(Στον
θεολόγο-φιλόλογο Δημήτρη Λυκούδη)
1. Απαρχή μιας Νέας Χρονιάς: τι είναι αυτό
που νοηματοδοτεί και δίνει περιεχόμενο σε ένα νέο ξεκίνημα;
Η
κάθε νέα χρονιά φέρνει συνήθως χαμόγελα κι ελπίδες – όλοι εύχονται και
πιστεύουν ότι ο καινούργιος χρόνος θα σημάνει γι’ αυτούς κάτι καλύτερο και
ευτυχέστερο για τη ζωή τους: σφριγηλή υγεία, περισσότερα χρήματα, μεγαλύτερες
ανέσεις, έναν πιο άνετο τρόπο ζωής! Όμως, κατά τη χριστιανική πίστη, ενώ η
επιθυμία και η ευχή για το καλύτερο όντως χαρακτηρίζει τον άνθρωπο: έχει δημιουργηθεί
για να πορεύεται ανοδικά ως «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού» πλασμένος, το καλό αυτό
σχετίζεται ακριβώς με τον Δημιουργό του. Θέλουμε να πούμε ότι ο άνθρωπος είναι
καλός, μάλλον: γίνεται καλός, στον βαθμό που βαδίζει τον δρόμο της αγιότητας. Ο
λόγος του Θεού εξαγγέλλει με τον πιο καθαρό τρόπο: «Άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ
άγιός ειμι». Επειδή ο Θεός είναι άγιος από τη φύση Του, καλείται να γίνεται
άγιος και ο «κατ’ εικόνα» Αυτού άνθρωπος – αυτή είναι η φυσιολογία του
ανθρώπου. Επομένως ο άνθρωπος καταξιώνει την ύπαρξή του, όταν φανερώνει τον Θεό
του - την κάθε στιγμή τη γεμίζει με την παρουσία Εκείνου. Κι επειδή ο εν Χριστώ
φανερωθείς Θεός είναι Αγάπη και Ταπείνωση κατά τη μαρτυρία Του, αντιστοίχως και
ο άνθρωπος όταν ζει τη χάρη της ταπεινής αγάπης, νοηματοδοτεί τον χρόνο του.
Στην
προσπάθειά του αυτή βεβαίως ο άνθρωπος διαπιστώνει το έλλειμμά του: η αδυναμία
του τον κάνει να αμαρτάνει. Αλλά δεν μένει στην πτώση του. Σηκώνεται και μετανοεί
– για την Εκκλησία άγιος είναι ο μετανοών άνθρωπος. «Όσες φορές κι αν πέσεις,
σήκω και θα σωθείς». Στην Αποκάλυψη του Ιωάννου ακούγεται το Πνεύμα του Θεού:
«έδωσα χρόνο στον άνθρωπο για να
μετανοήσει». Αυτό λοιπόν είναι το νόημα του χρόνου: ο άνθρωπος να παλεύει στη
μετάνοια, αξιοποιώντας τη δωρεά του Θεού, τον χρόνο, ώστε να βρίσκεται αδιάκοπα
σε θετική σχέση με τον Θεό, «επιστρέφοντας» πάντοτε σ’ Εκείνον. Οπότε, δεν
είναι η Νέα Χρονιά μόνο που προσδοκά ένα νέο με νόημα ξεκίνημα, αλλά η κάθε ώρα
και στιγμή. Ό,τι αποφασίζουμε να κάνουμε την κάθε στιγμή μας, αυτό και θα
γεμίσει όλο τον χρόνο μας. «Αξίωσέ μας, Κύριε, να περάσουμε την ημέρα μας
αναμάρτητα».
2.
Οπότε η ευχή "Καλή και ευλογημένη
χρονιά", μάλλον παίρνει έτσι την απάντησή της. Όπως και το ποιος
θεωρείται "ευλογημένος"
άνθρωπος.
Ακριβώς.
Καλή και ευλογημένη είναι η χρονιά, με όσα είπαμε, όταν δεν έχουμε ως όραμα απλώς τον πλουτισμό
μας και τις ανέσεις του βίου μας - το
«φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν» - αλλά όταν, έχοντας συναίσθηση
ότι αποτελούμε μέλη Χριστού, προσπαθούμε να ζούμε σαν τον Χριστό. Και όσο
παράδοξα ίσως ακούγεται τούτο στην ταραγμένη εποχή μας, ναι, ο χριστιανός αν
θέλει να είναι πραγματικός χριστιανός είναι μία «εν ετέρα μορφή» παρουσία του
Χριστού. «Όσοι βαπτιστήκαμε στο όνομα του Χριστού, ντυθήκαμε τον Χριστό» λέει ο
απόστολος Παύλος. Πρόκειται για πραγματικότητα αλλά και προοπτική που δεν
μπορεί ο ανθρώπινος νους να χωρέσει. Αλλά αυτή είναι η πίστη μας, που γίνεται κατανοητή όταν ο άνθρωπος
αρχίζει να την εφαρμόζει. Σαν το πάτημα του διακόπτη για να ανάψουμε το φως:
τηρούμε τις εντολές του Χριστού, έρχεται το φως Του στην ύπαρξή μας! Κι έτσι,
ευλογημένος άνθρωπος είναι όποιος ζει με επίγνωση ως μέλος Χριστού, ο άγιος! Όχι
ο αναμάρτητος, αλλά ο αενάως μετανοών ως ο αγωνιστής που σηκώνεται σε κάθε πτώση
του.
