“Ταύτας οὖν ἔχοντες τάς ἐπαγγελίας,
ἀδελφοί, καθαρίσωμεν ἑαυτούς ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος, ἐπιτελοῦντες
ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ”
α. Τό μικρό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς Κυριακῆς ἀπό τήν Β´ πρός
Κορινθίους ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου συμπυκνώνει σέ λίγες μόνο γραμμές τίς ὑποσχέσεις
τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο, τήν μεγαλειώδη δηλαδή προοπτική πού τοῦ ἔχει ὁρίσει, ἀλλά
καί τό πῶς ὁ ἄνθρωπος θά μπορέσει νά φτάσει αὐτό τό ὅριο, δεδομένου ὅτι ἡ
σωτηρία ὡς πραγμάτωση τοῦ τεθειμένου σ᾽ αὐτόν σκοποῦ ἀπό τόν Δημιουργό ἀπαιτεῖ
καί τήν δική του συμμετοχή, τήν δική του συνέργεια. ῾῎Εχοντας αὐτές τίς ὑποσχέσεις
τοῦ Θεοῦ, ἀδελφοί, ἄς καθαρίσουμε τούς ἑαυτούς μας ἀπό κάθε τι πού μολύνει τό σῶμα
καί τήν ψυχή. ῎Ας ζήσουμε μία ἁγία ζωή μέ φόβο Θεοῦ᾽.
β. 1. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος δέν παύει σέ κάθε εὐκαιρία
πού τοῦ δίνεται νά δείχνει στούς πιστούς
χριστιανούς τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο μᾶς δημιούργησε ὁ Θεός. Καί ὁ σκοπός αὐτός
δέν εἶναι νά είμαστε οἱ χριστιανοί ἁπλῶς οἱ καθώς πρέπει ἄνθρωποι, οἱ καλοί καί
νομοταγεῖς πολίτες, ἐκεῖνοι πού θά σκύβουν τό κεφάλι στούς ἑκάστοτε ἄρχοντες τοῦ
κόσμου τούτου, προκειμένου νά ἐπιτελοῦν αὐτοί τά ὅποια δίκαια ἤ ἄδικα σχέδιά
τους. Οὔτε βέβαια εἶναι νά γίνει ὁ χριστιανός ἕνας ἠθικός ἄνθρωπος, κατά τόν
τύπο τοῦ ῾καλοῦ κἀγαθοῦ᾽ ἀνθρώπου πού συνιστοῦσε τήν προοπτική τῆς ἀρχαιοελληνικῆς
ἀνθρωπολογίας. Τέτοια ὁράματα καί τέτοιοι τύποι ἀνθρώπων μπορεῖ νά ἐξυπηρετοῦν
μία κοινωνία πού κατανοεῖ τόν ἑαυτό της ὁριζόντια καί ἐπίπεδα, ἀλλά πόρρω ἀπέχει
ἀπό τήν μεγαλειώδη προοπτική, ὅπως εἴπαμε, πού ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔχει θέσει γιά
τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ζεῖ βεβαίως μέσα στόν κόσμο τοῦτο, ἀλλά ταυτοχρόνως ὑπέρκειται
αὐτοῦ, διότι ἔχει βάθος αἰώνιο.
2. Ἡ προοπτική τοῦ ἀνθρώπου,
κατά τόν ἀπόστολο πού ἐκφράζει την ἐμπειρία τῆς ᾽Εκκλησίας, εἶναι ὁ ἄνθρωπος νά
γίνει ἕνα μέ τόν αἰώνιο καί παντοδύναμο Θεό. Αὐτός πού φαίνεται τόσο ἀδύναμος
καί μικρός ἔχει κληθεῖ νά εἶναι ὁ βασιλέας τῆς κτίσης, ἐκεῖνος πρός τόν ὁποῖο
κατατείνουν τά ὑπόλοιπα δημιουργήματα, κι αὐτό γιατί ὁ ἴδιος ὁ Θεός θέλησε νά
τόν δημιουργήσει ῾κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν᾽
᾽Εκείνου, πού σημαίνει ὅτι στά ὅρια τῆς δικῆς του ὕπαρξης ὁ ἄνθρωπος μποροῦσε
νά φανέρωνε τόν ἴδιο τόν Δημιουργό του. Καί ναί μέν, ὡς γνωστόν, ἡ ἀπαρχῆς αὐτή
προοπτική χάθηκε, λόγω τῆς πτώσης του στήν ἁμαρτία, ὁ ἐνανθρωπήσας ὅμως Θεός, ὁ
Κύριος ᾽Ιησοῦς Χριστός, ἐρχόμενος στόν κόσμο, τοῦ ξανάνοιξε αὐτήν τήν
προοπτική, ἐνσωματώνοντάς τον στόν ἴδιο Του τόν ἑαυτό, κάνοντάς τον συνεπῶς
μέλος τοῦ ἴδιου τοῦ σώματός Του. Μέσα στήν ᾽Εκκλησία, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἄνθρωπος
γίνεται ἕνα μέ τόν Χριστό, διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, τοῦ ἁγίου χρίσματος, τῆς
συμμετοχῆς του στήν Θεία Εὐχαριστία, κι ἀρχίζει νά λειτουργεῖ κατά τά ἴχνη ᾽Εκείνου.
