Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

ΟΙ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΗΜΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ, ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ


«Η αιτία της σημερινής εορτής είναι αυτή: Επί της βασιλείας του Αλεξίου Κομνηνού, ο οποίος πήρε τα σκήπτρα της βασιλείας μετά τον Βοτανειάτη, υπήρξε διαφωνία στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ των λογίων και εναρέτων ανδρών:  Άλλοι εκθείαζαν τον μέγα Βασίλειο, λέγοντας ότι είναι μεγαλοπρεπής στον λόγο, αφού ερεύνησε με αυτόν  τη φύση των όντων και συναγωνιζόταν ως προς τις αρετές σχεδόν και τους αγγέλους, κι επίσης ότι δεν συγχωρούσε τις αμαρτίες των ανθρώπων με πρόχειρο τρόπο, κι ήταν σπουδαίος στο ήθος του, χωρίς να έχει κάτι το γήινο, από την άλλη δε υποβίβαζαν τον θείο Χρυσόστομο, διότι τάχα ήταν αντίθετος προς τον Βασίλειο λόγω της προχειρότητάς του να συγχωρεί εύκολα και να γίνεται ευχάριστος στους ανθρώπους. Άλλοι πάλι υπερύψωναν τον θεϊκό Χρυσόστομο και έλεγαν ότι προηγείται του Μεγάλου Βασιλείου και του Γρηγορίου του Θεολόγου, διότι στεκόταν πιο κοντά στον άνθρωπο με τις διδασκαλίες του, καθοδηγώντας και προσκαλώντας όλους με την πιο απλή γλώσσα του στη μετάνοια, όπως και με το πλήθος των γλυκών σαν μέλι λόγων του και την ερμηνευτική του δεινότητα. Άλλοι τέλος έπαιρναν το μέρος του Θεολόγου Γρηγορίου, λόγω της κομψότητας και της φροντισμένης φράσης του, της διεισδυτικότητας των λόγων του και της ζωντάνιας των λέξεων, ο οποίος υπερέβαινε όλους τους φημισμένους για την ελληνική παιδεία τους, αλλά και τους δικούς μας της Εκκλησίας, και έδιναν σ’ αυτόν την ψήφο της νίκης και βεβαίως τον έθεταν υπεράνω των άλλων. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να διαιρεθούν τα πλήθη και άλλοι να ονομάζονται Ιωαννίτες, άλλοι Βασιλείτες και οι υπόλοιποι Γρηγορίτες.
Επειδή λοιπόν διαφωνούσαν έντονα και ήταν χωρισμένοι οι λόγιοι, λίγα χρόνια αργότερα φανερώνονται σε όραμα οι μέγιστοι αυτοί Πατέρες, ο καθένας χωριστά κι έπειτα όλοι μαζί, όχι σε όνειρο αλλά όταν ήταν ξύπνιος,  στον Επίσκοπο Ιωάννη τον μεγάλο, τον δάσκαλο των ιερών γραμμάτων της πόλεως των Ευχαΐτων, άνδρα λόγιο μεν κατά τα άλλα, με παιδεία ελληνική όχι ευκαταφρόνητη (όπως δείχνουν τα κείμενά του), ενάρετο δε σε μέγιστο βαθμό. Και με μια γλώσσα λένε προς αυτόν: Εμείς είμαστε ένα, όπως βλέπεις, ενώπιον του Θεού, και δεν υπάρχει τίποτε ενάντιο και εχθρικό μεταξύ μας, αλλά ο καθένας μας στον δικό του καιρό, με φωτισμό του θείου Πνεύματος, συγγράψαμε τις διδασκαλίες που οδηγούν στη σωτηρία των ανθρώπων, και τους δώσαμε όσα είχαμε μυηθεί από τον Θεό. Πρώτος μεταξύ μας δεν υπάρχει, γι’ αυτό βεβαίως και ούτε δεύτερος. Αλλά αν θα πεις για τον ένα, είναι σαν να λες και για τους άλλους. Γι’ αυτό σήκω και διάταξε αυτούς που μαλώνουν να μη χωρίζονται εξ αιτίας μας. Διότι η έγνοια και η φροντίδα μας, και όσο ζούσαμε και τώρα στη μετάστασή μας στους ουρανούς, ήταν και είναι  να ειρηνεύουν οι πάντες και να είναι μονοιασμένοι μεταξύ τους. Κι ακόμη: σε μία ημέρα βάλε τη μνήμη μας και, όπως εσύ ξέρεις, φτιάξε τα σχετικά με την εορτή μας και κάνε το τούτο παράδοση για τους μεταγενεστέρους, διότι εμείς είμαστε ένα στον Θεό. Οπωσδήποτε δε και εμείς θα βοηθήσουμε στη σωτηρία αυτών  που θα εκτελούν τη μνήμη μας, αφού νομίζουμε ότι έχουμε κάποια δύναμη μπροστά στον Θεό. Αυτά είπαν και φάνηκαν πάλι να ανεβαίνουν προς τον ουρανό, μέσα σε άπειρο φως λάμψης, προσφωνώντας ο ένας τον άλλον με τα ονόματά τους.
Ο δε θεϊκός εκείνος άνδρας σηκώθηκε, ο Ιωάννης Ευχαΐτων δηλαδή, και έκανε όπως τον προέτρεψαν οι άγιοι: και το πλήθος και τους διαφωνούντες ησύχασε (διότι ο άνδρας θεωρείτο φημισμένος για την αρετή του), και την εορτή αυτή παρέδωσε στην Εκκλησία, ώστε να την εορτάζουν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Και πρόσεξε το φρόνημα του άνδρα: Επειδή βρήκε τον μήνα Ιανουάριο να έχει και τους τρεις αυτούς, δηλαδή κατά την πρώτη του μηνός, τον μέγα Βασίλειο, κατά την εικοστή Πέμπτη, τον θείο Γρηγόριο, και κατά την εικοστή έβδομη, τον θείο Χρυσόστομο, τους μάζεψε πάλι κατά την τριακοστή, στέφοντάς τους με κανόνες και τροπάρια και εγκώμια, όπως τους αρμόζει. Κι όλα αυτά -  που έγιναν, όπως νομίζω, και με τη σύμφωνη γνώμη τους - δεν υπολείπονται διόλου από τίποτε που  είναι άξιο επαίνου, ώστε να ξεπερνούν και όλα όσα από εκείνον και έγιναν και θα γίνουν».

Ο άγιος Ιωάννης ο Ευχαϊτων είναι όχι μόνον αυτός που δέχτηκε την κατά χάρη Θεού εμφάνιση των αγίων τριών Ιεραρχών, ώστε να επιλυθεί η διαφωνία των λογίων της Κωνσταντινουπόλεως περί του ποιος είναι ο μεγαλύτερος από τους τρεις, αλλά και αυτός που εμπνεύστηκε να γράψει «κανόνες και τροπάρια και εγκώμια» κατά το συναξάρι. Και πράγματι, η σημερινή υμνολογία αποτελεί εν πρώτοις έναν εγκωμιασμό από τον άγιο Ευχαΐτων του πνευματικού ύψους και των τριών Ιεραρχών, οι οποίοι υπήρξαν μεταξύ άλλων «άλλοι άγγελοι μετά σαρκός», «κατά μέθεξιν θεοί, διότι είχαν μέσα τους ζωντανό και λαλούντα τον από τη φύση Του μόνο αληθινό Θεό»,   «οι των ηθών διορθωταί και των ψυχών οικονόμοι, οι σωτήρες οι κοινοί των απάντων, οι και πράξεων ημίν και λόγων τύπους δείξαντες, οι παιδευταί του βίου» (οι διορθωτές των ηθών και οι φροντιστές των ψυχών, οι κοινοί σωτήρες όλων, αυτοί που έδειξαν σε εμάς τα παραδείγματα των πράξεων και των λόγων, οι εκπαιδευτές του βίου μας), όπως και «οι μεγάλοι φωστήρες, οι αρραγείς πύργοι της Εκκλησίας», «οι λαβόντες σοφίαν παρά Θεού, ως άλλοι τρεις απόστολοι του Χριστού». Δεν υπάρχει εγκώμιο που δεν χρησιμοποιεί ο άγιος υμνογράφος, για να αποδώσει πρώτον, αυτό που οραματικά και θεοπτικά έζησε: την παρουσία των αγίων στη ζωή του, δεύτερον, την τεράστια θεολογική συμβολή τους στη ζωή της Εκκλησίας.

Κι ως προς το πρώτο. Η υπέρ φύσιν εμπειρία του να δει οραματικά τους αγίους προβάλλεται δεόντως από τον άγιο. Προκειμένου μάλιστα να προβάλει την ισότητά τους, όπως ήταν και ο κύριος σκοπός του οράματος, χρησιμοποιεί φράσεις που αναφέρονται στη συζυγία του άνδρα με τη γυναίκα. «Ους ο Θεός συνέζευξε, άνθρωπος μη χωριζέτω», λέει ο λόγος του Θεού, «ους ο Θεός συνήνωσεν εις ομότιμον ένωσιν, εγκωμιαστής μη χωριζέτω άνθρωπος» (αυτούς που ο Θεός συνένωσε σε ομότιμη ένωση, άνθρωπος εγκωμιαστής ας μη τους χωρίζει), λέει ο υμνογράφος. Για να συνεχίσει: «θεωρώντας τους ίσους στα χαρίσματά τους, ας τους καθιστά με τους ύμνους του άξιους και ίσων ύμνων» («αλλ’ ίσους ηγούμενος, εν τοις αυτοίς χαρίσμασιν, ίσων και των ύμνων, μελωδών αξιούτω»).   Μπορεί να φαίνεται υπερβολική η σύγκριση, αλλά ο υμνογράφος στηρίζεται στην προσωπική του εμπειρία και κάνει υπακοή: εξαγγέλλει ό,τι οι άγιοι, συνεπώς και ο Κύριος, του είπαν. Και προχωρεί και σε άλλη εικόνα για να αποδώσει και πάλι την ίδια αλήθεια: «Από τον Ουρανό δύο μεγάλα λυχνάρια φωτίζουν όλον τον κόσμο με διαδοχή του ενός προς το άλλο: ο ήλιος και η σελήνη. Από τη γη με πολύ φανερό τρόπο φωτίζουν όλη την οικουμένη τρεις ίδιοι υπερμεγέθεις ήλιοι, που λάμπουν μαζί: ο Βασίλειος, ο Γρηγόριος, ο Ιωάννης Χρυσόστομος» («Εξ ουρανού μεν μέγιστοι δύω λύχνοι φωτίζουσιν εκ διαδοχής αλλήλων την υφήλιον εκ γης δε φανότερον την σύμπασαν αυγάζουσι τρεις κατά τ’ αυτό υπερμεγέθεις  φωστήρες, συλλάμποντες αλλήλοις»).

