Κι ἐκεῖ πού πῆγε
μέ πίκρα στήν ψυχή κι αὐτός
τά δέκα τῶν χεριῶν του δάκτυλα
μ᾽ ὁρμή νά στρέψει στή Βουλή,
γιά ὅσα οἱ τοῦ ῎Εθνους μας Πατέρες
στή δόλια τήν πατρίδα ἔχουν κάνει
χωρίς αἰδώ καί κρίση σοβαρή,
μιά λάμψη τόν ῾ἐτύφλωσε᾽
γιά λίγο, ἀπ᾽ τόν ἐπιστήθιο σ τ α υ ρ ό
ἀμέριμνου μικροῦ παιδιοῦ,
μέσα στό πλῆθος τῶν διαδηλωτῶν,
πού ἀντιφέγγισε στόν ἥλιο.
Κι ἀμέσως κατάλαβε.
῎Εσκυψε τό κεφάλι
῾ἀγανακτισμένος᾽
μέ τόν ἑαυτό του.
Κι ἔκλαψε γιά ἐκεῖνον
καί τούς ἄλλους.