδωλολατρίας. Η συγκεκριμένη εικόνα του αγίου υμνογράφου δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη. Διότι πέραν του γεγονότος ότι προβάλλει τη δύναμη πράγματι ενός μάρτυρα, δύναμη στην ουσία του ίδιου του Χριστού, επισημαίνει την παντελή αδυναμία της κοσμικής δύναμης. Η ειδωλομανία εν προκειμένω είναι η όποια κυριαρχική δύναμη στον κόσμο, που δεν λαμβάνει υπόψη της τον αληθινό Θεό. Συνεπώς δεν αναφέρεται μόνον στην εποχή εποχή, αλλά και σε κάθε εποχή, και στη δική μας. Όπου υπάρχουν δυνάμεις που φαίνονται ισχυρές και τεράστιες, αλλά δρουν χωρίς αγάπη, χωρίς δηλαδή την παρουσία του Θεού, η όποια θεωρούμενη δύναμή τους είναι μία σκιά, ένα κυριολεκτικά ξερόχορτο. Είναι αυτό που μαρτυρεί ο λόγος του Θεού, ότι δηλαδή ο κοσμοκράτορας διάβολος είναι ένας ηττημένος άρχοντας, ένας ήδη «τελειωμένος», που απλώς είναι θέμα ολίγου χρόνου μπροστά στον Χριστό να χαθεί με ένα απλό φύσημά Του, όπως ένας ιστός αράχνης.

Πόσες αυτοκρατορίες δεν υπήρξαν που θεωρούνταν κραταιές και «αιώνιες»; Πού είναι η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία; Χάθηκε. Πού είναι και η Βυζαντινή ακόμη αυτοκρατορία; Κι αυτή κατέπεσε, λόγω «των αμαρτιών» της. Κι ακόμη σύγχρονες αυτοκρατορίες κι αυτές εξαφανίστηκαν. Και επομένως: ποιος μπορεί να θεωρεί κραταιούς και τους σημερινούς ισχυρούς της γης, που κάνουν επίδειξη δυνάμεως στους αδύναμους; Ποιος μπορεί να τους λαβαίνει στα σοβαρά, όταν μάλιστα κριτήριό τους είναι η αδικία, με την έννοια ότι κοιτούν μόνον το συμφέρον τους, αδιαφορώντας για τα πάθη ολόκληρων λαών; Το θέμα είναι αυτοί οι αδύναμοι θεωρούμενοι λαοί να έχουν ανθρώπους με λίγη φλόγα στην καρδιά τους. Ο άγιας Ορέστης – κι όχι μόνον αυτός - με πυρακτωμένη την ψυχή από την αγάπη του Χριστού ντρόπιασε και κατάκαψε, όπως είπαμε, το ξερόχορτο της δύναμης του Μαξιμίνου και του Διοκλητιανού. Εμείς πού θα βρούμε λίγη από τη φλόγα του; Οι άλλοι είναι «ξερόχορτα». Εμείς όμως;

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2025

ΠΩΣ ΑΓΙΑΣΕ Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ

«Στα σαράντα τέσσερά μου χρόνια ο Θεός μου φανέρωσε αυτό, που θα με κράταγε μέχρι τέλους της ζωής μου σταθερό στη στενή και τεθλιμμένη οδό, που είχα επιλέξει:

Το της «ατιμίας πόμα καθάρσιον» (Το να σου προκαλούν ατιμία είναι πιοτό που σε καθαρίζει ψυχικά) που λέει και ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναḯτης. Από τότε μέχρι την τελευταία μου αναπνοή, ούτε στιγμή δε μ’ άφησε η συκοφαντία, η προσβολή, η περιφρόνηση. Δε θέλω να σου μιλήσω ούτε για περιστατικά, ούτε για πρόσωπα. Μπορεί να σε σκανδαλίσω με λογισμούς αγανάκτησης και κατάκρισης. Δεν θα μπορέσεις έτσι να καταλάβεις, ότι και τη συκοφαντία και την προσβολή και την περιφρόνηση έφτασα να τ’ αγαπήσω.  

Απορείς; Κι όμως, έμαθα να τα βλέπω σαν τα καρφιά του σταυρού μου. Αυτή ήταν η οδός της ανάστασής μου. Να ’ναι ευλογημένα. Με μάθανε ν’ αγαπώ, απαλλαγμένος από την αγωνία να αρέσω, να γοητεύω, να τιμώμαι. Με μάθανε να στρέφω το βλέμμα στους ταπεινούς και καταφρονεμένους, στους απλούς, καθημερινούς και ανώνυμους ανθρώπους, στο χρυσάφι της γης» (Από επιστολή του Αγίου Νεκταρίου επισκόπου Πενταπόλεως του θαυματουργού σε πνευματικό τέκνο του).