Και ως προς το δεύτερο: η τεράστια θεολογική συμβολή τους στην Εκκλησία. Ο υμνογράφος βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για τον αγώνα των αγίων υπέρ της αληθούς πίστεως: τη διακράτηση της αλήθειας για την αγία Τριάδα. Και οι τρεις αγωνίστηκαν να φανερώσουν ανόθευτη την αποκάλυψη του Χριστού και το κήρυγμα των Αποστόλων περί του Θεού. Για παράδειγμα: «Διδαχθήκαμε να θεολογούμε την Μοναδική Τριάδα και παραλάβαμε να υμνούμε την Τριαδική Μονάδα. Μάθαμε να προσκυνούμε από τους Πατέρες μία τρισυπόστατη Φύση» («Τριάδα Μοναδικήν θεολογείν εδιδάχθημεν Μονάδα Τριαδικήν υμνείν παρελάβομεν προσκυνείν εμάθομεν, παρά των Πατέρων, μίαν Φύσιν τρισυπόστατον»). «Ο Υιός και Λόγος του Θεού ήταν από την αρχή συνάναρχος με τον Πατέρα. Συνυπήρχε το άγιον Πνεύμα με τον Λόγο του Θεού, αλλά προερχόμενο από τον Γεννήτορα Πατέρα. Απλή, ομοούσια, συμφυής Θεότητα, όπως κηρύσσουν οι θείοι Κήρυκες, οι τρεις Ιεράρχες» («Ο Λόγος ην εν αρχή, προς τον Πατέρα συνάναρχος τω Λόγω Πνεύμα συνήν, αλλ’  εκ του Γεννήτορος απλή ομοούσιος, συμφυής Θεότης, ως οι θείοί φασι Κήρυκες»).  

Ο άγιος υμνογράφος όμως εν προκειμένω προβαίνει σε μία σημαντική επισήμανση: Βεβαίως οι άγιοι Πατέρες αυτοί εξήγγελλαν  ό,τι ο Κύριος απεκάλυψε και οι Απόστολοι κήρυσσαν, αλλά με τη σοφία που τους δόθηκε από τον Θεό και τη βοήθεια βεβαίως των ανθρωπίνων γνώσεών τους, αυτό που οι απόστολοι κήρυσσαν με απλό τρόπο, εκείνοι το στερέωσαν και το περιχαράκωσαν, ώστε να είναι απρόσβλητο από τις φιλοσοφικές ενστάσεις της εποχή τους. Με άλλα λόγια την αλήθεια που αποκαλύφθηκε εν Χριστώ, οι άγιοι Πατέρες προσπάθησαν να  την διατυπώσουν με τέτοιον ισχυρό ανθρώπινο λόγο, ώστε να μην μπορούν οι διάφοροι αιρετικοί να την αλλοιώσουν με τα φληναφήματά τους – κάτι που έγινε δεκτό από την Εκκλησία μας, διά του στόματός της, της Οικουμενικής Συνόδου, και της συνειδήσεως της Εκκλησίας, του φρονήματος των πιστών.  Κι είναι αυτοί συνεπώς που προέβησαν στη σύνθεση αυτού που λέμε «ελληνορθοδοξία». Ελληνορθοδοξία δηλαδή είναι η αποκαλυμμένη από τον Χριστό πίστη, δοσμένη όμως με κατηγορίες ελληνικές και με όρους φιλοσοφικούς. Περιεχόμενο ο χριστιανισμός, ένδυμα ο ελληνισμός. Κι αυτό το έκαναν, διότι αυτή τότε ήταν η πρόκληση της εποχής: να δοθεί η πίστη μέσω του ελληνισμού. Δεν ήταν σκοπός τους η διάσωση του ελληνισμού. Αυτό που τους ενδιέφερε ήταν η προβολή της αληθινής πίστεως, της ίδιας της αλήθειας, δηλαδή ο Χριστός. Στην εποχή τους όμως το ένδυμα για να διατυπωθεί αυτή η αλήθεια ήταν ο ελληνισμός. Κι από την άποψη αυτή ο ελληνισμός αναβαπτίστηκε και εσαεί παραμένει λαμπρισμένος, λόγω ακριβώς της σύνδεσής του με τη χριστιανική πίστη. Σ’ ένα από τα καθίσματα του όρθρου λοιπόν λέει ο υμνογράφος: «Λάβατε τη σοφία από τον Θεό, σαν άλλοι τρεις Απόστολοι του Χριστού, και με τον λόγο της γνώσεως στερεώνετε τα δόγματα με τη δύναμη του αγίου Πνεύματος, τα οποία προηγουμένως με απλά λόγια αλλά και με γνώση έδωσαν οι αλιείς απόστολοι του Χριστού. Διότι έπρεπε και με αυτόν τον τρόπο ο απλός σεβασμός μας να γίνει στέρεος και να αποκτήσει σύσταση, μέσα από σας, πανσεβάσμιοι Πατέρες» («Την σοφίαν λαβόντες παρά Θεού, ως Απόστολοι άλλοι τρεις του Χριστού, τω λόγω της γνώσεως συνιστάτε τα δόγματα, α το πριν εν λόγοις απλοίς κατεβάλλοντο Αλιείς εν γνώσει, δυνάμει του Πνεύματος έδει γαρ και ούτω, το απλούν ημών σέβας, την σύστασιν κτήσασθαι, δι’ υμών, πανσεβάσμιοι»).

Με τα παραπάνω καταλαβαίνουμε και αυτό που διαρκώς τονίζει η Εκκλησία μας, όταν αναφέρεται στους τρεις Ιεράρχες ως προστάτες της παιδείας. Ότι δηλαδή η παιδεία γι’ αυτούς δεν εξαντλείτο στη κατά κόσμο μόρφωσή τους, την οποία αυτή πλούσια κατείχαν – ό,τι συνήθως θεωρείται από τους πολλούς παιδεία. Η κοσμική παιδεία, η ανθρώπινη σοφία μόνη της, η επιστήμη θα λέγαμε,  όπως ήδη είχαν επισημάνει και οι αρχαίοι Έλληνες «πανουργία και ου σοφία φαίνεται», δεν θεωρείται δηλαδή αληθινή σοφία αλλά πονηρία. Διότι η ανάπτυξη μόνο της λογικής, χωρίς παράλληλη καλλιέργεια της καρδιάς οδηγεί συνήθως σε καταστροφή. Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, όλες οι αναταραχές μέχρι σήμερα στην ανθρωπότητα αποτελούν την επιβεβαίωση και του λόγου το αληθές. Για την Εκκλησία μας, όπως φαίνεται από τους τρεις Ιεράρχες, η αληθινή παιδεία είναι αυτή που οδηγεί τον άνθρωπο σε τέτοια εσωτερική καλλιέργεια, ώστε να γίνει μία φανέρωση του Χριστού μέσα στον κόσμο. Το όραμα της χριστιανικής παιδείας, που πρόβαλλαν διαρκώς οι τρεις Ιεράρχες, ήταν το «μορφωθήναι Χριστόν εν ημίν». Να φθάσουμε οι άνθρωποι στον τύπο του αληθινού ανθρώπου που έδειξε ο Χριστός. Διότι Αυτός εκτός από Θεός είναι και ο αληθινός άνθρωπος. Οι άγιοι Ιεράρχες μας λοιπόν χρησιμοποίησαν την ανθρώπινη γνώση και τη σοφία τους, προκειμένου να συσταθεί, με την έννοια να στερεωθεί και να αρθρωθεί σε λόγο, η απλότητα του κηρύγματος των Αποστόλων. Ο άγιος Ιωάννης ο Ευχαΐτων, ο υμνογράφος των αγίων, μας το λέει και ως εξής: «Γίνατε νοήμονες άνθρωποι από την κοσμική και γήινη σοφία, ένδοξοι Πατέρες, αλλά αποκτήσατε κυβέρνηση από τη σοφία του Θεού, δηλαδή η θεϊκή σοφία σας καθοδηγούσε και σας κατεύθυνε. Γι’ αυτό και σαν θεραπαινίδα, σαν δούλη δηλαδή, υποτάξατε την κοσμική στη θεία με πάνσοφο τρόπο» («Νοήμονες εκ της κάτω σοφίας γενόμενοι, κυβέρνησιν, ένδοξοι, παρά της θείας εκτήσασθε όθεν ως θεράπαιναν ταύτην εκείνη πανσόφως υπετάξατε»). Βεβαίως αξίζει η επιστήμη και κάθε ανθρώπινη γνώση και σοφία. Αλλά για να βοηθά τον άνθρωπο στην αναγωγή του προς τον Θεό. Κάτι που δυστυχώς ήδη εδώ και αρκετά χρόνια έχει χαθεί από την ελληνική εκπαίδευση. Η εορτή έτσι των Τριών Ιεραρχών στην εποχή μας μένει μετέωρη. Η παιδεία που προβάλλουν οι άγιοι αποτελεί ένα διαρκώς ζητούμενο.

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΣΥΡΟΣ (28 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ)


«Ο όσιος Εφραίμ ήταν από την Ανατολή, Σύρος στην καταγωγή. Διδάχτηκε την ευσέβεια και την κατά Χριστόν πίστη από τους προγόνους του κι έζησε στους χρόνους του Θεοδοσίου του Μεγάλου. Ασπάστηκε από τα παιδικά του χρόνια τον μοναχικό βίο, και λέγεται ότι εκχύθηκε χάρη από τον Θεό πάνω του, διά της οποίας, αφού έγραψε πάρα πολλά κατανυκτικά συγγράμματα, καθοδήγησε πολλούς προς την αρετή κι έγινε παράδειγμα ασκητικής αρετής στις επόμενες γενιές. Τελείται δε η σύναξή του στο Μαρτύριο της αγίας Ακυλίνας, στον τόπο του Φιλόξενου, πλησίον του φόρου».

Ο όσιος Εφραίμ ο Σύρος είναι από τους γνωστότερους οσίους της Εκκλησίας μας, με την έννοια ότι τον γνωρίζουν και εκείνοι που δεν τον γνωρίζουν. Τι θέλουμε να πούμε; Μπορεί κανείς να μην έχει υπόψη του ότι η κατεξοχήν προσευχή της Μεγάλης Σαρακοστής, το «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου…», είναι δική του προσευχή, σίγουρα όμως την έχει ακούσει, την έχει και αυτός ψιθυρίσει, μπορεί να την έχει εντάξει και στις δικές του προσευχές. Κι αυτό σημαίνει ότι έχει προκληθεί και προκαλείται κάθε φορά με την προσευχή αυτή να ζήσει τη μετάνοια, ως αγώνα αποφυγής των κακών παθών: της αργίας, της περιεργείας, της φιλαρχίας, της αργολογίας, και αποκτήσεως των αρετών: της σωφροσύνης, της ταπεινοφροσύνης, της υπομονής και της αγάπης, διά των οποίων ζει κανείς την παρουσία του Θεού. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που ο υμνογράφος του άγιος Θεοφάνης αφενός τον προβάλλει ως κήρυκα της μετανοίας, αφετέρου ως «θείον κρατήρα της κατανύξεως». Όπως τονίζει το κοντάκιο και ο οίκος του κοντακίου μάλιστα «εν τοις λόγοις και έργοις σου ραθύμους εγείρεις προς μετάνοιαν» (με τα λόγια και με τα έργα σου ξυπνάς όλους για να μετανοήσουν).

