«Οι άγιοι αυτοί ήταν Πέρσες και από τους μεγάλους αξιωματούχους κοντά στον βασιλέα των Περσών Σαβώριο. Ο Ακίνδυνος λοιπόν, ο Πηγάσιος και ο Ανεμπόδιστος, από μεγάλη αγάπη προς την αληθινή πίστη ομολογούσαν τον Χριστό, και γι’ αυτόν το λόγο συνελήφθησαν. Τους κρέμασαν και τους κτύπησαν, ενώ στη συνέχεια τους κατέκαψαν τα πλευρά με φωτιά. Επειδή ο βασιλιάς άρχισε να βλασφημεί τον Χριστό, οι άγιοι τον κατεδίκασαν σε αφωνία, από την οποία έπειτα τον έλυσαν. Κατόπιν τους άπλωσαν σε πυρακτωμένα σιδερένια κρεβάτια, αλλά έπεσε καταρρακτώδης βροχή που έσβησε τη φωτιά, ενώ με την προσευχή τους έριξαν το άγαλμα του Δία. Αποτέλεσμα τούτου ήταν να τους βάλουν σε λέβητες γεμάτους από μόλυβδο που κόχλαζε, μένοντας όμως ανέπαφοι. Μπροστά στο θαύμα αυτό ο Αφθόνιος πιστεύει στον Χριστό, γι’ αυτό και αμέσως του έκοψαν το κεφάλι. Τους έβαλαν στη συνέχεια σε βοδινούς θύλακες,κι ενώ τους έριξαν στη θάλασσα, σώθηκαν, γι’ αυτό και πίστεψε στον Χριστό και ο Ελπιδηφόρος, που ήταν ο πρώτος της Συγκλήτου, μαζί με επτά χιλιάδες ακόμη άλλους. Όλων αυτών έκοψαν αμέσως τα κεφάλια. Τα μαρτύρια των αγίων Ακινδύνου, Πηγασίου και Ανεμποδίστου συνεχίστηκαν: τους πέταξαν σε βόθρο γεμάτο από θηρία, κι αφού κι από αυτό έμειναν αβλαβείς, πίστεψε και η μητέρα του βασιλιά. Το τέλος της αθλήσεώς τους ήρθε όταν τους έβαλαν μέσα σε κάμινο πυρός».
Δημιουργείται μία απορία, κάθε φορά που βρισκόμαστε μπροστά σε μεγάλα και φοβερά μαρτύρια αγίων: πώς με τη χάρη του Θεού τα αντέχουν, τα υπερβαίνουν παραμένοντας αβλαβείς και ανέπαφοι, αλλά στο τέλος υποκύπτουν και φεύγουν από τη ζωή αυτή «ηττημένοι»; Από το συναξάρι για παράδειγμα των αγίων σήμερα φαίνεται ότι αυτοί, ενώ παρουσιάζονται ως οι αδύναμοι, είναι τελικώς οι ισχυροί: τα μαρτύρια δεν τους «αγγίζουν» δραστικά, οι ίδιοι προκαλούν και λύνουν την αφωνία στον βασιλιά, ρίχνουν με την προσευχή το άγαλμα του Δία. Πώς λοιπόν οι «υπερφυσικά δυνατοί» στο τέλος «χάνουν»; Η απάντηση μάλλον δεν πρέπει να μας προβληματίσει ιδιαίτερα: Πρώτον∙ η χαρισματική υπέρβαση των μαρτυρίων φανέρωνε μέσω των αγίων την παντοδυναμία του Χριστού, η οποία λειτουργούσε ως πρόκληση για να αποκτήσουν πίστη σ’ Εκείνον οι καλοπροαίρετοι ειδωλολάτρες. Και φάνηκε: όχι μόνον ο Αφθόνιος και ο Ελπιδηφόρος, αλλά και η ίδια η μάνα του βασιλιά, όπως και χιλιάδες άλλοι, μεταστράφηκαν στην αληθινή πίστη. Με άλλα λόγια το μαρτύριο των αγίων λειτούργησε εκεί – και λειτουργεί πάντοτε σε όλους τους αιώνες – ως το δραστικότερο κήρυγμα, ως η σπουδαιότερη ιεραποστολή. Δεύτερον∙ παρ’ όλη την διά των αγίων φανερούμενη παντοδυναμία του Χριστού οι ίδιοι ηττώνται: φεύγουν από τη ζωή αυτή με τραγικό τρόπο. Αλλά με τον τρόπο αυτό μετέχουν του Πάθους του Κυρίου, επιβεβαιώνουν ότι «διά πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την Βασιλείαν του Θεού», εφαρμόζεται σ’ αυτούς το «διήλθομεν διά πυρός και ύδατος και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν». Το μαρτύριο, όπως γνωρίζουμε, είναι ο μονόδρομος που εκβάλλει στη Βασιλεία του Θεού.
