(Σχέδιο καραντίνας: «Βροχή», της ζωγράφου Λήδας Ξυδιά)
Το στήθος ξέσκισε μ’ οργή και οι πληγές
 φανήκανε βαθιές της λαβωμένης του καρδιάς.
Μα κείνη η λαβωματιά που σάλευε το νου
του
ήταν η τρομερή σιωπή του «άδειου»
Ουρανού. 
Κάθε του βόγγος ράγιζε μετέωρα αιώνων
και η ανάσα έσειε χιλιόχρονα πλατάνια 
– ως κι ένας αετός σκιάχτηκε απ’ τον
πόνο - 
μα διόλου δεν ξεκούνησε τον Πλάστη απ’
τον «ύπνο».
«Κύριε, πού ’σαι και αργείς; Γιατί δεν
με ακούεις;» 
- είδε τον χάρο να ’ρχεται «κορώνα» να
φοράει.
Δεν έστερξε ο Κύριος απάντηση να δώσει·
 
βρισκόταν Όλος στους γιατρούς, Όλος 
στα εργαστήρια, Όλος στον πόνο
ασθενών,
και στα «γιατί;» απίστων· κι Όλος σ’
εκείνους 
π’ αγρυπνούν κι ευχές Τού απευθύνουν. 
Κυρίως Όλος σε αυτούς που κλίνουνε το
γόνυ
και διακρίνουν στον «ιό» μια νέα
ευκαιρία.
 