3.
Το υπονοήσατε, αλλά να το τονίσουμε:
Ποια η διαφορά "καλός άνθρωπος και καλός χριστιανός";
Καλός
άνθρωπος είναι εκείνος που τον βρίσκουμε σε κάθε χώρο, σε κάθε θρησκεία,
φιλοσοφία, ιδεολογία – ο άνθρωπος με καλές διαθέσεις, με αίσθημα δικαιοσύνης,
που δεν θέλει το κακό του άλλου. Μα μέχρι εκεί. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν
μπορεί για παράδειγμα να αδικηθεί και να του πεις να αγαπήσει μέχρι θυσίας
αυτόν που τον αδίκησε. Κι αυτό είναι το κρισιμότερο στοιχείο που διαφοροποιεί
τον καλό άνθρωπο από τον καλό χριστιανό. Ο καλός χριστιανός, δηλαδή ο άγιος,
συμπεριφέρεται ως Χριστός, γιατί έχει τις δυνάμεις του Χριστού από το βάπτισμά
του και τη συμμετοχή του στα μυστήρια της Εκκλησίας, τη θεία Ευχαριστία. Οπότε,
όχι μόνο μπορεί και πρέπει να συγχωρήσει την όποια αδικία απέναντί του, αλλά
και να προχωρήσει στο μεγαλειώδες βήμα της αγάπης προς τον θεωρούμενο εχθρό
του. Κατά τον λόγο του Κυρίου: «Αγαπάτε τους εχθρούς σας, ευεργετείτε όσους σας
μισούν, ευλογείτε όσους σας καταριούνται, προσεύχεστε για τους διώκτες σας». Στον
χριστιανό δηλαδή υπάρχει η δραστική παρουσία του Χριστού, κάτι που δεν υφίσταται στον
αβάπτιστο άνθρωπο ή και στον βαπτισμένο κατά συνθήκη «χριστιανό». Οπότε: λίγοι
οι πραγματικοί χριστιανοί – στην καλύτερη περίπτωση θέλουμε να είμαστε καλοί
άνθρωποι. Κι ακόμη: οι πραγματικά καλοί άνθρωποι στους μη χριστιανικούς χώρους,
σύντομα θα κληθούν από τον Χριστό για να γίνουν μέλη Του και άγιοι!
4.
Μπορεί λοιπόν ένας
"πνευματικός" άνθρωπος να είναι αλειτούργητος που λέμε, χωρίς συμμετοχή
στα μυστήρια της Εκκλησίας;
Να
διευκρινίσουμε τον όρο «πνευματικός άνθρωπος». Χριστιανικά, πνευματικός δεν είναι
ο άνθρωπος των γραμμάτων, των επιστημών ή της τέχνης, όπως συνήθως λέγεται –
μάλλον και αυτός χαρακτηρίζεται έτσι ως ασχολούμενος με το ανθρώπινο πνεύμα.
Για την Εκκλησία όμως πνευματικός χαρακτηρίζεται ο άνθρωπος που έχει Πνεύμα Θεού:
«Όσοι οδηγούνται από το Πνεύμα του Θεού, αυτοί είναι οι υιοί του Θεού»
(απόστολος Παύλος), οι χριστιανοί – ό,τι ήλθε να προσφέρει στον άνθρωπο ο
ενανθρωπήσας Θεός. Πώς όμως θα δεχτούμε το Πνεύμα αυτό, όταν είμαστε πλήρεις εγωισμού
και αμαρτίας; Απαιτείται ένας καθαρισμός, ώστε να ακολουθήσει η πλήρωση. Και η
καρδιά καθαρίζεται μόνο με τη μετάνοια
και το άγιο βάπτισμα. «Μετανοήστε και βαπτισθείτε ο καθένας στο όνομα του
Χριστού για την άφεση των αμαρτιών σας, και θα λάβετε τη δωρεά του αγίου Πνεύματος»
κηρύσσει ο απόστολος Πέτρος στο συγκεντρωμένο πλήθος την ημέρα της Πεντηκοστής.
