«Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ,
ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. 2,20)
Πρέπει να απεγκλωβιστούμε από την εικόνα που μας έχει
δημιουργήσει και μας δημιουργεί ο κόσμος για το τι είμαστε οι άνθρωποι. Γιατί
είναι μία εικόνα αλλοιωμένη από την αμαρτία του πεσμένου σ’ αυτήν κόσμου – «ο
κόσμος όλος εν τω πονηρώ κείται». Κόσμος και χριστιανός βρίσκονται κατά τον
λόγο του Θεού σε αντιθετική κατάσταση, δεν μπορούν να συνυπάρξουν: «όποιος
θέλει να είναι φίλος του κόσμου γίνεται εχθρός του Θεού». Κι εννοείται ότι
μιλάμε όχι για τον κόσμο ως δημιουργία του Θεού, αὐτόν στον οποίο ψαύουμε αδιάκοπα
τις ενέργειες Εκείνου που μας οδηγούν σε δοξολογική διάθεση απέναντί Του˙
μιλάμε για τον κόσμο που απομακρύνθηκε από τον Θεό, από τον κόσμο που θέλησε να
διαγράψει τον Δημιουργό του και γι’ αυτό υποδουλώθηκε στα πάθη και τις
διαστροφές του, αποπνέοντας έτσι διαρκώς τη θανατίλα ενός πτώματος! Διότι ο
Θεός είναι η Ζωή!
Και ποια εικόνα περί ανθρώπου δημιουργεί ο κόσμος της
αμαρτίας; Του αυτοθεοποιημένου όντος που φτάνει στο σημείο να πιστεύει ότι
πέραν αυτού δεν υφίσταται τίποτε άλλο – μία «επανάληψη» της στάσης του πρώτου
εκείνου αγγέλου, του εωσφόρου, ο οποίος χωρίς καμία λογική πίστεψε ότι αυτός
είναι ο θεός, γι' αυτό και η πτώση του, πτώση θανάτου, υπήρξε φοβερή και παταγώδης
και χωρίς επιστροφή! «Εθεώρουν τον σατανάν ως αστραπήν εκ του Ουρανού πεσόντα»
(ο Κύριος). Οπότε τα γνωρίσματα του «πτώματος» αυτού ανθρώπου είναι ένας δαιμονικός εγωισμός, μία εχθρική
τοποθέτηση μέχρι εξουδενώσεως και εξαφανίσεως απέναντι στον συνάνθρωπό του –
εκτός κι αν τον εξυπηρετεί στα συμφέροντά του! -, μία κατακτητική στάση
απέναντι στην ίδια τη φύση, την οποία θεωρεί ως την «πηγή» για να ικανοποιεί
τις άμετρες και παράλογες ορμές και επιθυμίες του. «Κι επειδή δεν θέλησαν οι
άνθρωποι να έχουν τον Θεό με επίγνωση, τους παρέδωσε Αυτός σε αδόκιμο
(πλανεμένο) νου, ώστε να πράττουν στη ζωή τους όσα δεν πρέπει» (απ. Παύλος).
Και δεν βλέπουμε τα γνωρίσματα αυτά διαχρονικά μέχρι
σήμερα; Όπου υπάρχουν άνθρωποι που τον Θεό, τον αποκαλυμμένο εν προσώπω Ιησού
Χριστό, τον έχουνε κάνει πέρα, εκεί αποκαλύπτεται μία κόλαση! Κόλαση πρώτα από
όλα για τους ίδιους, γιατί «θλίψη και στενοχώρια ακολουθεί καθένα που εργάζεται
το πονηρό», και κόλαση έπειτα και για όλον τον περίγυρό τους, γιατί ό,τι έχει
κανείς αυτό και μεταδίδει. Ποιος έχει ζήσει καλά κι έχει αγαθές και ευχάριστες
αναμνήσεις από τη συνύπαρξη με άνθρωπο εγωιστή που ζει και κινείται μόνο μέσα
στον αστερισμό του εγώ του; Και μόνο η σκέψη γι’ αυτόν και η εικόνα του
προκαλεί κύματα αγανάκτησης και οργής, βαθιάς μελαγχολίας που θέλεις ει δυνατόν
διαμιάς να τα διαγράψεις από το μυαλό και την καρδιά σου!