Τα δάκρυα της κατανύξεως αποτελούσαν το κύριο στοιχείο της ζωής του οσίου, όπως και δάκρυα κατανύξεως προκαλούσαν και προκαλούν τα συγγράμματα που έγραψε. Κατά τον άγιο Θεοφάνη «αμέμπτως ήνυσας τον βίον δάκρυσι σεαυτόν αποπλύνας» (Πέρασες τη ζωή σου με άμεμπτο τρόπο, αφού ξέπλυνες τον εαυτό σου με τα δάκρυά σου).  Εκείνο που έκανε τον όσιο να ζει με δάκρυα και να έχει την κατάνυξη κυριολεκτικά σύνοικο της ζωής του ήταν η διαρκής μνήμη του θανάτου και της κρίσεως που τον ακολουθεί. Πράγματι, όποιος ενθυμείται τον θάνατό του με επίγνωση, όποιος έχει τη μνήμη ότι ακολουθεί η κρίση, εκείνος είναι που φτάνει σε μεγάλη ύψη αγιότητας, διότι έχει διαρκή αφορμή στο να μη αμαρτάνει. Όπως το λέει και η Γραφή: «Μιμνήσκου τα έσχατά σου και ου μη αμάρτης εις τον αιώνα» (Θυμήσου το τέλος της ζωής σου και δεν θα αμαρτήσεις ποτέ). Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας σ’ ένα πολύ μεγάλο ποσοστό επικεντρώνουν ακριβώς σ’ αυτή τη μνήμη που διακατείχε τον όσιο. «Την του Κριτού παρουσίαν ιστορησάμενος, τοις των δακρύων ρείθροις των ψυχών τας λαμπάδας ανάπτειν εκδιδάσκεις, πάσι βοών, του Νυμφίου την έλευσιν» (Εξιστόρησες την παρουσία του Κριτή και διδάσκεις έτσι να ανάβουμε τις λαμπάδες των ψυχών μας με τους ποταμούς των δακρύων μας, φωνάζοντας σε όλους την έλευση του Νυμφίου Χριστού). Κι αλλού, όπως στο Δοξαστικό του εσπερινού: «Προφητικώς καταβρέχων την στρωμνήν τοις δάκρυσι και μελέτην βίου ποιούμενος την μετάνοιαν, της κρίσεως τον φόβον έργοις ημίν και διά λόγων υπέδειξας» (Καταβρέχοντας το στρώμα σου, σαν τον προφήτη Δαβίδ, με τα δάκρυα και κάνοντας μελέτη της ζωής σου τη μετάνοια, μας υπέδειξες με τα έργα σου και με τα λόγια σου τον φόβο της κρίσεως). Κι επιμένει ο υμνογράφος ακόμη και στο κοντάκιο: «Την ώραν αεί προβλέπων της ετάσεως, εθρήνεις πικρώς, Εφραίμ, ως φιλήσυχος» (Έχοντας μπροστά σου πάντοτε την ώρα της κρίσεως, θρηνούσες πικρά, Εφραίμ, ως φίλος της ησυχίας).

Δεν πρέπει να οδηγηθεί όμως κανείς σε λανθασμένα συμπεράσματα ως προς την αιτία των δακρύων και της κατανύξεώς του. Ο όσιος δεν ζούσε σε μία φοβική, δηλαδή αρρωστημένη, ατμόσφαιρα. Ο φόβος της κρίσεως δεν λειτουργούσε γι’ αυτόν ως μία πνευματική τρομοκρατία, η οποία αλλοιώνει αρνητικά την ψυχή, αλλά και το σώμα του ανθρώπου. Ο φόβος αυτός ήταν καρπός της αγάπης του προς τον Κύριο, μη τυχόν δηλαδή εκπέσει από την αγκαλιά Του, μήπως χάσει τη χάρη Του. «Τρωθείς αγάπη του Παντοκράτορος, όλον σαυτού τον βίον θρηνωδών διετέλεσας, εκβοών μετ’ εκπλήξεως, όσιεάνες τα κύματά σου, Σώτερ, της χάριτος, ταύτην μοι πλουσίως συντηρών, εν τη μελλούση ζωή» (Πληγώθηκες από την αγάπη του Παντοκράτορος Κυρίου, γι’ αυτό και πέρασες όλη τη ζωή σου με θρήνους, όσιε, φωνάζοντας με έκπληξη: πάρε μου πίσω, Σωτήρα, τα κύματα της χάρης Σου, κρατώντας την για μένα πλούσια, κατά τη μέλλουσα ζωή). Ζητούσε ο όσιος να μη έχει τόσο μεγάλη χάρη στη ζωή αυτή, μη τυχόν συμβεί και μειωθεί αυτή κατά τη μέλλουσα ζωή. Το κύριο γνώρισμα της ζωής του δηλαδή ήταν ο βαθύς έρωτάς του προς τον Κύριο. Αυτός ο έρωτας τον έκανε να δακρυρροεί διαρκώς και να ζει πάντοτε με την προσμονή της συναντήσεώς του με τον Κύριο.

Και δεν πρέπει να αφήσουμε κατά μέρος εκείνο που έκανε τον όσιο να ζει με  καρδιακό πένθος και μετάνοια, προκειμένου να είναι στην αγάπη του Κυρίου: την εγκράτεια. Ο όσιος ζούσε με αδιάκοπη εγκράτεια – την προϋπόθεση της αγάπης προς τον Θεό και της κατανύξεως – κάτι που ο υμνογράφος επισημαίνει στον οίκο του κοντακίου και πάλι, με ένα συγκεκριμένο περιστατικό. «Ιχνηλατείν βουλόμενος, Πάτερ, του Προδρόμου ταις τρίβοις, εκ του κόσμου μόνος αυτός απάρας, εις έρημον κατώκησας. Βλέπων σε ουν ούτω βιούντα ο εχθρός τον δίκαιον, γύναιον πάνυ αναιδές κατά σου διεγείρει, οιόμενος διά του αρχαίου όπλου την σην ανδρείαν καταβαλείν, και την αγνείαν μολύνειν σου» (Θέλοντας να ακολουθείς  τα ίχνη του δρόμου του Ιωάννου του Προδρόμου, έφυγες εσύ μόνος σου από τον κόσμο και κατοίκησες στην έρημο. Βλέποντας λοιπόν ο εχθρός διάβολος εσένα τον δίκαιο να ζεις έτσι, ξεσήκωσε μία πολύ αναιδή γυναίκα του δρόμου, νομίζοντας ότι θα καταβάλει την ανδρεία σου με το αρχαίο όπλο, δηλαδή τη λαγνεία, και θα μολύνει την αγνότητά σου). Το περιστατικό δηλαδή είναι γνωστό: ο εχθρός διάβολος έβαλε στη σκέψη μίας πόρνης γυναίκας να παρασύρει τον όσιο. Πήγε λοιπόν και του έκανε ανήθικες προτάσεις. Κι εκείνος, μη πτοούμενος, μάλλον λυπούμενος βαθιά για την κατάντια της, την πήρε και την οδήγησε στο μέσο μίας πλατείας, κι εκεί την προέτρεψε να του πει τι ακριβώς θέλει να κάνει. Κι εκείνη εκφράζοντας την απορία της ότι αυτά δεν γίνονται στο μέσο του δρόμου, δέχτηκε τον λόγο του: Πώς λοιπόν να κάνω κάτι ενώπιον του Θεού, όταν εσύ ντρέπεσαι να το κάνεις μπροστά στους ανθρώπους;


Η ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΩΑΝΝΟΥ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ



«Αυτός ο μακάριος και θείος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, επειδή δεν καταφρονούσε το δίκαιο ανάλογα με τα πρόσωπα, αλλά έλεγχε και την ίδια τη βασίλισσα Ευδοξία για τις παρανομίες και τις αδικίες που γίνονταν από αυτήν, δύο φορές εξορίζεται και πάλι ανακαλείται. Για τρίτη και τελευταία φορά στέλνεται στην Κουκουσό της Αρμενίας. Από εκεί οδηγείται στην Αραβισσό, έπειτα στην Πιτυούντα, περιοχές όχι μόνον έρημες και με έλλειψη των αναγκαίων, αλλά που πολιορκούνταν πάντοτε και από τους γειτονεύοντες Ίσαυρους. Εκεί λοιπόν στην Πιτυούντα ο ένσαρκος άγγελος Ιωάννης καλείται από τον Δεσπότη όλων Χριστό μέσω του Πέτρου και του Ιωάννου, των ιερών αποστόλων, και μεταβαίνει προς τις αιώνιες σκηνές, ενώ το άγιο λείψανό του κατατίθεται στα Κόμανα του Πόντου μαζί με τους αγίους μάρτυρες Βασιλίσκο και Λουκιανό, όπως του το φανέρωσαν οι ίδιοι σε νυκτερινό όνειρο. Επειδή δε μετά από λίγο και ο βασιλιάς Αρκάδιος, όπως και η γυναίκα του Ευδοξία πέθαναν, έγινε δε βασιλιάς ο υιός τους Θεοδόσιος, ενώ και ο Πρόκλος ο μαθητής και υπηρέτης του αγίου Χρυσοστόμου με κοινή ψήφο έγινε Πατριάρχης, κατά το τέταρτο έτος της ιεραρχίας του πείθει ο μακάριος Πρόκλος τον βασιλιά Θεοδόσιο και στέλνει εκείνος στρατιώτες για την ανακομιδή του ιερού λειψάνου. Ο άγιος όμως δεν έδινε τον εαυτό του και έμενε ακίνητος, γι’ αυτό και ο βασιλιάς τον παρακαλεί με επιστολή, η οποία περιείχε τα εξής:

Επιστολή Βασιλέως Θεοδοσίου, Προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη, Διδάσκαλο και Πνευματικό Πατέρα, Ιωάννη τον Χρυσόστομο,