Τι είναι ο χριστιανός; «Μίμημα Χριστού κατά το δυνατόν ανθρώπω» (άγιος Ιωάννης Κλίμακος). Ένας άνθρωπος δηλαδή που οι σκέψεις του, τα λόγια του, οι διαθέσεις του, η όλη συμπεριφορά του απηχούν τη ζωή του Χριστού, προεκτείνουν δηλαδή τη ζωή Εκείνου μέσα από τη δική του προσωπική ζωή. Όπως συνηθίζουν και διδάσκουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας: ο χριστιανός είναι ο Χριστός «εν ετέρα μορφή». Βλέπεις τον χριστιανό, τον άγιο δηλαδή, και είναι σαν να βλέπεις ενσαρκωμένο το Ευαγγέλιο, τον Ίδιο τον Κύριο να συνεχίζει να περιπατεί στον κόσμο τούτο – ό,τι λέει και ο απόστολος Παύλος ακριβώς για τον πιστό: είναι μία «επιστολή Χριστού γινωσκομένη και αναγινωσκομένη».

Πώς είναι δυνατόν κάτι τέτοιο; Δεν είναι μία δυνατότητα του ανθρώπου που αποκτά μόνος του. Του δίνεται η δυνατότητα αυτή από τη στιγμή που ο άνθρωπος θα ανταποκριθεί στην κλήση του Θεού και θα ενσωματωθεί εν Εκκλησία στον Χριστό, θα γίνει μέλος Του διά του αγίου βαπτίσματος και του αγίου χρίσματος, τουτέστιν η χάρη του αγίου Πνεύματος με την ευδοκία του Θεού Πατέρα θα καταστήσει  έ ν α  τον άνθρωπο με τον Κύριο Ιησού Χριστό – η χάρη του Τριαδικού Θεού θα «εγκατασταθεί» στο βάθος της καρδιάς του ανθρώπου εξορίζοντας την κυριαρχία του Πονηρού, ο οποίος θα συνεχίζει να δρα, κατά παραχώρηση Κυρίου, στις «παρυφές» της καρδίας. Κι αρκεί αυτό; Βεβαίως όχι. Είμαστε κλημένοι ταυτοχρόνως να είμαστε «συνεργοί Θεού», οπότε η δωρεά που μας δόθηκε και μας δίνεται απαιτεί την απόλυτη, στο έπακρο, ενεργοποίηση και της θελήσεως του ανθρώπου – ο άνθρωπος να δείξει ότι θέλει τον Χριστό στη ζωή του. Και πώς το δείχνει, που θα πει πώς ανταποδίδει την προς αυτόν αγάπη του Θεού; Μόνο με τον τρόπο που καθόρισε ο ίδιος ο Κύριος: διά της τηρήσεως των αγίων Του εντολών. «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε».

(Ας επιτραπεί να υπενθυμίσουμε αυτό που βοά απαρχής μέχρι τέλους η Γραφή: «Καθώς ηγάπησέ με ο Πατήρ», είπε ο Κύριος στους μαθητές Του, «καγώ ηγάπησα υμάς. Μείνατε εν τη αγάπη τη εμή. Εάν τας εντολάς μου τηρήσητε, μενείτε εν τη αγάπη μου». Ζω μέσα σας και σεις μέσα μου, λέει ο Κύριος, διότι έτσι λειτουργεί η αγάπη του Θεού. Γι’ αυτό σας παρακαλώ να μείνετε σταθεροί στην αγάπη αυτή. Κι ο μόνος τρόπος; Να τηρείτε τις εντολές μου. Οπότε, την ώρα που ο χριστιανός, δηλαδή αυτός που έγινε μέλος Χριστού διά του αγίου βαπτίσματος,  τηρεί τις άγιες εντολές Εκείνου, την ίδια ώρα κοινωνεί μαζί Του, βρίσκεται μέσα σ’ Αυτόν και Εκείνος μέσα στον ίδιο. Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος στην Α΄ Καθολική του επιστολή το λέει και μ’ άλλον τρόπο: «Ο λέγων εν Αυτώ μένειν οφείλει καθώς Εκείνος περιεπάτησεν και αυτός ούτω περιπατείν» - αυτός που ισχυρίζεται ότι μένει ενωμένος με τον Χριστό, οφείλει όπως Εκείνος έζησε στον κόσμο τούτο και αυτός με τον ίδιο τρόπο να ζει).