Κι ακόμη: λόγω αμαρτιών και μετά το
βάπτισμα, χρειάζεται ανανέωση με τη διαρκή μετάνοια και την εξομολόγηση, κυρίως
όμως με τη Θεία Ευχαριστία, το σώμα και το αίμα του Κυρίου. Οπότε, πνευματικός
άνθρωπος «αλειτούργητος» και έξω από τα μυστήρια δεν υφίσταται.
5.
Νέοι και Εκκλησία: θεωρείτε ότι η
Εκκλησία έχει καταφέρει σήμερα να πλησιάσει τους νέους;
Το
ερώτημα νομίζω δεν αναφέρεται μόνο στους κληρικούς. Γιατί Εκκλησία είμαστε όλοι,
κληρικοί και λαϊκοί ως μέλη Χριστού. Συνεπώς το ερώτημα μετατοπίζεται και στην
οικογένεια, στη σχέση των γονιών με τα παιδιά τους και κυρίως τους εφήβους
τους. Εκεί υπάρχει προσέγγιση; Νομίζω πως υπάρχει εκεί που ο γονιός όχι μόνο ενημερώνεται
παιδαγωγικά και ψυχολογικά, κάτι απαραίτητο στις ημέρες μας, αλλά κυρίως
διαπνέεται από διακριτική αγάπη προς το παιδί του, αγάπη που εκφράζεται ως
σεβασμός προς το πρόσωπο και την ελευθερία του. Τότε μιλάει κυρίως με τη ζωή του. Κι η ζωή αυτή,
έστω και στο επαναστατημένο παιδί, λειτουργεί ως μαγνήτης – το παιδί πείθεται
εσωτερικά για την αγάπη του γονιού του και αργά ή γρήγορα θα ανταποκριθεί στην
πιθανή ραγισμένη σχέση τους. Γιατί το λέω αυτό; Γιατί παρομοίως πορεύονται τα
πράγματα και με τους κληρικούς. Όπου υπάρχουν κληρικοί αγωνιζόμενοι στην
αγιότητα, έστω με τις πολλές αδυναμίες τους, εκεί υφίσταται ένας μαγνήτης για
όλους τους ανθρώπους, και ίσως περισσότερο για τους νέους, που ψάχνουν και
αναζητούν κάτι αυθεντικό. Έτσι η απάντηση
στο ερώτημα είναι ναι και όχι. Και πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπ’ όψιν τούτο,
γιατί παρασυρόμαστε συχνά οι κληρικοί από τη σύγχρονη τεχνολογία για
παράδειγμα, νομίζοντας ότι η χρήση της θα μιλήσει στις ψυχές των νέων μας – μία
προσαρμογή απλώς σε πιο μοντέρνα σχήματα. Αλλ’ αν το όποιο χρησιμοποιούμενο
μέσο δεν εκφράζει την καρδιά μας, την ταπεινή αγάπη μας, τότε μηδαμινά πράγματα
καταφέρνουμε. Οι όσιοι Παΐσιος και Πορφύριος τι διέθεταν και τόσοι νέοι τους
περιτριγύριζαν; Τίποτε πέρα από την αγιότητα τους.
6.
Τι θα λέγατε στους νέους που δεν έχουν,
έως σήμερα, καμιά επαφή με τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας;
Να ψάχνουν και να αναζητούν την αλήθεια. Να μην αφήνονται στις παρορμήσεις της στιγμής ή σε φίλους αμφιβόλου ποιότητας. Και κατά την αναλογία της δίψας τους για την αλήθεια θα παίρνουν και τις απαντήσεις τους. Γιατί ο Θεός δεν είναι άδικος. Και πολλαπλασιάζει την πρόνοιά Του στους νέους που δεν βοηθήθηκαν από την οικογένεια στην εύρεση του Χριστού. Ο ίδιος το ομολόγησε: «όποιος αγαπάει την αλήθεια ακούει τη φωνή Μου». Κι ένα συγκλονιστικό παράδειγμα πάνω σ’ αυτό είναι εκείνο του γνωστού ανά τον κόσμο Μητροπολίτου Διοκλείας Καλλίστου Γουέαρ. Το περιγράφει ο ίδιος: βρήκε τον δρόμο για την Εκκλησία και τον Χριστό, όταν αναζητώντας εναγώνια κάτι βαθύτερο στη ζωή του, σε ηλικία μόλις δεκαεπτά ετών μπήκε σ’ ένα ορθόδοξο Ρωσικό ναό στο Λονδίνο. Και αυτό που εκεί έζησε μέσα στο ημίφως και τις σεμνές ψαλμωδίες έγινε το έναυσμα για τον πνευματικό δρόμο του, μέχρι πλήρους και ολοκληρωτικής αφιέρωσής του στον Κύριο.