Θεοδόσιος βασιλεύς. «Επειδή νομίσαμε, τίμιε Πάτερ, ότι το σώμα σου είναι νεκρό, όπως συμβαίνει και με τους άλλους ανθρώπους, θελήσαμε με απλότητα να το μετακομίσουμε και να το φέρουμε προς εμάς. Γι’ αυτό δικαίως  και λαθέψαμε στον σκοπό μας. Αλλά συ όμως, τιμιώτατε Πάτερ, συγχώρησέ μας τώρα που καταλάβαμε το λάθος μας, συ που δίδαξες σε όλους τη μετάνοια. Και σαν σε παιδιά που αγαπούν τους πατέρες τους δώσε μας πίσω τον εαυτό σου και εύφρανε αυτούς που σε ποθούν με την παρουσία σου». Όταν πήγαν λοιπόν την επιστολή στον άγιο και την έθεσαν πάνω στη σορό του, αμέσως εκείνος άφησε να τον πάρουν, οπότε οι απεσταλμένοι σήκωσαν τη σορό χωρίς κόπο. Μόλις έφτασαν αντίπερα από την Πόλη, φθάνει μεν ο βασιλιάς και όλη η σύγκλητος και ο πατριάρχης μαζί με τον κλήρο, ενώ βάζουν τη σορό, που είχε το σώμα του αγίου,  μέσα στο βασιλικό πλοίο. Έπεσε όμως καταιγίδα και τα μεν υπόλοιπα πλοία διασκορπίστηκαν σε άλλα μέρη, εκείνο δε στο οποίο ήταν το σώμα του αγίου, πήγε και άραξε στον αγρό της χήρας. Εκείνης της χήρας, την οποία αδίκησε η Ευδοξία, όταν άρπαξε τον αμπελώνα της. Κι επειδή ελέγχθηκε τότε από τον άγιο τον εξόρισε. Όταν αποδόθηκε λοιπόν ο αγρός στη χήρα, αμέσως έγινε γαλήνη στη θάλασσα, και πρώτα μεν το πλοίο οδηγείται στον ναό του αποστόλου Θωμά, στην περιοχή του Αμαντίου, έπειτα στον ναό της αγίας Ειρήνης, όπου και τον έβαλαν πάνω στο σύνθρονο, οπότε όλοι φώναξαν δυνατά: «Πάρε πίσω τον θρόνο σου, άγιε». Ύστερα, αφού εναποτέθηκε η σορός σε βασιλικό όχημα, φέρεται προς τον περιώνυμο ναό των Αποστόλων. Εκεί μόλις τοποθετήθηκε στην ιερά καθέδρα, φώναξε στο Ποίμνιο το «Ειρήνη πάσι». Έπειτα τον έθεσαν κάτω από τη γη, μέσα στο άγιο Βήμα, όπου τώρα βρίσκεται. Καθώς τελείτο δε η θεία Λειτουργία, γίνονταν θαυμάσια μεγάλα , μεταξύ των οποίων και αυτό: Κάποιος άνδρας δηλαδή, που έπασχε από αρθρίτιδα και δεν μπορούσε να εργαστεί, σχεδόν παντελώς ακίνητος, όταν άγγιξε τη σορό, αμέσως θεραπεύτηκε εντελώς από την αρρώστια του. Έτσι γνωρίζει ο Θεός να δοξάζει αυτούς που σε όλη τη ζωή τους δοξάζουν Αυτόν. Τελείται δε η Σύναξή του στον πάνσεπτο Ναό των αγίων Αποστόλων, όπου βρίσκεται και το ιερό του σώμα, κάτω από το Θυσιαστήριο».

Δεν μπορεί κανείς να μην τονίσει, όταν αναφέρεται στον Μεγάλο Πατέρα και Οικουμενικό Διδάσκαλο άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο, το κήρυγμά του περί μετανοίας, που συνιστά  ένα από τα πιο αγαπημένα θέματά του - υπενθυμίζουμε ότι εννέα σπουδαίες ομιλίες περί αυτής έγραψε, χωρίς να αναφερθούμε και στις άλλες που θίγει επίσης το θέμα αυτό – ώστε «κήρυξ της μετανοίας» μεταξύ των άλλων ονομάζεται. Οι άγιοι υμνογράφοι της ακολουθίας του, Θεοφάνης και Ιωσήφ, αναφέρονται επανειλημμένως σ’ αυτό, όπως άλλωστε εξίσου αναφέρει και η ακολουθία του αγίου στις  13 Νοεμβρίου,  ημέρα της ενδόξου μνήμης του, κατά την οποία είχαμε κάνει λόγο και πάλι για τη μετάνοια που κήρυσσε, για την ομοιότητά του με τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, για τη σχέση του επ’ αυτού με τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, τον πρώτο κήρυκα επί του εδάφους της Καινής Διαθήκης της μετανοίας. Γι’ αυτό και είμαστε υποχρεωμένοι έστω και δι’ ολίγων να το δούμε, δεδομένου ότι, όπως είπαμε, οι υμνογράφοι Θεοφάνης και Ιωσήφ αναφέρονται συχνά πυκνά επ’ αυτού. Ο οίκος μάλιστα του κοντακίου έρχεται με διπλό τρόπο να μας θυμίσει τη μετάνοια, δεδομένου ότι ο ποιητής αφενός ζητά από τον άγιο να τον καθοδηγήσει στον δρόμο της μετανοίας, επειδή τόλμησε αυτός ο ελλειμματικός κατά την αρετή να σταθεί μπροστά στο σκήνωμα του αγίου, αφετέρου ο άγιος είναι ο κατεξοχήν αρμόδιος που μπορεί να γίνει ο οδηγητής του σε αυτήν, διότι κυρίως αυτό εκήρυσσε. «Η λαμπάς η των έργων μου, στυγνή πέφυκεν, Ιωάννη Χρυσόστομε, και δειλιώ προς υπάντησιν του ιερού σου σκήνους αλλ’ αυτός με οδήγησον, και τας τρίβους μου εύθυνον, μετανοίας παρέχων μοι καιρόν πανάγιε, ως αυτής κήρυξ ένθεος, και των παθών μου των πολυτρόπων κατεύνασον ζάλην» (Η λαμπάδα από τα έργα μου είναι σχεδόν σβηστή, Ιωάννη Χρυσόστομε, και δειλιάζω για να συναντήσω το ιερό σου σκήνωμα. Συ ο ίδιος όμως οδήγησέ με και κατεύθυνε τους δρόμους μου, παρέχοντάς μου καιρό μετάνοιας, πανάγιε, διότι είσαι ο ένθεος κήρυκας αυτής, και κατεύνασε τη ζάλη των διαφόρων παθών μου).

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας λοιπόν πράγματι έρχονται και πάλι με αφορμή την ανακομιδή του ιερού λειψάνου του, να μας υπενθυμίσουν ότι ο άγιος κηρύσσει εκείνη τη μετάνοια στον πιστό λαό, η οποία προϋποθέτοντας την άπειρη αγάπη του Θεού προς αυτόν, γίνεται η μεγαλύτερη παρηγοριά του, εκείνη που του «σφουγγίζει οποιαδήποτε υγρότητα  της φοβερής απόγνωσης και δροσίζει τις καρδιές που έχουν καεί από την αμαρτία». «Της μετανοίας τον κήρυκα, τον σπόγγον τον πάγχρυσον, τον υγρότητα δεινής απογνώσεως αίροντα, και δροσίζοντα εκτακείσας καρδίας αμαρτίαις, Ιωάννην επαξίως τον Χρυσολόγον τιμήσωμεν» (Ας τιμήσουμε με επάξιο τρόπο τον χρυσό στους λόγους Ιωάννη, τον κήρυκα της μετάνοιας, το πάγχρυσο σφουγγάρι που παίρνει την υγρότητα της φοβερής απόγνωσης και δροσίζει τις καμένες από τις αμαρτίες καρδιές). Και πρέπει να προσέξουμε: ο άγιος δεν αμνηστεύει τις αμαρτίες ούτε υποβαθμίζει τις κακές της συνέπειες στο να αλλοιώνουν την ψυχοσωματική υπόσταση του ανθρώπου. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να κάνει τούτο εκείνος που υπήρξε «ο ποιμήν ο καλός και του αρχιποίμενος Χριστού μαθητής», δηλαδή εκείνος που τόνιζε ότι «διά της αμαρτίας ο θάνατος» και «ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν»;

Εκείνο όμως που τονίζει και διαπρυσίως κηρύσσει είναι ότι μπορεί κάποιος να έχει αμαρτήσει με πολλά και μεγάλα αμαρτήματα, όμως τα αμαρτήματα αυτά δεν μπορεί να θεωρηθούν ισοστάσια της αγάπης του Θεού. Τίποτε δεν είναι σαν εκείνην, διότι η αυτοαγάπη, ο ίδιος ο Θεός,  τόσο μας αγάπησε, ώστε έπαθε και θυσιάστηκε για εμάς τους ανθρώπους, παρέχοντάς μας τη συγχώρηση. Αρκεί βεβαίως να θέλουμε κι εμείς τη συγχώρηση αυτή, δηλαδή να μετανοούμε. Διότι η όλη προσφορά του Θεού υπάρχει άπειρη και αιώνια, μένει όμως ανενέργητη χωρίς και τη δική μας θέληση. Αυτό τόνιζε λοιπόν ο άγιος Χρυσόστομος ενόσω ζούσε, αλλά και το ίδιο κηρύσσει και μετά θάνατον, γινόμενος έτσι ο μεγαλύτερος παρηγορητής των ανθρώπων.  Ο άγιος Θεοφάνης με πολλή ενάργεια και σαφήνεια μας το επισημαίνει: «Ει και νεκρός ει εν τάφω, αλλά ζων εν τω κόσμω, Χρυσόστομε, κηρύττεις μετάνοιαν και γράφεις συγχώρησιν, εγγυώμενος τοις μετανοούσι θερμώς» (Αν και είσαι νεκρός μέσα στον τάφο, όμως  ως ζωντανός μέσα στον κόσμο, Χρυσόστομε, κηρύσσεις και γράφεις τη μετάνοια, δίνοντας την εγγύηση της συγχώρησης γι’ αυτούς που μετανοούν με θερμό τρόπο).

Και οι δύο υμνογράφοι εμμένουν σε ό,τι ουσιαστικά προβάλλει η σημερινή εορτή: τη ζωντάνια του και μετά θάνατον. Δεν είναι μόνον το παραπάνω τροπάριο που τονίζει την αλήθεια αυτή, αλλά και όλη η υμνογραφία τους κινείται πάνω στη γραμμή αυτή, όπως άλλωστε φάνηκε και από το συναξάρι. Για παράδειγμα: «Νέκρωσιν καν τέθνηκε μη παθείν σαφώς ανεδίδαξε Βασιλείς ο Χρυσόστομος αυτών γαρ προστάγμασιν απειθήσας το πρότερον, δεήσεσιν επανήκε το δεύτερον» (Ο Χρυσόστομος δίδαξε και πάλι με σαφήνεια τους βασιλείς ότι μολονότι νεκρός δεν υπέστη νέκρωση. Διότι αφού απείθησε την πρώτη φορά στα προστάγματά τους, δηλαδή να  φέρουν το λείψανό του στην Κωνσταντινούπολη, τη δεύτερη φορά, με τις δεήσεις τους επανήλθε).  Για μία ακόμη φορά η Εκκλησία μας σήμερα κηρύσσει τη νίκη του Χριστού πάνω στον θάνατο. Νίκησε ο Χριστός, συνεπώς κάθε άνθρωπος, ιδίως ο πιστός, εν ενεργεία, νικά και αυτός. Ο θάνατος θεωρείται μετά τον ερχομό του Χριστού ως απλό επεισόδιο στη ζωή ενός ανθρώπου. Ουσιαστικά δεν υφίσταται. Και τα άγια λείψανα στην Εκκλησία μας είναι μία ισχυρή κραυγή της αλήθειας αυτής, την οποία ζούμε οι πιστοί και την χαιρόμαστε ιδίως σε εορτές ανακομιδής λειψάνων, σαν του αγίου Χρυσοστόμου σήμερα.

