Δευτέρα 9 Ιουλίου 2012

Ο ΕΓΩΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΑΣ



Είναι πολύ γνωστό από την πατερική παράδοση ότι ο εγωισμός συνιστά την ουσία της αμαρτίας. Κάθε πάθος και κακία, μάλιστα δε τα τρία βασικά πάθη της ψυχής, από τα οποία πηγάζουν και όλα τα άλλα, η φιληδονία, η φιλοδοξία και η φιλαργυρία, στο έσχατο βάθος τους συναντούν τον εγωισμό ή αλλιώς τη φιλαυτία. Ο εγωισμός αποτελεί δηλαδή την πηγή κάθε κακού.
Βασικό σύμπτωμα του εγωισμού είναι η δικαιολογία: η προσπάθεια να δικαιώνουμε τον εαυτό μας, ειδικά στις περιπτώσεις που μας κατηγορούν ή που νιώθουμε ένοχοι για κάτι. Και τούτο γιατί έχουμε συνήθως μια ορισμένη εκτίμηση για τον εαυτό μας - μικρή ή μεγάλη, ανάλογα με το είδωλο που έχουμε κτίσει για τον εαυτό μας – που βλέπουμε ότι εξαιτίας κάποιας ενέργειας ή εν γένει της στάσης μας κινδυνεύει να χαθεί. Έτσι η δικαιολογία είναι η προσπάθεια, θα λέγαμε, να μη κλυδωνιστεί ή θρυμματιστεί αυτό το αυτοείδωλο. Είναι ο αγώνας να κρατήσουμε τον εγωισμό μας.
Η προσπάθεια αυτή φαίνεται να είναι συνέχεια της προσπάθειας των προπατόρων μας να μη δεχθούν την αμαρτία τους. Κι εκείνοι, όπως κάνουμε κι εμείς, θέλησαν να δικαιολογηθούν για την ανυπακοή τους. Δεν πήραν το σφάλμα επάνω τους, γι᾽ αυτό και ο καθένας έριχνε το βάρος στον άλλο και κατ᾽ επέκταση στον Θεό. Η έλλειψη αυτή αυτομεμψίας τους ήταν μάλιστα χειρότερη και από την ίδια την ανυπακοή τους. Αυτή τους οδήγησε και στην έξωσή τους από τον Παράδεισο.
Από την άποψη αυτή η δικαιολογία οδηγεί τον άνθρωπο σε απώλεια. Μπορεί να νομίζει κανείς ότι δι᾽ αυτής αποκαθιστά τα πράγματα, στην πραγματικότητα όμως τα καταστρέφει όλα: χάνει την ειρήνη του με τον Θεό, θέτει φράγμα στην επικοινωνία με το συνάνθρωπο, ο ίδιος νιώθει ταραγμένος. Κι είναι επόμενο, αφού η κατάσταση αυτή, καθώς είπαμε, είναι αγώνας για δικαίωση της αμαρτίας και της ειδωλολατρείας. Αλλά ο Χριστός ήλθε να γκρεμίσει όλα τα είδωλα, και πρώτα από όλα το είδωλο του εαυτού μας. Ήλθε να μας ενώσει όλους στη συναίσθηση της αμαρτίας μας, δεδομένου ότι δεν υπάρχει αναμάρτητος επί γης, που σημαίνει: Χριστός και δικαιολογία ως έκφραση αμαρτίας δεν συμβιβάζονται.
Θα πει κανείς: αυτό ισχύει, όταν πράγματι είμαι ένοχος και δεν θέλω να αναγνωρίσω το σφάλμα μου. Όταν όμως δεν φταίω; Δεν χρειάζεται τότε να δικαιολογηθώ; Αν αφήσει κανείς ένα πολύ μικρό ποσοστό για μια τέτοια περίπτωση – και σ᾽ αυτήν όμως χρειάζεται η δικαιολογία να γίνει με πολλή ταπείνωση και χωρίς επιμονή κι αφού ζητηθεί κάτι τέτοιο – η απάντηση είναι κι εδώ αρνητική. Διότι πέρα από το γεγονός ότι μπορεί να έχουμε φταίξει χωρίς να το αντιληφθούμε, όμως είμαστε ένοχοι γενικά ως άνθρωποι κι εμείς αμαρτωλοί, που με τις αμαρτίες μας επιδρούμε και στον υπόλοιπο κόσμο, έστω κι αν δεν το βλέπουμε αισθητά. Είναι δηλαδή βασική διδασκαλία της Εκκλησίας μας ότι ο κάθε άνθρωπος δεν είναι και δεν λειτουργεί ως άτομο, ξεκομμένος από τον υπόλοιπο κόσμο. Όλη η δημιουργία, έλλογη και άλογη, είναι ενοποιημένη, ως δημιούργημα του ενός Τριαδικού Θεού, και κρατείται στην ύπαρξη και οδηγείται στον τελικό της προορισμό από τις άκτιστες ενέργειες του Θεού. Έτσι όλοι είμαστε υπεύθυνοι για όλους και για όλα και όχι μόνο για τον εαυτό μας. Η εκκλησιολογική θεμελίωση της αλήθειας αυτής βρίσκεται μεταξύ των άλλων στην εικόνα της Εκκλησίας ως σώματος, όπου ο καθένας είναι μέλος αυτού του σώματος. Και Εκκλησία στη γενική της έννοια είναι ο κόσμος όλος. Συνεπώς σε κάθε περίπτωση είμαστε κι εμείς ένοχοι, έστω κι αν δεν νιώθουμε κάτι τέτοιο. Οπότε το να μεμφθεί και να μέμφεται κανείς τον εαυτό του για όλα είναι η πιο αληθινή και φυσιολογική γι᾽ αυτόν οδός.