Τι ζωή έζησε στον κόσμο τούτο ο Κύριος, ώστε αντιστοίχως την ίδια ζωή να ζει και ο πιστός του; Όχι ασφαλώς πλούσια και «χλιδάτη» ζωή, όχι στρωμένη με ροδοπέταλα που λέμε, αλλά μία ζωή που ο χαρακτηρισμός της είναι μονολεκτικός: «πάθος». Όλη η ζωή του Κυρίου ήταν απαρχής μέχρι τέλους ένα Πάθος – η Σταυρική Του θυσία ήταν η απλώς η αποκορύφωση. Πειρασμοί, προσβολές, συκοφαντίες, διώξεις, αμφισβητήσεις, φονικές διαθέσεις, ο ίδιος ο θάνατος τέλος με τη χειρότερη εκδοχή του ήταν ό,τι αντιμετώπισε κάθε στιγμή της ζωής Του. Και τι υποσχέθηκε έτσι στους μαθητές Του; Ό,τι εγώ υπέστην το ίδιο θα υποστείτε κι εσείς. «Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν». Η στενή και θλιμένη οδός Εκείνου απετέλεσε και αποτελεί έκτοτε τον μονόδρομο του κάθε χριστιανού. Το ξέρει ο εν επιγνώσει χριστιανός: από τη στιγμή που θέλει να ακολουθήσει τον Χριστό, τον περιμένουν τα μύρια πάθη και οι μύριες θλίψεις και δοκιμασίες. Όπως το εξέφρασαν οι Απόστολοι στο κήρυγμά τους: «Διά πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την Βασιλείαν των Ουρανών».

Γι’ αυτό και ο χριστιανός συνιστά ένα «παράδοξο» για τον κόσμο, τον πεσμένο στην αμαρτία. Ανατρέπει τα κριτήριά του και τις προσδοκίες του: αντί της φιληδονίας ζει την εγκράτειαˑ αντί της φιλαργυρίας ζει την πτωχεία και την προσφορά στον συνάνθρωποˑ αντί της φιλοδοξίας ζει την ταπείνωση, γι’ αυτό αντί του εγωισμού βιώνει την αληθινή αγάπη – εκεί που συντονίζεται με τον Ίδιο τον Θεό που είναι Αγάπη. Κι αυτό συνιστά τη λογική της θεωρουμένης «παραλογίας» του. Γιατί υπερβαίνοντας ό,τι κοσμικό και αμαρτωλό ανθρώπινο, ζει από τη ζωή αυτή την παρουσία του Αναστημένου Ιησού. Απλώς είναι ένας δρόμος που δεν φαίνεται εξωτερικάˑ πρέπει να τον βιώσεις για να σου φανερωθεί.

Το βίωμα του αποστόλου Παύλου φωτίζει με τρόπο μοναδικό τη μυστική αυτήν πραγματικότητα: «Χριστώ συνεσταύρωμαι» μαρτυρεί. «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη εν εμοί Χριστός». Είμαι ένα με τον Χριστό, το εγώ μου δεν υπάρχει – Εκείνος είναι η αυτοσυνειδησία μου, γιατί είμαι μέλος Του. Αλλά για να υφίσταται τούτο είμαι σταυρωμένος μαζί Του. Κι η συσταύρωση αυτή είναι ακριβώς η μέχρι θανάτου απόφαση του πιστού να ζει τις εντολές Εκείνου: τη θυσιαστική αγάπη, την ταπείνωση, την υπακοή – ό,τι συνιστά το φρόνημα του Κυρίου Ιησού. «Τούτο φρονείσθω εν υμίν, ο και εν Χριστώ Ιησού».

Αλλά όλα αυτά αποκαλύπτουν τον κόσμο του κάθε αγίου, τον κόσμο και του αγαπημένου αγίου Νεκταρίου του θαυματουργού. Όσα γράφει για τη ζωή του στην επιστολή του αποτελούν μ’ έναν φυσικό και απλό τρόπο υπομνηματισμό των λόγων του Κυρίου και της ζωής και του κηρύγματος των Αποστόλων. Νιώθει κι αυτός συσταυρωμένος με τον Χριστό, ακόλουθός Του, γιατί «αίρει» τον δικό του σταυρό υπομένοντας τις αδικίες, τις προσβολές, τους εξευτελισμούς, την περιφρόνηση. «Είναι τα καρφιά του σταυρού μου» σημειώνει. Αλλά αυτά σημαίνουν και «την οδό της  ανάστασής μου», οπότε «τα αγαπώ» - άλλος τρόπος εκφράσεως του «ζη εν εμοί Χριστός»! Και μαθαίνουμε έτσι και από τον μεγάλο σύγχρονο άγιο ότι το μυστικό της κατά Χριστόν ζωής δεν βρίσκεται στην όραση των προβλημάτων, σωματικών και ψυχικώνˑ βρίσκεται στην όραση Εκείνου, του αρχηγού της πίστεως, ο Οποίος μέσα από τα προβλήματα φέρνει την Ανάσταση και τη Ζωή!

