Σάββατο 8 Μαρτίου 2025

Α΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ

«Χαῖρε δι’ ἧς βρεφουργεῖται ὁ Κτίστης»

(Χαίρε, Παναγία, που διά Σου γίνεται βρέφος ο Δημιουργός)

Κάθε λόγος και κάθε εικόνα του αγίου υμνογράφου της αγαπημένης ακολουθίας των Χαιρετισμών αποτυπώνει την υπέρ φύσιν πραγματικότητα που ζει η Εκκλησία – τον ερχομό στον κόσμο του ίδιου του Θεού ως ανθρώπου. Ό,τι απαρχής σημειώνεται στον Κανόνα του Ακαθίστου Ύμνου, ότι δηλαδή ο λόγος θα αποτελεί φορέας χάρης του Αγίου Πνεύματος – «θα ανοίξω το στόμα μου και θα γεμίσει από Πνεύμα Θεού» - το ίδιο διαπιστώνουμε και στον συγκεκριμένο χαιρετισμό. Διότι εκφράζει το μέγιστο μυστήριο, όπως το εξαγγέλλει ο απόστολος Παύλος: «ὁμολογουμένως μέγα εστί τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον: Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί», κάτι που απαιτεί προς αποδοχή του την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος.

Κι είναι ακριβώς το πρώτο σημείο που μας δηλώνει ο Χαιρετισμός: έρχεται στον κόσμο ο Θεός ως άνθρωπος, αλλ’ όχι ως παρένθεση, (επεισόδιο και συμβάν), της ζωής Του, ή ως γεγονός θάμβους από την άλλη για τον άνθρωπο, μία εμφάνισή Του δηλαδή για να τον φοβίσει ή να τον καταπλήξει. Έρχεται και γίνεται άνθρωπος, «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου» ασφαλώς, άρα «χωρίς ἁμαρτίας», αλλά ακολουθώντας όλες τις φάσεις ερχομού κάθε ανθρώπου στον κόσμο – σύλληψη, κατάσταση εμβρυική, γέννηση, ανάπτυξη, ολοκλήρωση. Ο Δημιουργός, ο Κτίστης κυριολεκτικά «βρεφουργεῖται», πραγματικά και όχι φανταστικά, σε σημείο που τούτο θεωρήθηκε απαρχής ως το απόλυτο κριτήριο για να χαρακτηρίζεται κάποιος χριστιανός ή όχι. Ο λόγος του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου είναι σαφής: «Πᾶν πνεῦμα ὅ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστόν ἐν σαρκί ἐληλυθότα ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιˑ καί πᾶν πνεῦμα ὅ μή ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστόν ἐν σαρκί ἐληλυθότα ἐκ τοῦ Θεοῦ οὔκ ἐστιν». Κάθε δοκητική, δηλαδή εν φαντασία προσέγγιση της πραγματικότητας της ενσάρκωσης του Δημιουργού, είναι για την Εκκλησία η πιο επικίνδυνη αίρεση που διαστρεβλώνει καίρια το αληθές περιεχόμενο της αποκάλυψης του Τριαδικού Θεού. Χωρίς την αποδοχή της βρεφουργήσεώς Του αυτής ως εν αληθεία ενανθρώπησής Του χριστιανισμός δεν υφίσταται.

Κι αυτό κατ’ ανάγκην παραπέμπει αφενός στην απειρία της αγάπης του Δημιουργού – «οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν» - αφετέρου στην απειρία της ταπείνωσής Του – «καί σχήματι εὑρεθείς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτόν» - γεγονός και μόνον που ερμηνεύει εν πίστει την άλλως ακατανόητη κίνηση αυτή του Θεού να γίνει αληθής άνθρωπος για να σώσει τον άνθρωπο από τα δεσμά της αμαρτίας και του θανάτου που είχε περιέλθει. Και πρέπει εν προκειμένω να τονίζεται πάντοτε η αλήθεια αυτή, διότι κάθε άλλη προσπάθεια «εξήγησης» της κλίσεως των Ουρανών από τον άπειρο Θεό προς «κατάβασή» Του οδηγεί σε ατραπούς παρανόησης και εκτροπής στην απώλεια της αίρεσης.