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ´ ΛΟΥΚΑ (ΖΑΚΧΑΙΟΥ) (᾽Ανακομιδή λειψάνων ἁγίου ᾽Ιωάννου Χρυσοστόμου)



Τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπε ἀρχιερεύς, ὅσιος, ἄκακος...᾽ (῾Εβρ. ζ´ 26 )

α. ῾Η ᾽Εκκλησία μας ἐπί τῇ μνήμῃ τῶν μεγάλων αὐτῆς Πατέρων καί Διδασκάλων ἁγίων ἀρχιερέων ἔχει ἐπιλέξει ἐκεῖνο τό ἀνάγνωσμα ἀπό τήν πρός ῾Εβραίους ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου, τό ὁποῖο κάνει λόγο γιά τήν ἀρχιερωσύνη τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, προκειμένου δι᾽ αὐτοῦ τοῦ τρόπου νά φανερώσει ὅτι οἱ ἅγιοι αὐτοί Πατέρες ἔζησαν τήν ἐπί γῆς ζωή τους κατά τόν τρόπο τοῦ Κυρίου. ῞Οπως δηλαδή ὁ Κύριος ὑπῆρξε ὁ κατεξοχήν ἀρχιερεύς ἐπειδή θυσιάστηκε ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς, κατά τόν ἴδιο τρόπο καί οἱ ἅγιοι Πατέρες μετέχοντας στήν ἀρχιερωσύνη αὐτή τοῦ Κυρίου ἔζησαν τή ζωή τους ἀντιστοίχως: μέ θυσία τοῦ ἑαυτοῦ τους ὑπέρ τοῦ ποιμνίου τους καί ὑπέρ τῆς ᾽Εκκλησίας, μέ ὁσιότητα καί ἀκακία. Αὐτό ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τή σημερινή ἑορτή τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων τοῦ μεγάλου Πατρός καί Οἰκουμενικοῦ Διδασκάλου ἁγίου ᾽Ιωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.

β. 1. Καί θά πρέπει νά θυμίσουμε καταρχάς ὅτι ὁ Κύριος ἐπιτέλεσε τό ἀπολυτρωτικό Του ἔργο καί μέ τό κήρυγμα καί τά θαύματά Του φανερώνοντας τό προφητικό λεγόμενο ἀξίωμά Του, καί μέ τήν παντοδυναμία Του ὡς Θεός μέ τήν ᾽Ανάσταση, τήν ᾽Ανάληψη, τήν ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός καθέδρα Του, τήν ἀποστολή τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί τήν ἵδρυση τῆς ᾽Εκκλησίας Του φανερώνοντας τό βασιλικό ἀξίωμά Του, καί προπαντός μέ τήν ὅλη ἐν Πάθει ζωή Του ἀποκορύφωμα τῆς ὁποίας ἦταν ὁ Σταυρός φανερώνοντας τό ἀρχιερατικό ἀξίωμά Του. ῾Η ἀρχιερωσύνη ἰδίως τοῦ Κυρίου ἦταν αὐτή πού ἐπέφερε τό ἀποφασιστικό πλῆγμα κατά τοῦ διαβόλου καί τῆς ἁμαρτίας, συνεπῶς καί τοῦ ἀποτελέσματός της τοῦ θανάτου, ἀφοῦ ὁ Κύριος ἐπάνω στόν Σταυρό βεβαιώνει τόν θυσιαστικό χαρακτήρα τῆς ἱερωσύνης, ῾αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου᾽ καί καταργώντας ῾τόν τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοὐτέστιν τόν διάβολον᾽. Γι᾽ αὐτό καί ῾ἔδει παθεῖν  τόν Χριστόν᾽, κατά τόν προφητικό καί εὐαγγελικό λόγο.

2. Σ᾽ αὐτήν τήν ἀληθινή ἀρχιερωσύνη τοῦ Κυρίου, τύπος τῆς ὁποίας ἦταν ἡ ἱερωσύνη στήν Παλαιά Διαθήκη, μετέχουν ὅλοι οἱ ἐν Χριστῷ βαπτισμένοι στήν ᾽Εκκλησία – πρόκειται γιά τήν πνευματική λεγόμενη ἱερωσύνη, τό ῾βασίλειον ἱεράτευμα᾽ κατά τόν ἀπόστολο - ἰδίως δέ οἱ ἀρχιερεῖς καί ἱερεῖς κατά ῾προσθήκην Πνεύματος᾽ (ἱ. Χρυσόστομος)  μέ τό μυστήριο τῆς ἱερωσύνης - ἡ λεγόμενη εἰδική ἤ χειροτονημένη ἱερωσύνη. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅλοι οἱ πιστοί, λαϊκοί καί κυρίως κληρικοί, ἔχουν δεχθεῖ τή χάρη τῆς θυσίας ὡς μέλη Χριστοῦ. Κι ὅταν λέμε χάρη θυσίας ἐννοοῦμε τή χάρη τῆς ἐν ἀγάπῃ διακονίας πρός χάρη τῶν ἀδελφῶν καί ὅλου τοῦ κόσμου πού φθάνει μέχρι τοῦ βαθμοῦ τῆς πλήρους παραθεώρησης τῶν προσωπικῶν συμφερόντων ὑπέρ τῶν συνανθρώπων τους. ῾Αὕτη ἐστίν ἡ ἐντολή ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθώς ἐγώ ἠγάπησα ὑμᾶς. Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδείς ἔχει, ἵνα τις τήν ψυχήν αὐτοῦ θῇ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ᾽ (ὁ Κύριος).
῎Αν τήν ἱερωσύνη δέν τήν κατανοήσει κανείς κατ᾽ αὐτό τό πρότυπο τοῦ Κυρίου καί τῶν ἀποστόλων Του -  τό ξαναλέμε: ὡς θυσιαστική ἐν ἀγάπῃ διακονία τοῦ συνανθρώπου – τότε δυστυχῶς διαστρέφεται καί ἐκφυλίζεται σέ κοσμικοῦ τύπου ἐξάσκησή της, ἡ ὁποία ἐλέγχθηκε καί καταδικάστηκε  ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο: ῾Οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν καί κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. Οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ἡμῖν, ἀλλ᾽ ὅστις θέλει πρῶτος εἶναι, ἔστω πάντων ἔσχατος καί πάντων διάκονος᾽. ῾Οὐκ ἦλθον διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι᾽. ῾᾽Εγώ εἰμι ἐν μέσῳ ὑμῶν ὡς ὁ διακονῶν᾽. ῞Ολοι λοιπόν οἱ πιστοί, κατεξοχήν εἴπαμε οἱ κληρικοί, ἔχουμε τή δυναμική τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία ὅταν ἐπιβεβαιώνεται  διά τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς μᾶς κάνει ἀληθινά μετόχους τῆς ἱερωσύνης τοῦ Χριστοῦ, μᾶς κάνει δηλαδή ὄντως ἱερεῖς. Αὐτή εἶναι καί ἡ πραγματική ἔννοια πού δίνει καί ὁ Κύριος γιά τόν ποιμένα. ᾽Αληθινός ποιμένας εἶναι αὐτός πού θυσιάζεται γιά τό ποίμνιό του καί πού βρίσκεται σέ ἑτοιμότητα πάντοτε νά σκύβει ἐν ἀγάπῃ πρός τά προβλήματα τῶν ἀνθρώπων γινόμενος ῾τοῖς πᾶσι τά πάντα᾽. ῾᾽Εγώ εἰμι ὁ ποιμήν ὁ καλός. ῾Ο ποιμήν ὁ καλός τήν ψυχήν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων᾽.

3. Τέτοιος ἱερέας καί ἀρχιερέας καί τέτοιος ποιμένας κατά τό πρότυπο τοῦ Κυρίου ὑπῆρξε καί ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος. ῞Ολη του ἡ ζωή ἦταν μία ἀδιάκοπη δοξολογία τοῦ Κυρίου καί μία ἀέναη διακονία τῶν συνανθρώπων του. Καί πρό τῆς χειροτονίας του σέ κληρικό, κατεξοχήν ὅμως μετά ἀπό αὐτήν, ἰδίως ἀφότου ἀνῆλθε στόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ προσωπική του ζωή ἦταν ἡ ζωή τῶν ἄλλων. ῎Εχοντας καθαρίσει διά τῆς ἀσκητικῆς του διαγωγῆς ὅσο ἦταν δυνατόν στόν ἄνθρωπο τήν καρδιά του ἀπό τά ψεκτά πάθη – τή φιληδονία, τή φιλαργυρία, τη φιλοδοξία – δέχτηκε τίς φωτιστικές ἀκτίνες τοῦ Πνεύματος καί βίωσε τήν ἀληθινή ἀγάπη. Συνεπῶς ἡ ἀναφορά του διαρκῶς ἦταν ὁ Θεός καί ὁ συνάνθρωπος. Καί μάλιστα εἶχε κατανοήσει στόν ἀπόλυτο βαθμό ὅτι τόν Θεό Τόν συναντᾶ κανείς στό πρόσωπο καί τοῦ πιό ἐλάχιστου ἀδελφοῦ. Τό ῾ἐφ᾽ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε᾽ τοῦ Κυρίου τό εἶχε ὡς τό στημόνι τῆς ἁγιασμένης βιοτῆς του.
 Οἱ βιογράφοι του ἐπισημαίνουν τήν παραπάνω ἀλήθεια λέγοντας ὅτι ὁ καθένας τόν τραβοῦσε πρός τή μεριά του γιά τή λύση τοῦ προβλήματός του: ὁ πτωχός γιά τήν τροφή του, ὁ κυνηγημένος γιά τήν κάλυψή του, ὁ ἀδικημένος γιά τήν ὑπεράσπισή του, ὁ ἄστεγος γιά τό κατάλυμά του. Θά ἔλεγε κανείς χωρίς ὑπερβολή πώς ὅ,τι βλέπουμε στή Θεία Εὐχαριστία: τόν ἴδιο τόν Κύριο νά κομματιάζεται καί νά προσφέρεται σέ ὅλους, τό ἴδιο βλέπουμε καί στή ζωή τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου. Μέ τά ἴδια τά λόγια τοῦ ἁγίου: ῾Παῦλος πανταχοῦ παραινεῖ: μή τό ἑαυτοῦ ζητεῖν, ἀλλά τό τοῦ πλησίον ἕκαστον᾽(῾Ο Παῦλος παντοῦ συμβουλεύει: νά μή ζητάει ὁ καθένας τό δικό του, ἀλλά τό τοῦ πλησίον του). ῾Καί γάρ ἀρχή καί τέλος ἀρετῆς ἁπάσης ἡ ἀγάπη᾽ (Γιατί ἀρχή καί τέλος κάθε ἀρετῆς εἶναι ἡ ἀγάπη).