Η ασκητική μας παράδοση έχει διασώσει πολλά λόγια και περιστατικά από τη ζωή των αγίων, που πείθουν για το θέμα αυτό. Ο άγιος Αντώνιος για παράδειγμα, όταν ρωτήθηκε για το ποιο είναι το μεγαλύτερο έργο που έχει να κάνει κανείς απάντησε: Αυτή είναι η πιο μεγάλη εργασία του ανθρώπου: να παίρνει επάνω του το σφάλμα του και να περιμένει πειρασμό μέχρι την τελευταία του πνοή.
Ο άγιος Μωυσής ο αιθίοπας, όταν μπαίνοντας κάποτε ως ιερέας που ήταν στο άγιο Βήμα αντιμετώπισε την περιφρόνηση των άλλων, δεν ταράχτηκε ούτε κατηγόρησε. Μέμφθηκε όμως τον εαυτό του λέγοντας: Καλά σου λένε, αράπη. Αφού δεν είσαι άνθρωπος, τι θέλεις μαζί με τους ανθρώπους;
Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος μας διασώζει στο ομώνυμό του έργο για κάποιο γέροντα, που έλεγξε ένα νεαρό μοναχό για τον εγωισμό του. Κι όταν εκείνος άρχισε να δικαιολογείται ότι δεν είναι εγωιστής, του είπε: Και ποια μεγαλύτερη απόδειξη του εγωισμού σου θα μου έδινες, παιδί μου, από το ότι λες ότι δεν είσαι εγωιστής;
Ο όσιος Ποιμήν συνήθιζε να λέγει συχνά ότι ο αυτομεμφόμενος βρίσκει σε όλα ανάπαυση, ενώ ο αββάς του όρους της Νιτρίας, καθώς μας λέει επίσης το Γεροντικό, όταν ρωτήθηκε, ῾τι βρήκες περισσότερο σ᾽ αυτόν τον τρόπο ζωής, πάτερ;᾽αποκρίθηκε, ῾Βρήκα το να κατηγορώ και να μέμφομαι τον εαυτό μου πάντοτε᾽, οπότε αυτός που ρώτησε πρόσθεσε, ῾άλλος δρόμος από αυτόν δεν υπάρχει᾽.
Ας μνημονεύσουμε τέλος περιληπτικά κι ένα συγκλονιστικό περιστατικό που μας αναφέρει ο αββάς Ζωσιμάς. Πρόκειται για έναν γέροντα, ο οποίος διατηρούσε στο μοναστήρι που βρισκόταν μια πολύ καλή φιλία μ᾽ έναν διάκονο. Ξαφνικά εκείνος, χωρίς λόγο, άρχισε να ψυχραίνεται μαζί του. Κι όταν τον ρώτησε τι συμβαίνει, ο διάκονος τον κατηγόρησε για κάτι. Εκείνος ψάχνοντας μέσα του διαπίστωσε ότι δεν είχε κάνει ή πει τίποτε, πράγμα που το διαβεβαίωσε στον διάκονο, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Τελικά, μετά κι από άλλες τέτοιες προσπάθειες δικαιολογίας, φωτίστηκε από τον Θεό κι άρχισε να μέμφεται τον εαυτό του λέγοντας ότι κι αν ακόμη δεν νιώθει ένοχος, όμως είναι ένοχος, γιατί μπορεί να έφταιξε χωρίς να το καταλάβει. Μετανιωμένος λοιπόν και νιώθοντας ευγνωμοσύνη για τον διάκονο, που γινόταν αφορμή να δει αθέατες πλευρές του χαρακτήρα του, τον επισκέφτηκε για να του ζητήσει συγγνώμη. Μα η αυτομεμψία του αυτή ήταν κι η αρχή της λύσης της παρεξήγησης. Γιατί πριν προλάβει να πει οτιδήποτε, ο διάκονος πρόσπεσε στα πόδια του λέγοντας ότι ο Θεός τον πληροφόρησε ότι εκείνος δεν φταίει για τίποτε.
Η αυτομεμψία λοιπόν και η αποφυγή της δικαιολογίας είναι η οδός της αγιότητας. Αυτή ειρηνεύει τον άνθρωπο και ανοίγει τον δρόμο για την εύρεση του Θεού και του συνανθρώπου. Η αυτομεμψία, θα μπορούσαμε να πούμε, είναι η οδός της συμμετοχής μας στον Σταυρό του Χριστού. Καθώς Εκείνος μας έσωσε ῾αίρων την αμαρτίαν του κόσμου᾽, έτσι κι εμείς σωζόμαστε και βοηθάμε στη σωτηρία και των άλλων, αίροντας τη δική μας την αμαρτία και σ᾽ ένα ποσοστό και των άλλων, με τη δύναμη βεβαίως του Σταυρωθέντος Κυρίου μας και ικανούμενοι από Αυτόν.