Ἔχει ὀρθά τονιστεῖ ὅτι ἡ σχέση τῆς ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς μέ τήν ἑορτή τῶν ῾Αγίων Πάντων στήν ᾽Εκκλησία μας ἀποτελεῖ σχέση αἰτίου καί αἰτιατοῦ, δηλαδή ἐκεῖνο πού δημιουργεῖ τό γεγονός τῆς ἁγιότητας εἶναι τό Πανάγιον Πνεῦμα, τό Ὁποῖο ἀπέστειλε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος ᾽Ιησοῦς Χριστός, μετά τήν ἔνδοξη ἀνάληψή Του εἰς τούς οὐρανούς, τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Μέ ἄλλα λόγια οἱ ἅγιοι συνιστοῦν τά ἔργα τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, κάτι πού μᾶς ὁδηγεῖ στήν κατανόηση ὅτι μιλώντας γιά τούς ἁγίους μιλᾶμε γιά γεγονός πού ὑπερβαίνει τήν ὁριζόντια ἀνθρώπινη μόνο κατανόησή τους. Οἱ ἅγιοι, ὅπως πιστεύουμε ὅτι θά δείξουμε καί στή συνέχεια, φανερώνουν τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, συνιστοῦν τήν προέκταση τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου μέσα στά πλαίσια τοῦ ἐδῶ καί τοῦ τώρα. Εἶναι οἱ ῾ἐν σαρκί περιπολοῦντες Θεοί᾽, κατά γνωστή ἔκφραση ἐκκλησιαστικοῦ Πατέρα. Ἡ ἑορτή τῶν ἁγίων Πάντων λοιπόν θέτει κάθε φορά αὐτό τό ἐρώτημα, τό ὁποῖο κάθε χριστιανός πρέπει νά τό θέτει καί στόν ἑαυτό του: ῾Ποιός εἶναι ὁ ἅγιος;᾽ Νά ἐξηγήσουμε λίγο περισσότερο τήν παραπάνω περί ἁγίων τοποθέτηση.
Κατά πρῶτον θά πρέπει νά ὑπερβοῦμε τήν ἁπλή ἀντίληψη πολλῶν συνανθρώπων μας, ἀκόμη καί χριστιανῶν, πού τήν ἁγιότητα τήν ἐξαρτοῦν ἀπό συνθῆκες μόνον τοπικές, δηλ. ὅτι ἕνα συγκεκριμένο πλαίσιο ζωῆς ὁδηγεῖ καί στήν ἁγιότητα, εἴτε μέ τήν ἔννοια ὅτι ἅγιος γίνεται ἐκεῖνος πού ἀπομακρύνεται ἀπό τόν κόσμο, σάν ἕνα εἶδος ὑπερανθρώπου ἀσκητῆ, εἴτε μέ τήν ἔννοια ἐκείνου πού ἀγωνίζεται μέσα στόν κόσμο, σάν ἕνα εἶδος κοινωνικοῦ ἐργάτη. Ὁ ἅγιος εἶναι πέρα ἀπό τέτοιες ἁπλουστεύσεις καί ῾ἀγκυλώματα᾽. Ὅπως τό ὑπονοήσαμε καί παραπάνω καί τό τονίζει διαρκῶς ἡ ἐκκλησιαστική μας παράδοση, ἅγιος εἶναι ἁπλῶς ὁ συνεπής πιστός. Αὐτός πού προσπαθεῖ νά ζεῖ σωστά ὡς μέλος τῆς ᾽Εκκλησίας, πού σημαίνει προσπαθεῖ νά κρατάει ἀνοιχτή τή θύρα τῆς ψυχῆς του ἀπέναντι στόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο. Κι αὐτό μπορεῖ νά γίνει εἴτε κανείς πηγαίνοντας σ᾽ ἕνα μοναστήρι εἴτε μένοντας στόν κόσμο, διότι ἀκριβῶς τό ζητούμενο εἶναι ἡ διακράτηση τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ πού ὁ ἄνθρωπος παίρνει μέ τήν εἴσοδό του στήν ᾽Εκκλησία διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καί τοῦ ἁγίου χρίσματος καί ὄχι ὁ τόπος στόν ὁποῖο κάποιος θά ἐπιλέξει νά μείνει.