 Προκαλεί εντύπωση όταν μελετά κανείς τα μαρτύρια πολλών αγίων μαρτύρων της πίστεως. Υπάρχει συχνά η επισήμανση ότι τα πάθη που υφίσταντο ήταν σαν να τα ζει κάποιος άλλος – «ως πάσχοντος ετέρου εν τω σώματι αυτού». Το ίδιο και με τον άγιο Νεκτάριο: τα προσδιορισμένα βάσανά του, ψυχικά και σωματικά, ενώ ήταν καρφιά δεν τον έκαμπταν, γιατί τα θεωρούσε γλυκασμό αναστάσιμο. Μέσα από αυτά φανερωνόταν στο ανώτερο δυνατό ο Ίδιος ο Κύριος – «όταν ασθενώ τότε δυνατός ειμι» κατά τον λόγο του αποστόλου. Κι η φράση που χρησιμοποιεί αποκαλύπτει το θεϊκό φρόνημά του: «να ’ναι ευλογημένα!» Φρόνημα δηλαδή ταπείνωσης με το κύριο γνώρισμα της υπακοής όπως συνέβη με τον Ιησού Χριστό.

Κι αυτό το βίωμα της ταπεινής υπακοής που τον κάνει να ζει ήδη στον κόσμο αυτόν έναν Παράδεισο, γιατί έμαθε «ν’ αγαπά», του μεταποιεί τα κριτήρια – βλέπει με τα μάτια του Κυρίου. Και τι βλέπει; Όχι ό,τι φαντάζει μεγάλο και σπουδαίο και «χρυσό» στον κόσμο, αλλά το αληθινό «χρυσάφι της γης», που δεν είναι άλλο από τους ανθρώπους που ελκύουν τη χάρη και το φως του Θεού, τους ταπεινούς και τους καταφρονεμένους, τους απλούς και ανώνυμους ανθρώπους - μία επανάληψη των λόγων του αποστόλου Παύλου, που μιλούσε για τους πραγματικά μεγάλους ανθρώπους, αυτούς που δεν φαίνονται, που δεν «λαμπυρίζουν», «τα ταπεινά και τα εξουθενημένα του κόσμου τούτου», «τα μη όντα», που ακριβώς λόγω της χάρης του Θεού «καταισχύνουν τα θεωρούμενα ισχυρά», μία συνέχεια του Σταυρού του Κυρίου. (Μοναδικό και συγκλονιστικό επ’ αυτού το σχόλιο του μακαριστού μεγάλου Γέροντος Βασιλείου Ιβηρίτου, με την ομιλία του για τον άγιο Πορφύριο Καυσοκαλυβίτη με τίτλο «Ωδή στον ανύπαρκτο!)

Μα υπάρχει κι ένα ακόμη παράδοξο: στα σαράντα τέσσερά του χρόνια ο άγιος Νεκτάριος, ο μέγιστος αυτός, μαθαίνει από φανέρωση του Θεού ότι η χριστιανική ζωή είναι ζωή θλιμμένη και στενή. Μα αυτό είναι το Α και το Ω που μαθαίνει κανείς απαρχής από το Ευαγγέλιο! Τι δεν ήξερε και έμαθε ο άγιος; Ασφαλώς αυτό που ήξερε και το  κήρυσσε και εν μέρει το ζούσε. Αλλά επέτρεψε ο Θεός αυτήν τη γνώση του να την καταστήσει μέσα από τα γεγονότα εμπειρία και βίωμα διαρκείας. Είχε προσανατολιστεί  εκ νεότητός του ο Νεκτάριος στον Χριστό και τη σταυρική ζωή Του. Κι η «φορά» αυτή της καρδιάς του, κατά το «ετοίμη η καρδία μου ο Θεός», έφερε και τη χάρη τη μεγάλη να μπορεί να αντέξει τα διαρκή και μεγάλα κύματα των πειρασμών ώστε έκτοτε να είναι παγιωμένος στα σταυρικά στοιχεία που οδηγούν σε μόνιμη ανάσταση ζωής. Θυμίζει αυτό που τόνιζε ο μεγάλος σύγχρονος άγιος Εφραίμ Κατουνακιώτης: «Πες μου τι πειρασμούς περνάς, για να σου πω σε τι κατάσταση πνευματική βρίσκεσαι», δηλαδή τι χάρη Θεού έχεις! Ο άγιος Νεκτάριος δέχτηκε μεγάλους πειρασμούς, για να μπορεί να πάρει και μεγαλύτερη χάρη. Και μαθαίνουμε: όσο μεγαλύτερη χάρη έχει ένας άγιος, ας φανταστούμε την Παναγία μας εδώ, τόσο και μεγαλύτερους από άλλους πειρασμούς έχει περάσει στη ζωή του. Ή με διαφορετική διατύπωση: όταν κανείς δέχεται πειρασμούς και μάλιστα θεωρούμενους μεγάλους, τόσο ο Θεός του ετοιμάζει και μεγάλη παροχή χάρης, τόσο τον ανεβάζει σε επίπεδο (όσιος Ισαάκ Σύρος).

