Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2020

ΔΡΑΣΚΕΛΙΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΦΩΣ... (66)


Η εντολή του Κυρίου μεταξύ άλλων είναι «μή ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ, ἀλλ’ ὅστις σέ ραπίσει ἐπί τήν μίαν σιαγόνα στρέψον αὐτῷ καί τήν ἄλλην». Μία εντολή που προκαλεί αντιδράσεις σε πολλούς χριστιανούς, οι οποίοι αρνούνται να παίξουν τον ρόλο του «καρπαζοεισπράκτορα» καθώς λένε· κι ούτε να δεχτούν την έσχατη αδικία: όχι μόνο να μην αντιδράσουν στην πονηρή εναντίον τους στάση των άλλων αλλά να είναι έτοιμοι και να υποστούν και τα χειρότερα. Πράγματι, με τη λογική και την όποια ανθρώπινη κατανόηση της δικαιοσύνης η εντολή του Κυρίου μοιάζει ανεδαφική, κυρίως όμως άδικη - στην πρόκληση της αδικίας κάθε ψυχή αντιδρά. Αλλ’ αυτό που φαίνεται λογικό και ανθρώπινα δίκαιο είναι και χριστιανικό; Η απάντηση ασφαλώς είναι όχι. Διότι τότε θα έπρεπε να αρνηθούμε όλη τη θεία οικονομία της σωτηρίας εν προσώπω Ιησού Χριστού: μπορεί η λογική να «σηκώσει» την ενανθρώπηση του Θεού με τον τρόπο που έγινε και με τον τρόπο που εξελίχτηκε; Ή μπορεί η ανθρώπινη δικαιοσύνη να «σηκώσει» το βάρος της θείας δικαιοσύνης, κατά την οποία ο αθώος «τιμωρείται» και ο ένοχος σώζεται και δικαιώνεται; Πού πρέπει δηλαδή να θέσουμε τον Σταυρό του Κυρίου, αν κριτήριό μας είναι η λογική μας και η δικαιοσύνη μας;
Με άλλα λόγια η απάντηση στο καίριο αυτό ανθρώπινο δύσκολο ερώτημα βρίσκεται στην αγάπη του Θεού μας, όριο της οποίας είναι ο Σταυρός Του. Που θα πει: όταν κανείς αρχίζει να αγαπά τον συνάνθρωπό του κατά το πρότυπο του Χριστού, τότε ξεπερνά τις όποιες δεσμεύσεις της λογικής και τις αγκυλώσεις της δικής του έννοιας της δικαιοσύνης. Πώς; Ενισχυόμενος από τη χάρη του Θεού, την οποία έλαβε και λαμβάνει από τα μυστήρια της Εκκλησίας. Ο βαπτισμένος χριστιανός δηλαδή ως μέλος πια Χριστού, καθώς τρέφεται από το σώμα και το αίμα Εκείνου, παίρνει τη δύναμη να ζει σαν κι Εκείνον, όπως καθορίζεται τούτο από την εντολή Του: «αὕτη ἐστίν ἡ ἐντολή ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθώς ἠγάπησα ὑμᾶς. Μείζονα ταύτης ἐντολήν οὐδείς ἔχει, ἵνα τις τήν ψυχήν αὐτοῦ θῇ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ». Και: «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν». Στο πνευματικό αυτό επίπεδο ο χριστιανός κατανοεί τον εαυτό του ως προέκταση και συνέχεια του Χριστού, προσβλέποντας πάντοτε και αδιάκοπα σ’ Εκείνον κι έχοντάς Τον ως διαρκή αναφορά και προοπτική Του – το κέντρο βάρους του εαυτού του δεν είναι ο κόσμος ο πεσμένος στην αμαρτία, αλλά ο ίδιος ο Θεός εν Χριστώ. Κι ακόμη: ξέρει ότι τα όποια δίκια του που δεν διεκδικεί γιατί τα έχει αναθέσει στον Κύριο, θα βρουν την απάντησή τους με τον τρόπο που Εκείνος μόνον καλύτερα από κάθε άλλον γνωρίζει. «Μή ἐκδικεῖτε ἑαυτούς», λέει και πάλι ο λόγος του Θεού. Διότι «ἐμοί ἐκδίκησις, ἐγώ ἀνταποδώσω, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ». Ο χριστιανός έτσι έχει εναποθέσει τα πάντα στον Κύριο κι αυτή του η πίστη στην Πρόνοιά Του τον καθοδηγεί και τον ησυχάζει.
Πέραν τούτου όμως: η εντολή «μή ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ» - κι είναι ευνόητο βεβαίως ότι μιλάμε για τον άνθρωπο που είναι πονηρός και όχι για τον Πονηρό διάβολο, μολονότι και για εκείνον από μία άποψη έχει ισχύ ο λόγος -  έχει και τη διάσταση του να μην μπεις στο ίδιο επίπεδο με τον άνθρωπο αυτό. Γιατί ο πονηρός άνθρωπος, έχοντας μεγάλη εμπειρία της πονηρίας, θα σε οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στο δικό του επίπεδο. Πας να αντιπαλέψεις με τα ίδια όπλα του πονηρού, αλλά βεβαίως υπερισχύει όποιος έχει τη μεγαλύτερη εμπειρία. Οπότε, χαμένος «από χέρι» που λένε. Γι’ αυτό και η αντίδραση του χριστιανού είναι η μεγαλύτερη δύναμη: η ταπεινή αγάπη, η οποία κινητοποιεί την παντοδυναμία του ίδιου του Θεού. Θυμίζει κάπως η παραπάνω επισήμανση μία αγγλική παροιμία. Τι λέει; «Δεν πρέπει να παλεύεις με γουρούνια. Διότι και σε κυλούνε στη λάσπη και το απολαμβάνουν».