«“Δέν ἔχει
γεννηθεῖ ἀκόμη ὁ ἄνθρωπος πού θά μέ λυπήσει”. Αὐτή ἡ ἀνιδιοτελής ἀγάπη καί ἡ διαρκής χαρά τήν ὁποία ἐξέπεμπε (η οσία Γερόντισσα Γαβριηλία
Παπαγιάννη) ἦταν τό ἀποτέλεσμα τῆς αἴσθησης τῆς διαρκοῦς παρουσίας τοῦ Θεοῦ.
Ὅ,τι καί νά τῆς ἔλεγες σοῦ ἔδινε τήν ἴδια συνταγή: “Ὅταν ἔχεις
στενοχώρια, νά γράφεις ἄπειρες σελίδες μέ τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ ἤ τό “Κύριε Ἐλέησον”.
Νά διαβάζεις τό Εὐαγγέλιο κάθε μέρα. Καί ὅταν θέλεις νά ἔχεις πιό πολλή χάρη,
νά διαβάζεις τίς ἐπιστολές”. Ἄν πάλι
πήγαινες ὅλο μιζέρια καί θρῆνο καί τῆς ἔλεγες ὅτι ἔχεις στήν ψυχή σου θλίψη,
τότε σοῦ ἔδινε μιά ἄλλη πρόταση ζωῆς: “Ἄν θές νά πάψεις νά ἔχεις θλίψη,
θά πρέπει νά πάψεις νά ἀσχολεῖσαι μέ τόν ἑαυτό σου. Θά πρέπει νά γίνεσαι ὁ ἄλλος,
καί νά ἔχεις ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Πρῶτον πίστη, δεύτερον πίστη, τρίτον πίστη”» (Μοναχής Φιλοθέης, Η
Γερόντισσα της χαράς, Μοναχή Γαβριηλία Παπαγιάννη, εκδ. Επιστροφή, σελ. 131).
Παράδοξος ο λόγος της οσίας
Γαβριηλίας. Πώς είναι δυνατόν ευρισκόμενος κάποιος σ’ έναν κόσμο πεσμένο στην
αμαρτία, με κύριο χαρακτηριστικό την ταραχή και την αντιπαλότητα στις
ανθρώπινες σχέσεις, να μην λυπηθεί από την επίθεση που θα δεχτεί όχι λίγες αλλά
πολλές φορές και μάλιστα όχι από έναν αλλά μάλλον από πολλούς συνανθρώπους του;
Όταν ο άλλος θα σε αμφισβητήσει, θα σε χλευάσει, θα σε ζηλέψει, θα σε αδικήσει,
ιδίως όταν είσαι χριστιανός, πώς εσύ δεν θα αντιδράσεις, δεν θα λυπηθείς, δεν
θα ταραχτείς; Τι μπορεί να συμβαίνει; Η Γερόντισσα Φιλοθέη που είχε γνωρίσει
την οσία όταν η ίδια ήταν νεαρή και η Γαβριηλία προχωρημένης ηλικίας, δίνει την
απάντηση. Η οσία Γαβριηλία ζούσε διαρκώς μέσα στην παρουσία του Θεού, γι’ αυτό
και διακατεχόταν από ανιδιοτελή αγάπη και διαρκή χαρά. Η ψυχή της, η καρδιά
της, η διάνοιά της, όλη η δυναμική και του σώματός της ήταν προσανατολισμένα με
θεϊκό έρωτα προς τον Κύριο Ιησού Χριστό, αφότου μάλιστα αφιερώθηκε πλήρως και
εντελώς ως μοναχή σ’ Εκείνον. Αυτό που η Εκκλησία μας δίνει στον άνθρωπο, να
μπορεί χάριτι Θεού να γίνει μέλος Χριστού ενδεδυμένος Εκείνον, αυτό και ζούσε
ενεργοποιώντας τη χάρη αυτή η αγία αυτή ψυχή. Κι έτσι κατανοούμε όσο μπορούμε
τον εσωτερικό έντονο αγώνα της να ζει ως Χριστός στον κόσμο, δηλαδή να ζει εν
Αυτώ και Αυτός εν αυτή – ό,τι έχει υποσχεθεί ο Κύριος στον αληθινά πιστό του: «ὁ
τηρῶν τάς ἐντολάς Αὐτοῦ, ἐν Αὐτῷ μένει καί Αὐτός ἐν αὐτῷ».