Ὁ πιστός λοιπόν χριστιανός, πού λειτουργεῖται καί λειτουργεῖ στό σῶμα τῆς ᾽Εκκλησίας, εἶναι ὁ ἅγιος. Γι᾽ αὐτό καί στούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες ἡ λέξη ῾ἅγιος᾽ ἦταν ἡ φυσιολογική προσφώνηση γιά τούς χριστιανούς. Καί τί σημαίνει χριστιανός; Ὅπως ἐπιγραμματικά μᾶς τό λέει καί ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης τῆς Κλίμακος ῾Χριστιανός ἐστι μίμημα Χριστοῦ κατά τό δυνατόν ἀνθρώπῳ᾽. Χριστιανός εἶναι ὅποιος ῾μιμεῖται᾽ τόν Χριστό, μέσα στά πλαίσια τῶν ἀνθρωπίνων δυνατοτήτων. Συνεπῶς ἅγιος εἶναι καί γίνεται κάθε χριστιανός πού βαδίζει πάνω στά χνάρια τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, αὐτός πού ἀκολουθεῖ τόν Χριστό, ὅπως διαρκῶς τό ζητοῦσε ὁ ῎Ιδιος - ῾ἀκολούθει μοι᾽ (Ματθ. 8, 22 κ.ἀ.) ἦταν πάντοτε ἡ κλήση Του πρός κάθε μαθητή Του – κι ὅπως προέτρεπαν στή συνέχεια καί οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ ὅλους τούς ἀνθρώπους :῾ἐν αὐτῷ περιπατεῖτε᾽ (Κολ. 2, 6). Τό ἴδιο ἀκριβῶς ἐπισημαίνουμε καί στό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς Κυριακῆς: ῾ἰδού ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καί ἠκολουθήσαμέν σοι᾽ (Ματθ. 19, 27).
Ἡ ἀκολουθία αὐτή τοῦ Χριστοῦ δημιουργεῖ σχέση φιλίας καί ἀγάπης ἀνάμεσα στόν Χριστό καί τούς πιστούς καί ἐξηγεῖ, ἀφενός, τή δύναμη τήν ὁποία ἔχουν στόν κόσμο, δύναμη στήν πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ πού ἐνεργεῖ μέσω αὐτῶν, καί, ἀφετέρου, τήν τιμή, τήν ὁποία ἀπολαμβάνουν στήν ᾽Εκκλησία μας, κάτι πού δέν φαίνεται νά κατανοοῦν ὁρισμένες ὁμάδες αἱρετικῶν, γιατί ἀκριβῶς δέν ἔχουν ὀρθές θεολογικές προϋποθέσεις, μή ἀποδεχόμενοι δηλαδή τό μυστήριο τῆς σχέσης ταύτισης πού δημιουργεῖ ὁ Χριστός μέ τούς ἴδιους τούς πιστούς Του. ῾Ὑμεῖς φίλοί μού ἐστε, ἐάν ποιῆτε ὅσα ἐντέλλομαι ὑμῖν᾽ (᾽Ιωάν. 15, 14), εἶπε ὁ Κύριος, ῾ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα᾽ (15,5 ), ἐνῶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος τονίζει τό ἀποτέλεσμα τῆς σχέσης μέ τόν Χριστό: ῾πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ᾽(Φιλ. 4, 13 ).
Μέ τούς ὅρους αὐτούς, χαρακτηριστικά τοῦ ἁγίου, ὅπως τά ἐπισημαίνουμε γενικῶς ἀπό αὐτά πού ἔχει πεῖ ὁ Κύριος καί ἔχουν διδάξει οἱ ἀπόστολοι, εἶναι ἡ πίστη καί ἡ ὑπακοή στόν Θεό, ἡ χωρίς ὅρια ἀγάπη στόν συνάνθρωπο, ἡ ταπείνωση, ὡς συναίσθηση τῆς μηδαμινότητας καί ἁμαρτωλότητας τοῦ ἑαυτοῦ. Ὁ ἅγιος ἑπομένως δέν εἶναι μία αὐτονομημένη καί ἀτομοκεντρική ὕπαρξη. ᾽Αντιθέτως, εἶναι ὁ πλήρως ἐξαρτημένος ἀπό τόν Θεό, αὐτός πού ἀναφέρει ῾ἑαυτόν καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν αὐτοῦ Χριστῷ τῷ Θεῷ᾽. ῞Αγιος μ᾽ ἕναν λόγον εἶναι, ὅπως ἤδη εἴπαμε, ὁ ἐνεργούμενος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἐνέργεια αὐτή τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ ὅμως ἐξαρτᾶται ἀπό τή δεκτικότητα τοῦ ἀνθρώπου. ᾽Ανάλογα μέ τή δεκτικότητα αὐτοῦ, ἄρα ὄχι ἀπό τήν προσφορά τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία εἶναι χωρίς ὅρια - ῾οὐκ ἐκ μέτρου δίδωσιν ὁ Θεός τό Πνεῦμα᾽ (᾽Ιωάν. 3, 34) – λαμβάνει ὁ πιστός τή χάρη τοῦ Θεοῦ, πού θά πεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εὐθύνεται ἀποκλειστικά γιά τήν πνευματική του κατάσταση. ῎Ανθρωπος πού ἀνταποκρίνεται ἐν ἀγάπῃ πρός τό ἄνοιγμα ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ῾βλέπει᾽ πλούσια καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ στήν ὕπαρξή του. ῎Ανθρωπος, ἀπό τήν ἄλλη, πού διστάζει καί ἀπιστεῖ πρός αὐτήν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, βιώνει τήν ἀπουσία τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ ἤ τήν ὀλιγότητά της στήν ὕπαρξή του. Κι αὐτό αἰτιολογεῖ καί τή διαβάθμιση πού ὑπάρχει στήν ἁγιότητα. Δέν εἶναι ὅλοι οἱ ἅγιοι στό ἴδιο ὕψος ἁγιότητας. ῾᾽Αστήρ ἀστέρος διαφέρει᾽ (Α´ Κορ. 15, 41) βεβαιώνει ὁ ἀπόστολος, ἐνῶ καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς ἀποκάλυψε ὅτι ῾ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός του πολλαί μοναί εἰσι᾽ (᾽Ιωάν, 14, 2). Ὑπάρχει, λοιπόν, ὅπως πολύ ὀρθά ἔχει εἰπωθεῖ ῾ἅγιος μέ ἄλφα μικρό καί ῞Αγιος μέ ἄλφα κεφαλαῖο᾽.
Τί προσδιορίζει τή δεκτικότητα τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν ὁποία μιλᾶμε; ᾽Από τί ἐξαρτᾶται αὐτή; Κατά τήν πίστη μας, ἀπό τόν βαθμό τῆς ταπείνωσης τοῦ ἀνθρώπου. Ὅσο πιό μεγάλη εἶναι ἡ ταπείνωση, τόσο μεγαλύτερος εἶναι ὁ χῶρος πού ἀνοίγεται στήν καρδιά του γιά τή λήψη τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὅσο λιγότερη ταπείνωση ὑπάρχει, τόσο καί λιγότερο Πνεῦμα Θεοῦ δέχεται ἡ ὕπαρξή του. Καί τοῦτο γιατί ῾ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν᾽ (Α´Πέτρ. 5,5). Κι εἶναι εὐνόητο: ἡ ἀνυπαρξία τῆς ταπείνωσης δηλώνει τήν ὑπερηφάνεια καί τόν ἐγωϊσμό τοῦ ἀνθρώπου, ἄρα καί τήν ἔλλειψη στήν καρδιά του χώρου γιά τόν Θεό. Τό ἀνθρώπινο ἐγώ εἶναι ἀδηφάγο καί κυριαρχικό. Ποῦ νά σταθεῖ λοιπόν ἐκεῖ ὁ Θεός; ῎Ετσι ἡ ταπείνωση, ὡς ἀγώνας ἐξαλείψεως τοῦ ἐγωϊσμοῦ καί δημιουργίας συνθηκῶν ἀγάπης, ῾συντονίζει᾽ τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό, φανερώνει δηλαδή καί τόν βαθμό κάθαρσης τῆς καρδιᾶς του, γι᾽ αὐτό καί ἡ ταπείνωση θεωρεῖται κατά τούς ἁγίους μας καί τό κριτήριο γιά τή γνησιότητα τῆς πίστης στόν Θεό καί τῆς ἀγάπης πρός τόν συνάνθρωπο. Μέ ἄλλα λόγια, βάση ὅλων τῶν ἀρετῶν - ἡ πίστη καί ἡ ἀγάπη χαρακτηρίζονται ὡς ἡ συμπύκνωση ὅλων τῶν ἀρετῶν – θεωρεῖται ἡ ταπείνωση. Ἡ ταπείνωση εἶναι τελικῶς τό κριτήριο τῆς ἁγιότητος.
