Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2012

ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΤΩΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ (Γερασίμου μοναχού) ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Λένε οι άγιοί μας ότι η ζωή μας κρίνεται από το τέλος της: από το πώς φεύγουμε από τη ζωή αυτή χρωματίζεται η όλη πορεία της και βεβαίως καθορίζεται το τι μέλλει γίγνεσθαι από εκεί και πέρα. Γι’ αυτόν τον λόγο αφενός κανείς ποτέ δεν μπορεί να καυχηθεί για οτιδήποτε θεωρούμενο καλό του, ενόσω ζει – δεν γνωρίζει πού θα καταντήσει – αφετέρου η Εκκλησία μας εύχεται διαρκώς να είναι «χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά», ώστε να έχουμε «καλήν απολογίαν την επί του φοβερού βήματος του Χριστού». Ο μακαριστός καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Στυλιανός Παπαδόπουλος έφυγε από τον κόσμο τούτο έχοντας, θα έλεγε κανείς, οσιακά τέλη. Πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, εξομολογήθηκε, κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων, ζήτησε συγχώρηση από όλους τους δικούς του ανθρώπους για όποια ηθελημένα ή αθέλητα αμαρτήματά του απέναντί τους, όπως κι έδωσε και τη δική του συγγνώμη σε όλους, πολλώ δε μάλλον σε εκείνους που πιθανόν υπήρξαν θεωρούμενοι εχθροί του. Αν ο ίδιος ο Κύριος μάς δίνει τη δυνατότητα πληροφόρησης της κρίσης Του για εμάς, ήδη από τη ζωή αυτή, ο μακαριστός καθηγητής πρέπει να την είχε λάβει. Διότι λέει: «Αν συγχωρήσετε από την καρδιά σας τα παραπτώματα των συνανθρώπων σας, κι ο Πατέρας  ο Ουράνιος θα συγχωρήσει τα παραπτώματα τα δικά σας». Κι ένα στοιχείο, κρίσιμο νομίζουμε, που δείχνει τα χριστιανικά τέλη του, είναι το γεγονός ότι προ της κοιμήσεώς του, με πλήρη επίγνωση της καταστάσεώς του, με συγκατάθεση και της συζύγου και της οικογενείας του, εκάρη σε μοναχό, λαμβάνοντας το όνομα του μακαριστού θείου του, καθηγητή διατελέσαντος της θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού στη Βοστώνη, επισκόπου Αβύδου Γερασίμου. Ο πολιός καθηγητής, ο σοφός Γέροντας των θεολογικών Γραμμάτων, έφυγε ως Γεράσιμος μοναχός και έτσι τάφηκε στο κοιμητήριο της Ιεράς Μονής του Δοχειαρίου, στο Άγιον Όρος. Και την κουρά τέλεσε, στο νοσοκομείο που νοσηλευόταν ο καθηγητής,  ο επί τριακονταετία περίπου ήδη ευρισκόμενος ως μοναχός στο Άγιον Όρος κατά σάρκα υιός του, αρχιμανδρίτης Φιλόθεος Δοχειαρίτης.