4. Κι εἶναι εὐνόητο γιά τόν λόγο αὐτό καί τό γιατί συγκρούστηκε μέ ὅλες τίς ἐξουσίες τῆς ἐποχῆς, ἐκκλησιαστικές καί πολιτικές: διότι κριτήριό του ἦταν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ἀνθρώπινα συμφέροντα. Κι εἶναι γνωστό ὅτι ὅποιος ἀκολουθεῖ μέ συνέπεια ῾τό εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ᾽ θά ὑποστεῖ διωγμούς. ῾Πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ διωχθήσονται᾽. ῾Εἰ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσιν᾽. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ὑπῆρξε καί μέγας μάρτυρας, ἀφοῦ τελικῶς ἄφησε τήν τελευταία πνοή σέ μακρινά μέρη ἐξορίας λόγω τῆς πιστότητάς του στή φωτισμένη ἀπό τόν λόγο τοῦ Κυρίου συνείδησή του.

γ. ῾Η ὁσιότητα καί ἡ ἀκακία τοῦ Κυρίου ὡς ἀρχιερέως εἶναι δεδομένο ὅτι ἔγινε ὁσιότητα καί ἀκακία ὅλων τῶν ἁγίων Του, ὅπως τοῦ σήμερα ἑορταζομένου ἁγίου Χρυσοστόμου, καί ἀποτελεῖ ὅριο πρός τό ὁποῖο καλούμαστε νά πορευτοῦμε ὅλοι οἱ ἐν Χριστῷ βαπτισμένοι. Κληρικοί καί λαϊκοί δηλαδή χρειάζεται νά ἐνεργοποιοῦμε καθημερινά στή ζωή μας τήν ἱερωσύνη πού λάβαμε ὡς μέλη Χριστοῦ, πού σημαίνει, καθώς εἴπαμε, νά ζοῦμε ἐν ἀγάπῃ καί ἀληθείᾳ. ᾽Αγάπη καί ἀλήθεια ὅμως ἔχουν ὡς ῾δομικό᾽ στοιχεῖο τους τή θυσία, τό προσωπικό κόστος. Πόσο εὔκολο ἄραγε εἶναι νά ῾ξεβολευτοῦμε᾽ ἀπό ἕναν ἴσως ἰδεολογοποιημένο χριστιανισμό μας; 

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ (25 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ)




«Ο μέγας Γρηγόριος ο Θεολόγος έζησε επί της βασιλείας του Ουάλεντα. Πατρίδα του επίγεια μεν ήταν η δεύτερη των Καππαδοκών, η Ναζιανζός, (γεννήθηκε περί το 329/30 μ.Χ.), ουράνια δε, η άνω Ιερουσαλήμ. Γονείς του, ευγενείς και δίκαιοι, ήταν ο Γρηγόριος και η Νόννα. Ο πατέρας του ανήκε για πολύ στην ιουδαιο-ειδωλολατρική αίρεση των Υψισταρίων, την οποία εγκατέλειψε με την επιμονή και τις προσευχές της ευσεβεστάτης γυναίκας του, έγινε μάλιστα και επίσκοπος της πόλεως της Ναζιανζού. Όταν ο υιός Γρηγόριος μεγάλωσε και έλαβε μόρφωση και παιδεία, όπως κανείς άλλος (ως γνωστόν σπούδασε στην Ναζιανζό, στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, όπου γνωρίστηκε με τον άγιο Βασίλειο, στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, στην Αλεξάνδρεια και τέλος στην Αθήνα, όπου και δίδαξε  ρητορική) έγινε εξηγητής και διδάσκαλος της ζωής των περί αυτόν. Μεταξύ τούτων τιμά τον Μέγα Βασίλειο, τον πατέρα του Γρηγόριο, τον αδελφό του Καισάριο και την αδελφή του Γοργονία, με επιτάφιους λόγους. Γι’ αυτό και όσοι έγραψαν για τον ίδιο όχι από αλλού, αλλά από τους λόγους του πήραν τις αφορμές για όσα είπαν. Αυτό λοιπόν είναι ανάγκη μόνο να πούμε, ότι εάν έπρεπε να κατασκευαστεί μία εικόνα και στήλη στους ανθρώπους, η οποία να αποτελείται κατά μέρος από όλες τις αρετές, αυτό ήταν ο μέγας Γρηγόριος. Διότι αφού ξεπέρασε όλους τους εναρέτους ανθρώπους με τη λαμπρότητα της ζωής του, τόσο πολύ προχώρησε στη θεωρία, ώστε όλοι να ηττώνται από τη σοφία του, την αποτυπωμένη και στους λόγους και στα δόγματα. Γι’ αυτό και απέκτησε την επωνυμία «Θεολόγος». Έγινε μάλιστα και προεστώς της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως για δώδεκα έτη, μέχρι τη Δευτέρα Οικουμενική Σύνοδο (381 μ.Χ.). Ήταν δε κατά τον τύπο του σώματος, μέτριος στο ύψος, λίγο ωχρός και ευχάριστος στην όψη, με πλατιά μύτη και σε ευθεία γραμμή τα φρύδια. Ο ένας από τους δύο οφθαλμούς, ο δεξιός, ήταν πιο αυστηρός, από μία ουλή στα βλέφαρα. Τα γένεια του δεν ήταν πολύ μακριά, αλλά αρκετά πυκνά, ήταν φαλακρός, λευκότριχος, με τα άκρα της γενειάδας όμως γκριζωπά. Τελείται δε η σύναξή του στην αγιότατη μεγάλη Εκκλησία και στο Μαρτύριο της Αγίας Αναστασίας στα έμβολα του Δομνίκου, και στην Εκκλησία των Μεγάλων Αποστόλων, όπου ο φιλόχριστος και πανευσεβής βασιλιάς μας Κωνσταντίνος ο πορφυρογέννητος, αφού έφερε το τίμιο λείψανό του από τη Ναζιανζό της Καππαδοκίας, το κατέθεσε εκεί».

Και οι δύο υμνογράφοι του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ο άγιος Θεοφάνης και ο άγιος Κοσμάς ο Μαϊουμά, κυριολεκτικά δεν φείδονται επαίνων και εγκωμίων, προκειμένου να τονίσουν την υψηλότατη κορυφή της θεολογίας, τον άγιο Γρηγόριο. Δεν είναι μόνο ότι τον χαρακτηρίζουν, εκφράζοντας τη συνολική θέση της Εκκλησίας μας, ως «Πατέρα Πατέρων και Ποιμένα Ποιμένων και δόξαν Πιστών και φωστήρα Ιερέων και οικουμένης το κλέος», αλλά ακόμη, επιμένοντας στη θεολογική συμβολή του, τον  ονομάζουν «Θεολόγον τον δεύτερον και μύστην της θείας ελλάμψεως», «τον δεύτερον Επιστήθιον, τον του Λόγου αυτόπτην, τοις δόγμασι γενόμενον» (αυτόν που έγινε με τα δόγματά του δεύτερος επιστήθιος φίλος του Χριστού, σαν τον Ιωάννη τον αυτόπτη του Λόγου),  «Τριαδικόν Θεολόγον», «Θεολογίας Θεολόγον» (ωδή γ΄) – είναι ο δεύτερος μετά τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο συνεπώς που τιμήθηκε από την Εκκλησία με τον τίτλο του Θεολόγου.  Ο άγιος Γρηγόριος υπήρξε πράγματι, μοναδικός αυτός, ο Θεολόγος της ίδιας της Θεολογίας. Κατά τον μακαριστό πια καθηγητή της Πατρολογίας Σ. Παπαδόπουλο «ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Ναζιανζηνός, είναι ο επιφανέστερος, ο «άριστος» θεολόγος της Εκκλησίας μετά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη. Το θεολογικό του βάθος και η έντονη ποιητικότητα στο έργο του τον ύψωσαν σε πρότυπο μοναδικού κάλλους και λάμψεως». Γι’ αυτό για την Εκκλησία μας ο άγιος Γρηγόριος τελικώς είναι το δώρο του Θεού σ’ αυτήν την ίδια: «Ο Λόγος ο άναρχος…Σε, μάκαρ, τη Εκκλησία, οία Μητρί, λόγω και σοφία χαριτώσας σου τον νουν, δώρον χαρίζεται» (Ο άναρχος Θεός Λόγος, μακάριε, σε χαρίζει σαν δώρο στην Εκκλησία, σαν σε Μητέρα, αφού χαρίτωσε τον νου σου με λόγο και σοφία).

Παραξενεύει το γεγονός ότι και οι δύο υμνογράφοι στους κανόνες τους για τον άγιο Γρηγόριο δεν κάνουν καθόλου μνεία της σχέσεώς του για παράδειγμα με τον άλλο μεγάλο φωστήρα της Εκκλησίας, τον άγιο Βασίλειο: σε άλλη περίπτωση αυτό θα προβαλλόταν ως καίριο στοιχείο της μεγαλωσύνης ενός αγίου. Η μόνη εξήγηση που μπορεί να δοθεί είναι ότι έχουν μείνει έκθαμβοι μπρος στη θεολογική δεινότητα του αγίου Γρηγορίου, τον ιδιαίτερο φωτισμό που δέχτηκε από τον Θεό, ώστε ως θεόπτης να μπορεί να εκφράσει και την εμπειρία της θέας και της αλήθειας του Θεού. Είναι ίσως μία έμμεση αναφορά τους ότι εκείνος που είναι τόσο φίλος με τον ίδιο τον Κύριο, που διείσδυσε τόσο πολύ στα της Τριαδικής Θεότητος, δεν έχει ανάγκη άλλων «εξωτερικών» βοηθημάτων, για να κατανοηθεί η μεγαλωσύνη του. «Χωρητικός γενόμενος θείων απαυγασμάτων, ένα Θεόν εν τρισί προσώποις, κατεφώτισας ημάς σέβειν, Γρηγόριε» (Μπόρεσες και χώρεσες μέσα σου τους θείους φωτισμούς, γι’ αυτό και μας φώτισες έντονα, Γρηγόριε, ώστε να σεβόμαστε τον ένα Θεό σε τρία πρόσωπα). Η είσδυση του αγίου μέσα στο φως της τρισηλίου θεότητος, ώστε με τη λάμψη αυτής να φωτίζει και τους πιστούς, γίνεται αγαπημένο κεντρικό θέμα των ύμνων των κανόνων. Κι αυτό όχι τυχαία: ο ίδιος ο άγιος Γρηγόριος στον 28ο ιδιαιτέρως λόγο του μιλάει προσωπικά και εμπειρικά για ό,τι έπαθε: «Τι είναι αυτό που έπαθα, φίλοι και μύστες και συνεραστές της αλήθειας; Έτρεχα για να κατανοήσω τον Θεό και έτσι ανέβηκα στο όρος (την θεολογία) και πέρασα μέσα από τη νεφέλη και βρέθηκα μέσα…Όταν δε κοίταξα, μόλις και είδα τα οπίσθια του Θεού…και εκεί έσκυψα». Οι υμνογράφοι λοιπόν ακολουθώντας πιστά τα λόγια του ίδιου του αγίου επισημαίνουν την ίδια πραγματικότητα: «Τω της θεολογίας όρει προσέβης, τα θεία μυσταγωγούμενος, θεοφάντορ Γρηγόριε και τον άδυτον υπελθών γνόφον, την θεοτύπωτον εδέξω νομοθεσίαν, ομοούσιον, εγγεγραμμένην Τριάδα» (Ανέβηκες στο όρος της θεολογίας, οδηγούμενος στη μύηση των θείων, θεοφάντορ Γρηγόριε. Κι αφού μπήκες μέσα στο μυστήριο του φωτός του Θεού, δέχτηκες την θεοτύπωτη νομοθεσία, γραμμένη ως ομοούσια Τριάδα).