Και να, που έρχεται ο απόστολος Παύλος, ο οικουμενικός
απόστολος και δάσκαλος, έχοντας «νουν Χριστού», να φανερώσει την εικόνα του
αληθινού ανθρώπου που έφερε ο ενανθρωπήσας Θεός. Στο πρόσωπο του Κυρίου Ιησού
Χριστού αποκαλύπτεται όχι μόνον ο αληθινός Θεός αλλά και ο αληθινός άνθρωπος,
«τέλειος Αυτός Θεός και τέλειος άνθρωπος χωρίς αμαρτίας», που θα πει ότι μαζί
Του και ο κάθε πια άνθρωπος, όπου γης και όποιου χρόνου, που θα πιστέψει σ’
Αυτόν, θα ενσωματωθεί στο σώμα Του την Εκκλησία και θα θελήσει να Τον
ακολουθήσει τηρώντας τις εντολές Του, ο κάθε λοιπόν άνθρωπος ταυτοχρόνως
αποκαλύπτεται και εκείνος αληθινός άνθρωπος. Το όριο του τελείου ανθρώπου, όπως
τον θέλησε απαρχής ο Δημιουργός και τον «έδειξε» με τον ερχομό Του, είναι
ακριβώς ο Χριστός, αλλά και κάθε στη συνέχεια πιστός Του. Γιατί τι άλλο είναι
ένας πιστός, γνήσιος και αληθινός, παρά μία συνέχεια Χριστού, ένα κλαδί στο
αμπέλι που είναι Εκείνος, ένα μίμημα Αυτού; «Εγώ το αμπέλι κι εσείς τα κλήματα»
απεκάλυψε το αψευδές στόμα του Θεανθρώπου, «χριστιανός είναι ένα μίμημα Χριστού
όσο είναι μπορετό στον άνθρωπο» λέει ο άγιος που απηχεί την ευαγγελική και
αποστολική παράδοση (Ιωάννης Κλίμακος), «δεν ζω εγώ αλλά μέσα μου ζει ο
Χριστός» λέει ο απόστολος που ακολούθησε μέχρι θανάτου τον Κύριο.
Βρισκόμαστε σε ατμόσφαιρα πέραν της ανθρώπινης λογικής
της πτώσεως, ο απόστολος Παύλος ειδικά, ανοίγοντας την καρδιά του – καρδιά ενός
Αγίου της Εκκλησίας μας – μας δίνει το δικαίωμα να «δούμε» τι θα πει άνθρωπος,
όπως τον θέλει ο Θεός κι όπως είναι η κλήση του κάθε τελικώς ανθρώπου. Αν
συνεχίζουμε να μένουμε, ακόμη και οι «χριστιανοί», στην εικόνα που έχουμε για
τον εαυτό μας, την περιορισμένη από τις αισθήσεις μας και τα πλαίσια του κόσμου
τούτου, θα ζούμε στο ψέμα και το «σπάραγμα» της πραγματικότητας που μας
διαφεύγει παντελώς. Διότι στη θέση των τέκνων του Θεού που είναι η προοπτική
μας θα ζούμε με τα «ξυλοκέρατα» της ασωτίας, του «φάγωμεν και πίωμεν, αύριον
γαρ αποθνήσκομεν» - η απώλεια του εαυτού και η νέκρωση θα συνιστούν πάντοτε το
βίωμά μας.
Ο απόστολος Παύλος λοιπόν, βαπτισμένος και χρισμένος,
μετανοών και αδιάκοπα κοινωνημένος, ντυμένος τον Χριστό, μας λέει ότι στον
κόσμο τούτο, μετά τον ερχομό Εκείνου, ο άνθρωπος κείται υπεράνω όλων των
Ουρανών και προεκτείνεται έως εσχάτου της γης διαχρονικά και αιωνίως. Γιατί
αυτό μας έδωσε ως δωρεά ο Θεός που έγινε άνθρωπος. Το «έγινε άνθρωπος»
αγκαλιάζει τον κάθε άνθρωπο, μέσα στην ανθρώπινη φύση Του ζει και υφίσταται εν
χάριτι ο καθένας, με άλλα λόγια ο πιστός που έχει ανοιχτούς τους οφθαλμούς στη
βαθειά αυτήν πραγματικότητα είναι ένας άλλος Χριστός μέσα στον κόσμο. «Εν σαρκί
περιπολών Θεός» θα σημειώσει ένας αρχαίος εκκλησιαστικός συγγραφέας. Στο
πρόσωπο κάθε αγίου της Εκκλησίας «βλέπουμε» τον Ίδιο τον Κύριο, το Εγώ Εκείνου
που βιώνεται ως περιεχόμενο και της δικής του ύπαρξης. «Δεν ζω πια εγώ, ζει
μέσα μου ο Χριστός». Κι αλλού, γιατί αυτή είναι η ζωή του Παύλου: «Για μένα ζωή
είναι ο Χριστός». Και τι εξαγγέλλει; «Αυτό που τώρα ζω με το σώμα μου είναι η
πίστη μου στον Υιό του Θεού, ο Οποίος με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για
χάρη μου».