Ο μακαριστός υπήρξε Γέροντας των Θεολογικών Γραμμάτων. Όσοι τον συναναστραφήκαμε, όσοι μαθητεύσαμε κοντά του, όσοι μετείχαμε του θεολογικού προβληματισμού του, την ίδια αίσθηση αποκομίσαμε. Δεν ήταν ο «ξερός» επιστήμονας και ακαδημαϊκός Δάσκαλος, ο λογικοκρατούμενος, του οποίου η προσέγγιση της θεολογίας -  και μάλιστα των Πατέρων της Εκκλησίας, παρά τους πόδας της ζωής και του έργου των οποίων θήτευσε σε όλη τη ζωή του -  ήταν ένας στείρος σχολαστικισμός. Μία τέτοια προσέγγιση συνιστά ουσιαστικά ακρωτηριασμό των Πατέρων και της θεολογίας τους, μία απονεύρωση της διδασκαλίας τους, μία υποβάθμιση αυτού που καλείται ο θεολόγος να υπηρετήσει: τη ζωή της Εκκλησίας. Χωρίς να λείπει από αυτόν η επιστημονικότητα – το αντίθετο: ήταν πολύ αυστηρός στη συλλογή και την επεξεργασία του υλικού των Πατέρων, δουλεύοντας με «μαθηματική» ακρίβεια στη συναγωγή των συμπερασμάτων του – αντιμετώπιζε το «αντικείμενο» της σπουδής του με τον τρόπο της Εκκλησίας: ως αγιοπνευματικό γεγονός. Είχε τη διάκριση, τη μεγίστη των αρετών, να προσκυνά τον άγιο, τον Πατέρα, τον φωτισμένο εκφραστή της θείας αλήθειας, αλλά και να επισημαίνει, με κριτική σκέψη, την προσφορά του, τη θεολογική συμβολή του στην Παράδοση της Εκκλησίας, τις επιρροές που ίσως είχε δεχθεί, τις πιθανές «αποκλίσεις» του. Τα κείμενά του, γι’ αυτό, είχαν και έχουν το άρωμα της ευσέβειας. Μελετώντας τα, και πληροφορείσαι, καθώς ανοίγεται μπρος στα μάτια σου όλος ο Πατερικός πλούτος με την προβληματική της κάθε εποχής, αλλά και κατανύσσεσαι. Είναι σαν να μελετάς «συναξάρια», αλλά απολύτως ελεγμένα και «καθαρισμένα», που σε φέρνουν στην ατμόσφαιρα που ζει με τον άγιο Πατέρα κάθε φορά η Εκκλησία. Και δεν μιλάμε μόνο για τα πιο εκλαϊκευμένα έργα του, εκείνα που έγραψε για να «ζωντανέψει» αφηγηματικά μεγάλους Πατέρες και αγίους: τον Μεγάλο Βασίλειο, τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον άγιο Μακάριο τον Νοταρά, τον όσιο Σάββα τον εν Καλύμνω, ακόμη και τον μακαριστό Γέροντα Ιάκωβο Τσαλίκη, (ο οποίος σεβόταν, σημειωτέον, πάρα πολύ τον καθηγητή), αλλά και τα πιο αυστηρά επιστημονικά του. Δεν είναι τυχαίο που επίσκοπος της Εκκλησίας της Ελλάδος, εν ενεργεία Μητροπολίτης και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, εξέφρασε αυτήν την αίσθηση από τα έργα του, και μάλιστα την Πατρολογία του, λέγοντας: «Το έργο αυτό έχει άρωμα ευλάβειας. Θα ‘θελα να φιλήσω με σεβασμό το χέρι που έγραψε τέτοια κείμενα».

Τη «διπλότητα» αυτή, τον συνδυασμό στον μακαριστό καθηγητή του αυστηρού ερευνητή και του ευλαβικού προσκυνητή, νομίζουμε ότι αποδίδει και το παρακάτω περιστατικό, του οποίου υπήρξαμε αυτήκοοι. Επισκεπτόμενος το Άγιον Όρος – κάτι που το έκανε τακτικά – θέλησε να προσκυνήσει εκείνη την Ιερά Μονή, στην οποία φυλάσσεται και η κάρα του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, του κατεξοχήν αγαπημένου του Πατέρα της Εκκλησίας. Πλήρης κατανύξεως και με προσευχητική διάθεση, βρέθηκε ενώπιόν της. Ο άγιος, για τον ευλαβή καθηγητή, ήταν παρών, μπροστά του. Με δάκρυα στα μάτια και θέρμη καρδίας προσκύνησε. Και ο άγιος τον «αντάμειψε»: ευωδία άρρητη ξεχύθηκε από την κάρα που «ζάλισε» τον προσκυνητή. Ευχαρίστησε τον άγιο, δοξολόγησε τον Θεό, απήλθε χαίρων. Δεν άργησε να ξαναπάει, όταν έγραφε μάλιστα τη ζωή του αγίου Γρηγορίου. Αλλά πήγε αυτήν τη φορά ως ερευνητής. Χωρίς βεβαίως να πάψει ούτε στιγμή να τιμά τον άγιο και να τον ευλαβείται, ζήτησε να ελέγξει ερευνητικά την κάρα, προκειμένου να διαπιστώσει αν υπάρχει σημάδι από τα κτυπήματα που είχαν καταφέρει στην αγία κεφαλή  του αγίου οι αιρετικοί, όταν αυτός υπερμαχούσε για την ορθόδοξη πίστη στην Κωνσταντινούπολη ως αρχιεπίσκοπος, στον μικρό ναό της αγίας Αναστασίας. Και πράγματι, ο ερευνητής καθηγητής το διαπίστωσε. Βρήκε το σημάδι των κτυπημάτων, με βάση τις περιγραφές των κειμένων της εποχής και του ίδιου του αγίου. Αλλά τη φορά αυτή δεν υπήρξε ευωδία, δεν υπήρξε η κατάνυξη της προηγούμενης προσκύνησης. Ο άγιος του «έδωσε» την απάντηση στην έρευνά του, όχι όμως τη χάρη  της  ταπεινής και καρδιακής προσέγγισης.