Ο άγιος Γρηγόριος είχε συνεπώς την αίσθηση ότι κινείται σαν τον Μωυσή στην Παλαιά Διαθήκη. Όπως εκείνος πήρε τον γραπτό Νόμο του Θεού, τις δέκα εντολές στο όρος Σινά, έτσι κι ο ίδιος, κατά νοερό τρόπο, εν Πνεύματι, γίνεται ένας νέος Μωυσής, που φωτίζεται σαν σε νέο Σινά, για να γνωρίσει την αλήθεια της ομοουσίου Τριάδος, και αυτήν την αλήθεια έπειτα και να εξαγγείλει. Ο ύμνος του αγίου Θεοφάνους στην ε΄ ωδή είναι σαφέστατος και επ’ αυτού: «Γνωστώς συ τον Όντα, ως πάλαι Μωσής, καθοράν, Θεορρήμον, επόθησας και τούτου τα οπίσθια, τη πέτρα σκεπασθείς, ιδείν κατηξιώθης, και πέλαγος της θείας εμυήθης ουσίας, ακαταλήπτως φανερούμενον» (Κατά τρόπο γνωστό πόθησες και συ, όπως παλιά ο Μωυσής, να δεις τον αιώνιο Θεό. Και αξιώθηκες να δεις τα «οπίσθια» αυτού, δηλαδή όχι την ουσία αλλά την ενέργειά Του, αφού είχες το κάλυμμα του Χριστού, που είναι η πέτρα, και μυήθηκες έτσι στο πέλαγος της θείας ουσίας, το οποίο φανερώνεται κατά τρόπο ακατάληπτο). Ο άγιος Γρηγόριος λοιπόν, δείχνοντας και την ουσία  της αληθινής θεολογίας, δηλαδή ότι πρόκειται περί εκφράσεως της αλήθειας του Θεού, την οποία όμως ζει εμπειρικά και θεοπτικά, ήταν μυημένος στα της Τριαδικής Θεότητος – «μύστης της τρισυποστάτου Μοναρχίας και Θεότητος της εν Τριάδι» - γι’ αυτό και δίδαξε «ίσον τω Πατρί τον Λόγον και το Πνεύμα αγαθότητι και βασιλεία, ουσιώδη και φυσικήν την ταυτότητα γινώσκων και την ένωσιν» (ίσον τον Λόγον και το άγιον Πνεύμα με τον Θεό Πατέρα, ως προς την αγαθότητα και τη βασιλική εξουσία, γνωρίζοντας ο άγιος ότι η ταυτότητα και η ένωση μεταξύ τους των θείων προσώπων είναι ουσιαστική και φυσική).

Ο τονισμός της ισότητας του αγίου Πνεύματος και του Υιού και Λόγου του Θεού με τον Θεό Πατέρα (κάτι που διατυπώθηκε επισήμως στη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία συμπλήρωσε με πέντε ακόμη άρθρα τα επτά πρώτα  του Συμβόλου της Πίστεως, εξ ου και Σύμβολο Νικαίας (από την Α΄ Σύνοδο) – Κωνσταντινουπόλεως (από την Β΄ Σύνοδο) ονομάζεται) δεν ήταν βεβαίως μία αυθαιρεσία του αγίου Γρηγορίου. Φωτίστηκε όπως είπαμε από τον ίδιο τον Θεό, διείσδυσε στα της Θεότητας εν Πνεύματι, ακολουθώντας την ίδια την Αγία Γραφή και τους προγενεστέρους Πατέρες της Εκκλησίας, γι’ αυτό και ο ίδιος λέει ότι «σκεπάστηκε από την πέτρα, δηλαδή τον Χριστό». Με άλλα λόγια ο άγιος Γρηγόριος προέκτεινε ό,τι η Εκκλησία μέχρι εκείνη την ώρα είχε διατυπώσει, με την έννοια ότι γνώρισε πιο βαθιά, με φωτισμό Θεού, αυτό που  η Εκκλησία είχε διατυπώσει μέχρι την εποχή του. Και το γεγονός ότι η Εκκλησία αποδέχτηκε Συνοδικά αυτό που εκείνος κατεξοχήν εξήγγελλε, απέδειξε την αλήθεια της θεοπτίας και εμπειρίας του. Μη ξεχνάμε ότι τελικό κριτήριο για ό,τι μπορεί να διατυπώσει ακόμη και ένας μεγάλος άγιος είναι η ίδια η Εκκλησία, όταν μάλιστα αυτή εκφράζεται διά του στόματός της, της Οικουμενικής Συνόδου.

Ο άγιος Γρηγόριος βεβαίως αναφέρεται και στις προϋποθέσεις της Θεολογίας. Θεολογεί για την θεολογία, λέγοντας ότι αυτή δεν είναι θέμα των αμυήτων και επιπολαίων. Απαιτεί «σχολάσαι και γνώναι Θεόν», να αφιερωθεί κανείς στον Θεό και να Τον γνωρίσει, προϋποθέτει δε η γνώση αυτή κάθαρση καρδιάς, για να υπάρξει ο φωτισμός. Κι αυτή η κάθαρση πραγματοποιείται στον βαθμό που ο πιστός τηρεί τις εντολές του Θεού. Είναι κλασικό μάλιστα το χωρίο του περί της θεολογίας και του αληθινού θεολόγου: «Θέλεις να γίνεις κάποτε θεολόγος και άξιος της θεότητας; Τας εντολάς φύλαττε, διά των προσταγμάτων όδευσον: φύλαγε τις εντολές του Θεού, περπάτα πάνω στα προστάγματα Εκείνου. Πράξις γαρ επίβασις θεωρίας: η πράξη είναι το σκαλοπάτι για τη θεωρία». Ότι οι άγιοι υμνογράφοι καταγράφουν και αυτήν την αλήθεια στους κανόνες τους για τον άγιο είναι περιττό και να πούμε. Ο άγιος Θεοφάνης επισημαίνει μεταξύ άλλων: «Κάνοντας τον νου σου ηγεμόνα, κυριάρχησες στα πάθη της σαρκός. Κι έτσι μπόρεσες και χώρεσες τους θείους φωτισμούς» («Νουν ηγεμόνα ποιούμενος, παθών των της σαρκός κατεκράτησας και χωρητικός γενόμενος θείων απαυγασμάτων»).

Μακρηγορούμε, αλλά δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε ότι ο άγιος μάς έμαθε και πώς να βλέπουμε και να μελετούμε και την αγία Γραφή: όχι ως ένα κοινό βιβλίο, όχι ως κείμενο που απαιτεί είτε τη μία μέθοδο προσέγγισης: την ιστορικογραμματική, είτε την άλλη: την αλληγορική. Ο άγιος φανερώνει: την αγία Γραφή την προσεγγίζουμε αγιοπνευματικά, δηλαδή με φωτισμό Θεού, κατά την αναλογία όπως είπαμε της καθάρσεως της καρδιάς. Τότε ξεπερνάμε το γράμμα, την επιφάνεια της Γραφής και οδηγούμαστε στο «απόθετον κάλλος», την κρυμμένη ομορφιά, εκεί που αποκαλύπτεται το ίδιο το Πνεύμα του Θεού. Κατά πώς το λέει και ο άγιος Κοσμάς ο ποιητής: «Ο το ευτελές ένδυμα του νομικού περιρρήξας γράμματος και το εν αυτώ θείον κάλλος και μυστικόν των θείων του Πνεύματος ημίν αναπτύξας Γραφών, παμμακάριστε Πάτερ, σε μεγαλύνομεν» (Συ, παμμακάριστε Πατέρα, που έσχισες το επιφανειακό ένδυμα του νομικού γράμματος, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο ερμήνευαν την Γραφή οι Ιουδαίοι, και μας άνοιξες τη θεϊκή και μυστική ομορφιά των θείων Γραφών του Πνεύματος, που κρύβεται στο γράμμα της Γραφής, εσένα δοξάζουμε).

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Η ΟΣΙΑ ΜΗΤΗΡ ΗΜΩΝ ΞΕΝΗ (24 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ)



«Η μακάρια αυτή και αοίδιμη Ξένη καταγόταν από τη μεγαλόδοξη πόλη της Ρώμης, από γένος έντιμο και με ζήλο για την πίστη. Όταν οι γονείς της θέλησαν να την παντρέψουν και είχαν ετοιμαστεί όλα τα σχετικά με τον γάμο, η αγία σηκώθηκε και έφυγε από τη νυφική παστάδα, μαζί με δύο άλλες γυναίκες, δύο υπηρέτριες, κι αφού μπήκε σε πλοίο και γνώρισε άλλους τόπους, τελικώς έφτασε στην πόλη των Μυλασσών. Μάλλον οδηγήθηκε σ’ αυτήν την πόλη από τον θεσπέσιο Παύλο τον μοναχό (ο οποίος φάνηκε σ’ αυτήν εκ Θεού στην Αλεξάνδρεια και έγινε οδηγός της για τα ανώτερα). Εκεί έφτιαξε ένα μικρό ευκτήριο ναό στο όνομα του αγίου πρωτομάρτυρος Στεφάνου, και μαζί με τις δύο υπηρέτριές της, όπως και με κάποιες άλλες που την πλησίασαν,  έζησε καρτερικά με μεγάλη άσκηση, απέχοντας από όλες τις κατ’ αίσθηση ηδονές και ακολουθώντας τον δρόμο που οδηγεί στην ουράνια πολιτεία.
Πέρασε λοιπόν τη ζωή της στο θέλημα του Θεού και μετά το όσιο και μακάριο τέλος της, είχε τη μαρτυρία από τον Ίδιο τον Θεό. Ημέρα μεσημέρι δηλαδή, την ώρα που ο ήλιος φώτιζε τη γη, φάνηκε σταυρός με αστέρια. Αυτόν τον σταυρό τον περικύκλωνε και τον κρατούσε στο μέσον άλλος χορός αστεριών, ώστε να φαίνεται ότι είναι στεφάνι για τη μακαρία Ξένη, που της δόθηκε από τον Θεό, για τη νηστεία και την αγρυπνία και την αγνότητά της. Κι αυτό έγινε φανερό, διότι με την απόθεση του λειψάνου της κάτω από τη γη, σταμάτησε να φαίνεται ο χορός και ο κύκλος των αστεριών. Τα σχετικά με την οσία έγιναν γνωστά, όταν μία από τις θεραπαινίδες της, τότε που επρόκειτο να φύγει από τη ζωή, διηγήθηκε την πατρίδα της μακαρίας και το επίσημο γένος της και το όνομα που είχε από τους γονείς της - διότι ονομαζόταν Ευσεβία – το οποίο το άλλαξε σε Ξένη, γιατί αγωνιζόταν να ζήσει κρυφά».