῾Κάποτε – μᾶς διηγεῖται ἡ ἀσκητική παράδοση τῆς ᾽Εκκλησίας - ἐπισκέφθηκαν τόν ἅγιο ᾽Αντώνιο ὁρισμένοι μοναχοί. Εἶχαν μεταξύ τους καί ἕναν νεαρό μοναχό, πού τόν ἐπαίνεσαν ὡς καλό ἀδελφό. Ὁ ᾽Αντώνιος τόν πρόσβαλε ἐπίτηδες καί διαπίστωσε ὅτι ἐκεῖνος ἀντέδρασε καί ἄρχισε τίς δικαιολογίες. Τότε ὁ ᾽Αντώνιος τόν συμβούλευσε νά προσέχει, γιατί ἐξωτερικά μέν φαίνεται ὡς ὡραία πόλη, πού ὅμως τή λυμαίνονται ἀπό πίσω ληστές᾽. Οἱ δικαιολογίες δηλαδή τοῦ νεαροῦ μοναχοῦ ἦταν καίριο σημάδι γιά τόν ὅσιο ὅτι αὐτός δούλευε ἀκόμη στόν ἐγωϊσμό του, ἀφοῦ εἶναι γνωστό ὅτι ὁ ταπεινός ἄνθρωπος ἀποφεύγει τίς δικαιολογίες, συχνά κι ἄν ἀκόμη ἔχει δίκιο.
῞Αγιος λοιπόν δέν εἶναι τόσο ὁ ἐνάρετος, ὅσο ὁ ταπεινός. ᾽Αρετή χωρίς ταπείνωση δέν σημαίνει τίποτε. ῾᾽Απούσης ταπεινοφροσύνης πάντα τά ἡμέτερα ἕωλα᾽ σημειώνει καί πάλι ὁ τῆς Κλίμακος ἅγιος. ᾽Ενάρετοι μπορεῖ νά βρεθοῦν σέ πολλούς χώρους, ἀκόμη καί ἐξωχριστιανικούς, μά ταπεινοί μόνο στό χῶρο τοῦ χριστιανισμοῦ καί μάλιστα ἰδίως στήν ᾽Ορθόδοξη ᾽Εκκλησία. ῾Ἡ ταπείνωση εἶναι κατόρθωμα μόνον τῶν ὀρθοδόξων. Στούς ἑτεροδόξους, ὅσο καί νά ψάξεις, δέν πρόκειται ποτέ νά τήν βρεῖς᾽ (᾽Ιωάννης Κλίμακος). Βεβαίως, ὁ ταπεινός, ὅπως εἴπαμε, εἶναι γεμᾶτος ἀπό ἀρετές, γιά τίς ὁποῖες ὅμως δέν καυχιέται, γιατί τίς ἀνάγει στόν χορηγό αὐτῶν, τόν ἴδιο τόν Θεό. Ἡ ἀρετή δηλαδή εἶναι καρπός τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ καί ὄχι μίας δικῆς του αὐτονομημένης προσπάθειας.
Μετά τά παραπάνω εἶναι πιά πασιφανές ὅτι δέν ὑπάρχει ἰδιαίτερη ὁμάδα ἀνθρώπων, γιά τήν ὁποία καί μόνο νά θεωρεῖται προνόμιο ἡ ἁγιότητα. Τό νά γίνουμε ἅγιοι εἶναι ἐντολή καί προτροπή τοῦ Κυρίου γιά ὅλους μας. ῾῞Αγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι᾽ (Α´ Πέτρ. 1,16). ῾Ο εἰκονισμός τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ θεολογική βάση γι᾽ αὐτόν τόν κοινό κλῆρο. ῾῞Α λέγω ὑμῖν, πᾶσι λέγω᾽ (Μάρκ. 13, 37) βεβαίωνε ὁ Κύριος ἐπίσης τούς μαθητές Του. ῞Ολοι λοιπόν εἴμαστε κλημένοι στήν ἁγιότητα. Οἱ ἀποστροφές: ῾Αὐτά εἶναι γιά τούς καλόγερους καί τούς παπάδες᾽ ἤ ῾ἅγιοι θά γίνουμε;᾽ εἶναι διαστροφές καί δείχνουν, τό λιγότερο, ἀνευθυνότητα καί ἄγνοια τῆς Γραφῆς καί τῆς Παράδοσης τῆς ᾽Εκκλησίας μας.