Η εικόνα που μνημονεύει ο άγιος Νεκτάριος από τον όσιο Ιωάννη της Κλίμακος, ότι κάθε προσβολή και ατιμία είναι στην πραγματικότητα μία δωρεά του Θεού, ένα «ποτό» που καθαρίζει τον άνθρωπο από τις αμαρτίες του γιατί τον οδηγεί στην ταπείνωση, θα ήταν καλό να την έχουμε κι εμείς συχνά πυκνά ενώπιόν μας. Όταν μας προσβάλλουν, μας αμφισβητούν, μας περιφρονούν, μας συκοφαντούν, η αντίδρασή μας θα πρέπει να έχει πνευματικό χαρακτήρα. Μακάρι δηλαδή να θεωρούμε τις επιθέσεις αυτές ως «σφηνάκια» της χάρης του Κυρίου, που μας λειαίνουν την καρδιά για να βρει τόπο καταπαύσεως μέσα της. Διαφορετικά η επαναστατημένη αντίδρασή μας θα δείχνει το πνευματικό επίπεδό μας, που μάλλον θα είναι κάτω από τη βάση. 

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2025

Ο ΑΓΙΟΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ΟΤΑΝ ΠΗΓΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΟΣΙΟ ΔΑΥΙΔ ΤΟΝ ΕΝ ΕΥΒΟΙΑ

 

Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΟΣΙΟ ΙΑΚΩΒΟ ΤΟΝ ΤΣΑΛΙΚΗ

«Μία ημέρα που ήμασταν στην Αθήνα σ’ ένα μοναστήρι γυναικείο, εκεί η Γερόντισσα της Μονής, πάνω στην κουβέντα με τον Γέροντά μας (Ιωσήφ τον  Βατοπαιδινό),  μας ανάφερε τον άγιο Ιάκωβο και θαυμαστά γεγονότα από τον βίο του οσίου Δαυίδ του εν Ευβοία. Ο Γέροντας (Ιάκωβος) ζούσε τότε και ήταν ηγούμενος στη Μονή του οσίου Δαυίδ. Τότε και εμείς, επειδή είχαμε πολλούς πειρασμούς στο Βατοπαίδι, λόγω και της δικής μας απειρίας και λόγω του ιδιορρύθμου της Μονής, κι επειδή είχαμε κι έναν οδηγό που οδηγούσε το αυτοκίνητο και θα μας οδηγούσε στη Θεσσαλονίκη, επείσαμε τον Γέροντα να πάμε στη Μονή του οσίου Δαυίδ και να πάρουμε την ευχή του πατρός Ιακώβου και να μας βοηθήσει στον αγώνα που είχαμε στο Βατοπαίδι. Έτσι κι έγινε. Έδωσε ευλογία ο Γέροντας και πήγαμε στη Μονή του Οσίου Δαυίδ. Ακούγαμε πάρα πολλά για τον πατέρα Ιάκωβο, πολλά τα οποία ήταν και λίγο, έτσι, κωμικά. Ήταν πολύ απλός κι εγώ είχα στη φαντασία μου ότι θα δούμε ένα γεροντάκι, που θα είναι εύθυμος, θα λέει αστεία και θα είναι κάπως πιο χαλαρή η ατμόσφαιρα.

Όταν φτάσαμε στο Μοναστήρι και ζητήσαμε να δούμε τον Γέροντα, τότε μας οδήγησαν σ’ ένα παρεκκλήσι, του αγίου Χαραλάμπους, που εκεί εξομολογούσε ο πατήρ Ιάκωβος. Πρώτη φορά τον βλέπαμε, μπήκαμε μέσα, είδαμε έναν μεγαλοπρεπή  Γέροντα, με μεγάλη γενειάδα, το πετραχήλιό του φορεμένο έτσι όπως εξομολογούσε, ασκεπής, σαν Πατριάρχης ήτανε, πολύ επιβλητικός. Εγώ τον κοιτούσα έτσι, με πολύ δέος, και λέω, δεν είναι έτσι όπως τον περίμενα. Αλλά σε λίγο, μόλις άρχισε να μας μιλάει, κατάλαβα ότι ήταν πράγματι από τους απλούς και άκακος και νηπιόφρων κατά την καρδία.