Είναι εύλογο: ο άγιος υμνογράφος της οσίας Ξένης – της οποίας τον βίο και το εγκώμιο έπλεξε ο μεγάλος Πατέρας και Διδάσκαλος της Εκκλησίας μας άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς – στο μεγαλύτερο ποσοστό του κανόνα του γι’ αυτήν προβάλλει την αγιασμένη ζωή της μέσα από το ίδιο το όνομά της: Ξένη. Και τούτο γιατί του δίνει την ευκαιρία να σχετίσει την αγία πρώτα από όλα με τον ίδιο τον Κύριο, τον κατ’ εξοχήν «ξένον», κατά την υμνολογία επίσης της Εκκλησίας μας, του Οποίου τον βίο προσπάθησε με τη χάρη του Θεού να μιμηθεί, να προβάλει τον πόθο της για την «ξένην ζωήν την εν ουρανοίς μένουσαν», να δείξει ότι έζησε στα ξένα, με τον τρόπο που δήλωνε ακριβώς και το όνομά της, να την παρακαλέσει ακόμη να βοηθήσει και εμάς που ζούμε ως ξένοι του Θεού, προκειμένου να γίνουμε οικείοι Αυτού. Θαυμάζει κανείς πράγματι την έμπνευση του εκκλησιαστικού μας ποιητή, αλλά και την καλή γνώση του στα θέματα της πνευματικής ζωής. Μερικά δείγματα από την υμνολογία της Εκκλησίας μας επιβεβαιώνουν τις παραπάνω αναφορές.

Η οσία μιμήθηκε τον Κύριο που ήλθε στον κόσμο τούτο ως ξένος. Η δική της ξενιτεία – η οποία από τους ασκητικούς διδασκάλους της Εκκλησίας μας θεωρείται ως σπουδαιοτάτη αρετή, που οδηγεί στη βάση όλων των αρετών, την ταπείνωση – αποτελεί μετοχή στην ξενιτεία Εκείνου, δείγμα της αγάπης της σ’ Αυτόν. «Θεοπρεπεί τη μιμήσει συ ξενιτεύσασα του δι’ ημάς εξ άνω προς ημάς κατελθόντος, υψώσαι τους πεσόντας, μένεις σοφή, συγγενέσι μεν άγνωστος, αλλ’ ευσεβέσι γνωστή» (Ξενιτεύτηκες εσύ, σοφή Ξένη, μιμούμενη τον τρόπο του Θεού, που για χάρη μας κατήλθε από τον ουρανό σ’ εμάς, προκειμένου να υψώσει τους πεσμένους στην αμαρτία, και γι’ αυτό μένεις άγνωστη μεν στους συγγενείς σου, αλλά γνωστή στους ευσεβείς). «Ξένην εννοήσασα ζωήν εν ουρανοίς την μένουσαν και μη παρερχομένην, την κλήσιν ως την πράξιν ημείψω, και έδραμες έλαφος ως διψώσα, αθανάτου κατ’ ίχνος μνηστήρος» (Έβαλες στο μυαλό σου την ξένη ζωή που μένει στους ουρανούς και δεν παρέρχεται, γι’ αυτό και έκανες το όνομά σου πράξη, κι έτρεξες σαν διψασμένο ελάφι στα ίχνη του αθανάτου μνηστήρα σου Χριστού).

Η δίψα της οσίας για τον Χριστό κάνει τον υμνογράφο εν προκειμένω να φτάσει σε σπουδαία ύψη λυρισμού, όπως γίνεται συνήθως σε παρόμοιες περιπτώσεις οσίων γυναικών. Ο υμνογράφος δηλαδή ακολουθώντας τον έρωτα της ανθρώπινης ψυχής προς τον Θεό, όπως αποτυπώνεται ιδίως στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης «Άσμα ασμάτων», βάζει και την οσία με τον ίδιο έρωτα προς τον Χριστό να διαλέγεται μαζί Του. «Ως δάμαλις ποθούσα του ποιμένος το θείον κάλλος εκραύγαζες Πού νυν ποιμαίνεις, Νυμφίε; Πού κοιτάζη, ειπέ μοι; Επιποθώ σου ιδείν την υπερβάλλουσαν θέαν και φλέγομαι πάντοθεν» (Σαν δάμαλη που ποθεί τη θεϊκή ομορφιά του ποιμένα, κραύγαζες: Πού ποιμαίνεις το ποίμνιό σου, Νυμφίε; Πού είναι το σπίτι σου, πές μου. Έχω τον πόθο να δω την πάνω από όλα τα ανθρώπινα θέα του προσώπου σου και φλέγομαι από παντού). Για να απαντήσει ο νυμφίος Χριστός στην αναζήτηση αυτή της οσίας Ξένης: «Εράσμιον το κάλλος το εμόν, βοά ο Νυμφίος, ζητούσα, σεμνή, ταις αρεταίς λαμπρυνθείσα, εις ουρανούς με σκόπει εκεί ποιμαίνω εγώ, και τα εμά προσκαλούμαι εκάστοτε θρέμματα» (Αφού ζητάς, σεμνή,  τη δική μου αγαπητή ομορφιά, φωνάζει ο Νυμφίος, και έγινες λαμπρή από τις αρετές, αναζήτησέ με στους ουρανούς. Εκεί ποιμαίνω εγώ και εκεί προσκαλώ κάθε φορά τα δικά μου πρόβατα).

Η επιλογή της οσίας Ξένης να ζήσει ως ξένη επί της γης, ώστε να αποκτήσει τον θείο έρωτα στην ψυχή της του ελθόντος ως Ξένου σε εμάς Χριστού – «επί ξένης φερωνύμως βιούσα», στην ξένη χώρα έζησες ως ξένη, όπως λέει το όνομά σου – δεν ήταν κάτι που ήλθε ξαφνικά. Η επιλογή της να φύγει στα ξένα ήταν καρπός μιας μακράς διεργασίας μέσα της, που απλώς φανερώθηκε όταν τα πράγματα στένεψαν γι’ αυτήν με τον γάμο που της ετοίμασαν οι γονείς της. Και αυτό εξαρχής, ήδη στο πρώτο στιχηρό του εσπερινού της αγίας, επισημαίνει ο υμνογράφος: «Μεταναστεύουσα πρώην τη διαθέσει, Σεμνή,  και βεβαιούσα έργω το κριθέν σοι εννοία, εξήλθες της ματαίας των ηδονών, μακαρία, λειότητος» (Μετανάστευσες από πριν με τη διάθεση, Σεμνή, και βεβαίωσες έπειτα έμπρακτα αυτό που είχες αποφασίσει με το νου σου, γι’ αυτό και βγήκες, μακάρια Ξένη, από τον μάταιο γλιστερό δρόμο των ηδονών). Πράγματι, ο υμνογράφος κάνει μία σοβαρή εδώ παρατήρηση, ψυχολογικού και ανθρωπολογικού περιεχομένου: αυτό που κάνουμε πράξη στη ζωή μας, συνήθως έχει προετοιμαστεί μέσα στην ψυχή μας προ πολλού. Κι όταν οι συνθήκες γίνουν οριακές, όταν στενέψουν τα πράγματα, τότε το κυοφορούμενο φτάνει να γίνει τοκετός. Είναι αυτό που επισημαίνει και η Εκκλησία μας και για την ίδια την αμαρτία: η πράξη της αμαρτίας προϋποθέτει την εσωτερική της διεργασία: η αμαρτία ξεκινά από τη στιγμή που η προσβολή της γίνει αποδεκτή ως διάθεση στον άνθρωπο, αρχίζει να ευχαριστείται αυτός με τη σκέψη της, να αιχμαλωτίζεται, να φτάνει στην πράξη. Γι’ αυτό και αμαρτία είναι και οι λογισμοί της αμαρτίας και όχι μόνον οι συγκεκριμένες ενέργειές της. Το ίδιο όμως συμβαίνει και αντιστρόφως: μία καλή πράξη ετοιμάζεται εσωτερικά, που σημαίνει ότι κι αν δεν φτάσει να εκφραστεί, ήδη ενώπιον του Θεού έχει θεωρηθεί ως ενέργεια.

Είναι περιττό βεβαίως να σημειώσουμε ότι οι ύμνοι της Εκκλησίας μας προβάλλουν και το περιεχόμενο της ασκητικής διαγωγής της οσίας Ξένης, όπως και την επίδρασή της στις άλλες γυναίκες που την ακολούθησαν. Ιδίως η αγνότητά της ως νέκρωση της αμαρτίας μέσα της, η εγκράτειά της, τα δάκρυά της είναι εκείνα που ο υμνογράφος δεν παραλείπει να μας περιγράψει: «Προίκα τω Χριστώ προσήξας την αγνείαν, νέκρωσιν μελών και πόνους εγκρατείας» (Έφερες στον Χριστό ως προίκα την αγνότητά σου, τη νέκρωση των μελών σου και τους κόπους της εγκράτειας)∙ «Βρέχουσα στρωμνήν τοις δάκρυσιν, οσία, και μετά σποδού εσθίουσα τον άρτον» (έβρεχες τη στρωμνή σου με τα δάκρυά σου, οσία, και έτρωγες τον άρτο σου με στάχτη, δηλαδή ζούσες τη μετάνοια σαν τον προφητάνακτα Δαβίδ). Κι από την άλλη, «έγινες παράδειγμα των καλών και έτσι έλκυσες πολλές ψυχές στη σωτηρία, που είχαν διαστραφεί από την εμπαθή προσκόλληση στον κόσμο» («Τύπον σεαυτήν καλών παρεχομένη, είλκυσας πολλάς ψυχάς εις σωτηρίαν, απορραγείσας του κόσμου της προσπαθείας»).

Ο υμνογράφος νιώθει την ανάγκη να παρακαλέσει την αγία να πρεσβεύσει και για εκείνον, δηλαδή για τον καθένα μας, που με τις αμαρτίες μας γινόμαστε ξένοι από τις εντολές του Θεού. «Τον ξενωθέντα μακράν των εντολών του Θεού ημών, οικειωσόν με ταις σαις, οσία, δεήσεσι και ξένον με ποίησον της δεινής γεένης και παθών συνεχόντων με» (Εμένα που έγινα ξένος από τις εντολές του Θεού μας, κάνε με δικό Του με τις δεήσεις σου, οσία, και επίσης κάνε με ξένο από τη φοβερή κόλαση και από τα πάθη που με καταδυναστεύουν).