Ο μακαριστός καθηγητής διακρινόταν και για δύο ακόμη αξιοσημείωτα, για μένα, πράγματα. Πρώτον, για τη φυσική του ευγένεια, δεύτερον, για το πάθος του ως προς τη γλώσσα. Ήταν εκ χαρακτήρος ευγενής άνθρωπος. Η όλη συμπεριφορά του, η μειλίχια έκφραση του προσώπου του, ο τόνος ακόμη της φωνής του – χαμηλός πάντοτε και ποτέ δυνατός και τρανταχτός – πρόδιδαν αληθώς άνθρωπο που δεν ήθελε να προκαλεί και να επισύρει επάνω του τα βλέμματα των άλλων. Μάλλον γοήτευε τους ανθρώπους, χωρίς να  επιδιώκει κάτι τέτοιο ασφαλώς, με την εσωτερική του ακτινοβολία. Τον γνώριζες και έλεγες ότι συνάντησες αυτό που λέμε «αρχοντάνθρωπο». Και βεβαίως η ευγένειά του αυτή φανέρωνε όχι μόνον τον εκ φύσεως ομαλό ψυχισμό του, αλλά και τον έντονο καρδιακό του αγώνα, τον οποίο κάνει ο άνθρωπος του Θεού  για να υποτάξει τα αμαρτωλά πάθη στον ηγεμόνα νου. Και δεν ήταν δυνατόν, εκείνος που ζούσε και ανέπνεε με τους αγίους Πατέρες να μην επηρεαζόταν από τη ζωή και τη σκέψη τους, η χάρη τους να μην επισκίαζε την ύπαρξή του.

Το πάθος του για τη γλώσσα από την άλλη ήταν παροιμιώδες. Αφενός θαύμαζε  κάθε μεγάλο τεχνίτη του λόγου – όχι κατ’ ανάγκην μόνο τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς – αφετέρου «παίδευε» πολύ τα κείμενά του μέχρι να πει ότι είναι το «τελικό» κείμενο. Κι είχε την αίσθηση ότι και τότε δεν έχει φτάσει στο όριο που ήθελε. «Κατώφλι πέρατος» άλλωστε δεν χαρακτηρίζουν οι γλωσσολόγοι και το πιο τέλειο θεωρούμενο γραπτό; Πάντοτε υπάρχουν περιθώρια βελτιώσεώς του. Πολλές ήταν επ’ αυτού οι συζητήσεις του – που του άρεσε να τις διηγείται – μ’ έναν μεγάλο μάστορα κι αυτόν του λόγου, μακαριστό επίσης, τον Βασίλη Μουστάκη. Κι απόδειξη του πάθους του για τη γλώσσα, για την πιο καλή εκφορά του κειμένου του – ο ίδιος είχε γράψει για τη «θεωρία του κάλλους» που έλεγε ο Μέγας Βασίλειος: την αλήθεια δηλαδή δοσμένη με τον καλύτερο τρόπο, σαν το φύλλωμα του δέντρου που ντύνει τον καρπό του – ήταν η συγγραφή και συγκεκριμένου βιβλίου με τίτλο «Θεολογία και Γλώσσα».

Ο καθηγητής Στυλιανός Παπαδόπουλος, ο μοναχός Γεράσιμος, μετέστη στους ουρανούς. Η επί γης Εκκλησία και ο επίγειος κόσμος μας φτώχυνε – αυτή είναι η απλοϊκή κρίση μας. Αλλά η φυγή του αποτελεί, νομίζουμε, εμπλουτισμό της ουράνιας Εκκλησίας. Αναπαύεται η ευγενής ψυχή του στα σκηνώματα των δικαίων και των αγίων, «εν κόλποις Αβραάμ», βλέποντας και ζώντας, μέσα στη χάρη του Θεού, «πρόσωπον προς πρόσωπον» τώρα, αυτούς που με σφοδρό πόθο είχε αγαπήσει στην εδώ ζωή του: τους Πατέρες της Εκκλησίας, και προσδοκώντας και αυτός «συν πάσι τοις αγίοις» τη Δευτέρα του Κυρίου Παρουσία. Ο Θεός να αναπαύει την ψυχή του. Και να έχουμε την ευχή του.