Ὁ ἀπόστολος λοιπόν Παῦλος τονίζει γιά μία ἀκόμη φορά στούς Κορινθίους ὅτι αὐτή
εἶναι ἡ κλήση τους: ῾῾Υμεῖς γάρ ναός Θεοῦ
ἐστε ζῶντος᾽, συνεπῶς αὐτό πού ὁ Θεός εἶχε ὑποσχεθεῖ ἀπαρχῆς τώρα βρίσκει
τήν ἐκπλήρωσή του: ὁ ἴδιος θά κατοικήσει μέσα τους καί θά περπατήσει στήν ὕπαρξή
τους. ῾᾽Ενοικήσω ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω,
καί ἔσομαι αὐτῶν Θεός καί αὐτοί ἔσονταί μοι λαός᾽. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ
χριστιανός κατανοεῖ τόν ἑαυτό του χαρισματικά: συνιστᾶ προέκταση τοῦ Χριστοῦ,
νιώθει ὡς κλῆμα στήν ἄμπελο ᾽Εκείνου, λίθος στό οἰκοδόμημα τοῦ Χριστοῦ. Μπορεῖ
καί αὐτός νά πεῖ, σάν τόν ἀπόστολο, ῾ζῶ
δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ ἐν ἐμοί Χριστός᾽.
3. Εἶναι εὐνόητο ὅτι ἡ αὐτοσυνειδησία
αὐτή τοῦ χριστιανοῦ τόν καθιστᾶ στόν κόσμο ῾ἐν
σαρκί περιπολοῦντα Θεόν᾽. Κανείς καί τίποτε δέν ὑπέρκειται αὐτοῦ, πέραν τοῦ
ἴδιου τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ σώματός Του. Ὁ χριστιανός ζεῖ μέσα στήν ἀτμόσφαιρα τῆς
ἐλευθερίας τῆς χάρης τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖ τό σῶμα του νά τό
δεσμεύσουν καί ἴσως νά τό σκοτώσουν, ἀλλά τό πνεῦμα του παραμένει πάντοτε ἐλεύθερο.
῾Μή φοβηθῆτε ἀπό τῶν ἀποκτεννόντων τό σῶμα,
τήν δέ ψυχήν μή δυναμένων τι ποιῆσαι᾽, κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου. ῞Οπως θά
τό διατυπώσει καί ἀλλοῦ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, πού δίνει τήν ὀρθή ἱεράρχηση στή
ζωή τοῦ πιστοῦ: ῾Τά πάντα ὑμῶν ἐστι, ὑμεῖς
δέ Χριστοῦ, Χριστός δέ Θεοῦ᾽. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ὁ χριστιανός εἶναι μέν
κομμάτι αὐτοῦ τοῦ κόσμου, προσδιοριζόμενος ἀπό αὐτόν σ᾽ ἕναν βαθμό, ὑποτάσσεται
βεβαίως στήν κοσμική ἐξουσία, πού ὡς θεσμός εἶναι μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, δέν
καθορίζεται ὅμως ἀπό τόν κόσμο καί τήν ἐξουσία ὡς πρός αὐτό πού συνιστᾶ τόν
βαθύτερο ἑαυτό του. Ὁ χριστιανός ζεῖ ὅπως καί ὁ Χριστός, γιατί ἀκριβῶς σ᾽ αὐτό
κλήθηκε.
4. ῎Αν ὅμως ἡ ἑνότητα μέ
τόν Χριστό ἐν ᾽Εκκλησία ἀποτελεῖ τήν πραγματικότητα καί τήν προοπτική τοῦ κάθε
πιστοῦ, αὐτό δέν ὑπάρχει χωρίς προϋποθέσεις. Οἱ ὑποσχέσεις καί οἱ δωρεές τοῦ
Θεοῦ στόν ἄνθρωπο ἀπαιτοῦν καί τή δική του συγκατάθεση καί συνέργεια. Χωρίς αὐτήν
τήν συνέργεια οἱ δωρεές τοῦ Θεοῦ παραμένουν ἀνενέργητες, κι αὐτό σημειώνει ἐπίσης
ὁ ἀπόστολος Παῦλος στό κείμενό του. ῾Μπροστά στίς ὑποσχέσεις πού μᾶς ἔδωσε ὁ
Θεός, ἄς καθαρίσουμε τόν ἑαυτό μας ἀπό κάθε τι πού μολύνει τό σῶμα καί τήν ψυχή᾽.