Και πρέπει, έτι πλέον, να σταθεί κανείς εν σιωπή και προσευχή μπροστά στη «βρεφουργία» αυτή του Δημιουργού. Διότι ποιο το χαρακτηριστικό ενός βρέφους; Η απόλυτη εξάρτησή του από τις μητρικές, δηλαδή τις ανθρώπινες, αγκάλες. Ένα βρέφος δεν μπορεί να σταθεί μόνο του. Δεν μπορεί να ζήσει μόνο του. Είναι κατ’ απόλυτο τρόπο ριγμένο στη στάση την ανθρώπινη που θα συναντήσει. Και μένουμε έτσι ενεοί! Ο παντοκράτωρ Κύριος, Αυτός από τον Οποίο εξαρτώνται οι πάντες και τα πάντα, Αυτός που δίνει «ζωήν καί πνοήν καί τά πάντα», επιλέγει να προσφερθεί στον άνθρωπο εντελώς απροϋπόθετα ως ένα ανυπεράσπιστο βρέφος – αφήνεται κυριολεκτικά, ανθρωπίνως κρίνοντας, σ’ αυτόν! Ο Θεός… «εξαρτώμενος» από τον άνθρωπο!

Οπότε η «βρεφουργία» αυτή του Θεού μας συνειρμικά μας οδηγεί και στο γεγονός της αποκορύφωσης των Παθών Του, την ίδια τη Σταύρωση! (Είναι τυχαίο ότι ήδη στην εικόνα της Βυζαντινής Γέννησης το βρέφος κείται μέσα σε μία λάρνακα;) Γιατί και το μυστήριο της Σταυρώσεως τι άλλο αποκαλύπτει παρά το «άφημα» του Δημιουργού στα χέρια των σταυρωτών Του χωρίς καμία δική Του αντίδραση! Αυτός που αμέσως θα μπορούσε να πει σε μία λεγεώνα αγγέλων Του να αναλάβουν δράση, όπως είπε στον μαθητή Του Πέτρο, δεν αντιλέγει, δεν επαναστατεί, δεν φωνάζει. Κινείται ως αμνός άκακος, ως βρέφος πάλι ανυπεράσπιστο, προκειμένου να πραγματοποιηθεί το σχέδιό Του, σχέδιο του Τριαδικού Θεού για τη σωτηρία του πληγωμένου και εν παρανοία ευρισκομένου ανθρώπου. Το Πάθος το «ἑκούσιον», το άφημα χωρίς κρατούμενα στα χέρια των ανθρώπων.

Και λοιπόν; Ποια η στάση του ανθρώπου έναντι του βρέφους Χριστού είτε στη Γέννησή Του είτε στη Σταύρωσή Του; Η στάση της Παναγίας Μητέρας Του αφενός όπως και του συσταυρωμένου μ’ Αυτόν ευγνώμονος ληστού. Δηλαδή η στάση της εν υπακοή αποδοχής Του – «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά Σου», «μνήσθητί μου Κύριε ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ Σου» - ή η στάση της έχθρας και του δαιμονισμού κατά τον τύπο του Ηρώδη και των αρχιερέων του Ιουδαϊσμού και των Ρωμαίων. Και η μεν πρώτη οδηγεί στον εναγκαλισμό του βρέφους και την εγκατοίκησή Του εν χάριτι στην καρδιά του ανθρώπου: «χαῖρε η βαστάσασα τόν βαστάζοντα πάντα» ή με άλλον τρόπο στην ένταξή του στη βασιλεία του Θεού: «ἀμήν λέγω σοι, σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ Παραδείσῳ». Ενώ η δεύτερη οδηγεί στον δαιμονισμό και την οριστική αποξένωση του ανθρώπου από τον Θεό, όπως το βλέπουμε σε όλους τους αρνητές του Χριστού απαρχής και εις τους αιώνας.