Και ήταν πραγματικά σαν ένα μικρό παιδί. Άρχισε να μας ρωτά διάφορα πράγματα, μ’ έναν ωραίο τρόπο, και μας είπε τον λόγο για τον οποίο πήγαμε εκεί. Του λέει ο Γέροντας ότι είμαστε στη Μονή Βατοπαιδίου και έχουμε δυσκολίες, τα παιδιά είναι νέοι, είναι μικροί, και ασυνήθιστοι μ’ αυτήν την ατμόσφαιρα. Κι είναι ιδόρρυθμο το Μοναστήρι και μας κατάλαβε πολύ, γιατί είχε ζήσει κι αυτός σε ιδιόρρυθμο Μοναστήρι και ήξερε από τις δυσκολίες αυτές.  

«Και, πάτερ Ιωσήφ, να πάμε στον όσιο Δαυίδ, να του πούμε και να τον παρακαλέσουμε να σας βοηθήσει». Εμείς νομίσαμε ότι θα πάει να κάνει κάποια παράκληση. Κατεβήκαμε κάτω στην Εκκλησία, πήγαμε μπροστά στην εικόνα του αγίου και περιμέναμε να αρχίσει η παράκληση. Και λέει ο πατήρ Ιάκωβος: «Άγιε Δαυίδ, εδώ είναι ο πατήρ Ιωσήφ και ο πατήρ Αθανάσιος από το Βατοπαίδι. Ήλθαν να τους βοηθήσεις. Έχουν προβλήματα οι άνθρωποι. Σε παρακαλώ μη μας κάνεις ρεζίλι».

Εγώ σφιγγόμουνα μη γελάσω, γιατί αντί της παρακλήσεως έγινε αυτή η σύσταση. Ο Γέροντας (Ιωσήφ) με αγριοκοίταξε, έτσι μια στιγμή, για να μη χάσουμε την ατμόσφαιρα που ήτανε εκεί. Μας λέει: «Κι εδώ, πάτερ Ιωσήφ, που είμαστε, κάποια παιδάκια ήλθαν προχθές και παίζανε μπίλιες μέσα στην Εκκλησία. Κι εγώ τα μάλωσα. Τους είπα «δεν κάνει να παίζετε μπίλιες μέσα στην Εκκλησία». Και του είπαν «γιατί δεν κάνει;» Λέει «θυμώνει ο άγιος». «Όχι, δεν θυμώνει». «Θυμώνει. Να τον ρωτήσουμε». Και τα έφερα μπροστά στην εικόνα του Αγίου και του είπα: «Σου αρέσει που παίζουνε τα παιδάκια μπίλιες μέσα στην Εκκλησία;» Κι έφερε το χέρι του (ο όσιος) στο στόμα του κι έκανε «Σσστ, σιωπή!» στα παιδάκια αυστηρά. Τα παιδάκια μπήκανε σε λογαριασμό, μπήκανε σε σειρά». Μας το διηγήθηκε αυτό το γεγονός με τόση φυσικότητα.

Μετά πήγαμε να βγούμε έξω από το Ναό, μας έβγαλε τα λείψανα να προσκυνήσουμε. Ήτανε έκδηλη η χάρις πάνω του. Καταλάβαμε ότι ήταν ένας άνθρωπος άκακος σαν μικρό παιδάκι, απλούς και αγαθός τη καρδία, αλλά και χαριτωμένος. Όταν ήταν να βγούμε έξω, με τράβηξε πίσω εμένα και μου λέει: «έλα να σε ευλογήσω». Έβγαλα τον σκούφο μου κι έσκυψα να με ευλογήσει και μου είπε διάφορα πράγματα, και πνευματικά και ας πούμε και προφητικά.

 Πήγαμε έξω στην αυλή και λέει του Γέροντα: «Πάτερ Ιωσήφ, να σου πω και κάτι που μου συνέβη εδώ που στεκόμαστε τώρα. Πριν μερικές μέρες εξομολογούσα και ήμουν πολύ κουρασμένος. Και βγήκα εδώ έξω στην αυλή να πάρω λίγο αέρα, να ξεκουραστώ λίγο. Και μόλις βγήκα έξω ήρθαν δύο πούλμαν γεμάτα προσκυνητές. Κι εγώ δεν μπορούσα να τους δω, ήμουν πολύ κουρασμένος. Και παρεκάλεσα τον άγιο Δαυίδ να με σκεπάσει να μη με δουν. Κι ενώ ήμουνα εδώ - του λέει - κι ήμουνα στη μέση της αυλής και καθόμουνα στον πάγκο, όλοι μ’ έψαχναν και δεν με έβρισκαν. Κι εγώ γελούσα. Κι ο π. Κύριλλος που ήταν κι αυτός εκεί, μ’ έψαχνε κι έλεγε: «εδώ ήτανε τώρα, πού πήγε;» Δεν μ’ έβλεπαν», του λέει. «Αυτό δεν ήταν από τον άγιο Δαυίδ»; Λέει ο Γέροντας: «Βέβαια, Γέροντα, αλλοίμονο». Τέλος πάντων. Λέω, «Γέροντα, να βγάλουμε μία φωτογραφία;» - του είπα εγώ του Γέροντα, του αγίου Ιακώβου. Λέει: «ευχαρίστως». Σταθήκαμε να βγάλουμε μία φωτογραφία. Μας είπε πολύ ωραία πράγματα εκεί, πνευματικά, χαριτωμένα, γεμίσαμε χαρά κι ελπίδα και φύγαμε για το Άγιον Όρος».