Βεβαίως, χρειάζεται καί πάλι νά τονιστεῖ ὅτι πηγή τῆς ἁγιότητας εἶναι ὁ Τριαδικός Θεός καί χῶρος φανέρωσής της ἡ ᾽Εκκλησία. ᾽Εμεῖς μόνον κατά μετοχή στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ μποροῦμε νά γίνουμε ἅγιοι. ῾Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, ᾽Ιησοῦς Χριστός᾽ ψέλνουμε στή Θεία Λειτουργία, ἐνῶ ὁμολογοῦμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ὅτι πιστεύουμε ῾εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν ᾽Εκκλησίαν᾽. ᾽Επειδή δηλ. εἶναι ἁγία ἡ κεφαλή ὀντολογικά, γι᾽ αὐτό καί ἐμεῖς ὡς ἐνταγμένα στό σῶμα μέλη γινόμαστε ἅγιοι. Ἡ ἁγιότητα ἔτσι ὡς ζωντανή σχέση προσώπων, Θεοῦ καί ἀνθρώπου, δέν κρίνεται ἀπό ἐξωτερικά τυπικά σημεῖα: ἐνδυμασία, κόμμωση κλπ. ῎Αν κρινόταν ἔτσι, δέν θά ἐπρόκειτο γιά ζωντανή πραγματική σχέση, ἀλλά γιά νομική –τυπική.
Εἶναι πολύ γνωστό τό πρωτοχριστιανικό κείμενο τῆς ἐπιστολῆς πρός Διόγνητον, πού τονίζει πολύ καθαρά τήν πραγματικότητα αὐτή. ῾Οἱ χριστιανοί δέν διαφέρουν ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους οὔτε στήν ἐπίγεια πατρίδα οὔτε στήν ὁμιλία οὔτε στά ἔθιμα. Γιατί πουθενά δέν κατοικοῦν σέ ἰδιαίτερες πόλεις οὔτε χρησιμοποιοῦν κάποια διαφορετική γλῶσσα... Πλήν ὅμως, ἐνῶ κατοικοῦν σέ πόλεις ἑλληνικές καί βαρβαρικές - ἐκεῖ πού βρέθηκε ὁ καθένας – καί ἀκολουθοῦν τά ἐγχώρια ἔθιμα στήν ἐνδυμασία, τή διατροφή καί τίς ἄλλες πλευρές τῆς ζωῆς, ὁ τρόπος τῆς ζωῆς τους εἶναι στ᾽ ἀλήθεια θαυμαστός καί παράδοξος᾽.
Τελειώνοντας: ὁ ἅγιος εἶναι ὁ ὁρατός τόπος πού φανερώνεται ὁ Θεός στόν κόσμο, εἶναι ἡ αἰσθητή παρουσία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Τόν Θεό ἔτσι Τόν βρίσκουμε στά πρόσωπα τῶν ἁγίων Του, πού καί σήμερα ὑπάρχουν πάρα πολλοί, ἀρκεῖ νά ἔχουμε ἀνοικτά τά μάτια τῆς ψυχῆς μας, γιά νά τούς ῾ἀφουγκραζόμαστε᾽. ῎Αν ὁ ἀρχαῖος ῞Ελληνας φιλόσοφος ῾Ηράκλειτος εἶχε ἐπισημάνει τήν ἀλήθεια ὅτι ῾ἡ ἀλήθεια κρύπτεσθαι φιλεῖ᾽, δηλ. ἡ ἀλήθεια ἀγαπᾶ νά κρύβεται, πολύ περισσότερο τοῦτο ἰσχύει στή χριστιανική μας πίστη. Ἡ ἁγιότητα δηλαδή δέν εἶναι ἕνα προϊόν πρός διαφήμιση, ἀλλά μιά ἐσωτερική πραγματικότητα τῆς καρδιᾶς, πού τήν φανερώνει ὁ Θεός στόν κόσμο μέ τόν τρόπο πού ᾽Εκεῖνος ἐπιλέγει. Ἡ Κυριακή τῶν ἁγίων Πάντων ἔτσι μᾶς προβληματίζει κάθε φορά πάνω στήν κλήση μας αὐτή τῆς ἁγιότητας, χωρίς τήν ὁποία δέν πρόκειται κανείς νά δεῖ τόν Κύριο (πρβλ. ῾Εβρ. 12,14 ). ᾽Ιδιαιτέρως σήμερα, μέ ὅ,τι συμβαίνει στόν κόσμο καί τήν πατρίδα μας, ἡ ἁγιότητα ὡς προοπτική καί σκοπός μας εἶναι ὅ,τι πιό ἀπαραίτητο μπορεῖ νά ὑπάρξει γιά ἐμᾶς. Εἶναι ἡ μόνη ἐλπίδα στή ζωή μας.