Προκειμένου δηλαδή νά ἐνεργοποιεῖται ἡ ἑνότητα τοῦ χριστιανοῦ μέ τόν Χριστό, ἀπαιτεῖται
ὁ χριστιανός νά ἀγωνίζεται γιά τήν κάθαρση τοῦ ἑαυτοῦ του, καί τῆς ψυχῆς καί τοῦ
σώματός του. Διότι ἡ ζωή στόν κόσμο τοῦτο, παρ᾽ ὅλη τή δύναμη πού πῆρε ὁ πιστός
ἀπό τό βάπτισμα ὥστε νά μή ἁμαρτάνει, κατά τόν λόγο τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννου τοῦ
Θεολόγου (῾πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ
ἁμαρτίαν οὐ ποιεῖ, ὅτι σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ μένει᾽(Α´ ᾽Ιωάν. 3, 9) εἶναι
γεμάτη παγίδες πού καθιστοῦν εὐάλωτο τόν χριστιανό, ἄν λίγο χαλαρώσει τήν ἔνταση
τοῦ πνευματικοῦ του ἀγώνα. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ναί μέν τό βάπτισμα, ὡς ἐνσωμάτωση
στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μᾶς δίνει τή δύναμη τῆς ἀναμαρτησίας, ὅμως δέν μᾶς παγιώνει
καί σ᾽ αὐτήν. Ἡ τρεπτότητα τῆς ἐλεύθερης βούλησής μας στό καλό ἤ στό κακό ἐξακολουθεῖ
καί ὑφίσταται – στόν βαπτισμένο δέν ὑπάρχει ἀναγκαστική ροπή πρός τήν ἁμαρτία -
πού σημαίνει ὅτι ἄν κανείς ξεχαστεῖ, ἐμπλεκόμενος στίς μέριμνες τοῦ κόσμου τούτου,
ὁπωσδήποτε θά ἁμαρτήσει, συνεπῶς θά χάσει τή χάρη τῆς ἑνότητάς του μέ τόν
Κύριο. Κι ἐπειδή ὑπάρχουν ἁμαρτίες πού ἀνάγονται στό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου καί ἁμαρτίες
πού ἀνάγονται στό σῶμα του, ὅ,τι χαρακτηρίζουν οἱ ἅγιοι ψυχικά καί σωματικά
πάθη, γι᾽ αὐτό καί ἡ λησμοσύνη τοῦ Θεοῦ θά φέρει τόν μολυσμό καί στό πνεῦμα καί
στό σῶμα. Γιά παράδειγμα: ἡ κενοδοξία καί ἡ ὑπερηφάνεια συνιστοῦν μολυσμό τοῦ
πνεύματος, ἡ γαστριμαργία καί ἡ πορνεία καί ἡ μοιχεία συνιστοῦν μολυσμό τοῦ
σώματος. ᾽Εννοεῖται βεβαίως ὅτι λόγω τῆς ἑνότητας τοῦ ἀνθρώπου ὡς ψυχοσωματικῆς
ὀντότητας ἡ κάθε ἁμαρτία μολύνει καί τά δύο στοιχεῖα του ταυτόχρονα: ὁ μολυσμός
τῆς ψυχῆς ἀντανακλᾶ καί στό σῶμα – ἡ
γαστριμαργία γιά παράδειγμα σημαίνει ὅτι πρωτίστως τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου ἁλώθηκε
ἀπό τά σαρκικά πάθη - ὁ τόνος ὅμως εἴτε στήν ψυχή εἴτε στό σῶμα πέφτει ἀνάλογα
μέ τό εἶδος τῆς ἁμαρτίας. Γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς καί ἡ ᾽Εκκλησία μας ἐπιμένει πάντοτε
στήν ἄσκηση τοῦ πιστοῦ καί πνευματικά καί σωματικά. Βεβαίως δηλαδή θά κάνει ὁ
πιστός ἄσκηση γιά ταπείνωση, προκειμένου νά κρατήσει καθαρή τήν ψυχή του ἀπό
τήν ὑπερηφάνεια, ἀλλά χωρίς τήν παράλληλη ἄσκηση στή νηστεία καί τήν ἐγκράτεια,
γιά τήν ὑπέρβαση τῶν σωματικῶν παθῶν, δέν πρόκειται τελικῶς νά καταφέρει
τίποτε.