Ποια η διαπίστωση του Μητροπολίτου Λεμεσού κ. Αθανασίου, όταν νεαρός διάκονος και καλόγερος ακόμη, περί τα τέλη της δεκαετίας του 1980,  έρχεται σ’ επαφή με τον όσιο Γέροντα Ιάκωβο (Τσαλίκη); Ότι η εικόνα που είχε σχηματίσει στο μυαλό του για τον μεγάλο Γέροντα της Ευβοίας δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Τι είκόνα είχε, από ό,τι είχε ακούσει από κάποιους Κύπριους φοιτητές που γνώριζαν τον άγιο ηγούμενο της Μονής Δαυίδ; Ότι ήταν ένα γεροντάκι που δημιουργούσε γύρω του μία χαλαρή ατμόσφαιρα, γιατί ήταν εύθυμος και έλεγε αστεία! Και η πραγματικότητα τον… προσγειώνει: βλέπει έναν Γέροντα, επιβλητικό σαν τους Πατριάρχες της Παλαιάς Διαθήκης, μπροστά στον οποίο το μόνο συναίσθημα που τον καταλαμβάνει είναι το δέος.  Θυμίζει η περίπτωσή του λίγο αυτό που σημειώνουν οι οίκοι της Ακολουθίας των Χαιρετισμών της Παναγίας, όταν αναφέρουν τους βοσκούς τη βραδιά που γεννήθηκε ο Θεός ως άνθρωπος στη γη, αλλά και τους μάγους της μακρινής Ανατολής. Ήλθαν να προσκυνήσουν οι βοσκοί Εκείνον που άγγελοι δοξολογούσαν και αντί να βρουν έναν Μεγάλο Ποιμένα, όπως υπέθετε η φαντασία τους, συναντούν ένα μικρό βρέφος σαν ένα μικρό προβατάκι στην αγκαλιά της μάνας Του˙ όπως και οι μάγοι: καθοδηγούνται από λαμπρό αστέρι για να καταθέσουν τα δώρα τους σ’ έναν «κραταιόν άνακτα», έναν ισχυρό βασιλιά, και έρχονται αντιμέτωποι με ό,τι πιο άσημο και ταπεινό υπάρχει. Ένα μικρό παιδάκι μέσα σε μία φάτνη αλόγων ζώων! Ο «ανατρεπτικός» Θεός μας, αλλά και οι «ανατρεπτικοί» άγιοί μας ως εικόνες ενός υπέρλογου Θεού.

Η μεγαλοπρέπεια όμως του αγίου ηγουμένου και η αίσθηση δέους που δημιουργεί σε λίγο προσλαμβάνει, για τον νεαρό ιεραδιάκονο, τις ορθές κατά Χριστόν διαστάσεις του: ο Γέροντας είναι μεγάλος γιατί είναι… μικρός! Μικρός όχι κατά την ηλικία ούτε κατά τις ανθρώπινες μικρότητες. Είναι μικρός, γιατί ανήκει σ’ εκείνους που ο ίδιος ο Κύριος χαρακτήρισε ως πολίτες του Ουρανού. «Εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την Βασιλείαν των Ουρανών». Ο νεαρός τότε άγιος Λεμεσού αρχίζει, σταδιακά είναι αλήθεια, να καταλαβαίνει ότι η μεγαλωσύνη ενός αγίου έγκειται στο ταπεινό και «άτυφον» και απλό, όχι απλοϊκό, της καρδιάς του – αυτό που και ο απόστολος Παύλος προέτρεπε: «τη κακία νηπιάζετε, ταις δε φρεσίν τέλειοι γίνεσθε»!