Αυτό σημαίνει ότι μέσα από το πάθος οι άγιοι δοξάζονται, καθώς γίνονται μέτοχοι της Αναστάσεως του Χριστού. Το μαρτύριο, ορθά βιούμενο, εκβάλλει πάντοτε στην Ανάσταση. Και το σημειώνει ο άγιος υμνογράφος: οι άγιοι απολαμβάνουν τώρα την τρυφή, εμφορούνται από το φως του Θεού, κλήρος τους έγινε η αιώνια ζωή. «Οι τρυφής απολαύοντες και φωτός εμφορούμενοι και ζωήν αιώνιον κληρωσάμενοι». Σπεύδει όμως ο υμνογράφος να διευκρινίσει αυτό που υφίσταται σε όλους τους αγίους: η μετά τον μαρτυρικό θάνατο των αγίων απολαβή στον Παράδεισο δεν σημαίνει διαγραφή του ενδιαφέροντός τους για την εδώ ζωή, με την έννοια της απάθειάς τους ως προς τους χειμαζόμενους εν Χριστώ αδελφούς τους στον κόσμο τούτο. Απολαβή στον Παράδεισο σημαίνει «πρόσωπον προς πρόσωπον» σχέση με τον Χριστό, πληρότητα ένταξης στη ζωή Εκείνου, συνεπώς και αύξηση της αγάπης τους προς τους συνανθρώπους τους. Δηλαδή, οι άγιοι ναι μεν βρίσκονται «ασφαλείς» στον Παράδεισο, αλλά το μυαλό τους και η καρδιά τους είναι εν αγάπη και σε εμάς, γι’ αυτό και προσεύχονται με τη δύναμη πια που έχουν στον Κύριο να μας σώζει από τους κινδύνους και όλες τις κακώσεις. «Κινδύνων λυτρώσασθε και δεσμών και φυλακής και παντοίας κακώσεως, τη θεόφρονι προς Θεόν παρρησία κεχρημένοι, και συμπάθειαν δεικνύντες, την αληθώς χριστομίμητον».
Τα δεδομένα υφίστανται και τα ζούμε: και στον κόσμο τούτο ζούμε με θλίψεις και δοκιμασίες, αλλά και στον ουρανό έχουμε, πέραν βεβαίως του ίδιου του Θεού μας, εκείνους που ενδιαφέρονται για εμάς και δεν μας εγκαταλείπουν ποτέ: τα εν Χριστώ σωσμένα αδέλφια μας. Τι καλά θα ήταν να συνειδητοποιούσαμε την αλήθεια αυτή και να προσπαθούσαμε καθημερινά να δημιουργούμε φιλικές σχέσεις με εκείνους που όντως μας αγαπάνε και που μέσα στην πανταχού παρουσία του Χριστού ευρισκόμενοι μας παρακολουθούν με συμπάθεια «χριστομίμητον», έτοιμοι να επέμβουν θεραπευτικά στη ζωή μας! Είναι σαν να έχουμε έτσι στα χέρια μας ένα ισχυρότατο όπλο, σαν την αξίνα που έχει ο ξυλοκόπος για να κόβει τα ξύλα. Αυτό μας διδάσκει και ο υμνογράφος για «την πενταφεγγή των Αθλητών λαμπάδα», τους σημερινούς αγίους: «Η πενταφεγγής των Αθλητών λαμπάς, ως εν δρυμώ ξύλων αξίνη, δαυτικώς εξέκοψε την πλάνην του εχθρού». (Η πενταφεγγής λαμπάδα των αθλητών, σαν αξίνα σε δάσος δέντρων, με δαυιτικό τρόπο έκοψε εντελώς την πλάνη του εχθρού).