5. ῾Ο ἀπόστολος ὅμως ἐπιμένει
στήν ἄσκηση γιά τή διακράτηση τῆς καθαρότητας τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν μολυσμό τῶν
ψυχικῶν καί τῶν σωματικῶν παθῶν. ῾῎Ας ζήσουμε ἁγία ζωή – λέει – μέ φόβο Θεοῦ᾽.
Μέ ἄλλα λόγια τότε κανείς μπορεῖ νά κρατήσει τήν καθαρότητα τοῦ ἁγίου
βαπτίσματος, νά κρατήσει δηλαδή τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐνεργοῦσα στήν
καρδιά του, ὅταν ἀγωνίζεται νά ἐπιτελεῖ τήν ἁγιωσύνη: νά ζεῖ ἁγία ζωή ἐν φόβω
Θεοῦ. Κι αὐτό σημαίνει: ὁ πνευματικός ἀγώνας δέν ἔχει χαρακτήρα ἀρνητικό – νά
μήν κάνω ἁπλῶς κάτι ἁμαρτωλό - ἀλλά χαρακτήρα θετικό. Τότε δηλαδή δέν ἁμαρτάνω καί
δέν μολύνομαι ἀπό τά ψυχικά καί τά σωματικά πάθη, ὅταν εἶμαι προσανατολισμένος
στήν ἁγία ζωή πού φέρνει ἡ ὑπακοή στίς ἐντολές τοῦ Κυρίου. Στόν βαθμό πού μέ τή
χάρη τοῦ Θεοῦ ὡς μέλος τῆς ᾽Εκκλησίας τηρῶ τίς ἐντολές ᾽Εκείνου, φανερώνοντας ἔτσι
ὅτι Τοῦ ἀνήκω καί Τόν ἀγαπῶ - ῾ἐάν ἀγαπᾶτε
με τάς ἐντολάς τάς ἐμάς τηρήσατε᾽, εἶπε – στόν βαθμό αὐτό εἶμαι ἑνωμένος
μαζί Του καί νιώθω τή ζωντανή παρουσία Του στήν ὕπαρξή μου. Δέν πυροβολῶ τό
σκοτάδι γιά νά φύγει, ἀλλά ἀνάβω τό φῶς, ὅπως σημείωνε τόσο ὄμορφα ὁ ἁγιασμένος
Γέροντας Πορφύριος, θέλοντας ἀκριβῶς νά τονίσει μέ τόν ἁπλό αὐτόν τρόπο τόν
θετικό χαρακτήρα, ὅπως εἴπαμε, τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
γ. Τό πρόβλημα ἡμῶν τῶν χριστιανῶν, ἀπό ὅ,τι
φαίνεται, εἶναι ὅτι δέν πιστεύουμε τό τί ὁ Θεός μᾶς ἔχει δώσει καί τί ἀκόμη μᾶς
ἔχει ἑτοιμάσει. Τίς ὑποσχέσεις Του τίς ἀντιμετωπίζουμε ὡς κάτι θεωρητικό καί ῾παραμυθένιο᾽.
Γι᾽ αὐτό καί μένουμε στή μιζέρια τῶν παθῶν καί τῶν ἀδυναμιῶν μας. Κάνουμε τό
λάθος – καρπό τῆς ὀλιγοπιστίας κι ἴσως τῆς ἀπιστίας μας – νά βλέπουμε τή δική μας μικρότητα κι ὄχι
τή μεγαλωσύνη τοῦ δωρεοδότου. ᾽Αλλά ὁ Χριστός μᾶς δίνει ἄλλη ὅραση. Μᾶς
προσανατολίζει στήν ἀγάπη Του πού τήν ἐξέφρασε
ἔμπρακτα κυρίως μέ τόν Σταυρό Του καί τή συνεχίζει ἀδιάκοπα στήν ᾽Εκκλησία Του,
κατεξοχήν μέσα ἀπό τό μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας, ὅπου συνεχίζει νά μελίζεται καί
νά προσφέρεται στόν κάθε ἐν μετανοία προσερχόμενο πιστό. Τοῦ Θεοῦ τήν ἀγάπη μᾶς
ὑπενθυμίζει σήμερα καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, τίς ἄπειρες δωρεές Του στά πλάσματά
Του καί τίς χωρίς ὅριο ὑποσχέσεις Του: νά γίνουμε κι ἐμεῖς ἕνα μ᾽ Εκεῖνον. Εἶναι ἤδη δοσμένα ἀγαθά, ἀρκεῖ νά θελήσουμε νά
τά πάρουμε καί νά τά κρατήσουμε. Αὐτή εἶναι καί ἡ ἔννοια τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα
γιά κάθαρσή μας στήν ᾽Εκκλησία.