Ο άγιος Γέροντας Ιάκωβος είναι ακριβώς ο πολίτης του Ουρανού που τα «υπερφυσικά» για έναν κοινό άνθρωπο κινούνται στο επίπεδο του εντελώς φυσικού και φυσιολογικού. Διαπιστώνει, μπροστά κυριολεκτικά στα μάτια του, τι σημαίνει αυτό που ο απόστολος Παύλος και πάλι έλεγε: «Διά πίστεως περιπατούμεν, ου δι’ είδους». Και: «ου σκοπούμεν τα βλεπόμενα, αλλά τα μη βλεπόμενα. Τα γαρ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τα δε μη βλεπόμενα αιώνια». Ο όσιος Ιάκωβος ήταν ακριβώς από αυτούς τους ανθρώπους, τους αγίους, που η πίστη στον Χριστό ήταν αληθινή και βεβαία όραση – η πίστη του ήταν χειροπιαστή, βίωμα σε βαθμό που έλεγε ότι δεν πρόκειται να λάβει μισθό πίστεως, γιατί εκείνος βλέπει και ακούει και αιαθάνεται τα πιστευόμενα και ελπιζόμενα. Το «ζη Κύριος ο Θεός» που ήταν η επωδός κάθε λόγου του απηχούσε την πραγματικότητα της ζωής του. Ο Θεός φανερωνόταν μέσα από αυτόν, αποτελούσε ένα ενσαρκωμένο ευαγγέλιο – τον έβλεπες και άνοιγαν τα μάτια σου για να «δεις» τον Θεό. Μάλλον κάτι παρόμοιο που βίωσε και ο άγιος Νέστωρ, όταν ένιωσε και «είδε» και αυτός τον Χριστό ως Θεό στο πρόσωπο του αγίου Δημητρίου, του κατηχητή του. «Ο Θεός Δημητρίου, βοήθει μοι»!

Τι άλλο μπορεί να σημαίνουν αυτά που λέει ο άγιος Λεμεσού, όταν γίνεται μέτοχος της χαρισματικής υπάρξεως του οσίου Ιακώβου, ο οποίος μιλάει στον άγιο Δαυίδ σαν σε φίλο του, τον «φοβερίζει» «να μη γίνουν ρεζίλι στο μοναστήρι», τον «υποχρεώνει» να κινηθεί και να απευθυνθεί στα παιδάκια που έπαιζαν στην Εκκλησία, τον παρακαλεί να τον «σκεπάσει» για να μη γίνει ορατός από τους προσκυνητές λόγω εξαντλήσεώς του! Κι ακόμη: τον «κρατάει πίσω» για να του πει τινά «πνευματικά αλλά και προφητικά!» Και γίνεται έτσι ο ιεροδιάκονος, και μαζί μ’ αυτόν κι εμείς, μέτοχος και της αγιότητας του ηγουμένου τότε Ιακώβου, αλλά και μέτοχος της παρρησίας ενώπιον του Θεού και του ίδιου του αγίου Δαυίδ – πράγματι «δύο σε ένα»! Με τον άγιο Ιάκωβο, όπως αντιστοίχως και με τους άλλους αγίους, βλέπουμε πώς επιβεβαιώνεται αυτό που ο Ίδιος ο Κύριος υποσχέθηκε στους μαθητές Του όλων των αιώνων, ότι εφόσον Τον πιστέψουν, θα δουν να γίνονται μέσω αυτών ακόμη περισσότερα κι από όσα ο Ίδιος επιτέλεσε στον κόσμο τούτο! Γι’ αυτό και επιμένει η Εκκλησία μας να μας «ανοίγει» τα μάτια και να μας λέει ότι ο (συνεπής) χριστιανός αποτελεί μία πραγματικότητα που υπέρκειται όλων των κριτηρίων που έχει ο κόσμος αυτός. Κατά αλήθεια, ο χριστιανός είναι ένας άλλος Χριστός επί της γης, Εκείνος «εν ετέρα μορφή».

Και καταλαβαίνουμε έτσι ότι η απλότητα και η «νηπιοφροσύνη» του αγίου Ιακώβου «κρύβουν» από πίσω τους έναν τιτάνιο αγώνα υπερβάσεως των ψεκτών παθών που ταλαιπωρούν κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο. Αγώνα που κατανοείται μόνον από το γεγονός ότι ο άνθρωπος, εφόσον κινηθεί καλοπροαίρετα, αγάπησε τον Χριστό και θέλησε να εκφράσει την αγάπη του αυτή με τον μοναδικό και απόλυτο τρόπο που αποδεικνύεται αυτή: την τήρηση των αγίων Του εντολών. «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε». Ο άγιος Ιάκωβος αποτελεί την ορατή απόδειξη του ανθρώπου που αγάπησε τον Χριστό μέχρι τέλους. Και γι’ αυτό έγινε «κατοικητήριον» όλης της αγίας Τριάδος, ώστε οι δυνάμεις Αυτής να ενεργούν σε κάθε απλή αλλά ίσως και «απλοϊκή» θεωρούμενη διάσταση της ζωής του. Τι προκαλεί η συνάντηση με έναν τέτοιο χαριτωμένο άνθρωπο; Ό,τι αποκόμισαν εν αισθήσει ο νεαρός τότε ιεροδιάκονος Αθανάσιος και ο άγιος Γέροντάς του Ιωσήφ Βατοπαιδινός και όλοι που τους ακολουθούσαν: «γεμίσαμε χαρά και ελπίδα»!