Οπότε, το «κέντρο βάρους» της
οσίας αυτής γυναίκας, όπως και κάθε αγίου της Εκκλησίας, δεν βρισκόταν στον
εαυτό της – αυτό γίνεται στον άνθρωπο που «πατάει» στις δικές του (ανύπαρκτες)
δυνάμεις γιατί έχει διαγράψει τον Θεό από τη ζωή του, με αποτέλεσμα βεβαίως το
«βύθισμα» στα πάθη του και στις δυνάμεις του Πονηρού. Ένα έρμαιο του Πονηρού
και των τυφλών ορμών του δεν είναι ο άθεος και άπιστος άνθρωπος; Το «κέντρο
βάρους» της βρισκόταν στον Ίδιο τον Κύριο και Θεό της, αφού «Αὐτός ἐστιν ἡ
κεφαλή τοῦ σώματος» και η ίδια κατανοούσε τον εαυτό της, όπως είπαμε, ως μέλος
δικό Του. Συνεπώς, με γνώση της ταραχής και της άγνοιας των ανθρώπων των εκτός
Θεού ευρισκομένων αλλά και με επίγνωση της δικής της «ταυτότητας» ως χριστιανής
που έβλεπε τα πάντα εν Θεώ μπορούσε να λέει: «κανείς δεν μπορεί να με
λυπήσει». Πότε μόνον θλιβόταν η αγία Γερόντισσα; Όταν σκεφτόταν την άσχημη
κατάσταση του ανθρώπου που δεν ζει κατά Χριστόν. Τότε, ναι, θλιβόταν και
λυπόταν, μεταποιώντας τη λύπη της αυτή σε έμπονη προσευχή για τον άνθρωπο.
Άλλωστε, ποτέ ο λόγος του Κυρίου δεν μας αφήνει να φερόμαστε ένθεν κακείθεν
λόγω των παθών μας, αλλά μας στερεώνει την καρδιά ώστε να βρίσκεται αταλάντευτα
πάνω στις εντολές Εκείνου, διαβλέποντας την παρουσία Του στο πρόσωπο κάθε
συνανθρώπου μας. «Ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου, ἐμοί ἐποιήσατε».
Προκειμένου βεβαίως να
βρίσκεται ο πιστός στην οδό Κυρίου απαιτείται να γνωρίζει το Ευαγγέλιο, να το
μελετά έμπρακτα, ώστε να φωτίζεται αδιάκοπα από την παντοδύναμη ενέργεια που
περικλείεται σ’ αυτό, κάτι που οδηγεί και στην υπέρβαση της όποιας στενοχώριας
και της όποιας θλίψης. Είναι γνωστό από την παράδοση της Εκκλησίας και την
εμπειρία των αγίων μας: άνθρωπος που με αληθινή διάθεση θα μελετήσει τον λόγο
του Θεού θα νιώσει «την ακτίνα» (όσιος Ισαάκ ο Σύρος) της χάρης του Θεού να τον
περιλούει και να τον απαλλάσσει από ό,τι αρνητικό συναίσθημα μπορεί να τον
διακατέχει. Και πόση σοφία και γνώση του ανθρώπου επίσης υπάρχει στην προτροπή της οσίας μοναχής: «Ὅταν ἔχεις στενοχώρια, νά γράφεις ἄπειρες
σελίδες μέ τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ ἤ τό “Κύριε Ἐλέησον”»! Διότι όχι μόνον τα χείλη που
σιγοψιθυρίζουν την ευχή, αλλά και η όραση του ονόματος του Κυρίου και η αφή με
το γράψιμο, δηλαδή όλες οι αισθήσεις του ανθρώπου, συμμετέχουν στην αγιασμένη
αυτή ενέργεια - μία ιδιότυπη έμπρακτη εφαρμογή της εντολής του Θεού να Τον
αγαπάμε «με όλη την καρδιά, την ψυχή, τη διάνοια, την ισχύ» μας.
Κι είναι πια ευνόητο: άνθρωπος που είναι προσανατολισμένος προς τον Θεό, δηλαδή προς τον αγώνα τηρήσεως των αγίων Του εντολών, θα βλέπει την παρουσία Του στο πρόσωπο του κάθε συνανθρώπου του – το μνημονεύσαμε και παραπάνω! Αλλά και με το αποτέλεσμα που είπε ο Κύριος: η ανιδιοτελής αγάπη του πιστού για κάθε συνάνθρωπό του, όποιος κι αν είναι αυτός, θα φέρνει μαζί και την αδελφή της αγάπης, τη χαρά. Όταν υπερβαίνεις την αποκλειστική αγάπη για τον εαυτό σου και «γίνεσαι ο άλλος» διά της εν Χριστώ αγάπης, τότε εμπειρικά διαπιστώνεις ότι βρήκες το μονοπάτι που σε πάει κατευθείαν στην πηγή! Της αιώνιας χαράς, δηλαδή του Ιησού Χριστού!