Πώς αλλιώς να περιγράψει την υπέρβαση των αισθήσεων και
της λογικής με την πίστη; Οι χριστιανοί, οι άνθρωποι δηλαδή που αποδεχτήκαμε
την αλήθεια του Χριστού, σπάμε τα στεγανά του κόσμου: Ζούμε μέσα στον Χριστό
που είναι η κεφαλή μας, προεκτεινόμαστε λόγω Αυτού οπουδήποτε που ζει Εκείνος.
Κι αφού «τα πάντα και εν πάσι Χριστός», κι αφού «Ιησούς Χριστός χθες και
σήμερον ο Αυτός και εις τους αιώνας», κι αφού Εκείνος «αγάπη εστί» που
«στεγάζει πάντα», άρα δι’ Αυτού και εν Αυτώ περικλείουμε κι εμείς ό,τι κι Αυτός,
έχουμε γίνει και γινόμαστε ό,τι κι Αυτός, όλοι ζούμε μέσα στην πανενότητά Του,
την οποία εξέφρασε στην αγωνία Του στη Γεθσημανή: «Θέλω όπου ειμί εγώ, κακείνοι
ώσι μετ’ εμού». «Ίνα ώσιν εν, καθώς ημείς εν εσμέν». «Ίνα πάντες εν ώσιν».
Μας άνοιξε τα μάτια ο απόστολος με βάση το ένθεο βίωμά
του, αλλά μέχρις εκεί. Γιατί έθεσε και την προϋπόθεση, χωρίς την οποία όχι
μόνον το «όραμα» και η προοπτική του Χριστού καθίσταται ανενέργητη, αλλά και
λειτουργεί, για όσους είμαστε αμελείς και αδιάφοροι, ενάντια και προς τη δωρεά
και το χάρισμα που λάβαμε. Και ποια η προϋπόθεση; Τίποτε άλλο από ό,τι εξάγεται
ως συμπέρασμα από την ταύτιση του Χριστιανού με τον Χριστό: η συσταύρωση μαζί
Του! Γιατί τι λέει ο απόστολος; Πριν αποκαλύψει το βίωμα τού «ζει εν εμοί
Χριστός» ομολογεί: «Χριστώ συνεσταύρωμαι»! Είμαι σταυρωμένος μαζί με τον
Χριστό. Εν χάριτι δηλαδή ζει την αγάπη Εκείνου, σηκώνει κι αυτός όσο του
επιτρέπεται μέσα στον Χριστό τα βάρη και τις αμαρτίες της ανθρωπότητας όλης,
ταυτίζεται με τον καθένα, η προσευχή του είναι πάντοτε «εκ συνοχής καρδίας»,
έμπονη και καρδιακή, «είμαι οφειλέτης όλων» σημειώνει. Μας θυμίζει όλους τους
μεγάλους μετέπειτα αγίους που προσεύχονταν λέγοντας ότι μετέχουν σ’ ένα
μαρτύριο, μαρτύριο αίματος. «Το να προσεύχεσαι αληθινά για τον άλλον είναι σαν
να προσφέρεις το αίμα σου γι’ αυτόν!» (άγιος Σιλουανός του Άθω) – ό,τι
σημειώνει και για την Παναγία Μητέρα του Κυρίου ο ίδιος και άλλοι διορατικοί
άγιοι.
Η σύγκριση της ανθρωπολογίας-(θεο)ανθρωπολογίας της χριστιανικής πίστεως με οτιδήποτε άλλο στον κόσμο που κυκλοφορεί ως ανθρωπολογία δεν υφίσταται.