Μ᾽ ευγνωμοσύνη έστρεψε το βλέμμα
στο απλωμένο χέρι που τον κράτησε,
καθώς αιμόφυρτος
κυλιόταν στον γκρεμό.
Δεν πρόλαβε να πει ῾ευχαριστώ᾽,
γιατί τα ματωμένα δόντια
του ῾βρυκόλακα᾽ σωτήρα του,
ασορτί με τη δαιμονική ματιά του,
τον έκαναν να καταλάβει.
Την ώρα που τα σουβλερά
τα δόντια ῾βουτούσαν᾽
και στο δικό του το κορμί,
τα μάτια του, σπαράζοντας,
καρφώθηκαν στο σταμπωμένο
όνομα πάνω στο μαύρο
το κουστούμι: Δ.Ν.Τ.